Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008 | Permalink
Το μέγεθος μετράει
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι (αν πρέπει οπωσδήποτε να το κατηγοριοποιήσουμε) αλλά «ροκ ιστορία» δεν είναι, το αξιόλογο και ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα του πάντα ενδιαφέροντα συγγραφέα και σκηνοθέτη ΘΑΝΑΣΗ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΥ, «ΜΠΛΕ ΚΑΣΤΟΡΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ», (Εκδ.ΤΟΠΟΣ, σελ. 310-εξαιρετική αισθητική), (70).
Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένα χαμίνι,ο Λάζαρος που ακούει στα παρατσούκλια, Γαζούρης, Τρίλιας, Μπίκος, Γόης, Άλογο (και δεν θυμάμαι τι άλλο), ο οποίος έχει έναν υπερμεγέθη, «αφύσικα τεράστιο φαλλό που κρέμεται σαν τρίτο πόδι ανάμεσα στα σκέλια του». Ο τυπάκος έχει μεγάλο ταλέντο στη μουσική και προσλαμβάνεται ως κιθαρίστας στο νάϊτ-κλαμπ Χαβάη που είναι ένα είδος «κλουβιού με τις τρελλές», τραβεστί σερβίρουν και εκδίδονται ανάλογα με τη ζήτηση, έλληνες και ξένοι που γουστάρουν τις περίεργες φάσεις, συχνάζουν, χορεύουν και πίνουν.
Το γεωγραφικό πλαίσιο της ιστορίας είναι η περιοχή γύρω από τον Σταθμό Λαρίσης. Μεταξουργείο, Κολοκυνθού, Λένορμαν, Άγιος Παύλος. Η εποχή, αρχές της δεκαετίας του 60, γιά την ακρίβεια τέλος του 63 μόλις κερδίζει τις εκλογές η Ένωση Κέντρου του Γ.Παπανδρέου. Οι αριστεροί αρχίζουν να βγαίνουν από το καβούκι τους αναθαρημμένοι αλλά ακόμα ημιπαράνομοι ενώ το κομματικό κράτος της Δεξιάς αρχίζει να χάνει τα ερείσματα του, παρότι τα θεμέλια παραμένουν ισχυρά.
Ένας από τους θεμελιωτές αυτού του σκοτεινού και απίστευτα διεφθαρμένου κράτους που ήταν η μεταπολεμική Ελλάδα, της αντιπαροχής και της ρεμούλας, είναι και το αφεντικό του Γαζούρη,ο κυρ-Χρήστος ιδιοκτήτης της Χαβάης (και όχι μόνο), πρώην Χίτης και δωσίλογος, ο οποίος «κυριαρχεί» στην περιοχή ελέγχοντας αστυνόμους και ασφαλίτες ενώ έχει δικό του δίκτυο χαφιέδων και μπράβων. Καλά δικτυωμένος με την καινούρια ξένη δύναμη που έχει μπουκάρει γιά τα καλά στον τόπο, τους Αμερικάνους , φροντίζει να εξυπηρετεί κάθε βίτσιο τους και κάθε αδυναμία τους.
Το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής είναι ιδιαίτερα ταραγμένο. Διαδηλώσεις, η δολοφονία του Λαμπράκη που μόλις έχει γίνει, η νεολαία Λαμπράκη με αρχηγό τον Μίκη, η δολιοφθορά του Παπαδόπουλου με την ζάχαρη στα τανκς, σε παγκόσμιο επίπεδο η δολοφονία του Κένεντυ ενώ τα αιματηρά γεγονότα του Γοργοπόταμου θα είναι το σημείο που οδηγείται όλη το συνομωτικό κλίμα και η ίντριγκα του βιβλίου. Ο τόπος βράζει και κατάληξη αυτών των χρόνων της αναταραχής θα είναι η δικτατορία των συνταγματαρχών λίγα χρόνια αργότερα.
Το μυθιστόρημα έχει δύο πόλους. Από τη μία είναι η οικογένεια του Λάζαρου (Γαζούρη) με αρχηγό την μάνα, την κυρά-Αριστέα που δουλεύει σκληρά ως παραδουλεύτρα γιά να τα φέρει βόλτα, την Νένα, την μικρή αδερφή του Γαζούρη, που ερωτεύεται τον πανέξυπνο Μαλατσία τον κολλητό του αδερφού της (τον οποίο ο συγγραφέας τον "ξεφορτώνεται δραματουργικά" νωρίς). Καταστάσεις καθημερινές, μιάς σκληρής πραγματικότητας στην Αθήνα της εποχής – μόνο ο Μπιθικώτσης λείπει να τραγουδήσει κάνα άσμα, και τα παλληκάρια να χορεύουν στις (φρεσκοπλυμένες) αυλές με τ’άσπρα τα πουκάμισα.
Από την άλλη είναι ο κόσμος της "Χαβάης", εκεί όπου «αδερφές και παλληκάρια,γίνονται μαλλιά-κουβάρια» και όλοι υποκλίνονται στα «προσόντα» του Γαζούρη. Στο παρασκήνιο όμως γίνεται της μουρλής. Αμερικάνοι βιτσιόζοι και ερωτευμένοι με τις τραβεστί μπλέκουν τα μπούτια τους συνομοτώντας γιά να δημιουργήσουν χάος στη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Παπανδρέου, ο κυρ-Χρήστος να προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες με τον Μπόη, τον πρώην Ελασίτη που δεν αγγίζει τη λούμπεν περιοχή του πρώην Χίτη διότι γνωρίζει καλά ότι με τα μπουρδέλα και τους χαφιέδες δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Μέσα σε όλα και οι «απαραίτητοι» παρακρατικοί, που καλλιεργούν το έδαφος γιά την δικτατορία που έρχεται – ας μη ξεχνάμε ότι ψύχραιμες φωνές της εποχής προειδοποιούσαν τότε γιά την επερχόμενη λαίλαπα.
Υπάρχουν όμως και «καλοί» Αμερικάνοι στο βιβλίο, όπως ο (μαύρος βρε, τι άλλο!!) Τζόνας που θα χαρίσει τα μπλε καστόρινα παπούτσια στα δύο αδέρφια,τον Γαζούρη και την Νένα, τα οποία όμως θα φέρουν διαφορετική τύχη στον καθένα τους. Τα παπούτσια αυτά που γίνανε μόδα στα νιάτα της εποχής λόγω του περίφημου τραγουδιού του Πέρκινς που έγινε μεγάλη επιτυχία από τον Πρίσλεϋ συμβολίζουν ότι ακριβώς εξέφραζε κάποτε η ροκ μουσική ως κοινωνικό κίνημα. Δυναμισμός, ανεξαρτησία, αλλαγή του κόσμου, αυθορμητισμός και ρήξη με το παρελθόν.
Το «παρελθόν» όμως αποδεικνύεται πολύ δυνατό στην χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας» και είναι πάντα «στα πράγματα». Εδώ που «όλα τριγύρω αλλάζουνε, και όλα τα ίδια μένουν», η καθημερινότητα θα συντρίψει τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, η νέα παρακρατική κατάσταση θα αποδειχθεί πιό «καπάτσα» από την παλιά. Ο συγγραφέας κρατάει ένα ύφος «συμφιλίωσης» στην ιστορία, κυρίως με την σχέση του πρώην Χίτη με τον πρώην αντάρτη, ενώ η κυρά-Αριστέα , φροντίζει να «ξεπουλήσει» την κόρη της στον αφελή Αμερικανό με αντάλλαγμα ένα καλύτερο μέλλον και γιά τις δύο.
Η ιστορία ενώ ξεκινάει με πολύ γκροτέσκο ύφος (μ’επιασε πανικός στην αρχή με τις λεπτομέρειες του υπερμεγέθους οργάνου του Γαζούρη), αργότερα όμως σε παρασέρνει σαν να βλέπεις μιά ταινία. Το μυθιστόρημα έχει αρκετό χιούμορ, κάπως χοντροκομένο γιά τα γούστα μου αλλά περιέργως λειτουργεί στην ροή της ιστορίας. Ο Σκρουμπέλος έχει πολύ ζωντανή γλώσσα , δημιουργεί εξαιρετικές και έντονες εικόνες αλλά κάπου χάνει το μέτρο στην πολιτικολογία και στις σχηματικές καταστάσεις. Οι κακοί Αμερικάνοι, οι κακοί και μοχθηροί και βιτσιόζοι δεξιοί, οι «βασανισμένοι» αριστεροί, με τις αναμνήσεις από την Μακρόνησο κλπ., οι νεολαίοι που οργανώνονται και είναι όλοι ιδεαλιστές και αγνοί. Υπάρχει δηλαδή μιά τάση «αγιοποίησης» και «εξιδανίκευσης» κάποιων καταστάσεων και πραγμάτων που τουλάχιστον εμένα με ενόχλησαν.
Το βιβλίο δεν στέκεται στο ύψος των παλαιότερων δημιουργιών του συγγραφέα όπως τα υπέροχα ΦΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ ή ακόμα και το BELLA CIAO. Ο Σκρουμπέλος εδώ παρουσιάζεται άνισος, πλάθοντας μερικούς πολύ δυνατούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, όπως ο Κυρ-Χρήστος και η Κυρά-Αριστέα αλλά και μερικούς τελείως «χάρτινους» και «ψεύτικους». Το βιβλίο είναι γεμάτο από συμβολισμούς που άλλοι από αυτούς λειτουργούν, άλλοι χάνονται μέσα στην έντασή τους.
Ο Γαζούρης παρότι «προικισμένος» από την φύση δεν θα σταθεί τυχερός και θα πέσει θύμα της μοίρας και των ανθρώπινων αδυναμιών. Το τέλος του μυθιστορήματος θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή ενός άλλου βιβλίου πολύ καλύτερου και πιό ήρεμου χωρίς ακροβασίες μυθοπλαστικές και γενικότερες ευκολίες.
Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένα χαμίνι,ο Λάζαρος που ακούει στα παρατσούκλια, Γαζούρης, Τρίλιας, Μπίκος, Γόης, Άλογο (και δεν θυμάμαι τι άλλο), ο οποίος έχει έναν υπερμεγέθη, «αφύσικα τεράστιο φαλλό που κρέμεται σαν τρίτο πόδι ανάμεσα στα σκέλια του». Ο τυπάκος έχει μεγάλο ταλέντο στη μουσική και προσλαμβάνεται ως κιθαρίστας στο νάϊτ-κλαμπ Χαβάη που είναι ένα είδος «κλουβιού με τις τρελλές», τραβεστί σερβίρουν και εκδίδονται ανάλογα με τη ζήτηση, έλληνες και ξένοι που γουστάρουν τις περίεργες φάσεις, συχνάζουν, χορεύουν και πίνουν.
Το γεωγραφικό πλαίσιο της ιστορίας είναι η περιοχή γύρω από τον Σταθμό Λαρίσης. Μεταξουργείο, Κολοκυνθού, Λένορμαν, Άγιος Παύλος. Η εποχή, αρχές της δεκαετίας του 60, γιά την ακρίβεια τέλος του 63 μόλις κερδίζει τις εκλογές η Ένωση Κέντρου του Γ.Παπανδρέου. Οι αριστεροί αρχίζουν να βγαίνουν από το καβούκι τους αναθαρημμένοι αλλά ακόμα ημιπαράνομοι ενώ το κομματικό κράτος της Δεξιάς αρχίζει να χάνει τα ερείσματα του, παρότι τα θεμέλια παραμένουν ισχυρά.
Ένας από τους θεμελιωτές αυτού του σκοτεινού και απίστευτα διεφθαρμένου κράτους που ήταν η μεταπολεμική Ελλάδα, της αντιπαροχής και της ρεμούλας, είναι και το αφεντικό του Γαζούρη,ο κυρ-Χρήστος ιδιοκτήτης της Χαβάης (και όχι μόνο), πρώην Χίτης και δωσίλογος, ο οποίος «κυριαρχεί» στην περιοχή ελέγχοντας αστυνόμους και ασφαλίτες ενώ έχει δικό του δίκτυο χαφιέδων και μπράβων. Καλά δικτυωμένος με την καινούρια ξένη δύναμη που έχει μπουκάρει γιά τα καλά στον τόπο, τους Αμερικάνους , φροντίζει να εξυπηρετεί κάθε βίτσιο τους και κάθε αδυναμία τους.
Το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής είναι ιδιαίτερα ταραγμένο. Διαδηλώσεις, η δολοφονία του Λαμπράκη που μόλις έχει γίνει, η νεολαία Λαμπράκη με αρχηγό τον Μίκη, η δολιοφθορά του Παπαδόπουλου με την ζάχαρη στα τανκς, σε παγκόσμιο επίπεδο η δολοφονία του Κένεντυ ενώ τα αιματηρά γεγονότα του Γοργοπόταμου θα είναι το σημείο που οδηγείται όλη το συνομωτικό κλίμα και η ίντριγκα του βιβλίου. Ο τόπος βράζει και κατάληξη αυτών των χρόνων της αναταραχής θα είναι η δικτατορία των συνταγματαρχών λίγα χρόνια αργότερα.
Το μυθιστόρημα έχει δύο πόλους. Από τη μία είναι η οικογένεια του Λάζαρου (Γαζούρη) με αρχηγό την μάνα, την κυρά-Αριστέα που δουλεύει σκληρά ως παραδουλεύτρα γιά να τα φέρει βόλτα, την Νένα, την μικρή αδερφή του Γαζούρη, που ερωτεύεται τον πανέξυπνο Μαλατσία τον κολλητό του αδερφού της (τον οποίο ο συγγραφέας τον "ξεφορτώνεται δραματουργικά" νωρίς). Καταστάσεις καθημερινές, μιάς σκληρής πραγματικότητας στην Αθήνα της εποχής – μόνο ο Μπιθικώτσης λείπει να τραγουδήσει κάνα άσμα, και τα παλληκάρια να χορεύουν στις (φρεσκοπλυμένες) αυλές με τ’άσπρα τα πουκάμισα.
Από την άλλη είναι ο κόσμος της "Χαβάης", εκεί όπου «αδερφές και παλληκάρια,γίνονται μαλλιά-κουβάρια» και όλοι υποκλίνονται στα «προσόντα» του Γαζούρη. Στο παρασκήνιο όμως γίνεται της μουρλής. Αμερικάνοι βιτσιόζοι και ερωτευμένοι με τις τραβεστί μπλέκουν τα μπούτια τους συνομοτώντας γιά να δημιουργήσουν χάος στη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Παπανδρέου, ο κυρ-Χρήστος να προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες με τον Μπόη, τον πρώην Ελασίτη που δεν αγγίζει τη λούμπεν περιοχή του πρώην Χίτη διότι γνωρίζει καλά ότι με τα μπουρδέλα και τους χαφιέδες δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Μέσα σε όλα και οι «απαραίτητοι» παρακρατικοί, που καλλιεργούν το έδαφος γιά την δικτατορία που έρχεται – ας μη ξεχνάμε ότι ψύχραιμες φωνές της εποχής προειδοποιούσαν τότε γιά την επερχόμενη λαίλαπα.
Υπάρχουν όμως και «καλοί» Αμερικάνοι στο βιβλίο, όπως ο (μαύρος βρε, τι άλλο!!) Τζόνας που θα χαρίσει τα μπλε καστόρινα παπούτσια στα δύο αδέρφια,τον Γαζούρη και την Νένα, τα οποία όμως θα φέρουν διαφορετική τύχη στον καθένα τους. Τα παπούτσια αυτά που γίνανε μόδα στα νιάτα της εποχής λόγω του περίφημου τραγουδιού του Πέρκινς που έγινε μεγάλη επιτυχία από τον Πρίσλεϋ συμβολίζουν ότι ακριβώς εξέφραζε κάποτε η ροκ μουσική ως κοινωνικό κίνημα. Δυναμισμός, ανεξαρτησία, αλλαγή του κόσμου, αυθορμητισμός και ρήξη με το παρελθόν.
Το «παρελθόν» όμως αποδεικνύεται πολύ δυνατό στην χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας» και είναι πάντα «στα πράγματα». Εδώ που «όλα τριγύρω αλλάζουνε, και όλα τα ίδια μένουν», η καθημερινότητα θα συντρίψει τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, η νέα παρακρατική κατάσταση θα αποδειχθεί πιό «καπάτσα» από την παλιά. Ο συγγραφέας κρατάει ένα ύφος «συμφιλίωσης» στην ιστορία, κυρίως με την σχέση του πρώην Χίτη με τον πρώην αντάρτη, ενώ η κυρά-Αριστέα , φροντίζει να «ξεπουλήσει» την κόρη της στον αφελή Αμερικανό με αντάλλαγμα ένα καλύτερο μέλλον και γιά τις δύο.
Η ιστορία ενώ ξεκινάει με πολύ γκροτέσκο ύφος (μ’επιασε πανικός στην αρχή με τις λεπτομέρειες του υπερμεγέθους οργάνου του Γαζούρη), αργότερα όμως σε παρασέρνει σαν να βλέπεις μιά ταινία. Το μυθιστόρημα έχει αρκετό χιούμορ, κάπως χοντροκομένο γιά τα γούστα μου αλλά περιέργως λειτουργεί στην ροή της ιστορίας. Ο Σκρουμπέλος έχει πολύ ζωντανή γλώσσα , δημιουργεί εξαιρετικές και έντονες εικόνες αλλά κάπου χάνει το μέτρο στην πολιτικολογία και στις σχηματικές καταστάσεις. Οι κακοί Αμερικάνοι, οι κακοί και μοχθηροί και βιτσιόζοι δεξιοί, οι «βασανισμένοι» αριστεροί, με τις αναμνήσεις από την Μακρόνησο κλπ., οι νεολαίοι που οργανώνονται και είναι όλοι ιδεαλιστές και αγνοί. Υπάρχει δηλαδή μιά τάση «αγιοποίησης» και «εξιδανίκευσης» κάποιων καταστάσεων και πραγμάτων που τουλάχιστον εμένα με ενόχλησαν.
Το βιβλίο δεν στέκεται στο ύψος των παλαιότερων δημιουργιών του συγγραφέα όπως τα υπέροχα ΦΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ ή ακόμα και το BELLA CIAO. Ο Σκρουμπέλος εδώ παρουσιάζεται άνισος, πλάθοντας μερικούς πολύ δυνατούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, όπως ο Κυρ-Χρήστος και η Κυρά-Αριστέα αλλά και μερικούς τελείως «χάρτινους» και «ψεύτικους». Το βιβλίο είναι γεμάτο από συμβολισμούς που άλλοι από αυτούς λειτουργούν, άλλοι χάνονται μέσα στην έντασή τους.
Ο Γαζούρης παρότι «προικισμένος» από την φύση δεν θα σταθεί τυχερός και θα πέσει θύμα της μοίρας και των ανθρώπινων αδυναμιών. Το τέλος του μυθιστορήματος θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή ενός άλλου βιβλίου πολύ καλύτερου και πιό ήρεμου χωρίς ακροβασίες μυθοπλαστικές και γενικότερες ευκολίες.