Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008 | Permalink
Περί Γουάλας , with a little help...
Η τραγική κατάληξη της ζωής του David Foster Wallace και η εμμονή ενός φίλου (όπως θα δείτε παρακάτω) μ’έκαναν να αναζητήσω την από καιρό εξαντλημένη έκδοση των διηγημάτων του «ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΜΑΛΛΙΑ» .Ευτυχώς οι εκδόσεις Π.Τραυλός με γρήγορα αντανακλαστικά επανέκδοσαν την συλλογή και αυτή τη στιγμή είναι το μοναδικό βιβλίο αυτού του περίεργου αλλά εξαιρετικού ταλέντου που κυκλοφορεί στα Ελληνικά που αδικείται όμως από την μετριότατη μετάφραση.

Ιδιάζουσα περίπτωση αυτός ο Γουάλας...Γεννήθηκε το 1962 στην Ίθακα της πολιτείας της Ν.Υόρκης αλλά οι επαγγελματικές υποχρεώσεις των καθηγητών γονιών του,υποχρέωσαν την οικογένεια να μετακομίσει στις Μεσοδυτικές πολιτείες των Η.Π.Α,στο Ιλινόις – περιβάλλον που επηρέασε την ψυχοσύνθεση του, σε σημείο να δηλώνει ότι «Ο χειμώνας εδώ είναι μιά αξιοθρήνητη σκύλα». Η ζωή του χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό Rolling Stone, ως «ένας χάρτης που τελειώνει σε λάθος κατεύθυνση». Εξέδωσε 5 βιβλία (3 συλλογές διηγημάτων και 2 μυθιστορήματα) και γιά το magnus opus του,το μυθιστόρημα Infinite Jest (Απέραντο σούργελο;) ,το οποίο εκτείνεται σε περισσότερες από 1000 σελίδες και που το εξέδωσε το 1996 τιμήθηκε με τα Whiting award και Lannan award.
Έπασχε από κατάθλιψη τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του και παρ’ότι παντρεύτηκε το 2004 συνέχισε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία γιά θεραπεία.Τα τελευταία χρόνια δίδασκε «Δημιουργική γραφή» στο κολλέγιο της Πομόνα. Η σύζυγος του τον βρήκε κρεμασμένο στο σπίτι τους το βράδυ της Παρασκευής 12 Σεπτεμβρίου.

Η συλλογή διηγημάτων «ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΜΑΛΛΙΑ» (σελ. 468, μετάφρ.Μαργ.Κουλεντιανού) , (83), είναι το δεύτερο βιβλίο του Γουάλας και εκδόθηκε το 1989 στις Η.Π.Α. Αποτελείται από 9 διηγήματα διαφορετικού ύφους μεταξύ τους και μία νουβέλα που εκτείνεται σε 177 σελίδες. Στα διηγήματα υπάρχει εναλλαγή θεμάτων και ύφους που κινείται μεταξύ ενός σουρρεαλιστικού χιούμορ και ενός σπιντάτου και απογειωμένου στυλ, ενώ ρεαλιστικές καταστάσεις και πρόσωπα αναμιγνύονται μυθοπλαστικά με ψυχωτικούς τύπους ή ανθρώπους της διπλανής πόρτας.

Το πρώτο διήγημα «Μικρά ανέκφραστα ζώα» που είναι ένα από τα καλύτερα της συλλογής , ασχολείται με μία απίθανη παίκτρια ενός τηλεπαιχνιδιού σε στυλ Τροχού της Τύχης, η οποία κερδίζει συνεχώς επί χρόνια μαζεύοντας ένα τεράστιο ποσό γιά να χάσει από τον αυτιστικό αδερφό της, όταν οι παραγωγοί ενοχλούνται από την λεσβιακή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ αυτής και της υπεύθυνης των ερωταπαντήσεων.

Στο διήγημα «Κορίτσι με παράξενα μαλλιά» ο συγγραφέας απογειώνεται διηγούμενος μιά εξωφρενική ιστορία ενός τελείως συντηρητικού και σαδιστή αλλά πολύ επιτυχημένου δικηγόρου, ο οποίος έχει μεγαλώσει σε μιά μιλιταριστική οικογένεια και έχει αποτύχει να υλοποιήσει το όνειρό του να μπει στη στρατιωτική ακαδημία. Τα βράδια όμως κάνει παρέα με κάτι απίθανους πανκ τύπους που ακούνε στα ονόματα , «Δαχτυλίτσα,Κύριος Θαυμάσιος,Βαριεστημένος,Ψηλαφιστός» και όλοι μαζί πάνε να ακούσουν μιά συναυλία του Κιθ Τζάρετ!! Τραύματα της παιδικής ηλικίας, σαδομαζοχισμός, θεότρελλο χιούμορ, απελπισία ,εναλάσσονται σε ένα πραγματικό εμπνευσμένο μικρό διαμάντι.

Στο αριστουργηματικό διήγημα «Λύντον»,ο Γουάλας περιγράφει τη ζωή ενός καταπιεσμένου ομοφυλόφιλου, του Μπόϋντ , ο οποίος προσλαμβάνεται στο επιτελείο του γερουσιαστή (τότε) Λύντον Τζόνσον. Ο Μπόυντ με τη σκληρή δουλειά του και την (σχεδόν ερωτική) αφοσίωση στον Τζόνσον, ανεβαίνει σιγά-σιγά και παίρνει σημαντική θέση δίπλα στον μετέπειτα πρόεδρο των Η.Π.Α. Παντρεμένος κατά συνθήκη με μιά πλούσια Τεξανή, ο Μπόυντ ζει γιά να δουλεύει δίπλα στον γερουσιαστή, στεκόμενος δίπλα του σχεδόν σαν ορντινάντσα . Ο γάμος του διαλύεται όταν εκείνος μπλέκει με έναν Ταϊτινό που μετέπειτα αρρωσταίνει από AIDS την ίδια περίοδο που ο Τζόνσον (κατά τη διάρκεια της ταραχώδους προεδρίας του) παθαίνει συνεχείς καρδιακές προσβολές. Αγάπη, συντροφικότητα, πολιτικός καιροσκοπισμός, λοβιτούρες, αλλά και το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στον σύντροφο σου, είναι τα θέματα αυτού του εκπληκτικού διηγήματος , ενώ οι υπαινικτικές συνομιλίες μεταξύ της Κας Τζόνσον και του Μπόυντ είναι «όλα τα λεφτά».

Το ύφος αλλάζει στο διήγημα "Τζον Μπίλυ", που θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τον Κόρμακ Μακάρθυ ή από τον Φώκνερ. Εδώ έχουμε την εωσφορική μεταμόρφωση ενός καλοσυνάτου αγρότη της Οκλαχόμα,σε ένα πλάσμα μεγάλης κακίας όταν βλέπει να καταστρέφεται το κοπάδι του από έναν μεγαλογαιοκτήμονα της περιοχής. Με σκηνές όπου το χιούμορ πάει χέρι-χέρι με την γκροτέσκα αναπαράσταση της φρίκης (π.χ.τα μάτια του αγρότη ξεκολάνε από τις κόχες τους και μετά την αποτυχημένη επέμβαση,με κάθε σκούντημα θα πρέπει να τα ξαναβάζει μέσα),ο Γουάλας κεντάει ψιλοβελονιά.

Στις υπόλοιπες ιστορίες (σαφώς υποδεέστερες από τις προαναφερόμενες), συναντάμε μιά ηθοποιό που χαπακώνεται προτού εμφανιστεί στο σόου του Τζόνυ Λέτερμαν,έναν γραφειοκράτη λογιστή που ήξερε να κάνει τεχνητές αναπνοές και σώζει ένα από τα αφεντικά του, την ιστορία ενός ράφτη στη μεγάλη πόλη, και ενός σπασίκλα που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του.

Η νουβέλα που εμπεριέχεται στην συλλογή έχει τίτλο «Προς τα δυτικά η πορεία της αυτοκρατορίας παίρνει το δρόμο της». Το θέμα της και η χρήση της γλώσσας είναι τελείως παράλογο. Είναι η «ιστορία» μιάς συγκέντρωσης ανθρώπων που ως παιδιά έπαιξαν κάποτε σε διαφήμιση των ΜακΝτοναλντς.Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μαζευτούν σε ένα ράντσο στη μεση του πουθενά όπου θα τους τιμήσουν και θα γυρίσουν ένα ακόμα διαφημιστικό ,ενώ η ατραξιόν του σώου θα είναι ο Τζακ Λορντ, ο περίφημος Μαγκάρετ της ιστορικής τηλεοπτικής σειράς «Χαβάη 5-0». Κεντρικός χαρακτήρας όμως είναι ένας αιώνιος φοιτητής wannabe συγγραφέας που συνοδεύει την τελείως μουρλή σύντροφο του που είχε πρωταγωνιστήσει κάποτε σε μιά διαφήμιση και είναι πλέον εναλλακτική καλιτέχνις. Αφού τραβάνε των παθών τους τον τάραχο γιά να φτάσουν στο αεροδρόμιο της κωμόπολης-τρέχα γύρευε, έρχεται να τους παραλάβει ο υπεύθυνος των διαφημίσεων της ΜακΝτόναλτς συνοδευόμενος από τον γιό του,που οδηγεί το ετοιμόρροπο φορτηγάκι και είναι ντυμένος Ρόναλντ ΜακΝτόναλντ. Στην διαδρομή αποκαλύπτονται διάφορα γιά τον καθένα από τους συνεπιβαίνοντες και τα κωμικά επεισόδια διαδέχονται τις σκηνές παραλογισμού. Τελείως σουρεαλιστικό σκηνικό με τα καλαμποκοχώραφα , η αποθέωση του παραλογισμού αλλά και του ανατρεπτικού χιούμορ του συγγραφέα.

Ο Γουάλας δεν φοβήθηκε να πειραματιστεί με αυτές τις ιστορίες, ούτε να αγγίξει θέματα που θεωρούνται «δύσκολα» ή «ταμπού». Αυτό που με συνάρπασε είναι ότι πάει πέρα από το φαίνεσθαι των χαρακτήρων του και των ιστοριών του αποδεικνύοντας ότι η πραγματικότητα μπορεί να έχει πολλές όψεις και πολλές διακλαδώσεις. Δυναμική γραφή, χιούμορ που τσακίζει , ανατροπές και αυτοσαρκασμός αποκάλυψαν ένα τεράστιο συγγραφικό ταλέντο, χαρακτηριστικό εκπρόσωπο μιάς ολόκληρης γενιάς και μιάς (μουσικής κυρίως) τάσης που ονομάστηκε Grunge, που ο πρόωρος θάνατός του στέρησε την παγκόσμια λογοτεχνία από ένα δημιουργό εφάμιλλο ενός Πύντσον ή ενός ΝτεΛίλλο.


Όπως αναφέρω στην αρχή του κειμένου μου, η εμμονή ενός φίλου με προέτρεψαν να διαβάσω τον Γουάλας που (κακώς) αγνοούσα. Ο φίλος αυτός είναι ο Λευτέρης Καλοσπύρος - ένας νεαρότατος φανατικός βιβλιόφιλος (και όχι μόνο), ο οποίος έγραψε ένα υπέροχο κομμάτι γιά τον συγγραφέα, στο τελευταίο ΔΙΑΒΑΖΩ (κατά περίεργη σύμπτωση,ο εξαιρετικός Πανδοχεύς το αναφέρει στο χθεσινό του ποστ) που κυκλοφορεί. Με αφορμή την παρουσίαση του «ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ...» σήμερα, τον παρακάλεσα να συμβάλλει στο ποστ – καλά, είναι να μη πεις στον Λευτέρη γιά τον Γουάλας , μπορεί να γράψει διατριβή . Ιδού λοιπόν το εξαιρετικό κείμενο του, ειδικά γιά το blog αυτό . Τον ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας.

___________________________________________

Κορίτσι με Παράξενα Μαλλιά


Πριν από λίγες μέρες είχαμε μια συζήτηση με τον φίλτατο οικοδεσπότη του blog σχετικά με τη γενιά μου (πάνω κάτω όσοι είμαστε ακόμη στα 20+, 30-) και την επίδραση της τεχνολογίας στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής της. Κάποια στιγμή λοιπόν, ανέφερα με έκπληξη - πιο πολύ μια αυθόρμητη, αδιόρατα ειρωνική, αντίδραση έπειτα από τη συνειδητοποίηση της μελαγχολικής αλήθειας που έκρυβε η διαπίστωση, παρά καθαυτή έκπληξη- πως παρά το νεαρό της ηλικίας, στα 16 περίπου χρόνια που ακούω μουσική, έχω προλάβει ήδη να γνωρίσω τέσσερα ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους μουσικά μέσα-η πορεία πάει κάπως έτσι: κασέτα, δίσκος βινυλίου, cd, ψηφιακό αρχείο τύπου mp3. Η απάντηση του Librofilo, που όση ώρα μιλούσα με κοιτούσε με ελαφρώς υψωμένο φρύδι, ήταν αφοπλιστική: «Οι νέοι της ηλικίας σου, βέβαια, σε προηγούμενες εποχές είχαν προλάβει ήδη να αλλάξουν τέσσερις διαφορετικές πατρίδες». Φυσικά η συζήτηση κάπου εδώ έλαβε τέλος. Τι στην ευχή θα μπορούσα να απαντήσω έπειτα από ένα τέτοιο σχόλιο;


Οι άνθρωποι που έζησαν σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους και οι ζωές τους στιγματίστηκαν από μεγάλα ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα, είναι ευλογημένοι με την ικανότητα να μπορούν να αντικρίζουν το χρόνο με μια ενορατική καθαρότητα και μια κρυστάλλινη διαύγεια που οι άνθρωποι της γενιάς μου πιθανότατα δεν θα αποκτήσουν ποτέ. Μια από τις συνέπειες του να ζεις σε μια περίοδο όπου δεν υπάρχει πραγματική ιστορική δράση (πως λέμε «πραγματική οικονομία;») είναι η σχετικοποίηση της αντίληψης του χρόνου. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποιο αληθινά σημαντικό ιστορικό σημείο αναφοράς με βάση το οποίο να ορίζεις την ύπαρξή σου και κατά συνέπεια να κατανοείς βαθύτερα τη φύση του χρόνου, καταλήγεις να βιώνεις την πραγματικότητα σαν ένα αέναο, αμετακίνητο, χαοτικό παρόν. Δίπλα σε αυτό, προσθέστε τη σύγχρονη «φιλοσοφία» της μακροζωίας που καλλιεργούν οι νέες εξελίξεις στην ιατρική και τη γενετική καθώς και τα κλισέ σχετικά με την κοινωνία της εικόνας, την κοινωνία της τηλοψίας, την κοινωνία της πληροφορίας και έχετε μια (σχετική) εικόνα της γενιάς μου. Ναι, στα αλήθεια, πιστεύουμε πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Και πως ξέρουμε τα πάντα επειδή έχουμε την ψευδαίσθηση πως οι εικόνες μας προσφέρουν τα πάντα και μας δίνουν επαρκείς απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και πως έχουμε διαθέσιμες όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για οτιδήποτε μας αφορά. Less is more; More is more!


Διαβάζοντας κανείς τα διηγήματα της συλλογής «Κορίτσι με παράξενα μαλλιά» του τραγικού αυτόχειρα, πλέον, David Foster Wallace, καταλαβαίνει για ποιο λόγο οι αμερικανοί θρήνησαν τον Wallace σαν τον μεγάλο συγγραφέα μιας ολόκληρης γενιάς. Η αφήγηση των ιστοριών δεν είναι ποτέ γραμμική, και ακόμη και όταν κάποιες φορές πλησιάζει όσο εγγύτερα γίνεται στα πρότυπα της κλασικής αφήγησης, ο συγγραφέας θα βρει τον τρόπο να υπονομεύσει την ευθύγραμμη πορεία-και είμαστε ακόμη σε μια περίοδο που ο Wallace δεν έχει εισάγει το στυλ γραφής με τις υποσημειώσεις που θα ακολουθήσει μεταγενέστερα τόσο στα δοκίμιά του όσο και στο αριστούργημά του “Infinite Jest”. Σε μια εποχή που ο χρόνος αντιμετωπίζεται σαν ένα μέγεθος απόλυτα σχετικό, ο Wallace τον στρεβλώνει, τον τσακίζει, τον παραμορφώνει, απλώς και μόνο για να μπορέσει να κατανοήσει τα όριά του. Η γλώσσα των ιστοριών είναι φυγόκεντρη, πολυεπίπεδη, φαντασμαγορική: λόγια στοιχεία αναμειγνύονται με εκφράσεις της καθομιλουμένης, σε μια ρωμαλέα προσπάθεια να αποδοθεί η πραγματική γλώσσα της εποχής. Οι περιγραφές των προσώπων και των καταστάσεων είναι εξαντλητικά λεπτομερείς. Πως αλλιώς μπορεί να αναμετρηθεί ένας σύγχρονος συγγραφέας με τις μοντέρνες οπτικοακουστικές μορφές τέχνης, αν δεν προσπαθήσει να κάνει το κάτι παραπάνω σε σύγκριση με αυτές; Το χιούμορ του επίσης, ακόμη και στις πιο σκοτεινές ιστορίες της συλλογής, είναι σπαρταριστό αλλά ταυτόχρονα είναι ιδιόρρυθμο και εκκεντρικό: ο αναγνώστης που έχει μεγαλώσει βλέποντας ένα τόσο παρανοϊκά αστείο καρτούν σαν τους SIMPSONS, (είναι τυχαίο που ο Pynchon επέλεξε τη συγκεκριμένη σειρά για να κάνει την μοναδική δημόσια εμφάνισή του, υποδυόμενος με την φωνή του την καρικατούρα του εαυτού του;) πιθανότατα δεν θα σταματήσει λεπτό να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια. O αθεόφοβος δεν δίστασε μάλιστα να αφιερώσει ένα ολόκληρο διήγημα – τον «Τζον Μπίλυ»- για να σαρκάσει τους mucho ήρωες του Φώκνερ αλλά και τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο τελευταίος στο «Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ»- ένα τόλμημα αληθινά επαναστατικό, άσχετα αν ο Wallace εκτιμούσε βαθιά τον Φώκνερ (ένα από τα διηγήματα που δίδασκε στους μαθητές στο κολέγιο που εργαζόταν ως καθηγητής δημιουργικής γραφής ήταν το «Ένα ρόδο για την Έμιλυ»)


Τα διηγήματα της συλλογής είναι 100% αυθεντικά, οι αμερικανοί κριτικοί και το κοινό αμέσως μετά την έκδοσή τους, χαιρέτισαν το συγγραφέα σαν τον πιο πρωτότυπο και πιο προικισμένο συγγραφέα της γενιάς του, οι αγγλοσάξονες γενικά τον είχαν σαν σημείο αναφοράς- ένας κριτικός βιβλίων στον Guardian, μάλιστα, κάπου εκεί στα τέλη των 90’ς σε ένα άρθρο του για τα νέα ταλέντα της βρετανικής λογοτεχνίας αναρωτήθηκε “Where are our own David Foster Wallaces?” Και αν ένας ώριμος ηλικιακά και τόσο ευρυμαθής αναγνώστης σαν τον Librofilo, εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από τα διηγήματα ενός συγγραφέα που ήταν μόλις 25 ετών όταν τα εξέδιδε, πιθανότατα η πρόσφατη αυτοκτονία του Wallace να μην ήταν απλώς το τέλος του σημαντικότερου συγγραφέα της γενιάς μου, αλλά και ενός από τους σπουδαιότερους της εποχής μας γενικά.

Λ.Καλοσπύρος