Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008 | Permalink
Μυθιστόρημα-μπονσάϊ , σαν ένα ποτήρι αρωματικό τσάϊ δίπλα στο τζάκι
«Περνούν τα χρόνια, και το μόνο πρόσωπο που δεν αλλάζει είναι το κορίτσι στο βιβλίο του.»
Γ.Καβαμπάτα
Μα δεν υπάρχει ιστορία θα μου πει κάποιος. Όλα τα μαθαίνουμε από την πρώτη παράγραφο... «Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται, λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία...»
Ο λάτρης της δράσης και της γρήγορης πλοκής μπορεί να παρατήσει το βιβλιαράκι εκεί. Σ’αυτό το σημείο, εξάλλου δεν πρόκειται να μάθει τίποτα καινούριο..Boy meets girl, they fall in love, then, she dies... Αυτός όμως που θα αποφασίσει να διαθέσει μία-μιάμιση ώρα από τον πολύτιμο χρόνο του (δηλαδή να μην χαζέψει μπροστά στην τηλεόραση) θα ζεστάνει την ψυχή του μ’αυτό το μπιζουδάκι που είναι το «ΜΠΟΝΣΑΪ» του σχετικά νεαρού Χιλιανού συγγραφέα ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΣΑΜΠΡΑ (Εκδ.Πατάκη, (έξοχη) μετάφ.Ε.Γιαννοπούλου, σελ.102) ,(83).
Το ζευγάρι γνωρίζεται στο πανεπιστήμιο και είναι η δεύτερη σχέση γιά την Εμίλια και η πρώτη γιά τον Χούλιο. Η σχέση τους «χτίζεται» πάνω στα λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζουν μαζί προτού κάνουν έρωτα. Μαζί ανακαλύπτουν τον Σβομπ,τον Σιοράν,τον Μισίμα,τον Περέκ. Μαζί αποφασίζουν να παρατήσουν την Μαντάμ Μποβαρύ πενήντα σελίδες πριν το τέλος. Η λογοτεχνία γίνεται μέρος του ερωτικού τους παιχνιδιού στην αρχή αλλά μετά κυριαρχεί στην σχέση τους. Η λογοτεχνική τους περιπλάνηση κάποια στιγμή φτάνει στις σελίδες της Ανθολογίας της Φανταστικής Λογοτεχνίας των Μπόρχες,Μπιόϋ Κασάρες και Οκάμπο. Εκεί τους αγγίζει βαθιά η «Ταντάλια» ένα διηγηματάκι του Μασεδόνιο Φερνάντες (μέντορα του Μπόρχες-όσοι ομνύουν στην γραφή του μεγάλου Αργεντίνου,συναντάνε στις ιστορίες του πάμπολλες αναφορές σ’αυτόν)
«Η Ταντάλια είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που αποφασίζει να αγοράσει ένα μικρό φυτό γιά να το διατηρήσει ως σύμβολο της αγάπης που τους ενώνει. Αργότερα συνειδητοποιούν πως, αν το φυτό πεθάνει, μαζί μ’αυτό θα πεθάνει και η αγάπη που τους ενώνει.Και καθώς η αγάπη που τους ενώνει είναι τεράστια και για κανένα λόγο δεν είναι διατεθειμένοι να την θυσιάσουν, αποφασίζουν να χάσουν το φυτό μέσα σ’ένα πλήθος πανομοιότυπων φυτών. Έπειτα έρχεται η απογοήτευση, η δυστυχία του να ξέρουν πως ποτέ πιά δε θα μπορέσουν να το ξαναβρούν.»
Το διήγημα του Μασεδόνιο τους προκαλεί δυσφορία, αρχίζουν να διαβάζουν τους κλασσικούς αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει.Το ψεμματάκι που είχε πει ό ένας στον άλλον στην αρχή της σχέσης τους – ότι είχαν διαβάσει Προυστ καθορίζει και το τέλος της.
«Σταμάτησαν στη σελίδα 372 του Από τη μεριά του Σουάν, και συγκεκριμένα στην παρακάτω φράση:
Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε.»
Το άγχος που διακατέχει τα ερωτευμένα ζευγάρια που προσπαθούν να εντοπίσουν αυτό που ψάχνουν, την αντανάκλαση τους στην λογοτεχνία ή σε ένα φυτό (όπως στο διήγημα του Μασεδόνιο), οδηγεί στην διάλυση της σχέσης. Αλλιώς την βίωνε ο Χούλιο και αλλιώς η Εμίλια. Εκείνη συνεχώς έτρεχε να ξεφύγει, εκείνος έμεινε με την ψευδαίσθηση ότι αυτή η γυναίκα ήταν ο έρωτας της ζωής του (που μάλλον ήταν).
Η Εμίλια φεύγει γιά την Ισπανία ,εκεί πεθαίνει και ο Χούλιο που το μαθαίνει πολύ αργά, που δεν την έχει λησμονήσει ποτέ ήδη ακολουθεί μιά ζωή μίμησης προσπαθώντας να γράψει ένα μυθιστόρημα με τον τρόπο κάποιου καθιερωμένου συγγραφέα που τον απέρριψε.
Η ιδέα του;Ένα μυθιστόρημα γιά ένα μικρό φυτό,ένα μπονσάϊ. Ένα αφήγημα που δεν συμβαίνει τίποτα, «η υπόθεση αρκεί γιά ένα διήγημα δύο σελίδων,γιά ένα όχι και τόσο καλό διήγημα ίσως...Ο πρωταγωνιστής είναι ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος,το ίδιο κάνει.Ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος που αφήνει να του φύγει η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά.»
Τα σχέδια του όμως δεν ευοδώνονται, ξέρει ότι αυτό που γράφει δεν αξίζει και τότε αγοράζει σπόρους, εργαλεία και φτιάχνει ένα μπονσάϊ, διότι «το να φροντίζεις ένα μπονσάϊ είναι σαν να γράφεις...το να γράφεις, είναι σαν να φροντίζεις ένα μπονσάϊ...»
Εξαιρετικό δείγμα μινιμαλιστικής γραφής, μοντέρνο και σπινθηροβόλο, το αφήγημα – νουβέλα του Σάμπρα εκτείνεται πέραν των 102 σελίδων του αφού επηρεάζει τον αναγνώστη ο οποίος εμπλέκεται συναισθηματικά σχεδόν άθελα του σ’αυτήν την (φαινομενικά) απλή ιστοριούλα . Το βιβλιαράκι λοιπόν αυτό, λειτουργεί σαν ένα μπονσάϊ, όπως λειτουργούν όλες οι καθαρά λογοτεχνικές ιστορίες που κολλάνε στο μυαλό μας, στην ύπαρξή μας.
Γ.Καβαμπάτα
Μα δεν υπάρχει ιστορία θα μου πει κάποιος. Όλα τα μαθαίνουμε από την πρώτη παράγραφο... «Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται, λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία...»
Ο λάτρης της δράσης και της γρήγορης πλοκής μπορεί να παρατήσει το βιβλιαράκι εκεί. Σ’αυτό το σημείο, εξάλλου δεν πρόκειται να μάθει τίποτα καινούριο..Boy meets girl, they fall in love, then, she dies... Αυτός όμως που θα αποφασίσει να διαθέσει μία-μιάμιση ώρα από τον πολύτιμο χρόνο του (δηλαδή να μην χαζέψει μπροστά στην τηλεόραση) θα ζεστάνει την ψυχή του μ’αυτό το μπιζουδάκι που είναι το «ΜΠΟΝΣΑΪ» του σχετικά νεαρού Χιλιανού συγγραφέα ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΣΑΜΠΡΑ (Εκδ.Πατάκη, (έξοχη) μετάφ.Ε.Γιαννοπούλου, σελ.102) ,(83).
Το ζευγάρι γνωρίζεται στο πανεπιστήμιο και είναι η δεύτερη σχέση γιά την Εμίλια και η πρώτη γιά τον Χούλιο. Η σχέση τους «χτίζεται» πάνω στα λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζουν μαζί προτού κάνουν έρωτα. Μαζί ανακαλύπτουν τον Σβομπ,τον Σιοράν,τον Μισίμα,τον Περέκ. Μαζί αποφασίζουν να παρατήσουν την Μαντάμ Μποβαρύ πενήντα σελίδες πριν το τέλος. Η λογοτεχνία γίνεται μέρος του ερωτικού τους παιχνιδιού στην αρχή αλλά μετά κυριαρχεί στην σχέση τους. Η λογοτεχνική τους περιπλάνηση κάποια στιγμή φτάνει στις σελίδες της Ανθολογίας της Φανταστικής Λογοτεχνίας των Μπόρχες,Μπιόϋ Κασάρες και Οκάμπο. Εκεί τους αγγίζει βαθιά η «Ταντάλια» ένα διηγηματάκι του Μασεδόνιο Φερνάντες (μέντορα του Μπόρχες-όσοι ομνύουν στην γραφή του μεγάλου Αργεντίνου,συναντάνε στις ιστορίες του πάμπολλες αναφορές σ’αυτόν)
«Η Ταντάλια είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που αποφασίζει να αγοράσει ένα μικρό φυτό γιά να το διατηρήσει ως σύμβολο της αγάπης που τους ενώνει. Αργότερα συνειδητοποιούν πως, αν το φυτό πεθάνει, μαζί μ’αυτό θα πεθάνει και η αγάπη που τους ενώνει.Και καθώς η αγάπη που τους ενώνει είναι τεράστια και για κανένα λόγο δεν είναι διατεθειμένοι να την θυσιάσουν, αποφασίζουν να χάσουν το φυτό μέσα σ’ένα πλήθος πανομοιότυπων φυτών. Έπειτα έρχεται η απογοήτευση, η δυστυχία του να ξέρουν πως ποτέ πιά δε θα μπορέσουν να το ξαναβρούν.»
Το διήγημα του Μασεδόνιο τους προκαλεί δυσφορία, αρχίζουν να διαβάζουν τους κλασσικούς αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει.Το ψεμματάκι που είχε πει ό ένας στον άλλον στην αρχή της σχέσης τους – ότι είχαν διαβάσει Προυστ καθορίζει και το τέλος της.
«Σταμάτησαν στη σελίδα 372 του Από τη μεριά του Σουάν, και συγκεκριμένα στην παρακάτω φράση:
Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε.»
Το άγχος που διακατέχει τα ερωτευμένα ζευγάρια που προσπαθούν να εντοπίσουν αυτό που ψάχνουν, την αντανάκλαση τους στην λογοτεχνία ή σε ένα φυτό (όπως στο διήγημα του Μασεδόνιο), οδηγεί στην διάλυση της σχέσης. Αλλιώς την βίωνε ο Χούλιο και αλλιώς η Εμίλια. Εκείνη συνεχώς έτρεχε να ξεφύγει, εκείνος έμεινε με την ψευδαίσθηση ότι αυτή η γυναίκα ήταν ο έρωτας της ζωής του (που μάλλον ήταν).
Η Εμίλια φεύγει γιά την Ισπανία ,εκεί πεθαίνει και ο Χούλιο που το μαθαίνει πολύ αργά, που δεν την έχει λησμονήσει ποτέ ήδη ακολουθεί μιά ζωή μίμησης προσπαθώντας να γράψει ένα μυθιστόρημα με τον τρόπο κάποιου καθιερωμένου συγγραφέα που τον απέρριψε.
Η ιδέα του;Ένα μυθιστόρημα γιά ένα μικρό φυτό,ένα μπονσάϊ. Ένα αφήγημα που δεν συμβαίνει τίποτα, «η υπόθεση αρκεί γιά ένα διήγημα δύο σελίδων,γιά ένα όχι και τόσο καλό διήγημα ίσως...Ο πρωταγωνιστής είναι ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος,το ίδιο κάνει.Ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος που αφήνει να του φύγει η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά.»
Τα σχέδια του όμως δεν ευοδώνονται, ξέρει ότι αυτό που γράφει δεν αξίζει και τότε αγοράζει σπόρους, εργαλεία και φτιάχνει ένα μπονσάϊ, διότι «το να φροντίζεις ένα μπονσάϊ είναι σαν να γράφεις...το να γράφεις, είναι σαν να φροντίζεις ένα μπονσάϊ...»
Εξαιρετικό δείγμα μινιμαλιστικής γραφής, μοντέρνο και σπινθηροβόλο, το αφήγημα – νουβέλα του Σάμπρα εκτείνεται πέραν των 102 σελίδων του αφού επηρεάζει τον αναγνώστη ο οποίος εμπλέκεται συναισθηματικά σχεδόν άθελα του σ’αυτήν την (φαινομενικά) απλή ιστοριούλα . Το βιβλιαράκι λοιπόν αυτό, λειτουργεί σαν ένα μπονσάϊ, όπως λειτουργούν όλες οι καθαρά λογοτεχνικές ιστορίες που κολλάνε στο μυαλό μας, στην ύπαρξή μας.