Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τη ζωή ενός αυτοδίδακτου ζωγράφου,του Μπούτσερ Μπόουνς , ο οποίος μεγαλώνει κάπου στην Αυστραλία σε μιά οικογένεια προβληματική ,ώσπου ένας δάσκαλός του ανακαλύπτει το ταλέντο του στη ζωγραφική . Καταξιώνεται καλλιτεχνικά,μέχρι τη στιγμή που μετά το διαζύγιο του,προσπαθεί να αρπάξει από το σπίτι της πρώην συζύγου του ένα πολύτιμο πίνακά του , ο οποίος όμως θεωρείται μέρος της επίπλωσης, «γαμήλιο περιουσιακό στοιχείο»,οπότε ανήκει στην πρώην σύζυγο του. Κατηγορείται γιά «απόπειρα κλοπής»,φυλακίζεται,αλκοολικός ών τού απαγορεύουν να βλέπει το παιδί του και μετά την αποφυλάκισή του βρίσκεται άστεγος και άφραγκος, να φροντίζει τον καθυστερημένο αδερφό του Χιού,μιά φιγούρα που λες και δραπέτευσε από τον κόσμο του Φώκνερ.
Ένας πλούσιος συλλέκτης τού προσφέρει καταφύγιο κάπου έξω από το Σίδνεϋ με άντάλλαγμα τη ζωγραφική του και την φροντίδα ενός ιδιαίτερου εξοχικού του σπιτιού.Ευρισκόμενος σε δημιουργική περίοδο μετά από αρκετό καιρό,γνωρίζει μιά μυστηριώδη γυναίκα η οποία εμφανίζεται ξαφνικά και η οποία δεν θέλει πολύ να τρελλάνει τον «αλλού-γι’αλλού» Μπούτσερ και τον τρομερό αδερφό του . Η Μαρλέν ψάχνει όλο το κόσμο γιά εναπομείναντες Λάϊμποβιτς (έναν «φανταστικό» ζωγράφο κάτι μεταξύ Πόλοκ και Πικάσο του οποίου τα περισσότερα κυκλοφορούντα έργα θεωρούνται πλαστά και μάλλον υπάρχουν πολλά χαμένα κατά τους «ειδήμονες») και ο γείτονας τού Μπούτσερ όλως παραδόξως,έχει έναν από τους «χαμένους πίνακες» . Από εκεί και πέρα γίνεται το «σώσε» στο βιβλίο.
Η γνωριμία και η ερωτική ιστορία με την Μαρλέν και οι περιπέτειες που ακολουθούν στην Ιαπωνία και την Ν.Υόρκη είναι σπαρταριστές και ισορροπούν μεταξύ υπερβολής και σάτιρας του κόσμου της τέχνης .
Η αφήγηση μοιράζεται σε ίσα κεφάλαια μεταξύ του Μπούτσερ και του Χιού και εκεί ο συγγραφέας κάνει θαυμαστή δουλειά.
Ο Μπούτσερ είναι ένας χείμαρρος,αναρωτιέται συνέχεια γιά την αξία και την υποκειμενικότητα των έργων τέχνης,όπως αναφέρει χαρακτηριστικά κάπου στο βιβλίο:
«...Ντροπή,αμφιβολία,απέχθεια γιά τον εαυτό μας,όλα αυτά είναι το καθημερινό μας μενού.Αυτό που δεν μπορούσα να ανεχθώ,αυτό που πραγματικά και κατηγορηματικά έκανε τα δόντια μου να τρίζουν ήταν το να βλέπω την απόλυτη βεβαιότητα της τέλειας μετριότητας όταν ερχόταν αντιμέτωπη με την,ας την ονομάσουμε, «τέχνη».Γιατί αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι ου έριχναν το παγωμένο βλέμμα τους στους πίνακές μου πήγαιναν συχνά σε δημοπρασίες στο Σόθμπις,στο Κρίστις και στο Φίλιπς.Και τότε ήταν που κάτι μέσα μου έσπασε,όταν τελικά κατανόησα,όχι μόνο την ανιαρή αυτάρεσκη βεβαιότητά τους,αλλά και την έλλειψη κάθε ικανότητας να διακρίνουν.
Μιά παγωμένη μέρα πήγα στο Σόθμπις.Υπήρχαν δύο πίνακες του Λεζέ που βγήκαν σε πλειστηριασμό,το 25 και το 28.Ο πρώτος ζωγραφισμένος το 1912 συνοδευόταν από ένα εξασέλιδο τεκμηριωμένο βοήθημα το οποίο βασικά περιείχε αναπαραγωγές από τους καλύτερους πίνακες του Λεζέ,οι οποίοι είχαν κάποτε πουληθεί στο Σόθμπις γιά μεγάλα ποσά..Αλλά αυτοί οι δύο ήταν φριχτοί.Πουλήθηκαν γιά $800.000 . Γιά μένα αυτό ήταν το πραγματικό πρόβλημα της Ν.Υόρκης.Αυτά το $800.000.Πως να ξέρεις πόσο να πληρώσεις όταν δεν ξέρεις πόσο αξίζει?
Υπήρχε επίσης ένας Ντε Κίρικο,il grande Metafisico,πρώην ιδιοκτησία του Αλμπερ Μπαρνς.Σκέφτηκε κανείς έστω και γιά ένα δευτερόλεπτο,το λόγο γιά τον οποίο το έργο υποτιμήθηκε?Τα προ του 1918 αυθεντικά ντε Κίρικο είναι τόσο σπάνια όσο τα δόντια της κότας.Οι Ιταλοί ντίλερ έλεγαν πως το κρεβάτι του Μαέστρου ήταν ένα μέτρο πάνω από το έδαφος για να βάζει όλα τα «πρώιμα έργα» που συνεχώς «ανακάλυπτε».Και πως ξαφνικά όλος αυτός ο σωρός των σκουπιδιών έγιναν πραγματικά έργα?Άξιζαν τρία εκατομμύρια?Αρρώσταινα.Όχι και τόσο με τα βρώμικα χρήματα όσο με την απόλυτη έλλειψη διάκρισης,τη φρενίτιδα της μόδας.Ο ντε Κίρικο παίζει.Ο Ρενουά δεν παίζει.Ο Βαν Γκογκ είναι στη μόδα.Ο Βαν Γκογκ βρίσκεται στο ζενίθ.Πραγματικά ευχόμουν να μπορούσα να σκοτώσω τους γαμημένους.».
Ο Κάρεϊ συνεχίζει από το προηγούμενο μυθιστόρημα του «Ο Πλαστογράφος» να αναρωτιέται όχι μόνο γιά την αληθινή φύση της τέχνης αλλά και με το πως η τέχνη μπορεί να εκτιμηθεί και από ποιούς.
Από την άλλη έχουμε τον Χιού,ο οποίος είναι ένα μυθιστόρημα από μόνος του.Χρησιμοποιώντας Φωκνερικό αφήγηματικό τρόπο που είχε δοκιμάσει στο (κατά την άποψή μου) αριστούργημα του «Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΙΑΣ ΚΕΛΙ»,ο Κάρεϊ μέσω του Χιού αλλάζει ρυθμό και γλώσσα και συνήθως είναι τόσο αστείες οι περιγραφές του που πραγματικά χτυπιέσαι στα γέλια .
Ο συγγραφέας είναι τόσο φανερό ότι διασκέδασε και πέρασε καλά γράφοντας το βιβλίο του,ώστε δεν έδωσε ουσιαστική βάση στην ανάπτυξη της πλοκής η οποία είναι μάλλον προβληματική και σε πάρα πολλά σημεία εξωφρενική . Η δε ερωτική ιστορία του Μπούτσερ και της Μαρλέν είναι ενθουσιώδης και σέξυ αλλά δεν μας φαίνεται και τόσο «ερωτική».
Το ουσιαστικό όμως σημείο του βιβλίου είναι η πρόκληση του Κάρεϊ στο να σκεφτούμε λίγο παραπάνω γιά τα τερτίπια των τεχνοκριτικών και των εμπόρων έργων τέχνης και τελικά είναι αυτό ακριβώς που κάνει το βιβλίο τόσο καίριο και διεισδυτικό.Η μετάφραση της Κας Μαντόγλου βοηθάει στην απόλαυση αυτού του σημαντικού μυθιστορήματος.
At 18/6/07 15:28, alef
Μια χαρά και το... μπουρδουκλωμένο σας (και τι έχουν παρακαλώ τα μπουρδουκλωμένα; Μέγιστη τέχνη τα μπουρδουκλωμένα), στο "ράφι με τις τύψεις" κι αυτό(όπως εύστοχα γράφει η Εαρινή Συμφωνία), με πείσατε, να το διαβάσω επιτέλους για να 'χω πια λιγότερες αναγνωστικές ενοχές (όσο γίνεται). Αυτό με τη "διάκριση" μεγάλη κουβέντα και μεγάλη ιστορία, το απόσπασμα πολύ σημαντικό, η "συμμορία" έχετε απόλυτο δίκιο, όλα τα λεφτά, αλλά και η "Ερωτική κλοπή" έχει απίθανα ενδιαφέρον θέμα. Απ' τα πολύ καλά σας λέμε και το "μπουρδουκλωμένο" σας, να... μπουρδουκλώνεστε συχνά! άλεφ μπουρδουκλωμένο μονίμως (καλέ από μένα βρήκε ο... όρος, με νονά τη Λεία λέμε)
@Αθήναιος>409 σελίδες είναι το προαναφερόμενο.Δεκτή η αίτηση γιά τον αριθμό σελίδων-δεν το είχα σκεφτεί.Carey κατά σειρά προσωπικής αξιολόγησης,"Η αληθινή ιστορία της συμμορίας Κέλι" (Ελλ.Γράμματα),"Τζακ Μαγκς"-έμπνευσμένη "συνέχεια" των Μεγάλων Προσδοκιών του Ντίκενς και μετά "Η ΚΛΟΠΗ"...Είναι πολύ καλός,τον συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Γιά την βαθμολογία,θα δούμε.
At 18/6/07 19:35, scalidi
At 18/6/07 20:15, alef
Μπουρδουκλωμένο μου βγήκε,sorry guys.Επίσης αυτό είναι το τελευταίο ποστάκιον που βαθμολογώ.Έτσι αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις και οι στενοχώριες.