Πέμπτη, Μαΐου 25, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 25, 2023 | Permalink
"Άνθρωποι από χώμα"
Είναι
ιδιαίτερα ευχάριστο όταν, παρακολουθώντας το λογοτεχνικό έργο ενός συγγραφέα,
να τον βλέπεις να σημειώνει αξιοπρόσεκτη εξέλιξη στα κείμενά του, χωρίς να
ξεφεύγει από την πορεία που έχει χαράξει από τότε που πρωτοεμφανίστηκε. Ο
Δημήτρης Αλεξίου (Αθήνα, 1974), δικηγόρος και άνθρωπος που ασχολείται ενεργά με
το Θέατρο, δεν κρύβει ότι του αρέσει ένα «κλασσικίζον» λογοτεχνικό ύφος και
σίγουρα σε αυτό κινείται με μεγάλη άνεση. Με το πέμπτο του μυθιστόρημα
«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ» (εκδόσεις Διόπτρα, σελ. 318), ο Αλεξίου, επιτυγχάνει να
γράψει ένα λαϊκό μυθιστόρημα με σαφές κοινωνικό πρόσημο και τέτοια αφηγηματική
ζωντάνια, που δεν υπάρχει αναγνώστης που θα μείνει ασυγκίνητος, διαβάζοντάς το.
Ο
Αλεξίου τοποθετεί την ιστορία του, στην προδικτατορική περίοδο της δεκαετίας
του ’60. Ο τόπος είναι το Βερτίλι, ένα επινοημένο ορεινό χωριό που η πλειονότητα
των κατοίκων του, ζουν από το ορυχείο που βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του
χωριού. Το Βερτίλι, είναι ένα κλασσικό χωριό της μεταπολεμικής Ελλάδας, που στεγάζει
κρυμμένα πάθη και λάθη, πολιτικές και κοινωνικές διχόνοιες, φαντάσματα του
Εμφυλίου και πολλή μνησικακία. Εκείνες τις μέρες, οι εργάτες του ορυχείου
βρίσκονταν σε απεργία απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας από την ιδιωτική
εταιρεία που εκμεταλλευόταν το ορυχείο. Ηγέτης του σωματείου των ανθρακωρύχων
ήταν ο Μιχάλης Ντάβαρης, γιος αριστερού αντάρτη και παλαιότερος υπάλληλός του
ορυχείου, αφού εργαζόταν εκεί από το άνοιγμά του 16 χρόνια πριν. Ο Ντάβαρης ήταν
χήρος, είχε σχέση με την Τούλα, που ήταν ακόμα τυπικά παντρεμένη με ένα
λαμόγιο, που αφού την είχε φέρει στο χωριό, είχε εξαφανιστεί για χρόνια. Η
σχέση του Μιχάλη και της Τούλας, παρότι τυπικά «παράνομη», ήταν αποδεκτή από
την τοπική κοινωνία.
Ο
γιός του Μιχάλη, ο εντεκάχρονος Ιορδάνης, πηγαίνει στο σχολείο της περιοχής και
βρίσκεται στο προαύλιό του, σταλμένος από τον δάσκαλό του για να ξαναδιαβάσει
το μάθημα της ημέρας. Αυτή η ενέργεια του δασκάλου, θα του σώσει τη ζωή, διότι
εκείνη την ώρα, συμβαίνει ένα τρομακτικό ατύχημα. Στο ορυχείο, καταρρέουν κάποιες
στοές. Το χάσμα που δημιουργείται, καταπίνει σπίτια, το καφενείο και ολόκληρο
το σχολείο του χωριού. Στο ορυχείο, βρίσκονταν μόνο κάποιοι απεργοσπάστες της
απεργίας, αλλά κάτω από τη γη, θάβονται όλοι οι μαθητές που βρισκόντουσαν
εκείνη την ώρα στις τάξεις του σχολείου. Συνολικά πάνω από 100 άτομα αγνοούνται
με ελάχιστες πιθανότητες να βρεθούν ζωντανά.
«Το
βουνό έμοιαζε να άνοιξε τα έγκατά του και να έκανε μια χαρακιά πάνω στη γη. Η
γραμμή λόξεψε, πέρασε έξω από τα πρώτα σπίτια του χωριού και έφτασε ως το
σχολείο, όπου ξανάστριψε απότομα. Πέρασε κάτω από το κτίριο, διέσχισε την αυλή
με πάταγο, προχώρησε στα απέναντι σπίτια και στο καφενείο του Χάντα και
σταμάτησε στην κουζίνα του. Ρούφηξε τα πάντα στην πορεία της: τοίχους, πέτρες,
αίθουσες, θρανία, έπιπλα, ανθρώπους. Όσο προχωρούσε, τόσο μεγαλύτερος ο
θόρυβος, τόσο πιο πολλές οι κραυγές. Όταν σταμάτησε, η σκόνη έπνιξε τις
κραυγές. Ένα αργός σούρσιμο σαν άμμος που κυλάει από χέρι παιδιού πάνω από το
κάστρο του απέμεινε να κλαψουρίζει. Θρόισμα. Η ζωή του Ιορδάνη άλλαξε με ένα
θρόισμα. Όλοι οι υπόλοιποι ήχοι κόπασαν και το θρόισμα απέμεινε να ψιθυρίζει τι
είχε συμβεί.»
Ο
Ιορδάνης Ντάβαρης, από τη μια στιγμή στην άλλη, έγινε «το παιδί που δεν πέθανε»,
επίκεντρο της προσοχής, και του ενδιαφέροντος των χαροκαμένων συμπολιτών του,
αλλά και των μέσων ενημέρωσης της πρωτεύουσας. Η τραγωδία συγκλονίζει το χωριό
αλλά και ολόκληρη τη χώρα. Βέβαια βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60 και τα νέα
αργούν να φτάσουν στην υπόλοιπη Ελλάδα και να διαδοθούν. Η κυβέρνηση προσπαθεί
να υποβαθμίσει την τραγωδία και η εταιρεία να ρίξει την ευθύνη σε κάποιον. Ο
«βολικός ένοχος» είναι ο Μιχάλης Ντάβαρης που κατηγορείται ως δολιοφθορέας
(«σαμποτέρ»), που τοποθέτησε έναν εκρηκτικό μηχανισμό που ανατίναξε το ορυχείο.
Η κατηγορία που προέρχεται από ανώνυμη καταγγελία ενός μυστηριώδους διασωθέντα
εργάτη του ορυχείου, θα γίνει αιτία να πέσουν τα φώτα πάνω στον Μιχάλη και στις
συνδικαλιστικές του ενέργειες, ενώ οι παρανομίες της εταιρείας καλύπτονται όπως
και οι τεράστιες οικονομικές ζημιές που είχε όλα αυτά τα χρόνια από την
εκμετάλλευση του ορυχείου, με αποτέλεσμα να παραμελήσει τις συνθήκες εργασίας
αλλά και τις υποδομές του ορυχείου.
Ο
Μιχάλης προφυλακίζεται χωρίς ακόμα να του απαγγελθούν κατηγορίες, χωρίς να
γνωρίζει τίποτα, ενώ στην κοινωνία διαχέεται ένα όργιο φημών. Εναποθέτει τις
ελπίδες του, σε έναν φαντεζί δικηγόρο της Αθήνας, που προσπαθεί να πάρει την
δημοσιότητα επάνω του ώστε να αποφορτίσει τον πελάτη του, πασχίζοντας να βρει
στοιχεία της εμφανούς αθωότητάς του. Η δε Τούλα – η σύντροφός του Μιχάλη– από
την άλλη, θα δει αίφνης τον σύζυγό της να εμφανίζεται μετά από χρόνια μπροστά
της και να δείχνει ότι γνωρίζει τα πάντα για τη σχέση της με τον προφυλακισμένο
συνδικαλιστή.
Ο Ιορδάνης που είναι το μοναδικό παιδί από 6 έως 12 χρονών που απομένει στο χωριό, προσπαθεί να συνέλθει από τα συνεχή σοκ και τις ανατροπές στη ζωή του, ενώ θα πρέπει να διαχειριστεί τη μοναξιά του, τη θλίψη τη δικιά του για την απώλεια των φίλων και συμμαθητών του, «υποχρεούται» δε, να παρίσταται στις κηδείες που γίνονται τις επόμενες μέρες στο χωριό. Ο Ιορδάνης βλέπει την κοινωνία του χωριού να έχει «προσδοκίες» από εκείνον, να μεταβιβάζονται στις πλάτες του, τα όνειρα των μανάδων για τα παιδιά τους, να είναι αποδέκτης βλεμμάτων σαν να είναι ένα είδος «Αγίου». Θα στραφεί προς έναν «φανταστικό φίλο» που θα επινοήσει για να αντέξει την πίεση, ενώ θα πρέπει να διαχειριστεί και την καχυποψία του χωριού για τον πατέρα του, που θεωρείται από τους περισσότερους, «ένοχος» της καταστροφής.
Ο
Αλεξίου βασίζει την ιδέα του, πάνω σε ένα πραγματικό γεγονός. Το 1966, το μικρό
χωριό Άμπερφαν στην Ουαλία καταπλακώθηκε από τόνους λάσπης, μετά την
κατολίσθηση στο τοπικό ορυχείο. Το δημοτικό σχολείο της περιοχής βυθίστηκε και
πάνω από 100 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το γεγονός προβλήθηκε δραματοποιημένο
στην τηλεοπτική σειρά Crown, και έγινε
παγκοσμίως γνωστό. Ο Αλεξίου, μεταφέρει αυτή τη καταστροφή στα καθ’ ημάς,
τονίζοντας την κοινωνική της διάσταση, στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας
την δεκαετία του ’60, όπου υπήρχε το βαθύ παρακράτος – απότοκο του Εμφυλίου και
των Εθνικών Διχασμών -, όπου η Εξουσία ήταν ανεξέλεγκτη.
Το
βιβλίο χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία μέρη. Στο πρώτο του μέρος («Το παιδί των
όλων»), επικεντρώνεται στην καταστροφή, στο δεύτερο μέρος («Ο τίγρης του Βερτιλίου»),
στην ανθρώπινη βία και στο τρίτο μέρος («Άνθρωποι από χώμα») στον δικαστικό
αγώνα του Μιχάλη. Ουσιαστικά από τη μέση του μυθιστορήματός του και μετά, ο
συγγραφέας, εστιάζει στον ρόλο της Δικαιοσύνης και στο κοινωνικό πλέγμα μέσα
στο οποίο είναι υποχρεωμένοι οι πολίτες να ζουν, επισημαίνοντας την Ηθική των
πράξεων.
Ο
κεντρικός χαρακτήρας, όμως του βιβλίου, παραμένει ο μικρός Ιορδάνης, ένα παιδί
που μεγαλώνει απότομα, που προσπαθεί να διαχειριστεί την απόλυτη μοναξιά που
βιώνει, την απώλεια των φίλων και συμμαθητών του, την προσοχή αλλά και τις προσδοκίες
των συμπολιτών του, σε συνδυασμό με τις κατηγορίες κατά του πατέρα του. Ο
Αλεξίου μοιράζοντας την ιστορία μεταξύ αυτής της εμπειρίας και του δικαστικού
αγώνα που δίνει ο Μιχάλης, προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο, αλλά
εξασθενεί την περιγραφή του εσωτερικού αγώνα του Ιορδάνη. Η επιλογή του αυτή,
μετατρέπει το μυθιστόρημα σε πιο εξωστρεφές και κοινωνικοποιημένο, χάνοντας την
εσωτερικότητα και το βάθος που θα είχε η ιστορία του, ακολουθώντας μια άλλη
διαδρομή.
Ο
κινηματογραφικός ρυθμός της αφήγησης, και η ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσονται
τα γεγονότα, δεν αφήνουν όμως χώρο στον αναγνώστη να σκεφτεί τα παραπάνω. Όπως στα ωραία page-turners, είναι
τέτοια η δύναμη και η ζωντάνια της πλοκής που κυριολεκτικά δεν παίρνεις ανάσα.
Ο Αλεξίου ακολουθώντας ένα κλασσικό στυλ, χωρίς λογοτεχνικούς μοντερνισμούς,
χωρίς χρήση ντοπιολαλιάς, περιγράφει τα
γεγονότα, εστιάζοντας στη διαφθορά της Εξουσίας και στα δικαστικά τερτίπια,
στην αδυναμία του απλού καθημερινού ανθρώπου, να αντισταθεί σε κάθε είδους
παραλογισμό. Οι «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ», είναι ένα άκρως επίκαιρο (μετά την
τραγωδία των Τεμπών) και άκρως απολαυστικό (μέσα στις ζοφερές καταστάσεις που
περιγράφει) μυθιστόρημα, που θίγει πολλά θέματα, προσφέροντας υλικό για
προβληματισμό, συγκινεί και συναρπάζει ∙ μια λογοτεχνία, λίγο «παλιομοδίτικη»
που δεν είναι καταγγελτική αλλά έχει κοινωνική και πολιτική δύναμη, και η
οποία, με την ωραία και ρέουσα γλώσσα της αφήγησης συνεπαίρνει τον αναγνώστη.
Βαθμολογία
81 / 100
Ο Ιορδάνης που είναι το μοναδικό παιδί από 6 έως 12 χρονών που απομένει στο χωριό, προσπαθεί να συνέλθει από τα συνεχή σοκ και τις ανατροπές στη ζωή του, ενώ θα πρέπει να διαχειριστεί τη μοναξιά του, τη θλίψη τη δικιά του για την απώλεια των φίλων και συμμαθητών του, «υποχρεούται» δε, να παρίσταται στις κηδείες που γίνονται τις επόμενες μέρες στο χωριό. Ο Ιορδάνης βλέπει την κοινωνία του χωριού να έχει «προσδοκίες» από εκείνον, να μεταβιβάζονται στις πλάτες του, τα όνειρα των μανάδων για τα παιδιά τους, να είναι αποδέκτης βλεμμάτων σαν να είναι ένα είδος «Αγίου». Θα στραφεί προς έναν «φανταστικό φίλο» που θα επινοήσει για να αντέξει την πίεση, ενώ θα πρέπει να διαχειριστεί και την καχυποψία του χωριού για τον πατέρα του, που θεωρείται από τους περισσότερους, «ένοχος» της καταστροφής.