Πέμπτη, Μαΐου 25, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 25, 2023 | Permalink
"Άνθρωποι από χώμα"

 

Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο όταν, παρακολουθώντας το λογοτεχνικό έργο ενός συγγραφέα, να τον βλέπεις να σημειώνει αξιοπρόσεκτη εξέλιξη στα κείμενά του, χωρίς να ξεφεύγει από την πορεία που έχει χαράξει από τότε που πρωτοεμφανίστηκε. Ο Δημήτρης Αλεξίου (Αθήνα, 1974), δικηγόρος και άνθρωπος που ασχολείται ενεργά με το Θέατρο, δεν κρύβει ότι του αρέσει ένα «κλασσικίζον» λογοτεχνικό ύφος και σίγουρα σε αυτό κινείται με μεγάλη άνεση. Με το πέμπτο του μυθιστόρημα «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ» (εκδόσεις Διόπτρα, σελ. 318), ο Αλεξίου, επιτυγχάνει να γράψει ένα λαϊκό μυθιστόρημα με σαφές κοινωνικό πρόσημο και τέτοια αφηγηματική ζωντάνια, που δεν υπάρχει αναγνώστης που θα μείνει ασυγκίνητος, διαβάζοντάς το.
 

Ο Αλεξίου τοποθετεί την ιστορία του, στην προδικτατορική περίοδο της δεκαετίας του ’60. Ο τόπος είναι το Βερτίλι, ένα επινοημένο ορεινό χωριό που η πλειονότητα των κατοίκων του, ζουν από το ορυχείο που βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του χωριού. Το Βερτίλι, είναι ένα κλασσικό χωριό της μεταπολεμικής Ελλάδας, που στεγάζει κρυμμένα πάθη και λάθη, πολιτικές και κοινωνικές διχόνοιες, φαντάσματα του Εμφυλίου και πολλή μνησικακία. Εκείνες τις μέρες, οι εργάτες του ορυχείου βρίσκονταν σε απεργία απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας από την ιδιωτική εταιρεία που εκμεταλλευόταν το ορυχείο. Ηγέτης του σωματείου των ανθρακωρύχων ήταν ο Μιχάλης Ντάβαρης, γιος αριστερού αντάρτη και παλαιότερος υπάλληλός του ορυχείου, αφού εργαζόταν εκεί από το άνοιγμά του 16 χρόνια πριν. Ο Ντάβαρης ήταν χήρος, είχε σχέση με την Τούλα, που ήταν ακόμα τυπικά παντρεμένη με ένα λαμόγιο, που αφού την είχε φέρει στο χωριό, είχε εξαφανιστεί για χρόνια. Η σχέση του Μιχάλη και της Τούλας, παρότι τυπικά «παράνομη», ήταν αποδεκτή από την τοπική κοινωνία.
 
Ο γιός του Μιχάλη, ο εντεκάχρονος Ιορδάνης, πηγαίνει στο σχολείο της περιοχής και βρίσκεται στο προαύλιό του, σταλμένος από τον δάσκαλό του για να ξαναδιαβάσει το μάθημα της ημέρας. Αυτή η ενέργεια του δασκάλου, θα του σώσει τη ζωή, διότι εκείνη την ώρα, συμβαίνει ένα τρομακτικό ατύχημα. Στο ορυχείο, καταρρέουν κάποιες στοές. Το χάσμα που δημιουργείται, καταπίνει σπίτια, το καφενείο και ολόκληρο το σχολείο του χωριού. Στο ορυχείο, βρίσκονταν μόνο κάποιοι απεργοσπάστες της απεργίας, αλλά κάτω από τη γη, θάβονται όλοι οι μαθητές που βρισκόντουσαν εκείνη την ώρα στις τάξεις του σχολείου. Συνολικά πάνω από 100 άτομα αγνοούνται με ελάχιστες πιθανότητες να βρεθούν ζωντανά.
 
«Το βουνό έμοιαζε να άνοιξε τα έγκατά του και να έκανε μια χαρακιά πάνω στη γη. Η γραμμή λόξεψε, πέρασε έξω από τα πρώτα σπίτια του χωριού και έφτασε ως το σχολείο, όπου ξανάστριψε απότομα. Πέρασε κάτω από το κτίριο, διέσχισε την αυλή με πάταγο, προχώρησε στα απέναντι σπίτια και στο καφενείο του Χάντα και σταμάτησε στην κουζίνα του. Ρούφηξε τα πάντα στην πορεία της: τοίχους, πέτρες, αίθουσες, θρανία, έπιπλα, ανθρώπους. Όσο προχωρούσε, τόσο μεγαλύτερος ο θόρυβος, τόσο πιο πολλές οι κραυγές. Όταν σταμάτησε, η σκόνη έπνιξε τις κραυγές. Ένα αργός σούρσιμο σαν άμμος που κυλάει από χέρι παιδιού πάνω από το κάστρο του απέμεινε να κλαψουρίζει. Θρόισμα. Η ζωή του Ιορδάνη άλλαξε με ένα θρόισμα. Όλοι οι υπόλοιποι ήχοι κόπασαν και το θρόισμα απέμεινε να ψιθυρίζει τι είχε συμβεί.»
 
Ο Ιορδάνης Ντάβαρης, από τη μια στιγμή στην άλλη, έγινε «το παιδί που δεν πέθανε», επίκεντρο της προσοχής, και του ενδιαφέροντος των χαροκαμένων συμπολιτών του, αλλά και των μέσων ενημέρωσης της πρωτεύουσας. Η τραγωδία συγκλονίζει το χωριό αλλά και ολόκληρη τη χώρα. Βέβαια βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60 και τα νέα αργούν να φτάσουν στην υπόλοιπη Ελλάδα και να διαδοθούν. Η κυβέρνηση προσπαθεί να υποβαθμίσει την τραγωδία και η εταιρεία να ρίξει την ευθύνη σε κάποιον. Ο «βολικός ένοχος» είναι ο Μιχάλης Ντάβαρης που κατηγορείται ως δολιοφθορέας («σαμποτέρ»), που τοποθέτησε έναν εκρηκτικό μηχανισμό που ανατίναξε το ορυχείο. Η κατηγορία που προέρχεται από ανώνυμη καταγγελία ενός μυστηριώδους διασωθέντα εργάτη του ορυχείου, θα γίνει αιτία να πέσουν τα φώτα πάνω στον Μιχάλη και στις συνδικαλιστικές του ενέργειες, ενώ οι παρανομίες της εταιρείας καλύπτονται όπως και οι τεράστιες οικονομικές ζημιές που είχε όλα αυτά τα χρόνια από την εκμετάλλευση του ορυχείου, με αποτέλεσμα να παραμελήσει τις συνθήκες εργασίας αλλά και τις υποδομές του ορυχείου.
 
Ο Μιχάλης προφυλακίζεται χωρίς ακόμα να του απαγγελθούν κατηγορίες, χωρίς να γνωρίζει τίποτα, ενώ στην κοινωνία διαχέεται ένα όργιο φημών. Εναποθέτει τις ελπίδες του, σε έναν φαντεζί δικηγόρο της Αθήνας, που προσπαθεί να πάρει την δημοσιότητα επάνω του ώστε να αποφορτίσει τον πελάτη του, πασχίζοντας να βρει στοιχεία της εμφανούς αθωότητάς του. Η δε Τούλα – η σύντροφός του Μιχάλη– από την άλλη, θα δει αίφνης τον σύζυγό της να εμφανίζεται μετά από χρόνια μπροστά της και να δείχνει ότι γνωρίζει τα πάντα για τη σχέση της με τον προφυλακισμένο συνδικαλιστή.
Ο Ιορδάνης που είναι το μοναδικό παιδί από 6 έως 12 χρονών που απομένει στο χωριό, προσπαθεί να συνέλθει από τα συνεχή σοκ και τις ανατροπές στη ζωή του, ενώ θα πρέπει να διαχειριστεί τη μοναξιά του, τη θλίψη τη δικιά του για την απώλεια των φίλων και συμμαθητών του, «υποχρεούται» δε, να παρίσταται στις κηδείες που γίνονται τις επόμενες μέρες στο χωριό. Ο Ιορδάνης βλέπει την κοινωνία του χωριού να έχει «προσδοκίες» από εκείνον, να μεταβιβάζονται στις πλάτες του, τα όνειρα των μανάδων για τα παιδιά τους, να είναι αποδέκτης βλεμμάτων σαν να είναι ένα είδος «Αγίου». Θα στραφεί προς έναν «φανταστικό φίλο» που θα επινοήσει για να αντέξει την πίεση, ενώ θα πρέπει να διαχειριστεί και την καχυποψία του χωριού για τον πατέρα του, που θεωρείται από τους περισσότερους, «ένοχος» της καταστροφής.
 
Ο Αλεξίου βασίζει την ιδέα του, πάνω σε ένα πραγματικό γεγονός. Το 1966, το μικρό χωριό Άμπερφαν στην Ουαλία καταπλακώθηκε από τόνους λάσπης, μετά την κατολίσθηση στο τοπικό ορυχείο. Το δημοτικό σχολείο της περιοχής βυθίστηκε και πάνω από 100 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το γεγονός προβλήθηκε δραματοποιημένο στην τηλεοπτική σειρά Crown, και έγινε παγκοσμίως γνωστό. Ο Αλεξίου, μεταφέρει αυτή τη καταστροφή στα καθ’ ημάς, τονίζοντας την κοινωνική της διάσταση, στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας την δεκαετία του ’60, όπου υπήρχε το βαθύ παρακράτος – απότοκο του Εμφυλίου και των Εθνικών Διχασμών -, όπου η Εξουσία ήταν ανεξέλεγκτη.

Το βιβλίο χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία μέρη. Στο πρώτο του μέρος («Το παιδί των όλων»), επικεντρώνεται στην καταστροφή, στο δεύτερο μέρος («Ο τίγρης του Βερτιλίου»), στην ανθρώπινη βία και στο τρίτο μέρος («Άνθρωποι από χώμα») στον δικαστικό αγώνα του Μιχάλη. Ουσιαστικά από τη μέση του μυθιστορήματός του και μετά, ο συγγραφέας, εστιάζει στον ρόλο της Δικαιοσύνης και στο κοινωνικό πλέγμα μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένοι οι πολίτες να ζουν, επισημαίνοντας την Ηθική των πράξεων.
 
Ο κεντρικός χαρακτήρας, όμως του βιβλίου, παραμένει ο μικρός Ιορδάνης, ένα παιδί που μεγαλώνει απότομα, που προσπαθεί να διαχειριστεί την απόλυτη μοναξιά που βιώνει, την απώλεια των φίλων και συμμαθητών του, την προσοχή αλλά και τις προσδοκίες των συμπολιτών του, σε συνδυασμό με τις κατηγορίες κατά του πατέρα του. Ο Αλεξίου μοιράζοντας την ιστορία μεταξύ αυτής της εμπειρίας και του δικαστικού αγώνα που δίνει ο Μιχάλης, προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο, αλλά εξασθενεί την περιγραφή του εσωτερικού αγώνα του Ιορδάνη. Η επιλογή του αυτή, μετατρέπει το μυθιστόρημα σε πιο εξωστρεφές και κοινωνικοποιημένο, χάνοντας την εσωτερικότητα και το βάθος που θα είχε η ιστορία του, ακολουθώντας μια άλλη διαδρομή.
 
Ο κινηματογραφικός ρυθμός της αφήγησης, και η ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα, δεν αφήνουν όμως χώρο στον αναγνώστη να σκεφτεί τα παραπάνω. Όπως στα ωραία page-turners, είναι τέτοια η δύναμη και η ζωντάνια της πλοκής που κυριολεκτικά δεν παίρνεις ανάσα. Ο Αλεξίου ακολουθώντας ένα κλασσικό στυλ, χωρίς λογοτεχνικούς μοντερνισμούς, χωρίς χρήση ντοπιολαλιάς, περιγράφει  τα γεγονότα, εστιάζοντας στη διαφθορά της Εξουσίας και στα δικαστικά τερτίπια, στην αδυναμία του απλού καθημερινού ανθρώπου, να αντισταθεί σε κάθε είδους παραλογισμό. Οι «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ», είναι ένα άκρως επίκαιρο (μετά την τραγωδία των Τεμπών) και άκρως απολαυστικό (μέσα στις ζοφερές καταστάσεις που περιγράφει) μυθιστόρημα, που θίγει πολλά θέματα, προσφέροντας υλικό για προβληματισμό, συγκινεί και συναρπάζει ∙ μια λογοτεχνία, λίγο «παλιομοδίτικη» που δεν είναι καταγγελτική αλλά έχει κοινωνική και πολιτική δύναμη, και η οποία, με την ωραία και ρέουσα γλώσσα της αφήγησης συνεπαίρνει τον αναγνώστη.
 
Βαθμολογία 81 / 100



 
Πέμπτη, Μαΐου 18, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 18, 2023 | Permalink
The long and winding road ("Λεωφόρος Λίνκολν" του Amor Towles)

 

Τι καλός συγγραφέας είναι ο Amor Towles, και τι προικισμένος αφηγητής! Η αίσθηση αναγνωστικής απόλαυσης που σου άφηνε το «ΕΝΑΣ ΤΖΕΝΤΛΕΜΑΝ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ», γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, με το θαυμάσιο και άκρως πληθωρικό μυθιστόρημά του «ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΛΙΝΚΟΛΝ» («The Lincoln Highway») – (εκδόσεις Διόπτρα, μετάφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου, σελ. 717). Το νέο μυθιστόρημα (εκδόθηκε στις Η.Π.Α., το 2021) του γεννημένου το 1964 στη Βοστώνη, Αμερικανού συγγραφέα και πρώην τεχνοκράτη επενδυτικού συμβούλου, είναι ένα κλασσικό «road-novel» («μυθιστόρημα δρόμου»), που ακολουθεί την μεγάλη Αμερικανική παράδοση των Steinbeck και Kerouac, με μια χορταστική ιστορία που δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα.


Η λεωφόρος Λίνκολν, δεν είναι τόσο γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο, όπως η θρυλική «Route 66», αν και είναι ο πρώτος διαπολιτειακός αυτοκινητόδρομος που διασχίζει τις Η.Π.Α., απ’ άκρη σ’ άκρη. Κατασκευάστηκε το 1913 και ξεκινάει από την Times Square της Νέας Υόρκης, καταλήγοντας μέσω 14 πολιτειών και περίπου 700 πόλεων, στη πλατεία Λίνκολν του Σαν Φρανσίσκο, διατρέχοντας πάνω από 5000 χιλιόμετρα στη διαδρομή της (με τους παραδρόμους κλπ, η συνολική διαδρομή αγγίζει τα 10,000 χιλιόμετρα).
 
Το ταξίδι των τεσσάρων αγοριών στο βιβλίο του Towles, από ένα χωριό της Νεμπράσκα προς το Σαν Φρανσίσκο, δεν θα είναι συνηθισμένο. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο 18άρης Έμετ Γουάτσον, που μετά την έκτιση ενός και κάτι, χρόνου ποινής, σε ένα αναμορφωτήριο για μια αυθόρμητα βίαιη ενέργεια που προκάλεσε τον θάνατο (εξ αμελείας) ενός συνομηλίκου του, επιστρέφει στο πατρικό του, όπου βρίσκει μόνο τον Μπίλι, τον μικρό οκτάχρονο αδερφό του να τον περιμένει. Ο πατέρας τους έχει πεθάνει και τα αβάσταχτα χρέη του, συνετέλεσαν στην κατάσχεση του κτήματος και των υπαρχόντων τους. Έχουν ένα χρονικό περιθώριο δυο-τριών ημερών, να πάρουν κάποια ρούχα και κάποια αντικείμενα και να φύγουν από εκεί. Το μόνο που δεν κατασχέθηκε, είναι μια γαλάζια Studebaker Land Cruiser του 1948, που αγοράστηκε από τον Έμετ, που δούλευε από μικρός, και είχε γραφτεί στο όνομά του. Η μητέρα τους, τούς έχει εγκαταλείψει μερικά χρόνια πριν και δεν είχε επικοινωνήσει ξανά μαζί τους, πέραν από μερικές καρτ ποστάλ που τους είχε στείλει τον πρώτο καιρό της φυγής της. Ο τετραπέρατος Μπίλι (ένα οκτάχρονος με μεγάλη ευφυία και φαντασία), είχε ουσιαστικά ενώσει τις καρτ-ποστάλ, και είχε καταλάβει ότι η μητέρα τους είχε τερματίσει το ταξίδι της φυγής της, στο Σαν Φρανσίσκο, οπότε πείθει τον Έμετ, να κατευθυνθούν δυτικά, προς αναζήτησή της, αφού έτσι κι αλλιώς, πρέπει να φύγουν από το σπίτι, αλλά και την μικρή πόλη, όπου είναι φανερό ότι δεν υπάρχει μέλλον για τον Έμετ, μετά τον θάνατο που προκάλεσε.
 
Όλα τα στοιχεία είναι εκεί. Δύο αγόρια, ένα κλασσικό αμερικάνικο αμάξι (και αρκετά χρήματα που τους έχει αφήσει ο πατέρας του Έμετ, κάτω από την ρεζέρβα του αυτοκινήτου), ένας μεγάλος δρόμος, μια διαδρομή που μπορεί να πάρει καιρό. Υπάρχει κι ένα κορίτσι, λίγα χρόνια μεγαλύτερο, η Σάλι, κόρη ενός γείτονα, που φρόντιζε τον Μπίλι όσο καιρό ήταν στο ίδρυμα ο Έμετ, και θέλει κι εκείνη να φύγει όσο το δυνατόν πιο μακριά από το σπίτι της. Τα στοιχεία όμως αυτά, ανατρέπονται, με την εμφάνιση δύο νεαρών αγοριών, συγκρατούμενων του Έμετ, που το είχαν σκάσει από το ίδιο ίδρυμα, κρυμμένοι μέσα στο αυτοκίνητο που μετέφερε τον Έμετ σπίτι του. Ο επιρρεπής στους καβγάδες και ταραχοποιός Ντάτσες, γιος ενός περιπλανώμενου ηθοποιού, και ο χαζούλης και αφελής Γούλι, γόνος αριστοκρατικής Νεοϋορκέζικης οικογένειας.
Ο Ντάτσες σύντομα φέρνει τα πάνω, κάτω και επιβάλλει την παρουσία τους στο ταξίδι. Όπως δε οι δύο νεοφερμένοι τούς λένε, υπάρχουν περίπου 150.000 δολάρια, σε ένα χρηματοκιβώτιο, στο εξοχικό της οικογένειας του Γούλι – τα οποία είναι γραμμένα σ’ αυτόν -  κάπου στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, οπότε τους προτείνουν να περάσουν να τα πάρουν και να τα μοιραστούν. Ο Έμετ δεν πολυσυμφωνεί, αλλά ουσιαστικά μόλις ξεκινάνε το ταξίδι τους, ο Ντάτσες κλέβει το αυτοκίνητο (μαζί με τον Γούλι) και κατευθύνονται προς Νέα Υόρκη (πρώτα για να ξεκαθαρίσει κάποιους παλιούς λογαριασμούς ο πρώτος, μετά για να πάνε για τα χρήματα του δεύτερου). Ο Έμετ με τον μικρό Μπίλι, φεύγουν προς αναζήτησή τους, με το τρένο (με την βοήθεια της Σάλι), πηγαίνοντας κι εκείνοι στη Νέα Υόρκη, βάσει των πληροφοριών που τους έχει δώσει ο Ντάτσες, ο οποίος φεύγοντας με τη Studebaker, έχει βρει και τα χρήματα που τους είχε αφήσει ο πατέρας του Έμετ, αφήνοντάς τους άφραγκους και απελπισμένους.


Τα προβλήματα σε αυτό το μεγάλο ταξίδι ήδη έχουν αρχίσει και το ένα θα διαδέχεται το άλλο, σε μια περιπέτεια, που ξεκινάει από τη Νεμπράσκα, και συνεχίζεται στη Νέα Υόρκη και στα Αντιρόντακς της ίδιας πολιτείας και θα τους καθορίσει το μέλλον. Το τραγικό όσο κι απρόσμενο φινάλε του βιβλίου, θα επαναφέρει τη «δικαιοσύνη» με όρους αρχαίας τραγωδίας και οι χαρακτήρες του βιβλίου, θα συνεχίσουν μια ζωή, όπου δεν θα είναι ποτέ πια, οι ίδιοι.
 
«Η κύρια ανησυχία του καθώς πήγαινε για ύπνο ήταν ότι δεν θα μπορούσε να ξυπνήσει τους άλλους, ότι θα έχανε τις πρώτες ώρες της ημέρας μέχρι να καταφέρει να τους σηκώσει και να φύγουν. Αλλά άδικα ανησυχούσε. Στις πέντε που σηκώθηκε ο Ντάτσες ήταν ήδη στο ντους και ο Γούλι σιγομουρμούριζε στον διάδρομο. Ο Μπίλι είχε φτάσει στο σημείο να κοιμηθεί με τα ρούχα του, ώστε να μη χρειαστεί να ντυθεί όταν θα ξυπνούσε. Όταν ο Έμετ έκατσε στο τιμόνι και πήρε τα κλειδιά του από το αλεξήλιο, ο Ντάτσες βρισκόταν ήδη στη θέση του συνοδηγού και ο Μπίλι δίπλα στον Γούλι στο πίσω κάθισμα με τον χάρτη ανοιχτό στα γόνατά του. Κι όταν, λίγο πριν ξημερώσει, βγήκαν από το δρομάκι, κανείς τους δεν έριξε ούτε μια ματιά πίσω.
Ίσως όλοι είχαν λόγους να θέλουν να ξεκινήσουν νωρίς, σκέφτηκε ο Έμετ. Ίσως όλοι ανυπομονούσαν να βρεθούν κάπου αλλού.»
 
Με την αφήγηση να εναλλάσσεται από τριτοπρόσωπη στο μεγαλύτερο μέρος της, σε πρωτοπρόσωπη όταν αφηγούνται ο Ντάτσες και η Σάλι, o ευφυέστατος Towles, αντιπαραθέτει τους διαφορετικούς χαρακτήρες μεταξύ των ηρώων του. Ο Έμετ, ο Μπίλι και ο Γούλι είναι χαρακτήρες μεγαλωμένοι μέσα σε οικογένειες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήταν δεμένες και υπήρχε νοιάξιμο και συμπόνια, ο Ντάτσες (που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο), είναι ένα παιδί που μεγάλωσε στον δρόμο και στις περιοδείες, μέσα στο ψέμα και τις διαφορετικές περσόνες των ρόλων που έπαιζε ο πατέρας του, και η Σάλι, μια σκληρά εργαζόμενη αγρότισσα που καταπιέζεται από τον πλεονέκτη πατέρα της. Με αυτή τη τεχνική τονίζει την διαφορετικότητα των χαρακτήρων του, με την ανομοιογένεια που τους διακρίνει, επικεντρώνοντας στους διαφορετικούς τρόπους ανατροφής και ηθικής του Αμερικάνικου τρόπου ζωής.


Με δυνατούς και στέρεους χαρακτήρες – ο καθένας θα μπορούσε να αποτελέσει τον ήρωα του βιβλίου -, ο συγγραφέας, χτίζει υπομονετικά την αφήγησή του, δίνοντας χρόνο στον καθένα να ξεδιπλώσει τα χαρακτηριστικά του. Ο Έμετ που αποζητάει μια νέα αρχή στη ζωή του, ο Ντάτσες που είναι εστία ταραχών, ο Γούλι που αποδεικνύεται ο πιο δραματικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος μέσα στην αφέλειά του, ο μικρός Μπίλι που χάνεται μέσα στις αφηγήσεις ενός βιβλίου με περιπέτειες και η Σάλι που προσπαθεί να δραπετεύσει από την προδιαγεγραμμένη μοίρα της, είναι όλοι πρωταγωνιστές μιας καθηλωτικής περιπέτειας που η ανατροπή του τέλους, θα δώσει μια άλλη διάσταση στο βιβλίο.
 
Γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις, είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας, αλλά και περιπέτεια δρόμου ∙ το χορταστικό και άκρως σαγηνευτικό «ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΛΙΝΚΟΛΝ», είναι ένα υπέροχο βιβλίο που «ρουφιέται», από αυτά τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, που δεν θέλεις να σταματάς να διαβάζεις. Πλημμυρισμένο από στοιχεία για την εποχή (ταινίες και τραγούδια), ονόματα τόπων και χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στην πλοκή προσδίδοντας δραματικότητα αλλά και χιούμορ, το βιβλίο που εμπνέεται ευθέως, από τις «Περιπέτειες του Χάκ Φιν» του Μαρκ Τουέιν, έως τα βιβλία του Στάινμπεκ και το «Στο Δρόμο» του Κέρουακ, είναι μια απογειωτική «Americana», μια saga που περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά του Αμερικάνικου τρόπου ζωής, σε ένα αλησμόνητο αναγνωστικό ταξίδι.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Πέμπτη, Μαΐου 11, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 11, 2023 | Permalink
John Keene "Αντιαφηγήσεις"

 

Υπάρχουν βιβλία που ξεχωρίζουν από την πρώτη τους σελίδα, όταν αντιλαμβάνεσαι σχεδόν αμέσως, ότι κάτι εξαιρετικό βρίσκεται εδώ! Οι «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ» («Counternaratives»), του Αφροαμερικανού συγγραφέα John Keene (St. Louis, 1965), που κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Loggia σε μετάφραση και επίμετρο του Γ.Μαραγκού (σελ.457), είναι ένα από αυτά τα βιβλία, που όχι μόνο ξεχωρίζουν αλλά και σε «αιχμαλωτίζουν» από την αρχή.


Τι είναι όμως αυτό το βιβλίο με τον ιδιόρρυθμο τίτλο; Οι «Αντιαφηγήσεις», έχουν τη μορφή σύντομων ιστοριών, διηγημάτων στη τυπική τους έννοια («Διηγήματα και Νουβέλες» γράφει στο εξώφυλλο της έκδοσης). Αυτό ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτα, γιατί το βιβλίο του Keene, δεν μοιάζει με τίποτα απ’ ότι μπορεί να έχει διαβάσει κανείς∙ «πατάει» τόσο δυναμικά πάνω στους παραδοσιακούς τρόπους αφήγησης, που τους υπερβαίνει σε κάτι απόλυτα σύγχρονο και μοντέρνο όπου συνδυάζεται ο ρεαλισμός με την δημιουργική φαντασία, τα ιστορικά στοιχεία, λεπτομερή και σε πολλά στοιχεία αναθεωρητικά, συνδυάζονται με λυρισμό και συνεχείς αιφνίδιες ανατροπές.
 
Στις «Αντιαφηγήσεις» περιέχονται δεκατρείς ιστορίες μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Είναι ιστορίες που διατρέχουν την Αμερικανική ήπειρο (Βόρεια και Νότια) μέσα στον χρόνο, με επίκεντρο την ιστορία των μαύρων – χωρίς να περιορίζεται καθαρά στα φυλετικά χαρακτηριστικά. Ο Keene, παίρνει μαζί του τον αναγνώστη του, σε ένα οδοιπορικό, που καλύπτει τα πρώτα χρόνια του εποικισμού μέχρι τις μέρες μας, αλλάζοντας το ύφος του από ιστορία σε ιστορία, ανακατεύοντας πρόσωπα της Ιστορίας με μυθοπλασία, αλλάζοντας τον ρυθμό του και το ύφος του από συναισθηματικό σε ψυχρή αποστασιοποιημένη αφήγηση, ανατρέποντας την επίσημη Ιστορία και μαζί τις καθιερωμένες αντιλήψεις γύρω από το θέμα της δουλείας και των σκλάβων.
 
Ξεκινώντας το βιβλίο (όπου το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο του βιβλίου «Αντιαφηγήσεις») με τον πρώτο μη ιθαγενή «εισβολέα» στο νησί Μανχάταν της Νέας Υόρκης, και επισημαίνοντας ότι αυτός ο πρώτος άνθρωπος που έμεινε και εμπορεύτηκε είδη με τους ιθαγενείς ήταν έγχρωμος («Μαναχάτα»)∙ συνεχίζει στο «Περί Βραζιλίας, η κατακλείδα: Οι Λοντόνια-Φιγκέιρας», αλλάζοντας ύφος (θυμίζοντας περισσότερο βιβλίο θεωρίας παρά μυθοπλασία), μεταφέρει την αφήγησή του στην Βραζιλία όπου μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας βλέπουμε την εξέλιξη της δουλείας για να ξαναγυρίσουμε στη Βόρεια Αμερική, με τον συγγραφέα να επισημαίνει μέσω της μυθοπλασίας του, ότι η δουλεία ήταν φαινόμενο ενδημικό στον ευρωπαϊκό αποικισμό όλης της ηπείρου, και σκλάβοι υπήρχαν σε όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής, όπως και σε όλες τις Πολιτείες της μέχρι τότε Η.Π.Α., στις πόλεις της Ανατολική ακτής, όπως και σε αυτές του Νότου.


Ο Keene επικεντρώνεται στις αντιδράσεις των σκλάβων, στην επιθυμία τους και ανάγκη για ελευθερία, στον δυναμικό χαρακτήρα των ηγετών τους, αλλά και στα υπερφυσικά στοιχεία που τονίζονται ιδιαίτερα στις δύο  ιστορίες που κλείνουν το πρώτο μέρος, στην «Επιστολή περί των προβλημάτων της Αντιμεταρρύθμισης στη Νέα Λισαβόνα» και στην πολυσέλιδη (ουσιαστικά νουβέλα) ιστορία, με τίτλο «Σχόλιο για την ιστορία των ρωμαιοκαθολικών στην πρώιμη Αμερικανική Δημοκρατία, 1790 – 1825, ή η παράδοξη ιστορία της Παναγίας της Τεθλιμμένης». Σε αυτές τις δύο ιστορίες, η δράση μεταφέρεται από την Βραζιλία στην Β.Αμερική, και μέσω της Καραϊβικής επιστρέφει στο Κεντάκι των Η.Π.Α. με την αφήγηση να γίνεται πρωτοπρόσωπη, εμπλέκοντας περισσότερο συναισθηματικά τον αναγνώστη.
 
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «Συναντιαφηγήσεις», με το πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό ύφος να συνεχίζεται, με δύο αφοπλιστικές ιστορίες από τον Εμφύλιο Αμερικανικό πόλεμο, να παίρνουν τη σκυτάλη, με τους «Αεροναύτες» να έχουν σατυρική χροιά, μεταφέροντας με ζωντάνια, πορτρέτα των μεγάλων Αμερικανικών πόλεων κατά τη διάρκεια της αιματηρής αλληλοσφαγής, όπως και την εμπλοκή των μαύρων (πρώην) σκλάβων σε αυτήν. Στα δε σπινθηροβόλα «Ποτάμια», έχουμε την εμφάνιση των (αλησμόνητων) λογοτεχνικών ηρώων του Μαρκ Τουέιν, Χακ Φιν και Τομ Σόγιερ στην ιστορία, όπου πρωταγωνιστούν ως φανατικοί υπέρμαχοι της δουλείας (μάλλον αναμενόμενο αν θυμηθούμε τα παιδικά μας διαβάσματα με τους δύο ήρωες), ενώ ο Keene, εισάγει και τον εσωτερικό μονόλογο στην πορεία της αφήγησής του σε αυτή την ιστοριά, με έναν ήρωα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, ενώ στο «Μπλουζ» η σεξουαλικότητα και το νοιάξιμο κυριαρχεί στην ιστορία των δύο ποιητών (υπαρκτών) ενός Μεξικανού κι ενός Αφροαμερικανού.
 
Το τρίτο μέρος του βιβλίου, είναι και το συντομότερο. Επιγράφεται «Αντιαφήγηση» και περιέχει μόνο μια ιστορία, το Σαιξπηρικού ύφους «Τα λιοντάρια», όπου η μάχη για την Εξουσία, η προδοσία και η απογοήτευση μεταξύ των δύο ερωτικών συντρόφων, που είναι ταυτόχρονα και φορείς της Εξουσίας, και η αίσθηση του αδιεξόδου, προσδίδει μια στοχαστική αναφορά στην αντιφατικότητα και την πολυπλοκότητα του ανθρώπου, που ενδεχομένως να ξεκινά με τις καλύτερες των προθέσεων, για να καταλήξει ως «φορέας του Κακού».
 
« «Είναι μορφές… Μορφές που καίνε, ατομικές μορφές που παλεύουν, ένας ρυθμός φευγαλέων μορφών που μόλις κι ανοίγουν, ανθίζουν, που κλείνουν, ανθίζουν, ανθίζουν, άμορφες,
                                                                       απρόσιτες,
Τη νύχτα. Τα πάντα είναι νύχτα…»
 
και ποιος έχει ανάγκη να κοιτάξει όσα λένε οι δείκτες του ρολογιού, να δώσει σημασία στην επίμονη ιστορία του ημερολογίου; Και μετά αφήνει την πένα δίπλα στη γραφομηχανή και το στυπόχαρτο και σηκώνεται, φοράει το ψάθινο καπέλο του να προστατεύσει το χλωμό του πρόσωπο, το καραφλό του κρανίο, δένει την καναρινί γραβάτα στον λαιμό του και ορμά στο απόγευμα, περπατώντας προς τα ανταγωνιστικά πεδία της χρυσής άμμου και των ασημένιων κυμάτων του Ατλαντικού, οι γραμμές θολές σαν φρέσκια ακόμα υδατογραφία. Οι Καριόκας, οι αλήτες, οι λουόμενοι, η σταθερή ροή παραθεριστών από τα κοντινά ξενοδοχεία να τον προσπερνούν στον δρόμο για τις καλύβες, τις ομπρέλες, το σαγηνευτικό νερό. Είναι εδώ, στη Λάπα, στην οδό Ρουσέλ, κοιτάζει τις στέγες του Νιτερόι, κι εκεί, στην εξέδρα του Δημοτικού Θεάτρου του Σάο Πάολο, ο Όσβαλντ, ο Ντι Καβαλκάντι, οι άλλοι ριζοσπαστικοί στο ένα και το άλλο του πλευρό στο βάθρο, ο δικός μας Πιερότος, η δική μας Μις Σάο Πάολο, ο λαγοδόντης ήρωάς μας με την καφέ επιδερμίδα και τον ισχυρό χαρακτήρα, ξεκινά το απόσπασμα από την Πόλη των Παραισθήσεων μέσα σε γιουχαΐσματα και σφυρίγματα, ενώ σκέφτεται, τότε όπως και τώρα, δεν πρέπει ποτέ ν’ αφήσουμε τα ψέματα και τα δάκρυα να μας καταβροχθίσουν, εμείς πρέπει να καταβροχθίσουμε και ν’ απολαύσουμε τα χρόνια.»
 
Δεύτερο βιβλίο του Keene, οι «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ», όπου μετά το εντυπωσιακό (όπως διαβάζω) «μυθιστόρημα μαθητείας», «Annotations», εδώ ασχολείται με την Ιστορία, την αναθεωρεί, την κοιτάει διαφορετικά, την επαναξιολογεί. Με ένα ιδιαίτερο και μάλλον αντισυμβατικό αφηγηματικό ύφος, όπου εναλλάσσονται η τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το επιστολικό μυθιστόρημα, οι ημερολογιακές καταγραφές, σχολιάζει και στοχάζεται όχι μόνο για την ιστορία των μαύρων σκλάβων ή την μαύρη κουλτούρα, αλλά και για τον Καθολικισμό, τον παραλογισμό του πολέμου, την αποικιοκρατία, την αναζήτηση ταυτότητας, την αίσθηση του «ανήκειν», την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της.
 
Όπως αναφέρει στο (εξαιρετικό) επίμετρό του, ο μεταφραστής του βιβλίου Γιώργος Μαραγκός: «Η ανάγνωση των «Αντιαφηγήσεων» είναι μια πρόσκληση στον αναγνώστη όχι τόσο να ξεχάσει τον τετράγωνο κόσμο στον οποίο ζει μέχρι τώρα (το ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά ψευδαίσθηση δεν αποτελεί καινούργια ιδέα), αλλά να αναδιοργανώσει τον δικό του κόσμο.» Και έτσι ακριβώς είναι, διότι οι «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ», είναι πέρα από ένα βιβλίο για την μαύρη ταυτότητα (όπως ίσως θα μπορούσε κάποιος να το κατηγοριοποιήσει), είναι κι ένα βιβλίο που μιλάει για, την «παρέκκλιση», μια διαφορετική και λοξή ματιά στις μειονότητες, στην  σεξουαλικότητα.
 
Πραγματοποιώντας ένα ταξίδι με ένα πλήθος αναφορών και παραπομπών, δανείων και επιρροών (από Baldwin έως Μπόρχες και από Melville και Mark Twain έως τον Gilles Deleuze), οι σαγηνευτικές και εθιστικές «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ», αποτελούν αναγνωστική εμπειρία ολκής. Πληθωρικό και πολύπλοκο, στοχαστικό και σε πολλά σημεία δοκιμιακό, μοντέρνο αλλά και κλασσικότροπο, είναι πολύ περισσότερο από ένα βιβλίο μυθοπλασίας, γνωρίζοντάς μας έναν πολύ ποιοτικό συγγραφέα.
 
Βαθμολογία 87 / 100