Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008 | Permalink
Θεοί και Δαίμονες...
Πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα διεισδυτικό είναι το μυθιστόρημα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα JOHN UPDIKE, με τίτλο «Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ»,(Εκδ.Καστανιώτη, μετάφ. Αύγ.Κορτώ, σελ. 374),(82). Ο συγγραφέας μετά από αρκετό καιρό μας δίνει ένα βιβλίο ανάλογο της κλάσης του,εξαιρετικά επίκαιρο και μοντέρνο που προσφέρει πολύ «τροφή γιά σκέψη» και ανάλυση.
Ο Άχμαντ είναι ένας έφηβος που μεγαλώνει σε ένα προάστειο του Ν.Τζέρσεϋ κάποια χιλιόμετρα έξω από την Ν.Υόρκη. Μεγαλώνει με την νοσοκόμα (και wannabe ζωγράφο) Ιρλανδικής καταγωγής μητέρα του ,ενώ ο Αιγύπτιος πατέρας του, τους έχει εγκαταλείψει όταν ο Άχμαντ ήταν 3. Την πατρική φιγούρα στην ζωή του νεαρού την υποκαθιστά ο ιμάμης Σάιχ Ρασίντ, όπου στο τέμενος που διδάσκει παρακολουθεί τα μαθήματα πίστης στο Ισλάμ ο Άχμαντ από τα έντεκά του χρόνια. Ο νεαρός βλέπει με αηδία τα ντυσίματα και τις συμπεριφορές των συμμαθητών του, οι δε σεξουαλικές του ανησυχίες καταπολεμούνται με προσευχή και νηστεία.Ο Άχμαντ πείθεται από τον ιμάμη του να γίνει οδηγός φορτηγού μετά το σχολείο παρά να σπουδάσει παρ’ότι έχει όλες τις προδιαγραφές να πάρει υποτροφία γιά κάποιο πανεπιστήμιο.Ένας καθηγητής του ο εβραίος Τζακ Λιβάϊ παίρνει προσωπικά την ιστορία διότι θεωρεί ότι ο μικρός διαπράττει τεράστιο λάθος και προσπαθεί να πείσει τον Άχμαντ προσεγγίζοντας τον φιλικά καθώς και την μητέρα του, από την οποία έλκεται ερωτικά. Ο Άχμαντ όμως είναι αποφασισμένος και πιάνει δουλειά σε μιά έκθεση επίπλων κάποιων Λιβανέζων μυστήριων τύπων παραδίδοντας έπιπλα που άλλοτε έχουν μέσα λεφτά και άλλοτε άλλα πράγματα υπό τη συνοδεία ενός από τους γιούς των ιδιοκτητών ο οποίος προσπαθεί να τον κατηχήσει πολιτικά. Το υλικό είναι έτοιμο και άλλος ένας «μάρτυρας» είναι αναλώσιμος στον «ιερό αγώνα κατά των άπιστων».
Ο Άπνταϊκ είναι εκπληκτικός στην περιγραφή της ζωής στα προάστεια, του μικρόκοσμου που ζει σε καθεστώς ημιφτώχειας σε παρηκμασμένες πόλεις δορυφόρους των μητροπόλεων. Περιγράφει τραγελαφικές καταστάσεις της καθημερινής ζωής, των οικογενειών με την απρόσωπη,αλλοτριωμένη ζωή τους. Ο Άχμαντ τα βλέπει όλα αυτά αλλά με λάθος μάτι διότι πέφτει σε μιά άλλη μαύρη τρύπα- αυτή του φανατισμού.Είναι υπέροχος ο τρόπος που περιγράφει ο συγγραφέας αυτή την αποξένωση του ήρωά του ,το πως δηλαδή αισθάνεται μακριά ακόμα και από αυτούς που (ενδέχεται να) έχουν τις καλύτερες προθέσεις απέναντί του, όπως ο εβραίος καθηγητής που αποπνέει «ιουδαϊσμό και θρησκοληψία», η αηδία αλλά μαζί και η επιθυμία που του προκαλεί η μικρή μαύρη που πάντα γούσταρε έτσι όπως γυαλίζει από το μακιγιάζ και το γκλίτερ.
«Δαίμονες, μονολογεί ο Άχμαντ. Δαίμονες που θέλουν να μου κλέψουν το Θεό μου. Όλη μέρα, κάθε μέρα, τα κορίτσια του γυμνασίου Σέντραλ περνούν μπροστά του λικνιστικά, τον περιγελούν, εκθέτοντας τα τρυφερά κορμιά και τα μαυλιστικά μαλλιά τους. Οι γυμνωμένες τους κοιλιές, στολισμένες με λαμπερά σκουλαρίκια στον αφαλό κι απαλά, βαθυγάλαζα τατουάζ στη γραμμή των βουβώνων, είναι σαν να ρωτούν, Και τι άλλο υπάρχει μήπως γιά να δεις; Τ’ αγόρια τεμπελιάζουν και κορδώνονται, με μάτια νεκρά, καταδεικνύοντας με τις σπασμωδικές χειρονομίες του φονιά και τα ανέμελα σαρκαστικά τους γέλια, ότι ο κόσμος τους είναι ο μόνος υπαρκτός – ένας θορυβώδης διάδρομος με παρκέ και ντουλαπάκια, που καταλήγει σ’έναν άδειο τοίχο, βεβηλωμένο από γκράφιτι και ξαναβαμμένο με τέτοια συχνότητα, που’ναι σαν να αποκτά μεγαλύτερο πάχος, να’ρχεται καταπάνω σου.»
Ο συγγραφέας διακωμωδεί τις μυστικές υπηρεσίες με τους «πορτοκαλί» και τους «κόκκινους» συναγερμούς, ενώ ανατέμνει τις κατεστραμμένες ζωές των χαρακτήρων του . Ο Τζακ Λιβάϊ που συνειδητοποιεί την αποτυχία του γάμου του με την υπέρβαρη σύζυγο, αγκιστρώνεται στην αγκαλιά της μητέρας του Άχμαντ και βάζει ως σκοπό της ζωής του να «ξυπνήσει» τον ατίθασο μικρό. Η μητέρα του νεαρού, δήθεν απελευθερωμένη, δήθεν φιλελεύθερη που το μόνο που επιζητάει είναι να «βολευτεί» με κάποιον, όποιος κι αν είναι αυτός, ψιλοαδιαφορώντας γιά τον γιό της. Η μικρή μαύρη Τζοριλίν με το ταλέντο στη φωνή που γίνεται πόρνη γιά να βοηθήσει τον γκόμενο της.
Η φοβία που κυριεύει την Αμερικάνικη κοινωνία μετά την 11 Σεπτεμβρίου διαχέεται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Ο Απντάϊκ δεν θίγει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό που άλλαξε τη ζωή στη χώρα απλά το αφήνει να αιωρείται. Ο ήρωας του είναι βαθιά ανθρώπινος, μείγμα εξυπνάδας και αφέλειας, που θα μπορούσε άνετα να υπηρετεί στο Ιράκ πολεμώντας τους ομοϊδεάτες του, ή να φοιτά σε μια νομική σχολή – το παιδί της διπλανής πόρτας που σκιαγραφείται εξαιρετικά από έναν μάστορα του είδους.
Στο μυθιστόρημα δεν λείπουν οι υπερβολές, η φλυαρία κάποιες στιγμές είναι αφόρητη ενώ έχει και κάποιες κλισέ καταστάσεις που δεν χρειάζονταν (η μαύρη πόρνη, η απογοητευμένη σύζυγος που το ρίχνει στην εξοντωτική δίαιτα κλπ.). Ο Απντάικ όμως καταφέρνει να ισορροπεί ενώ μας χαρίζει φοβερό σασπένς στις τελευταίες 50 σελίδες του βιβλιου στο ιδιότυπο μπρα-ντε-φερ του Άχμαντ με τον Λιβάϊ εκεί που ουσιαστικά συγκρούονται οι δύο κόσμοι μέσα από αυτούς τους αδύναμους ανθρώπους.
Ο "Τρομοκράτης" δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του Απντάϊκ (όποιος διαβάσει τα έργα του πριν την δεκαετία του 80 θα το καταλάβει) αλλά παραμένει, ένα εξαιρετικό βιβλίο «προβληματισμού» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η «Anagnostria» στο καλύτερο κείμενο που κατά τη γνώμη μου έχει γράψει στο blog της), βαθειά ανθρωπιστικό που δείχνει πόσο δέσμιοι είμαστε των ιστορικών γεγονότων,εκεί όπου δεν υπάρχουν αθώοι και ένοχοι, παρά μόνο θύματα των καταστάσεων.
Ο Άχμαντ είναι ένας έφηβος που μεγαλώνει σε ένα προάστειο του Ν.Τζέρσεϋ κάποια χιλιόμετρα έξω από την Ν.Υόρκη. Μεγαλώνει με την νοσοκόμα (και wannabe ζωγράφο) Ιρλανδικής καταγωγής μητέρα του ,ενώ ο Αιγύπτιος πατέρας του, τους έχει εγκαταλείψει όταν ο Άχμαντ ήταν 3. Την πατρική φιγούρα στην ζωή του νεαρού την υποκαθιστά ο ιμάμης Σάιχ Ρασίντ, όπου στο τέμενος που διδάσκει παρακολουθεί τα μαθήματα πίστης στο Ισλάμ ο Άχμαντ από τα έντεκά του χρόνια. Ο νεαρός βλέπει με αηδία τα ντυσίματα και τις συμπεριφορές των συμμαθητών του, οι δε σεξουαλικές του ανησυχίες καταπολεμούνται με προσευχή και νηστεία.Ο Άχμαντ πείθεται από τον ιμάμη του να γίνει οδηγός φορτηγού μετά το σχολείο παρά να σπουδάσει παρ’ότι έχει όλες τις προδιαγραφές να πάρει υποτροφία γιά κάποιο πανεπιστήμιο.Ένας καθηγητής του ο εβραίος Τζακ Λιβάϊ παίρνει προσωπικά την ιστορία διότι θεωρεί ότι ο μικρός διαπράττει τεράστιο λάθος και προσπαθεί να πείσει τον Άχμαντ προσεγγίζοντας τον φιλικά καθώς και την μητέρα του, από την οποία έλκεται ερωτικά. Ο Άχμαντ όμως είναι αποφασισμένος και πιάνει δουλειά σε μιά έκθεση επίπλων κάποιων Λιβανέζων μυστήριων τύπων παραδίδοντας έπιπλα που άλλοτε έχουν μέσα λεφτά και άλλοτε άλλα πράγματα υπό τη συνοδεία ενός από τους γιούς των ιδιοκτητών ο οποίος προσπαθεί να τον κατηχήσει πολιτικά. Το υλικό είναι έτοιμο και άλλος ένας «μάρτυρας» είναι αναλώσιμος στον «ιερό αγώνα κατά των άπιστων».
Ο Άπνταϊκ είναι εκπληκτικός στην περιγραφή της ζωής στα προάστεια, του μικρόκοσμου που ζει σε καθεστώς ημιφτώχειας σε παρηκμασμένες πόλεις δορυφόρους των μητροπόλεων. Περιγράφει τραγελαφικές καταστάσεις της καθημερινής ζωής, των οικογενειών με την απρόσωπη,αλλοτριωμένη ζωή τους. Ο Άχμαντ τα βλέπει όλα αυτά αλλά με λάθος μάτι διότι πέφτει σε μιά άλλη μαύρη τρύπα- αυτή του φανατισμού.Είναι υπέροχος ο τρόπος που περιγράφει ο συγγραφέας αυτή την αποξένωση του ήρωά του ,το πως δηλαδή αισθάνεται μακριά ακόμα και από αυτούς που (ενδέχεται να) έχουν τις καλύτερες προθέσεις απέναντί του, όπως ο εβραίος καθηγητής που αποπνέει «ιουδαϊσμό και θρησκοληψία», η αηδία αλλά μαζί και η επιθυμία που του προκαλεί η μικρή μαύρη που πάντα γούσταρε έτσι όπως γυαλίζει από το μακιγιάζ και το γκλίτερ.
«Δαίμονες, μονολογεί ο Άχμαντ. Δαίμονες που θέλουν να μου κλέψουν το Θεό μου. Όλη μέρα, κάθε μέρα, τα κορίτσια του γυμνασίου Σέντραλ περνούν μπροστά του λικνιστικά, τον περιγελούν, εκθέτοντας τα τρυφερά κορμιά και τα μαυλιστικά μαλλιά τους. Οι γυμνωμένες τους κοιλιές, στολισμένες με λαμπερά σκουλαρίκια στον αφαλό κι απαλά, βαθυγάλαζα τατουάζ στη γραμμή των βουβώνων, είναι σαν να ρωτούν, Και τι άλλο υπάρχει μήπως γιά να δεις; Τ’ αγόρια τεμπελιάζουν και κορδώνονται, με μάτια νεκρά, καταδεικνύοντας με τις σπασμωδικές χειρονομίες του φονιά και τα ανέμελα σαρκαστικά τους γέλια, ότι ο κόσμος τους είναι ο μόνος υπαρκτός – ένας θορυβώδης διάδρομος με παρκέ και ντουλαπάκια, που καταλήγει σ’έναν άδειο τοίχο, βεβηλωμένο από γκράφιτι και ξαναβαμμένο με τέτοια συχνότητα, που’ναι σαν να αποκτά μεγαλύτερο πάχος, να’ρχεται καταπάνω σου.»
Ο συγγραφέας διακωμωδεί τις μυστικές υπηρεσίες με τους «πορτοκαλί» και τους «κόκκινους» συναγερμούς, ενώ ανατέμνει τις κατεστραμμένες ζωές των χαρακτήρων του . Ο Τζακ Λιβάϊ που συνειδητοποιεί την αποτυχία του γάμου του με την υπέρβαρη σύζυγο, αγκιστρώνεται στην αγκαλιά της μητέρας του Άχμαντ και βάζει ως σκοπό της ζωής του να «ξυπνήσει» τον ατίθασο μικρό. Η μητέρα του νεαρού, δήθεν απελευθερωμένη, δήθεν φιλελεύθερη που το μόνο που επιζητάει είναι να «βολευτεί» με κάποιον, όποιος κι αν είναι αυτός, ψιλοαδιαφορώντας γιά τον γιό της. Η μικρή μαύρη Τζοριλίν με το ταλέντο στη φωνή που γίνεται πόρνη γιά να βοηθήσει τον γκόμενο της.
Η φοβία που κυριεύει την Αμερικάνικη κοινωνία μετά την 11 Σεπτεμβρίου διαχέεται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Ο Απντάϊκ δεν θίγει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό που άλλαξε τη ζωή στη χώρα απλά το αφήνει να αιωρείται. Ο ήρωας του είναι βαθιά ανθρώπινος, μείγμα εξυπνάδας και αφέλειας, που θα μπορούσε άνετα να υπηρετεί στο Ιράκ πολεμώντας τους ομοϊδεάτες του, ή να φοιτά σε μια νομική σχολή – το παιδί της διπλανής πόρτας που σκιαγραφείται εξαιρετικά από έναν μάστορα του είδους.
Στο μυθιστόρημα δεν λείπουν οι υπερβολές, η φλυαρία κάποιες στιγμές είναι αφόρητη ενώ έχει και κάποιες κλισέ καταστάσεις που δεν χρειάζονταν (η μαύρη πόρνη, η απογοητευμένη σύζυγος που το ρίχνει στην εξοντωτική δίαιτα κλπ.). Ο Απντάικ όμως καταφέρνει να ισορροπεί ενώ μας χαρίζει φοβερό σασπένς στις τελευταίες 50 σελίδες του βιβλιου στο ιδιότυπο μπρα-ντε-φερ του Άχμαντ με τον Λιβάϊ εκεί που ουσιαστικά συγκρούονται οι δύο κόσμοι μέσα από αυτούς τους αδύναμους ανθρώπους.
Ο "Τρομοκράτης" δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του Απντάϊκ (όποιος διαβάσει τα έργα του πριν την δεκαετία του 80 θα το καταλάβει) αλλά παραμένει, ένα εξαιρετικό βιβλίο «προβληματισμού» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η «Anagnostria» στο καλύτερο κείμενο που κατά τη γνώμη μου έχει γράψει στο blog της), βαθειά ανθρωπιστικό που δείχνει πόσο δέσμιοι είμαστε των ιστορικών γεγονότων,εκεί όπου δεν υπάρχουν αθώοι και ένοχοι, παρά μόνο θύματα των καταστάσεων.