Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2008 | Permalink
Ο κύριος των ψυχών
Ένα καλό παράδειγμα του πως μπορείς να βγάλεις ένα ωραίο μυθιστόρημα παρότι έχεις αραδιάσει όλες τις κοινοτοπίες που μπορούν να υπάρχουν οι δε χαρακτήρες που έχεις δημιουργήσει κινούνται βάσει στερεοτύπων αποτελεί το βιβλίο της πρόωρα χαμένης συγγραφέως ΙΡΕΝ ΝΕΜΙΡΟΒΣΚΥ, «Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ», (Εκδ.Πατάκη με πολύ καλή μετάφρ. της Ε.Κορομηλά, σελ.293), (79).
Η Νεμιρόβσκυ πατάει πάνω στις ιστορίες του Φάουστ και του Χαλίφη Βατέκ γιά να πλάσει τον ήρωά της, τον γιατρό Άσφαρ (που στα αραβικά σημαίνει ταξιδιώτης). Λεβαντίνικης προέλευσης με ελληνοιταλικές ρίζες ο γιατρός ζει με την σύζυγο του Κλάρα στην Νίκαια της Γαλλίας την δεκαετία του 1920. Έχουν έρθει από την Ουκρανία και κυριολεκτικά λιμοκτονούν καθώς ο γιατρός δεν μπορεί να βρει πελατεία, κάνει αμβλώσεις που δεν δέχεται κανείς άλλος αφού είναι παράνομες και αναγκάζεται να δανείζεται συνεχώς ακόμα και γιά να ταίσει την ήδη τριμελή οικογένεια του, αφού η Κλάρα μόλις γέννησε το γιό τους. Όταν κατά τύχη κουράρει έναν πάμπλουτο επιχειρηματία τον Βαρντ, ο οποίος ήταν άρρωστος με τον τζόγο και την κραιπάλη γνωρίζεται με την σύζυγό του Συλβί Βαρντ, η οποία δείχνει να τον συμπαθεί και θέλει να τον βοηθήσει. Αργότερα όμως η Συλβί θα χωρίσει και θα μετακομίσει στο Παρίσι όπου ζει με την κόρη της. Ο Άσφαρ από τη μιά επειδή θέλει να συνεχίσει να βλέπει (πλατωνικά πάντα) την Συλβί την οποία θαυμάζει και υπεραγαπά χωρίς να τολμάει να διαννοείται έστω να την αγγίξει, και από την άλλη ελπίζοντας σε αύξηση της πελατείας του μετακομίζει με την οικογένεια του στο Παρίσι. Η φτώχεια δεν τον εγκαταλείπει παρά την μικρή αύξηση της πελατείας του ώσπου αναγκάζεται να δανειστεί ένα μεγάλο ποσόν από την Συλβί, η οποία συνεχίζει να τον βοηθάει.
Η επανεμφάνιση του πλούσιου Βαρντ στο Παρίσι με την ερωμένη του , η οποία κατά διαβολική σύμπτωση είναι η Έλινορ, η πρώην νύφη της παλιάς σπιτονοικοκυράς του, στην οποία είχε κάποτε κάνει άμβλωση αλλάζει την ζωή του Άσφαρ. Διαβλέποντας ότι ο Βαρντ δεν έχει τίποτα οργανικό αλλά η νόσος του είναι καθαρά ψυχική και με την σύσταση της πανούργας Έλινορ, που θέλει να κρατάει τον Βαρντ υπό συνεχή θεραπεία, ο Άσφαρ συλλαμβάνει την ιδέα να εκμεταλλευτεί την (τόσο της μόδας τότε) ψυχαναλυτική μέθοδο εμπλουτίζοντας την με διάφορες αερολογίες, πολύ μυστήριο και αρκετή πόζα.
Μέσω των γνωριμιών του Βαρντ, η καρριέρα του απογειώνεται και γίνεται ο πιό ακριβοπληρωμένος «ψυχοθεραπευτής» αυτοαποκαλούμενος «Κύριος των Ψυχών». Η πελατεία του μπορεί να περιμένει και μέρες για να τον δει. Όλοι συνειδητοποιούν ότι είναι ένας τσαρλατάνος αφού δεν κάνει σχεδόν τίποτα, αλλά κάποιοι ως εκ θαύματος θεραπεύονται ή βελτιώνεται η κατάσταση τους. Είναι πλέον μιά αναγνωρίσιμη αν και αμφιλεγόμενη φιγούρα στην Γαλλική πρωτεύουσα . Αποξενώνεται τελείως από την οικογένεια του, κυκλοφορώντας με διάφορες γυναίκες και ξοδεύοντας ασύστολα σε σημείο να βρίσκεται συνεχώς υπό την απειλή χρεωκοπίας και καταφεύγοντας σε συνεχείς δανεισμούς. Αποξενώνεται και από την Συλβί Βαρντ που κάποτε τον πίστεψε. Δεν είναι πλέον γιατρός αλλά απατεώνας και το ξέρει. Όταν δει το μίσος στα μάτια του έφηβου γιού του θα αρχίσει να συνέρχεται, αλλά είναι πλέον αργά γιά να σώσει την ψυχή του.
«...Ναι,εσύ που δείχνεις χοντρός και χορτάτος, και κοιτάς τους ώμους εκείνης της γυναίκας της φορτωμένης με μπιζού χωρίς σαρκικό πόθο, μόνο με ταπεινή και επίμονη προσδοκία...Σε ξέρω:είσαι από τη Θεσσαλονίκη. Οι πατεράδες μας δούλευαν μαζί στα λιμάνια, έκαναν λαθρεμπόριο στα χάνια, επιναν στα ίδια καταγώγια, έκλεβαν με λιγδιασμένες τράπουλες στα μικρά φορτηγά της Μαύρης Θάλασσας. Κι εσύ; Από που έρχεσαι; Από το Βουκουρέστι; Από το Κίσινεβ; Από τη Συρία; Την Παλαιστίνη; Εσένα σ’έχω δει στη Βαρσοβία με τρύπιες σόλες, χωρίς παλτό, μέσα στο χιόνι, εσένα ή τον αδελφό σου...Από τότε σου έχουν μείνει αυτά τα κόκκινα και πρησμένα απ’το κρύο χέρια, παρά τη γλυκιά ζεστασιά των καλοριφέρ, παρά τις περιποιήσεις της μανικιουρίστας, ναι, τα χέρια σου και την καημένη τρεμουλιάρα πλάτη που καμπουριάζει κάτω από το λεπτό ύφασμα των ρούχων σου, όπως όταν γυρνούσες μές στον παγωμένο άνεμο, τα αναγνωρίζω! Κι εσύ, αν σου μιλούσα γιά την Οδησσό και τη συνοικία με τις πόρνες κοντά στο λιμάνι, ωραίε νεαρέ, κι εσύ, όμορφη μελαχροινή, θα ξαναθυμόσασταν το σκηνικό της αθώας παιδικής ηλικίας σας...Εσύ γνωστέ τραπεζίτη, φίλε υπουργών, παρασημοφορημένε, δε θα ξεχάσεις ποτέ ότι κάποτε πεινούσες! Εσύ μεγιστάνα του σινεμά, δε θα ξεχάσεις ότι κάποτε φοβόσουν, ότι έχεις κλέψει. Οι Γάλλοι βλέπουν σ’εσένα έναν κανάγια που τα κατάφερε, εγώ όμως σε ξέρω καλά – είσαι κανάγιας, αξιολύπητος, όμως, και θλιβερός. Δεν αξίζεις παρά γιά να κάνεις πλούσιους αυτούς πυ θα ξέρουν να σε χρησιμοποιήσουν , όπως χρησιμοποίησες κι εσύ κάποιους άλλους. Ο καθένας και η λεία του, ανάλογα με την πανουργία και τη δύναμή του.
...Αυτό που ενώνει όλους όσους βλέπω εδώ, αυτό που τους κάνει όμοιους, δεν είναι η ανάγκη γιά λεφτά...ή, η διασκέδαση, είναι η ανάγκη να αντέχουν αδιάκοπα. Να αντέχουν περισσότερο από τον αντίπαλο. Να κρύβουν τις αδυναμίες τους, να κρύβουν τις πληγές τους. Γιατί η δύναμη των νεύρων τους είναι το μοναδικό κεφάλαιο πάνω στο οποίο στηρίζουν τη ζωή τους. Πόσες αρρώστιες, πόσες αγωνίες, πόσες ανεξήγητες φοβίες γι’αυτούς τους δυστυχισμένους που είναι καταδικασμένοι στην αιώνια επιτυχία! Α! Αν τολμούσα...Αυτό που χρειάζονται είναι ένας εξομολογητής, κάποιος που να μαθαίνει τα βρώμικα μυστικά τους, να τους ακούει και να τους δίνει άφεση, και κύριως να τους επιτρέπει να χορταίνουν χωρίς ενοχές...Κάποιος που να τους ντοπάρει! Να τι χρειάζεται...Είναι ένα σίγουρο επάγγελμα...Γιατί όχι; Να συνεχίσω να ζω όπως ζω; Να κάνω τον γιό μου έναν ψωμοζήτη όπως ήμουν εγώ; Γιατί;
…Κι όμως ΄ταν βγήκα από τον βούρκο και τη μιζέρια της παιδικής μου ηλικίας, πίστευα πως δε θα σας ξανάβλεπα ποτέ. Και να που σας ξαναβρίσκω εδώ, στο Παρίσι, στην καρδιά του Παρισιού, πλούσιους και ζηλευτούς πιά, περιφρονημένους ίσως, αλλά ζηλευτούς παρ’όλα αυτά! Γιατί, λοιπόν, όλος αυτός ο μακρύς και δύσκολος δρόμος, οι χαμένοι κόποι, οι σπουδές, τα διαβάσματα, η φτώχεια, γιατί να τα έχω υποστεί όλα αυτά, και γιατί να δεχτώ ελαφρά τη καρδία την ίδια μοίρα γιά τον γιό μου; Το μοναδικό μέλλον γιά μένα είναι το μέλλον του τσαρλατάνου που θα καλλιεργεί τις διαστροφές και τις αρρώστιες των πλουσίων όπως σπέρνει κανείς ένα χωράφι...»
Η Νεμιρόβσκυ εμπνεύστηκε την ιστορία από την περιπέτεια που βίωσε ο εκδότης της, Μπερνάρ Γκρασσέ, ο οποίος υπέφερε από έντονες νευρικές διαταραχές, που τον κρατούσαν γιά καιρό μακριά από την διεύθυνση της επιχείρησής του. Τελικά το 1932, κάποιος δόκτωρ Άντζελο Χέναρντ τον υπέβαλε σε μιά «θεραπεία απενοχοποίησης» καθιστώντας τον υποχείριο του. Όλοι θεωρούσαν μετά από αυτό, τον Γκρασσέ παράφρονα, και οι μέτοχοι ζήτησαν να τεθεί υπό δικαστική απαγόρευση ενώ και η οικογένεια του εκδότη κίνησε νομική διαδικασία κατά του ασθενή Γκρασσέ. Ο Άσφαρ έχει επίσης στοιχεία από τον δόκτορα Πιερ Μπουγκρά που καταδικάστηκε επίσης ως απατεώνας το 1927 μετά από μιά θορυβώδη δίκη.
Ο ήρωας της Νεμιρόβσκυ συγκεντρώνει επάνω του όλες τις προκαταλήψεις της εποχής. Είναι ένας «ξένος», ένας διαβολικός τύπος που διαφθείρει τα ήθη της τοπικής κοινωνίας με την λύσσα του γιά χρήμα και καταξίωση. Είναι η προσωποποίηση του Κακού..Εκμεταλλεύεται τους πάντες και τα πάντα.
Ρατσισμός; Θα μπορούσε κάποιος να το δει κι έτσι. Η συγγραφέας όμως αντιμετωπίζει με αρκετό χιούμορ και ανθρωπιά την ιστορία της. Ναι, διαφαίνεται μιά αντιπάθεια προς τους «ξένους», τους «τυχοδιώκτες» αλλά ας μη το ξεχνάμε ότι και η Νεμιρόβσκυ μιά «ξένη» ήταν, πάμπλουτη βέβαια και αριστοκρατικής καταγωγής αλλά «ξένη» ήταν και «ξένη» παρέμεινε μέχρι το τραγικό της τέλος. Περισσότερο σατυρίζει (γιατί το βιβλίο ουσιαστικά μιά σάτιρα είναι) τους ανθρώπους που γνώρισε καλά τόσα χρόνια. Αυτούς που προσπαθούν να αφομοιωθούν και να γίνουν αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο του κόσμου στον οποίον έχουν επιλέξει να ζήσουν.
Όπως προανέφερα στην αρχή, το μυθιστόρημα είναι γεμάτο στερεότυπα σε σημείο ενόχλησης. Εξπρεσιονιστικά γραμμένο θα μπορούσε να γυριστεί και σαν ταινία τότε, με τις σκιές που δημιουργεί το ασπρόμαυρο φιλμ και το (πολλές φορές) υπερβολικό παίξιμο των ηθοποιών. Είναι σαν παραμύθι με τον «κακό ξένο» και τις έντονες σκιαγραφήσεις χαρακτήρων και τους μελοδραματικούς διαλόγους. Εκεί όμως που αρχίζεις να αναρωτιέσαι, η Νεμιρόβσκυ πετάει μιά παράγραφο, μιά πρόταση που σε αφήνει άναυδο – ουσιαστικά λειτουργεί διαβρωτικά μέσα στο ίδιο το γραπτό της, καθιστώντας αυτόν τον γελοίο Άσφαρ μιά τραγική φιγούρα, έναν αβάσταχτα βασανισμένο άνθρωπο, μέσα στην αφόρητη μοναξιά του να προσπαθεί να ισορροπήσει σε έναν κόσμο υποκρισίας και ψέμματος.
Εξαιρετική η εισαγωγή του βιβλίου από τους Φιλιππονά και Λιενάρντ που κατατοπίζουν τον αναγνώστη γιά το κλίμα της εποχής, τις επιρροές της Νεμιρόβσκυ και τον προσωπικό της αγώνα να καθιερωθεί στα Γαλλικά γράμματα. Η συγγραφέας προσπάθησε σκληρά να αποτινάξει από πάνω της την εβραϊκή της κληρονομιά και το συναίσθημα του ξένου που ένιωθε. Βαπτίστηκε Χριστιανή το 39, αλλά το Γαλλικό κράτος της αρνήθηκε την ιθαγένεια οδηγώντας την λίγο αργότερα στα κρεματόρια. Το απόσπασμα από την τελευταία δημοσιευμένη της νουβέλα τα λέει όλα:
«Κοιτάξτε με. Είμαι μόνη τώρα, όπως κι εσείς, αλλά όχι με με μιά μοναξιά που την διάλεξα και την επιδίωξα, παρά με τη χειρότερη μοναξιά, την πιό πικρή και ταπεινωτική, τη μοναξιά της εγκατάλειψης, της προδοσίας».
Η Νεμιρόβσκυ πατάει πάνω στις ιστορίες του Φάουστ και του Χαλίφη Βατέκ γιά να πλάσει τον ήρωά της, τον γιατρό Άσφαρ (που στα αραβικά σημαίνει ταξιδιώτης). Λεβαντίνικης προέλευσης με ελληνοιταλικές ρίζες ο γιατρός ζει με την σύζυγο του Κλάρα στην Νίκαια της Γαλλίας την δεκαετία του 1920. Έχουν έρθει από την Ουκρανία και κυριολεκτικά λιμοκτονούν καθώς ο γιατρός δεν μπορεί να βρει πελατεία, κάνει αμβλώσεις που δεν δέχεται κανείς άλλος αφού είναι παράνομες και αναγκάζεται να δανείζεται συνεχώς ακόμα και γιά να ταίσει την ήδη τριμελή οικογένεια του, αφού η Κλάρα μόλις γέννησε το γιό τους. Όταν κατά τύχη κουράρει έναν πάμπλουτο επιχειρηματία τον Βαρντ, ο οποίος ήταν άρρωστος με τον τζόγο και την κραιπάλη γνωρίζεται με την σύζυγό του Συλβί Βαρντ, η οποία δείχνει να τον συμπαθεί και θέλει να τον βοηθήσει. Αργότερα όμως η Συλβί θα χωρίσει και θα μετακομίσει στο Παρίσι όπου ζει με την κόρη της. Ο Άσφαρ από τη μιά επειδή θέλει να συνεχίσει να βλέπει (πλατωνικά πάντα) την Συλβί την οποία θαυμάζει και υπεραγαπά χωρίς να τολμάει να διαννοείται έστω να την αγγίξει, και από την άλλη ελπίζοντας σε αύξηση της πελατείας του μετακομίζει με την οικογένεια του στο Παρίσι. Η φτώχεια δεν τον εγκαταλείπει παρά την μικρή αύξηση της πελατείας του ώσπου αναγκάζεται να δανειστεί ένα μεγάλο ποσόν από την Συλβί, η οποία συνεχίζει να τον βοηθάει.
Η επανεμφάνιση του πλούσιου Βαρντ στο Παρίσι με την ερωμένη του , η οποία κατά διαβολική σύμπτωση είναι η Έλινορ, η πρώην νύφη της παλιάς σπιτονοικοκυράς του, στην οποία είχε κάποτε κάνει άμβλωση αλλάζει την ζωή του Άσφαρ. Διαβλέποντας ότι ο Βαρντ δεν έχει τίποτα οργανικό αλλά η νόσος του είναι καθαρά ψυχική και με την σύσταση της πανούργας Έλινορ, που θέλει να κρατάει τον Βαρντ υπό συνεχή θεραπεία, ο Άσφαρ συλλαμβάνει την ιδέα να εκμεταλλευτεί την (τόσο της μόδας τότε) ψυχαναλυτική μέθοδο εμπλουτίζοντας την με διάφορες αερολογίες, πολύ μυστήριο και αρκετή πόζα.
Μέσω των γνωριμιών του Βαρντ, η καρριέρα του απογειώνεται και γίνεται ο πιό ακριβοπληρωμένος «ψυχοθεραπευτής» αυτοαποκαλούμενος «Κύριος των Ψυχών». Η πελατεία του μπορεί να περιμένει και μέρες για να τον δει. Όλοι συνειδητοποιούν ότι είναι ένας τσαρλατάνος αφού δεν κάνει σχεδόν τίποτα, αλλά κάποιοι ως εκ θαύματος θεραπεύονται ή βελτιώνεται η κατάσταση τους. Είναι πλέον μιά αναγνωρίσιμη αν και αμφιλεγόμενη φιγούρα στην Γαλλική πρωτεύουσα . Αποξενώνεται τελείως από την οικογένεια του, κυκλοφορώντας με διάφορες γυναίκες και ξοδεύοντας ασύστολα σε σημείο να βρίσκεται συνεχώς υπό την απειλή χρεωκοπίας και καταφεύγοντας σε συνεχείς δανεισμούς. Αποξενώνεται και από την Συλβί Βαρντ που κάποτε τον πίστεψε. Δεν είναι πλέον γιατρός αλλά απατεώνας και το ξέρει. Όταν δει το μίσος στα μάτια του έφηβου γιού του θα αρχίσει να συνέρχεται, αλλά είναι πλέον αργά γιά να σώσει την ψυχή του.
«...Ναι,εσύ που δείχνεις χοντρός και χορτάτος, και κοιτάς τους ώμους εκείνης της γυναίκας της φορτωμένης με μπιζού χωρίς σαρκικό πόθο, μόνο με ταπεινή και επίμονη προσδοκία...Σε ξέρω:είσαι από τη Θεσσαλονίκη. Οι πατεράδες μας δούλευαν μαζί στα λιμάνια, έκαναν λαθρεμπόριο στα χάνια, επιναν στα ίδια καταγώγια, έκλεβαν με λιγδιασμένες τράπουλες στα μικρά φορτηγά της Μαύρης Θάλασσας. Κι εσύ; Από που έρχεσαι; Από το Βουκουρέστι; Από το Κίσινεβ; Από τη Συρία; Την Παλαιστίνη; Εσένα σ’έχω δει στη Βαρσοβία με τρύπιες σόλες, χωρίς παλτό, μέσα στο χιόνι, εσένα ή τον αδελφό σου...Από τότε σου έχουν μείνει αυτά τα κόκκινα και πρησμένα απ’το κρύο χέρια, παρά τη γλυκιά ζεστασιά των καλοριφέρ, παρά τις περιποιήσεις της μανικιουρίστας, ναι, τα χέρια σου και την καημένη τρεμουλιάρα πλάτη που καμπουριάζει κάτω από το λεπτό ύφασμα των ρούχων σου, όπως όταν γυρνούσες μές στον παγωμένο άνεμο, τα αναγνωρίζω! Κι εσύ, αν σου μιλούσα γιά την Οδησσό και τη συνοικία με τις πόρνες κοντά στο λιμάνι, ωραίε νεαρέ, κι εσύ, όμορφη μελαχροινή, θα ξαναθυμόσασταν το σκηνικό της αθώας παιδικής ηλικίας σας...Εσύ γνωστέ τραπεζίτη, φίλε υπουργών, παρασημοφορημένε, δε θα ξεχάσεις ποτέ ότι κάποτε πεινούσες! Εσύ μεγιστάνα του σινεμά, δε θα ξεχάσεις ότι κάποτε φοβόσουν, ότι έχεις κλέψει. Οι Γάλλοι βλέπουν σ’εσένα έναν κανάγια που τα κατάφερε, εγώ όμως σε ξέρω καλά – είσαι κανάγιας, αξιολύπητος, όμως, και θλιβερός. Δεν αξίζεις παρά γιά να κάνεις πλούσιους αυτούς πυ θα ξέρουν να σε χρησιμοποιήσουν , όπως χρησιμοποίησες κι εσύ κάποιους άλλους. Ο καθένας και η λεία του, ανάλογα με την πανουργία και τη δύναμή του.
...Αυτό που ενώνει όλους όσους βλέπω εδώ, αυτό που τους κάνει όμοιους, δεν είναι η ανάγκη γιά λεφτά...ή, η διασκέδαση, είναι η ανάγκη να αντέχουν αδιάκοπα. Να αντέχουν περισσότερο από τον αντίπαλο. Να κρύβουν τις αδυναμίες τους, να κρύβουν τις πληγές τους. Γιατί η δύναμη των νεύρων τους είναι το μοναδικό κεφάλαιο πάνω στο οποίο στηρίζουν τη ζωή τους. Πόσες αρρώστιες, πόσες αγωνίες, πόσες ανεξήγητες φοβίες γι’αυτούς τους δυστυχισμένους που είναι καταδικασμένοι στην αιώνια επιτυχία! Α! Αν τολμούσα...Αυτό που χρειάζονται είναι ένας εξομολογητής, κάποιος που να μαθαίνει τα βρώμικα μυστικά τους, να τους ακούει και να τους δίνει άφεση, και κύριως να τους επιτρέπει να χορταίνουν χωρίς ενοχές...Κάποιος που να τους ντοπάρει! Να τι χρειάζεται...Είναι ένα σίγουρο επάγγελμα...Γιατί όχι; Να συνεχίσω να ζω όπως ζω; Να κάνω τον γιό μου έναν ψωμοζήτη όπως ήμουν εγώ; Γιατί;
…Κι όμως ΄ταν βγήκα από τον βούρκο και τη μιζέρια της παιδικής μου ηλικίας, πίστευα πως δε θα σας ξανάβλεπα ποτέ. Και να που σας ξαναβρίσκω εδώ, στο Παρίσι, στην καρδιά του Παρισιού, πλούσιους και ζηλευτούς πιά, περιφρονημένους ίσως, αλλά ζηλευτούς παρ’όλα αυτά! Γιατί, λοιπόν, όλος αυτός ο μακρύς και δύσκολος δρόμος, οι χαμένοι κόποι, οι σπουδές, τα διαβάσματα, η φτώχεια, γιατί να τα έχω υποστεί όλα αυτά, και γιατί να δεχτώ ελαφρά τη καρδία την ίδια μοίρα γιά τον γιό μου; Το μοναδικό μέλλον γιά μένα είναι το μέλλον του τσαρλατάνου που θα καλλιεργεί τις διαστροφές και τις αρρώστιες των πλουσίων όπως σπέρνει κανείς ένα χωράφι...»
Η Νεμιρόβσκυ εμπνεύστηκε την ιστορία από την περιπέτεια που βίωσε ο εκδότης της, Μπερνάρ Γκρασσέ, ο οποίος υπέφερε από έντονες νευρικές διαταραχές, που τον κρατούσαν γιά καιρό μακριά από την διεύθυνση της επιχείρησής του. Τελικά το 1932, κάποιος δόκτωρ Άντζελο Χέναρντ τον υπέβαλε σε μιά «θεραπεία απενοχοποίησης» καθιστώντας τον υποχείριο του. Όλοι θεωρούσαν μετά από αυτό, τον Γκρασσέ παράφρονα, και οι μέτοχοι ζήτησαν να τεθεί υπό δικαστική απαγόρευση ενώ και η οικογένεια του εκδότη κίνησε νομική διαδικασία κατά του ασθενή Γκρασσέ. Ο Άσφαρ έχει επίσης στοιχεία από τον δόκτορα Πιερ Μπουγκρά που καταδικάστηκε επίσης ως απατεώνας το 1927 μετά από μιά θορυβώδη δίκη.
Ο ήρωας της Νεμιρόβσκυ συγκεντρώνει επάνω του όλες τις προκαταλήψεις της εποχής. Είναι ένας «ξένος», ένας διαβολικός τύπος που διαφθείρει τα ήθη της τοπικής κοινωνίας με την λύσσα του γιά χρήμα και καταξίωση. Είναι η προσωποποίηση του Κακού..Εκμεταλλεύεται τους πάντες και τα πάντα.
Ρατσισμός; Θα μπορούσε κάποιος να το δει κι έτσι. Η συγγραφέας όμως αντιμετωπίζει με αρκετό χιούμορ και ανθρωπιά την ιστορία της. Ναι, διαφαίνεται μιά αντιπάθεια προς τους «ξένους», τους «τυχοδιώκτες» αλλά ας μη το ξεχνάμε ότι και η Νεμιρόβσκυ μιά «ξένη» ήταν, πάμπλουτη βέβαια και αριστοκρατικής καταγωγής αλλά «ξένη» ήταν και «ξένη» παρέμεινε μέχρι το τραγικό της τέλος. Περισσότερο σατυρίζει (γιατί το βιβλίο ουσιαστικά μιά σάτιρα είναι) τους ανθρώπους που γνώρισε καλά τόσα χρόνια. Αυτούς που προσπαθούν να αφομοιωθούν και να γίνουν αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο του κόσμου στον οποίον έχουν επιλέξει να ζήσουν.
Όπως προανέφερα στην αρχή, το μυθιστόρημα είναι γεμάτο στερεότυπα σε σημείο ενόχλησης. Εξπρεσιονιστικά γραμμένο θα μπορούσε να γυριστεί και σαν ταινία τότε, με τις σκιές που δημιουργεί το ασπρόμαυρο φιλμ και το (πολλές φορές) υπερβολικό παίξιμο των ηθοποιών. Είναι σαν παραμύθι με τον «κακό ξένο» και τις έντονες σκιαγραφήσεις χαρακτήρων και τους μελοδραματικούς διαλόγους. Εκεί όμως που αρχίζεις να αναρωτιέσαι, η Νεμιρόβσκυ πετάει μιά παράγραφο, μιά πρόταση που σε αφήνει άναυδο – ουσιαστικά λειτουργεί διαβρωτικά μέσα στο ίδιο το γραπτό της, καθιστώντας αυτόν τον γελοίο Άσφαρ μιά τραγική φιγούρα, έναν αβάσταχτα βασανισμένο άνθρωπο, μέσα στην αφόρητη μοναξιά του να προσπαθεί να ισορροπήσει σε έναν κόσμο υποκρισίας και ψέμματος.
Εξαιρετική η εισαγωγή του βιβλίου από τους Φιλιππονά και Λιενάρντ που κατατοπίζουν τον αναγνώστη γιά το κλίμα της εποχής, τις επιρροές της Νεμιρόβσκυ και τον προσωπικό της αγώνα να καθιερωθεί στα Γαλλικά γράμματα. Η συγγραφέας προσπάθησε σκληρά να αποτινάξει από πάνω της την εβραϊκή της κληρονομιά και το συναίσθημα του ξένου που ένιωθε. Βαπτίστηκε Χριστιανή το 39, αλλά το Γαλλικό κράτος της αρνήθηκε την ιθαγένεια οδηγώντας την λίγο αργότερα στα κρεματόρια. Το απόσπασμα από την τελευταία δημοσιευμένη της νουβέλα τα λέει όλα:
«Κοιτάξτε με. Είμαι μόνη τώρα, όπως κι εσείς, αλλά όχι με με μιά μοναξιά που την διάλεξα και την επιδίωξα, παρά με τη χειρότερη μοναξιά, την πιό πικρή και ταπεινωτική, τη μοναξιά της εγκατάλειψης, της προδοσίας».