Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2020 | Permalink
2 μικρά - μεγάλα βιβλία ("Άννα, σορόρ..." και "Στιγμιότυπα")
    Δύο σύντομα και περιεκτικά, αλλά πολύ ουσιαστικά και καίρια βιβλία, που κυκλοφόρησαν μέσα σ’ αυτή την περίεργη (εκδοτικά και όχι μόνο) χρονιά, παρουσιάζονται σήμερα στο blog. Το νεανικό μυθιστόρημα της σπουδαίας Γαλλίδας (που γεννήθηκε στο Βέλγιο και μετά τον πόλεμο πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα) συγγραφέως, Marguerite Yourcenar (Βρυξέλλες, 1903 – Μπαρ Χάρμπορ, Μέιν 1987), με τίτλο «ΑΝΝΑ, ΣΟΡΟΡ…» («Anna, Soror…») – (εκδ. Άγρα, (ωραία) μετάφρ. Σπ. Γιανναράς, σελ.139), και η συλλογή κειμένων του μοναδικού Ιταλού συγγραφέα και διανοητή, Claudio Magris (Τεργέστη, 1939), με τίτλο «ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ» («Instantanee») – (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ. Σπυριδοπούλου, σελ. 155). Δύο εξαιρετικά δείγματα γραφής αγαπημένων συγγραφέων, που χωρίς να εντυπωσιάζουν, κερδίζουν τον αναγνώστη με την γοητεία του αφηγηματικού τους ύφους.

 
Το «ΑΝΝΑ, ΣΟΡΟΡ…» είναι ένα κείμενο που γράφτηκε από ένα νεαρό κορίτσι 22 ετών, που προοριζόταν να γίνει μια μεγάλη συγγραφέας. Είναι ένα αφήγημα αιρετικό διότι περιγράφει έναν απαγορευμένο έρωτα, έναν έρωτα ανάμεσα σε δύο αδέρφια, σε ένα θέμα που είχε απασχολήσει συγγραφείς της Ρομαντικής περιόδου. Η ιστορία της Άννας και του Μιγκέλ, δραματική και ταυτόχρονα αφοπλιστική, όπως την περιγράφει η Γιουρσενάρ είναι ουσιαστικά βγαλμένη μέσα από αρχαίους μύθους.
 
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα τέλη του 16ου αιώνα, στο βασίλειο της Ισπανοκρατούμενης Νάπολης, όπου ο μισητός από τον λαό, κυβερνήτης της Ντον Αλβάρε, είναι παντρεμένος με την καλλονή Βαλεντίνη, που της έχει επιβάλλει έναν δια βίου εγκλεισμό, στα κτήματά τους στην Καλαβρία αλλά και με μακρόχρονες περιόδους στο μοναστήρι της Ίσκια. Η Ντόνα Βαλεντίνη αποδέχτηκε τη μοίρα της και χάρισε δύο πανέμορφα παιδιά στον σατράπη και μπερμπάντη σύζυγό της χωρίς να μπλέκεται ιδιαίτερα στις υποθέσεις του.

 
«Την μεθεπομένη, από το χάραμα, άκουσαν το τερέτισμα της χαράς. Τα αντίο και τα δάκρυα επαναλήφθηκαν, όμοια με εκείνα της προπαραμονής, όπως περίπου επαναλαμβάνεται ένα όνειρο. Ίσως όμως να είχαν πάψει, τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, να πιστεύουν στους αέναους αποχαιρετισμούς.»
 
Τα δύο παιδιά, ο Μιγκέλ και η Άννα, περνάνε όλο τον χρόνο τους με την Βαλεντίνη, η οποία είναι μια γυναίκα που διαβάζει πολύ και μεγαλώνει τα παιδιά της με Λατίνους συγγραφείς. Σχηματίζουν μια αδιάσπαστη τριάδα, απομονωμένη από τον έξω κόσμο, απολαμβάνοντας τις ομορφιές της Ιταλικής φύσης. Σε ένα ταξίδι τους όμως, η Βαλεντίνη πεθαίνει από οξύ πυρετό στα 37 της χρόνια, και τα παιδιά – που δεν είναι βέβαια πια παιδιά -, χάνουν το στήριγμά τους και την προστασία που απολάμβαναν. Στο νεκρικό κρεβάτι, η ετοιμοθάνατη μάνα, παρηγορεί την συντετριμμένη Άννα:
«- Ό,τι κι αν γίνει, μη φτάσετε ποτέ να μισήσετε ο ένας τον άλλον.
-      Αγαπιόμαστε, είπε η Άννα.
Η Ντόνια Βαλεντίνη έκλεισε τα μάτια. Κι ύστερα, πολύ απαλά:
-     
Το ξέρω.»
 
Οι δύο νέοι θα μείνουν μόνοι τους και η ένταση του πάθους τους, είναι δύσκολο πλέον να συγκρατηθεί. Μέσα από θρησκευτικούς ύμνους, εκκλησιάσματα, καχυποψίες και μικροπαρεξηγήσεις – σε κάποια φάση ο Μιγκέλ ζηλεύει την λατρεία της Άννας για τον Ιησού -, το πάθος τους θα εκδηλωθεί σε μια σκηνή εκπληκτικής αισθητικής και διακριτικότητας. Από εκεί και μετά, τα γεγονότα παίρνουν δραματική τροπή καθώς οι δύο ερωτευμένοι προσπαθούν να εξαγνιστούν από «την αμαρτία» τους μέσα από την προσωπική θυσία.
 


«Έτσι, ο καθένας τους διάβαζε με τρόπο διαφορετικό το βιβλίο της δημιουργίας που δύναται με δυο τρόπους να διαβαστεί, και οι δυο με νοήματα ισάξια, καθώς ουδείς γνωρίζει αν όλα ζουν μόνο για να πεθάνουν ή εάν πεθαίνουν μόνο για να ξαναζήσουν.»
 
Κείμενο που πάλλεται από ρομαντισμό και λυρισμό, το «Άννα, σορόρ…» περιγράφει  δύο ανθρώπους που υποκύπτουν στο έντονο συναίσθημα (στη δύναμή του), στην προδιαγεγραμμένη μοίρα τους. Η αιμομιξία – θέμα αρκετά σύνηθες στην λογοτεχνία από την Ελισαβετιανή περίοδο και την Αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας, στο βιβλίο της Γιουρσενάρ απεικονίζεται τρυφερά και με ερωτισμό που ξαφνιάζει με την δύναμή του. Βιβλίο που όχι μόνο προοιωνίζει το πόσο μεγάλη συγγραφέας θα γίνει η Μ.Γιουρσενάρ, αλλά στέκεται και αυτόνομα, ως δείγμα έξοχης λογοτεχνίας με έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο.
 
Τελείως διαφορετικό είναι το βιβλίο του Claudio Magris «ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ». Ο περίφημος Ιταλός διανοητής και ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του καιρού μας, σε 48 αφηγήματα που γράφτηκαν σε μια περίοδο 17 ετών, από το 1999 έως το 2016, περιγράφει στιγμές της Τεργέστης, της πόλης του. Στιγμές της καθημερινότητας, της πολιτικής ζωής, της ιστορίας, συμπεριφορές και ιδεοληψίες που οδηγούν σε παρεξηγήσεις, περνάνε μέσα από την διαυγή πένα του συγγραφέα που παρατηρεί και σχολιάζει.
 


«Είμαστε σχεδόν όλοι τυφλωμένοι συντηρητικοί, απρόθυμοι ή τέλος πάντων ανίκανοι να πιστέψουμε πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Εκλαμβάνουμε την πραγματικότητα στην οποία συνηθίζουμε να ζούμε ως φυσική κατάσταση, ως μια τάξη πραγμάτων την οποία είναι ευκταίο αλλά αφελές να ελπίζουμε πως θα αλλάξουμε. Εκλαμβάνουμε την όψη της πραγματικότητας ως τη μοναδική πιθανή και οριστική πραγματικότητα, χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που πάντοτε και ασταμάτητα πάλλεται εντός της και συνεχώς τη μεταβάλλει – πότε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, πότε με εντυπωσιακό ρυθμό.»

Ο Μάγκρις περιγράφει την «ανθρώπινη κωμωδία» μέσα από στιγμιότυπα – φλας ιστορίες, μιας ή δύο σελίδων οι περισσότερες. Ένας καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο που βλέπει για πρώτη φορά την αίθουσα του να γεμίζει από άγνωστα πρόσωπα, παραδίδει το μάθημά του και στο τέλος ενημερώνεται ότι όλοι αυτοί είχαν έρθει για να προλάβουν να πιάσουν θέση για την διάλεξη του Ρολάν Μπαρτ που θα ακολουθούσε στην ίδια αίθουσα. Μια γκαλερί που αποφασίζει να καλύψει τους πίνακές της με μαύρο πανί ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταδίκη ενός καλλιτέχνη, βλέπει μια νεαρή «φιλότεχνη» να μπαίνει μέσα και να ζητάει να αγοράσει έναν καλυμμένο πίνακα νομίζοντας ότι είναι κάποια «πρωτοποριακή τέχνη»!
Ιστορίες για ένα πτώμα στην παραλία δίπλα στους λουόμενους που συνεχίζουν απερίσπαστοι το μπάνιο τους, ένα νεκρό περιστέρι που κανιβαλίζεται από τα άλλα περιστέρια στη βάση ενός αγάλματος, ένα ατύχημα σε ένα συνέδριο, η χήρα του Βίλι Μπραντ και η ερωτική της περιπέτεια, η διαφορά «επίσημου» και «παράνομου» σεξ, ένας ακαδημαϊκός που κοιμάται στη συνεδρίαση της Ακαδημίας, ένα πανδοχείο στην άκρη ενός δάσους, μια είδηση για ορφανά «κατεψυγμένα έμβρυα» που πρέπει να αποφασιστεί αν θα χρησιμοποιηθούν ή θα «καταστραφούν» που συνταράζει τον συγγραφέα.
Ιστορίες για τις απρόσωπες τηλεφωνικές «γραμμές του καταναλωτή», για τα κοινωνικά επιδόματα, αλλά και για την εξαφάνιση των δημόσιων ουρητηρίων από την πόλη της Τεργέστης που οδηγεί στην δημόσια ούρηση των διερχομένων όπου βρουν, σκηνές από την παραλία με δυο παιδάκια διαφορετικού χρώματος να παίζουν αδιάφορα για την διστακτικότητα και την καχυποψία των γονιών τους.
 
Ο Μάγκρις στοχάζεται για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την εύθραυστη πραγματικότητα που θεωρούμε ότι δεν μπορεί να αλλάξει μέσα σε λίγες ώρες, για το καθημερινό άγχος να καλύπτουμε τον εγωισμό μας με δήθεν ευαισθησίες, για την εξαφάνιση των Εσκιμώων, για την εγωιστική αδράνεια του Τόμας Μαν απέναντι στην κήρυξη του πολέμου, για τους αβάσταχτους φόρους, για το Facebook και τις σέλφι, για τις «βουβές σκηνές» ενός γάμου ή μιας σχέσης, για τους μετανάστες, τα γκραφίτι, την διαφήμιση, για τις ερωτικές σχέσεις και το τι σημαίνει να «πορεύεσαι με κάποιον».
 
«Ανάμεσα στα πράγματα που χαρακτηρίζουν την αισθηματική ζωή των ανθρώπινων όντων υπάρχει και η μικρή αλλά όχι ασήμαντη διαφορά ανάμεσα σε όσους έχουν έφεση να «πορεύονται μαζί» με κάποιον και όσους, αντίθετα, να «τα έχουν με» κάποιον. Στην πρώτη περίπτωση ενυπάρχει μια ηθική αξιοπρέπεια που γιγαντώνεται ενώπιον της δεύτερης. «Να πορεύεσαι μαζί» είναι ένας έρωτας τίμιος και απλός, που δεν υπόσχεται ούτε στον έναν ούτε στον άλλον καμία ψευδεπίγραφη διάρκεια, ούτε υποκρίνεται πως μοιράζεται τα καλά και τα κακά της ζωής – όπως ένας γάμος ή μια πλήρης, βαθιά και μόνιμη ένωση – και ακριβώς εξαιτίας αυτής της ειλικρινούς απομάγευσης, μπορεί να προσφέρει τρυφερότητα, στοργή και φιλία, που θα κρατήσουν πέρα από τη σύντομη αυτή γνωριμία.
Αντίθετα, «τα έχω με κάποιον» είναι συχνά η αυτοπαραπλανητική παρωδία του γάμου, σημαίνει πως μοιράζομαι την ύπαρξή μου για έξι μήνες ή για έναν χρόνο αλλά με όλες τις υποχρεώσεις και τους κανόνες του γάμου: αμοιβαία προσωρινή πίστη, σταθερό ζευγάρι που το καλούν παντού μαζί, συμβίωση, προθεσμιακό συγγενολόι, συμπεριλαμβανομένων των πεθερικών, μελαγχολική μολονότι ειλικρινής προσομοίωση πως είμαστε «εις σάρκαν μίαν», αδυναμία να ζήσουμε μόνοι μας. «Τα έχω με κάποιον «είναι πολύ διαφορετικό από το να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου ή να δημιουργήσεις μια νέα συναισθηματική σχέση μετά από μια αποτυχία ή, αν μη τι άλλο, το τέλος της προηγούμενης, που διακόπηκε από την έλλειψη κατανόησης, από έναν θάνατο, από ασυμβατότητα ή από την απώλεια του συναισθήματος. «Τα έχω με κάποιον» είναι ο προγραμματισμός, συνειδητός και ασυνείδητος, πολλών διαδοχικών μικρών γάμων, που έχουν προβλεφθεί εκ των προτέρων.»

 
Ο δεδομένος γλαφυρός λόγος του Μάγκρις, τονίζει τα «ασήμαντα περιστατικά» της καθημερινότητας με χρώμα και στοχασμό, πολύ χιούμορ και παρατηρητικότητα. Δεν επισημαίνει μόνο τον κυνισμό, την υποκρισία, την αδιαφορία και τις προκαταλήψεις αλλά και τις ωραίες στιγμές που περνάνε απαρατήρητες χωρίς να σχολιάζει και να ηθικολογεί, αφήνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Ορισμένες δε από τις ιστορίες που αφηγείται, είναι τόσο δυνατές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για μεγαλύτερα κείμενα, ακόμα και για μυθοπλαστικά εγχειρήματα.
 
Ο Μάγκρις είναι τόσο σαγηνευτικός συγγραφέας που έχει την ικανότητα να αφηγείται τα πιο σοβαρά πράγματα με αβίαστο και ρέοντα λόγο, που δεν κουράζει και έλκει τον αναγνώστη, ο οποίος δεν σταματάει να υπογραμμίζει και να σημειώνει. Κάθε βιβλίο του, είναι μια σπουδή στη λογοτεχνία, καθώς αυτός ο συγγραφέας γνωρίζει πώς να «αιχμαλωτίσει» τη στιγμή – σαν τον ιδανικό φωτογράφο ή κάμεραμαν. Μικρές αλλά ουσιαστικά «μεγάλες» στιγμές από έναν μοναδικό συγγραφέα που πάντα ισορροπεί με μεγάλη επιτυχία μεταξύ Λογοτεχνίας και Δοκιμίου.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 83 / 100


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home