Υπάρχουν
βιβλία που ξεχωρίζουν από την πρώτη τους σελίδα, όταν αντιλαμβάνεσαι σχεδόν
αμέσως, ότι κάτι εξαιρετικό βρίσκεται εδώ! Οι «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ» («Counternaratives»), του Αφροαμερικανού
συγγραφέα John Keene (St. Louis, 1965), που
κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες από τις εκδόσεις
Loggia σε
μετάφραση και επίμετρο του Γ.Μαραγκού
(σελ.457), είναι ένα από αυτά τα βιβλία, που όχι μόνο ξεχωρίζουν αλλά και σε
«αιχμαλωτίζουν» από την αρχή.
Τι
είναι όμως αυτό το βιβλίο με τον ιδιόρρυθμο τίτλο; Οι «Αντιαφηγήσεις», έχουν τη μορφή σύντομων ιστοριών, διηγημάτων στη
τυπική τους έννοια («Διηγήματα και
Νουβέλες» γράφει στο εξώφυλλο της έκδοσης). Αυτό ουσιαστικά δεν σημαίνει
τίποτα, γιατί το βιβλίο του Keene, δεν μοιάζει με τίποτα απ’ ότι μπορεί να
έχει διαβάσει κανείς∙ «πατάει» τόσο δυναμικά πάνω στους παραδοσιακούς τρόπους
αφήγησης, που τους υπερβαίνει σε κάτι απόλυτα σύγχρονο και μοντέρνο όπου
συνδυάζεται ο ρεαλισμός με την δημιουργική φαντασία, τα ιστορικά στοιχεία,
λεπτομερή και σε πολλά στοιχεία αναθεωρητικά, συνδυάζονται με λυρισμό και
συνεχείς αιφνίδιες ανατροπές.
Στις
«Αντιαφηγήσεις» περιέχονται
δεκατρείς ιστορίες μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Είναι ιστορίες που
διατρέχουν την Αμερικανική ήπειρο (Βόρεια και Νότια) μέσα στον χρόνο, με
επίκεντρο την ιστορία των μαύρων – χωρίς να περιορίζεται καθαρά στα φυλετικά
χαρακτηριστικά. Ο Keene, παίρνει μαζί του τον αναγνώστη του, σε
ένα οδοιπορικό, που καλύπτει τα πρώτα χρόνια του εποικισμού μέχρι τις μέρες
μας, αλλάζοντας το ύφος του από ιστορία σε ιστορία, ανακατεύοντας πρόσωπα της Ιστορίας
με μυθοπλασία, αλλάζοντας τον ρυθμό του και το ύφος του από συναισθηματικό σε
ψυχρή αποστασιοποιημένη αφήγηση, ανατρέποντας την επίσημη Ιστορία και μαζί τις
καθιερωμένες αντιλήψεις γύρω από το θέμα της δουλείας και των σκλάβων.
Ξεκινώντας
το βιβλίο (όπου το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο του βιβλίου «Αντιαφηγήσεις») με τον πρώτο μη ιθαγενή
«εισβολέα» στο νησί Μανχάταν της Νέας Υόρκης, και επισημαίνοντας ότι αυτός ο
πρώτος άνθρωπος που έμεινε και εμπορεύτηκε είδη με τους ιθαγενείς ήταν έγχρωμος
(«Μαναχάτα»)∙ συνεχίζει στο «Περί Βραζιλίας, η κατακλείδα: Οι Λοντόνια-Φιγκέιρας»,
αλλάζοντας ύφος (θυμίζοντας περισσότερο βιβλίο θεωρίας παρά μυθοπλασία),
μεταφέρει την αφήγησή του στην Βραζιλία όπου μέσα από την ιστορία μιας
οικογένειας βλέπουμε την εξέλιξη της δουλείας για να ξαναγυρίσουμε στη Βόρεια
Αμερική, με τον συγγραφέα να επισημαίνει μέσω της μυθοπλασίας του, ότι η
δουλεία ήταν φαινόμενο ενδημικό στον ευρωπαϊκό αποικισμό όλης της ηπείρου, και
σκλάβοι υπήρχαν σε όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής, όπως και σε όλες τις
Πολιτείες της μέχρι τότε Η.Π.Α., στις πόλεις της Ανατολική ακτής, όπως και σε
αυτές του Νότου.
Ο
Keene επικεντρώνεται
στις αντιδράσεις των σκλάβων, στην επιθυμία τους και ανάγκη για ελευθερία, στον
δυναμικό χαρακτήρα των ηγετών τους, αλλά και στα υπερφυσικά στοιχεία που
τονίζονται ιδιαίτερα στις δύο ιστορίες
που κλείνουν το πρώτο μέρος, στην «Επιστολή
περί των προβλημάτων της Αντιμεταρρύθμισης στη Νέα Λισαβόνα» και στην
πολυσέλιδη (ουσιαστικά νουβέλα) ιστορία, με τίτλο «Σχόλιο για την ιστορία των ρωμαιοκαθολικών στην πρώιμη Αμερικανική
Δημοκρατία, 1790 – 1825, ή η παράδοξη ιστορία της Παναγίας της Τεθλιμμένης».
Σε αυτές τις δύο ιστορίες, η δράση μεταφέρεται από την Βραζιλία στην Β.Αμερική,
και μέσω της Καραϊβικής επιστρέφει στο Κεντάκι των Η.Π.Α. με την αφήγηση να
γίνεται πρωτοπρόσωπη, εμπλέκοντας περισσότερο συναισθηματικά τον αναγνώστη.
Το
δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «Συναντιαφηγήσεις», με το πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό ύφος να
συνεχίζεται, με δύο αφοπλιστικές ιστορίες από τον Εμφύλιο Αμερικανικό πόλεμο,
να παίρνουν τη σκυτάλη, με τους «Αεροναύτες»
να έχουν σατυρική χροιά, μεταφέροντας με ζωντάνια, πορτρέτα των μεγάλων
Αμερικανικών πόλεων κατά τη διάρκεια της αιματηρής αλληλοσφαγής, όπως και την
εμπλοκή των μαύρων (πρώην) σκλάβων σε αυτήν. Στα δε σπινθηροβόλα «Ποτάμια», έχουμε την εμφάνιση των
(αλησμόνητων) λογοτεχνικών ηρώων του Μαρκ Τουέιν, Χακ Φιν και Τομ Σόγιερ στην
ιστορία, όπου πρωταγωνιστούν ως φανατικοί υπέρμαχοι της δουλείας (μάλλον αναμενόμενο
αν θυμηθούμε τα παιδικά μας διαβάσματα με τους δύο ήρωες), ενώ ο Keene, εισάγει και τον εσωτερικό μονόλογο στην πορεία της
αφήγησής του σε αυτή την ιστοριά, με έναν ήρωα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, ενώ στο
«Μπλουζ» η σεξουαλικότητα και το
νοιάξιμο κυριαρχεί στην ιστορία των δύο ποιητών (υπαρκτών) ενός Μεξικανού κι
ενός Αφροαμερικανού.
Το
τρίτο μέρος του βιβλίου, είναι και το συντομότερο. Επιγράφεται «Αντιαφήγηση» και περιέχει μόνο μια
ιστορία, το Σαιξπηρικού ύφους «Τα
λιοντάρια», όπου η μάχη για την Εξουσία, η προδοσία και η απογοήτευση
μεταξύ των δύο ερωτικών συντρόφων, που είναι ταυτόχρονα και φορείς της
Εξουσίας, και η αίσθηση του αδιεξόδου, προσδίδει μια στοχαστική αναφορά στην
αντιφατικότητα και την πολυπλοκότητα του ανθρώπου, που ενδεχομένως να ξεκινά με
τις καλύτερες των προθέσεων, για να καταλήξει ως «φορέας του Κακού».
«
«Είναι μορφές… Μορφές που καίνε, ατομικές μορφές που παλεύουν, ένας ρυθμός
φευγαλέων μορφών που μόλις κι ανοίγουν, ανθίζουν, που κλείνουν, ανθίζουν,
ανθίζουν, άμορφες,
απρόσιτες,
Τη
νύχτα. Τα πάντα είναι νύχτα…»
και
ποιος έχει ανάγκη να κοιτάξει όσα λένε οι δείκτες του ρολογιού, να δώσει
σημασία στην επίμονη ιστορία του ημερολογίου; Και μετά αφήνει την πένα δίπλα
στη γραφομηχανή και το στυπόχαρτο και σηκώνεται, φοράει το ψάθινο καπέλο του να
προστατεύσει το χλωμό του πρόσωπο, το καραφλό του κρανίο, δένει την καναρινί
γραβάτα στον λαιμό του και ορμά στο απόγευμα, περπατώντας προς τα ανταγωνιστικά
πεδία της χρυσής άμμου και των ασημένιων κυμάτων του Ατλαντικού, οι γραμμές
θολές σαν φρέσκια ακόμα υδατογραφία. Οι Καριόκας, οι αλήτες, οι λουόμενοι, η
σταθερή ροή παραθεριστών από τα κοντινά ξενοδοχεία να τον προσπερνούν στον
δρόμο για τις καλύβες, τις ομπρέλες, το σαγηνευτικό νερό. Είναι εδώ, στη Λάπα,
στην οδό Ρουσέλ, κοιτάζει τις στέγες του Νιτερόι, κι εκεί, στην εξέδρα του
Δημοτικού Θεάτρου του Σάο Πάολο, ο Όσβαλντ, ο Ντι Καβαλκάντι, οι άλλοι
ριζοσπαστικοί στο ένα και το άλλο του πλευρό στο βάθρο, ο δικός μας Πιερότος, η
δική μας Μις Σάο Πάολο, ο λαγοδόντης ήρωάς μας με την καφέ επιδερμίδα και τον
ισχυρό χαρακτήρα, ξεκινά το απόσπασμα από την Πόλη των Παραισθήσεων μέσα σε
γιουχαΐσματα και σφυρίγματα, ενώ σκέφτεται, τότε όπως και τώρα, δεν πρέπει ποτέ
ν’ αφήσουμε τα ψέματα και τα δάκρυα να μας καταβροχθίσουν, εμείς πρέπει να
καταβροχθίσουμε και ν’ απολαύσουμε τα χρόνια.»
Δεύτερο
βιβλίο του Keene,
οι «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ», όπου μετά το
εντυπωσιακό (όπως διαβάζω) «μυθιστόρημα μαθητείας», «Annotations», εδώ ασχολείται
με την Ιστορία, την αναθεωρεί, την κοιτάει διαφορετικά, την επαναξιολογεί. Με
ένα ιδιαίτερο και μάλλον αντισυμβατικό αφηγηματικό ύφος, όπου εναλλάσσονται η
τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το επιστολικό μυθιστόρημα, οι
ημερολογιακές καταγραφές, σχολιάζει και στοχάζεται όχι μόνο για την ιστορία των
μαύρων σκλάβων ή την μαύρη κουλτούρα, αλλά και για τον Καθολικισμό, τον
παραλογισμό του πολέμου, την αποικιοκρατία, την αναζήτηση ταυτότητας, την
αίσθηση του «ανήκειν», την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της.
Όπως
αναφέρει στο (εξαιρετικό) επίμετρό του, ο μεταφραστής του βιβλίου Γιώργος Μαραγκός: «Η ανάγνωση των «Αντιαφηγήσεων» είναι μια πρόσκληση στον αναγνώστη όχι
τόσο να ξεχάσει τον τετράγωνο κόσμο στον οποίο ζει μέχρι τώρα (το ότι αυτός ο
κόσμος δεν είναι παρά ψευδαίσθηση δεν αποτελεί καινούργια ιδέα), αλλά να
αναδιοργανώσει τον δικό του κόσμο.» Και έτσι ακριβώς είναι, διότι οι «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ», είναι πέρα από ένα
βιβλίο για την μαύρη ταυτότητα (όπως ίσως θα μπορούσε κάποιος να το κατηγοριοποιήσει),
είναι κι ένα βιβλίο που μιλάει για, την «παρέκκλιση», μια διαφορετική και λοξή
ματιά στις μειονότητες, στην
σεξουαλικότητα.
Πραγματοποιώντας
ένα ταξίδι με ένα πλήθος αναφορών και παραπομπών, δανείων και επιρροών (από Baldwin έως
Μπόρχες και από Melville και Mark Twain έως τον Gilles Deleuze), οι σαγηνευτικές
και εθιστικές «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ»,
αποτελούν αναγνωστική εμπειρία ολκής. Πληθωρικό και πολύπλοκο, στοχαστικό και
σε πολλά σημεία δοκιμιακό, μοντέρνο αλλά και κλασσικότροπο, είναι πολύ
περισσότερο από ένα βιβλίο μυθοπλασίας, γνωρίζοντάς μας έναν πολύ ποιοτικό
συγγραφέα.
Βαθμολογία 87 / 100
Δημοσίευση σχολίου