Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009 | Permalink
2 μεγάλοι σύγχρονοι συγγραφείς
Η συγγραφική πορεία του εξαιρετικού Ολλανδού αλλά πλέον πολιτογραφημένου Σκωτσέζου συγγραφέα Michel Faber πιστεύω ότι θα χαρακτηρισθεί από το ανεπανάληπτο αριστούργημα του, «ΤΟ ΑΛΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΥΚΟ»(2002,εκδ.Λιβάνη). Μπορεί τα προηγούμενα μυθιστορήματα ή συλλογές διηγημάτων του συγγραφέα να ήταν ιδιαίτερα αξιόλογα (κυρίως το «ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΡΜΑ») αλλά η απήχηση που βρήκε στο κοινό το «βικτωριανό» και ιδιαίτερα ογκώδες (1077 σελίδες) προαναφερθέν μυθιστόρημα, δεν έχει προηγούμενο. Βασιζόμενος στην επιτυχία και την δημοφιλία του , ο Φέιμπερ εξέδωσε «ΤΟ ΜΗΛΟ», (Εκδ.Καστανιώτη,σελ. 154, μετάφρ.Μ.Μακρόπουλος), μιά συλλογή 7 διηγημάτων που «πατάει» πάνω στο ογκώδες μυθιστόρημα – όχι,δεν το «συνεχίζει»,ούτε το «εκμεταλεύεται» (εντάξει..λίγο...) απλά το διευρύνει λίγο είτε κινούμενος στην εποχή που διαδραμματίζεται το «Άλικο...», είτε παραθέτοντας στιγμιότυπα από το παρελθόν (κυρίως) ορισμένων από τους ήρωες του μυθιστορήματος.
Τα διηγήματα της συλλογής είναι όλα ένα κι ένα. Η υπέροχη γραφή (το στυλ,το ύφος) του Φέιμπερ, ο εκπληκτικός του τρόπος να περιγράφει παραδοσιακές καταστάσεις με τελείως μη παραδοσιακό τρόπο, η Βικτωριανή ατμόσφαιρα των διηγημάτων (όπως και του μυθιστορήματος) ξαφνικά «σπάει»,«διαταράσσεται» από την ωμότητα της λεπτομέρειας – κάτι που ο συγγραφέας κατορθώνει με μοναδική ικανότητα. Στα αριστουργηματικά, «Η Κλάρα και ο Αρουραίος» και «Η μύγα και η επίδρασή της στον κύριο Μπέντλι» είναι οι λεπτομέρειες, αυτές οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των σκηνών (σχεδόν σαν πίνακες) είτε στην αρένα των αρουραιομαχιών όσο αφορά την πρώτη ιστορία, είτε στο δωμάτιο της πόρνης και την μύγα που «κάθησε» πάνω στα οπίσθιά της (την ώρα που ο κύριος Μπέντλι ήταν έτοιμος «να εισέλθει»), στην δεύτερη ιστορία που ενθουσιάζουν τον αναγνώστη. Η Σούγκαρ, η ηρωίδα του «Άλικου...» εμφανίζεται σε δύο από τις ιστορίες σε σκηνές από το «αμαρτωλό» παρελθόν της, ενώ στο τελευταίο και μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής (που είναι ουσιαστικά μία αυτόνομη νουβέλα), το πολύ καλό «Ένα πλήθος γυναικών με πολύ μεγάλα καπέλα ακάθεκτο προχωρά» εμφανίζεται η Σόφι, ενήλιξ πλέον, φανατική φεμινίστρια υπό τις αναμνήσεις του εννενηντάχρονου πιά γιού της που περιγράφει την ημέρα της «Μεγάλης Πορείας» για την ψήφο των γυναικών στο Λονδίνο των αρχών του 20ου αιώνα. Ένα μελαγχολικό και νοσταλγικό διήγημα που κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την συλλογή.
Το βιβλίο δεν προσθέτει τίποτα στους φανατικούς θαυμαστές του «Άλικου...», ούτε σ’αυτούς που έχουν την περιέργεια να μάθουν την συνέχεια της ιστορίας της Σούγκαρ και της Σόφι – δεν νομίζω ότι προσθέτει και κάτι ουσιαστικό στην συγγραφική πορεία του Φέιμπερ. Από την άλλη είναι ένα έξοχο δείγμα γραφής για όποιον δεν έχει μυηθεί στην γραφή του μοναδικού αυτού συγγραφέα, είμαι σίγουρος οτι αυτός ο αναγνώστης θα εντυπωσιασθεί κυρίως αν έχει στο μυαλό του τις παραδοσιακές ιστορίες από την Βικτωριανή εποχή. Μία σελίδα και μόνο από τον Φέιμπερ σου αρκεί για να μπεις στην αντι-Βικτωριανή ατμόσφαιρα των Βικτωριανών του ιστοριών.
Αντίθετα, μία σελίδα δεν σου αρκεί γιά να ξαναβρείς την αβάσταχτη γοητεία του τεράστιου Cormac McCarthy και των εκπληκτικών του ιστοριών από την «Άγρια Δύση». Οι υπέροχες «ΠΕΔΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»(CITIES OF PLAIN), είναι ένα παλαιότερο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα (πρωτοεκδόθηκε το 1998) που βγήκε φέτος στην χώρα μας (εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Α.Μπενρουμπής, σελ. 363) και κλείνει την «τριλογία των συνόρων», όπως ονομάστηκαν τα τρία μυθιστορήματα που την απαρτίζουν («ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ, ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ, ΠΕΔΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ).
Στις «Πεδινές πολιτείες» οι ήρωες των δύο προηγουμένων μυθιστορημάτων του Μακάρθυ, ο Τζων Γκρέιντυ Κόουλ, ο 16άχρονος ήρωας των «Όμορφων αλόγων...» συναντάει τον Μπίλλυ Πάρχαμ τον ήρωα του «Περάσματος»(καλύτερου βιβλίου της τριλογίας). Ο Κόουλ είναι πλέον 20άρης, και ο Μπίλλυ πλησιάζει τα 40. Δουλεύουν σε ένα παρακμασμένο ράντσο στο Νέο Μεξικό κοντά στα σύνορα με το Μεξικό. Βρισκόμαστε στα 1952 και ο κόσμος γύρω τους αλλάζει – το γνωρίζουν ότι σύντομα θα πρέπει να ψάξουν για δουλειά αφού ο στρατός ετοιμάζεται να απαλλοτριώσει ένα μεγάλο κομμάτι της περιοχής για να φτιάξει μια βάση. Ο Κόουλ είναι απόλυτος γνώστης των αλόγων και ο Μπίλλυ ένας ικανότατος γελαδάρης – είναι και οι δύο άνθρωποι μιάς άλλης εποχής.
Ο Κόουλ με την αθωότητα της νιότης του ερωτεύεται μιά νεαρή πόρνη σε ένα πορνείο στο Χουαρέζ δίπλα στα σύνορα. Ο σκοπός της ζωής του είναι πλέον να την «λυτρώσει» από τα δεσμά της και να την πάρει μακριά από τον προαγωγό της. Τυφλώνεται από το πάθος του, παρ’ότι γνωρίζει ότι αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο προχωράει με τα μούτρα προς την σύγκρουση. Ο Μπίλλυ είναι πιό συγκρατημένος και (αν θέλεις) περισσότερο προσαρμοσμένος στις συνθήκες, προσπαθεί να βάλει μυαλό του μικρού αλλά αυτός είναι «ταύρος εν υαλοπωλείω».
Οι «Πεδινές πολιτείες» είναι ένα βιβλίο για το τέλος της αθωότητας που αντιπροσωπεύεται κυρίως στον υπέροχο χαρακτήρα του Κόουλ που είναι «αθώος» στην καρδιά, όχι αφελής ή χαζός, αλλά κυριολεκτικά αθώος. Είναι επίσης ένα βιβλίο για το τέλος μιάς εποχής, το τέλος ενός τρόπου ζωής που θα αλλάξει όπως το απαιτούν οι νέες συνθήκες.
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από ιστορίες καουμπόηδων, βόλτες με τα άλογα, μπουρδελότσαρκες, ανοιχτές εκτάσεις, μικροεπεισόδια γεμάτα αντρική βιαιότητα και τσαμπουκά, φιλίες που δένονται γύρω από μια μπάρα, σε ένα κυνηγητό με άλογα. Άντρες οξύθυμοι, λιγόλογοι, τραχείς – οι συνήθεις ήρωες του Μακάρθυ (αλλά και της Πριού) δηλαδή. Τα τοπία που κυριαρχούν, τα χρώματα του ορίζοντα που αλλάζουν, τρυφερότητα που παραμονεύει πίσω από την σκληράδα και την αγριάδα.
Οι περιγραφές του συγγραφέα είναι γεμάτες χιούμορ, οι χαρακτήρες γήινοι,πραγματικοί και όχι χάρτινοι, οι διάλογοι κοφτοί και γρήγοροι ενώ οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου ελεγειακές και μελαγχολικές καθώς ο Μπίλλυ γέρος πλέον και ανέστιος βιώνει την σύγχρονη πραγματικότητα των πόλεων, κλείνουν με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την αριστουργηματική τριλογία.
«Ξύπνησε την ώρα που αυτός ντυνόταν. Φόρεσε τις μπότες του και πήγε στην άκρη του κρεβατιού και κάθισε κι ακούμπησε το χέρι στο μάγουλό της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Γύρισε μισοκοιμισμένη και τον κοίταξε. Μέσα στα κηροπήγια τα κεριά είχαν λιώσει και πάνω στα ανάγλυφα κομμάτια του κεριού υπήρχε μαυρισμένο φιτίλι.
Tienes que irte? (Πρέπει να φύγεις;)
Si
Vas a regresar?(Θα ξανάρθεις;)
Si
Τον κοίταξε προσεκτικά στα μάτια να δει αν έλεγε την αλήθεια. Εκείνος έσκυψε και την φίλησε.
Vete con Dios (Να πας στο καλό),ψιθύρισε.
Y tu (Κι εσύ)
Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε στο στήθος της κι ύστερα τον άφησε να φύγει κι εκείνος σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Γύρισε και στάθηκε κοιτάζοντάς την.
Πες τ’όνομά μου,είπε.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και τράβηξε την κουρτίνα.
Mande?(Ορίστε;)
Di mi nobre.(Πες τ’όνομά μου)
Έμεινε εκεί κρατώντας την κουρτίνα.
Tu nombre es Juan (Τ’όνομά σου είναι Χουάν),είπε.
Ναι, είπε εκείνος.
Ύστερα έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε στο χολ.
Το σαλόνι ήταν άδειο. Μύριζε μπαγιάτικο καπνό και γλυκιά ζύμη και ξανεμισμένο άρωμα μπαχαρικού και πασχαλιάς και τριαντάφυλλου από τις μαγαρισμένες πουτάνες. Στο μπαρ δεν υπήρχε κανείς. Λεκέδες φαινόντουσαν στο χαλί κάτω από το γκρίζο φως, φαγωμένα σημεία στα μπράτσα των καναπέδων, καψίματα τσιγάρων. Σήκωσε το μάνταλο της βαμμένης πόρτας του φουαγιέ και μπηκε στο καμαράκι με τα παλτά και πήρε το καπέλο του. Ύστερα άνοιξε την μπροστινή πόρτα και βγήκε έξω στο κρύο πρωινό.
Ένα τοπίο με χαμηλές παράγκες από λαμαρίνα και ξύλο από καφάσια εδώ στις παρυφές της πόλης. Γυμνό χώμα και εκτάσεις με χαλίκι και πέρα από αυτές οι πεδιάδες με φασκόμηλο και φρύγανα. Κοκόρια λαλούσαν κι ο αέρας μύριζε καμένο κάρβουνο. Βρήκε το δρόμο του προς τα ανατολικά κάτω από το γκρίζο φως και ξεκίνησε να πάει προς την πόλη. Μέσα στην παγερή αυγή τα φώτα έκαιγαν ακόμα πέρα κάτω από τη σκοτεινή σκιά των βουνών μ’εκείνη τη μονάκριβη απομόνωση που έχουν όλες οι πόλεις της ερήμου. Ένας άντρας ερχόταν στο δρόμο οδηγώντας ένα γαϊδούρι φορτωμένο μέχρι πάνω με καυσόξυλα. Πέρα μακριά είχαν αρχίσει να σημαίνουν οι καμπάνες. Ο τύπος του χαμογέλασε μ’ένα πονηρό χαμόγελο. Λες κι είχαν κάποιο κοινό μυστικό οι δυό τους. Κάτι σχετικό με την ηλικία και τη νιότη και με τις αξιώσεις του και με το δίκιο αυτών των αξιώσεων. Και με τις αξιώσεις που βάραιναν πάνω τους. Ο παρελθόν χρόνος, ο χρόνος που πρόκειται να’ρθεί. Το εφήμερο και των δυο. Πάνω απ’όλα η βαθιά ριζωμένη γνώση ότι ομορφιά και απώλεια είναι το ίδιο πράγμα.»
Τα διηγήματα της συλλογής είναι όλα ένα κι ένα. Η υπέροχη γραφή (το στυλ,το ύφος) του Φέιμπερ, ο εκπληκτικός του τρόπος να περιγράφει παραδοσιακές καταστάσεις με τελείως μη παραδοσιακό τρόπο, η Βικτωριανή ατμόσφαιρα των διηγημάτων (όπως και του μυθιστορήματος) ξαφνικά «σπάει»,«διαταράσσεται» από την ωμότητα της λεπτομέρειας – κάτι που ο συγγραφέας κατορθώνει με μοναδική ικανότητα. Στα αριστουργηματικά, «Η Κλάρα και ο Αρουραίος» και «Η μύγα και η επίδρασή της στον κύριο Μπέντλι» είναι οι λεπτομέρειες, αυτές οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των σκηνών (σχεδόν σαν πίνακες) είτε στην αρένα των αρουραιομαχιών όσο αφορά την πρώτη ιστορία, είτε στο δωμάτιο της πόρνης και την μύγα που «κάθησε» πάνω στα οπίσθιά της (την ώρα που ο κύριος Μπέντλι ήταν έτοιμος «να εισέλθει»), στην δεύτερη ιστορία που ενθουσιάζουν τον αναγνώστη. Η Σούγκαρ, η ηρωίδα του «Άλικου...» εμφανίζεται σε δύο από τις ιστορίες σε σκηνές από το «αμαρτωλό» παρελθόν της, ενώ στο τελευταίο και μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής (που είναι ουσιαστικά μία αυτόνομη νουβέλα), το πολύ καλό «Ένα πλήθος γυναικών με πολύ μεγάλα καπέλα ακάθεκτο προχωρά» εμφανίζεται η Σόφι, ενήλιξ πλέον, φανατική φεμινίστρια υπό τις αναμνήσεις του εννενηντάχρονου πιά γιού της που περιγράφει την ημέρα της «Μεγάλης Πορείας» για την ψήφο των γυναικών στο Λονδίνο των αρχών του 20ου αιώνα. Ένα μελαγχολικό και νοσταλγικό διήγημα που κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την συλλογή.
Το βιβλίο δεν προσθέτει τίποτα στους φανατικούς θαυμαστές του «Άλικου...», ούτε σ’αυτούς που έχουν την περιέργεια να μάθουν την συνέχεια της ιστορίας της Σούγκαρ και της Σόφι – δεν νομίζω ότι προσθέτει και κάτι ουσιαστικό στην συγγραφική πορεία του Φέιμπερ. Από την άλλη είναι ένα έξοχο δείγμα γραφής για όποιον δεν έχει μυηθεί στην γραφή του μοναδικού αυτού συγγραφέα, είμαι σίγουρος οτι αυτός ο αναγνώστης θα εντυπωσιασθεί κυρίως αν έχει στο μυαλό του τις παραδοσιακές ιστορίες από την Βικτωριανή εποχή. Μία σελίδα και μόνο από τον Φέιμπερ σου αρκεί για να μπεις στην αντι-Βικτωριανή ατμόσφαιρα των Βικτωριανών του ιστοριών.
Αντίθετα, μία σελίδα δεν σου αρκεί γιά να ξαναβρείς την αβάσταχτη γοητεία του τεράστιου Cormac McCarthy και των εκπληκτικών του ιστοριών από την «Άγρια Δύση». Οι υπέροχες «ΠΕΔΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»(CITIES OF PLAIN), είναι ένα παλαιότερο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα (πρωτοεκδόθηκε το 1998) που βγήκε φέτος στην χώρα μας (εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Α.Μπενρουμπής, σελ. 363) και κλείνει την «τριλογία των συνόρων», όπως ονομάστηκαν τα τρία μυθιστορήματα που την απαρτίζουν («ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ, ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ, ΠΕΔΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ).
Στις «Πεδινές πολιτείες» οι ήρωες των δύο προηγουμένων μυθιστορημάτων του Μακάρθυ, ο Τζων Γκρέιντυ Κόουλ, ο 16άχρονος ήρωας των «Όμορφων αλόγων...» συναντάει τον Μπίλλυ Πάρχαμ τον ήρωα του «Περάσματος»(καλύτερου βιβλίου της τριλογίας). Ο Κόουλ είναι πλέον 20άρης, και ο Μπίλλυ πλησιάζει τα 40. Δουλεύουν σε ένα παρακμασμένο ράντσο στο Νέο Μεξικό κοντά στα σύνορα με το Μεξικό. Βρισκόμαστε στα 1952 και ο κόσμος γύρω τους αλλάζει – το γνωρίζουν ότι σύντομα θα πρέπει να ψάξουν για δουλειά αφού ο στρατός ετοιμάζεται να απαλλοτριώσει ένα μεγάλο κομμάτι της περιοχής για να φτιάξει μια βάση. Ο Κόουλ είναι απόλυτος γνώστης των αλόγων και ο Μπίλλυ ένας ικανότατος γελαδάρης – είναι και οι δύο άνθρωποι μιάς άλλης εποχής.
Ο Κόουλ με την αθωότητα της νιότης του ερωτεύεται μιά νεαρή πόρνη σε ένα πορνείο στο Χουαρέζ δίπλα στα σύνορα. Ο σκοπός της ζωής του είναι πλέον να την «λυτρώσει» από τα δεσμά της και να την πάρει μακριά από τον προαγωγό της. Τυφλώνεται από το πάθος του, παρ’ότι γνωρίζει ότι αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο προχωράει με τα μούτρα προς την σύγκρουση. Ο Μπίλλυ είναι πιό συγκρατημένος και (αν θέλεις) περισσότερο προσαρμοσμένος στις συνθήκες, προσπαθεί να βάλει μυαλό του μικρού αλλά αυτός είναι «ταύρος εν υαλοπωλείω».
Οι «Πεδινές πολιτείες» είναι ένα βιβλίο για το τέλος της αθωότητας που αντιπροσωπεύεται κυρίως στον υπέροχο χαρακτήρα του Κόουλ που είναι «αθώος» στην καρδιά, όχι αφελής ή χαζός, αλλά κυριολεκτικά αθώος. Είναι επίσης ένα βιβλίο για το τέλος μιάς εποχής, το τέλος ενός τρόπου ζωής που θα αλλάξει όπως το απαιτούν οι νέες συνθήκες.
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από ιστορίες καουμπόηδων, βόλτες με τα άλογα, μπουρδελότσαρκες, ανοιχτές εκτάσεις, μικροεπεισόδια γεμάτα αντρική βιαιότητα και τσαμπουκά, φιλίες που δένονται γύρω από μια μπάρα, σε ένα κυνηγητό με άλογα. Άντρες οξύθυμοι, λιγόλογοι, τραχείς – οι συνήθεις ήρωες του Μακάρθυ (αλλά και της Πριού) δηλαδή. Τα τοπία που κυριαρχούν, τα χρώματα του ορίζοντα που αλλάζουν, τρυφερότητα που παραμονεύει πίσω από την σκληράδα και την αγριάδα.
Οι περιγραφές του συγγραφέα είναι γεμάτες χιούμορ, οι χαρακτήρες γήινοι,πραγματικοί και όχι χάρτινοι, οι διάλογοι κοφτοί και γρήγοροι ενώ οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου ελεγειακές και μελαγχολικές καθώς ο Μπίλλυ γέρος πλέον και ανέστιος βιώνει την σύγχρονη πραγματικότητα των πόλεων, κλείνουν με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την αριστουργηματική τριλογία.
«Ξύπνησε την ώρα που αυτός ντυνόταν. Φόρεσε τις μπότες του και πήγε στην άκρη του κρεβατιού και κάθισε κι ακούμπησε το χέρι στο μάγουλό της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Γύρισε μισοκοιμισμένη και τον κοίταξε. Μέσα στα κηροπήγια τα κεριά είχαν λιώσει και πάνω στα ανάγλυφα κομμάτια του κεριού υπήρχε μαυρισμένο φιτίλι.
Tienes que irte? (Πρέπει να φύγεις;)
Si
Vas a regresar?(Θα ξανάρθεις;)
Si
Τον κοίταξε προσεκτικά στα μάτια να δει αν έλεγε την αλήθεια. Εκείνος έσκυψε και την φίλησε.
Vete con Dios (Να πας στο καλό),ψιθύρισε.
Y tu (Κι εσύ)
Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε στο στήθος της κι ύστερα τον άφησε να φύγει κι εκείνος σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Γύρισε και στάθηκε κοιτάζοντάς την.
Πες τ’όνομά μου,είπε.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και τράβηξε την κουρτίνα.
Mande?(Ορίστε;)
Di mi nobre.(Πες τ’όνομά μου)
Έμεινε εκεί κρατώντας την κουρτίνα.
Tu nombre es Juan (Τ’όνομά σου είναι Χουάν),είπε.
Ναι, είπε εκείνος.
Ύστερα έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε στο χολ.
Το σαλόνι ήταν άδειο. Μύριζε μπαγιάτικο καπνό και γλυκιά ζύμη και ξανεμισμένο άρωμα μπαχαρικού και πασχαλιάς και τριαντάφυλλου από τις μαγαρισμένες πουτάνες. Στο μπαρ δεν υπήρχε κανείς. Λεκέδες φαινόντουσαν στο χαλί κάτω από το γκρίζο φως, φαγωμένα σημεία στα μπράτσα των καναπέδων, καψίματα τσιγάρων. Σήκωσε το μάνταλο της βαμμένης πόρτας του φουαγιέ και μπηκε στο καμαράκι με τα παλτά και πήρε το καπέλο του. Ύστερα άνοιξε την μπροστινή πόρτα και βγήκε έξω στο κρύο πρωινό.
Ένα τοπίο με χαμηλές παράγκες από λαμαρίνα και ξύλο από καφάσια εδώ στις παρυφές της πόλης. Γυμνό χώμα και εκτάσεις με χαλίκι και πέρα από αυτές οι πεδιάδες με φασκόμηλο και φρύγανα. Κοκόρια λαλούσαν κι ο αέρας μύριζε καμένο κάρβουνο. Βρήκε το δρόμο του προς τα ανατολικά κάτω από το γκρίζο φως και ξεκίνησε να πάει προς την πόλη. Μέσα στην παγερή αυγή τα φώτα έκαιγαν ακόμα πέρα κάτω από τη σκοτεινή σκιά των βουνών μ’εκείνη τη μονάκριβη απομόνωση που έχουν όλες οι πόλεις της ερήμου. Ένας άντρας ερχόταν στο δρόμο οδηγώντας ένα γαϊδούρι φορτωμένο μέχρι πάνω με καυσόξυλα. Πέρα μακριά είχαν αρχίσει να σημαίνουν οι καμπάνες. Ο τύπος του χαμογέλασε μ’ένα πονηρό χαμόγελο. Λες κι είχαν κάποιο κοινό μυστικό οι δυό τους. Κάτι σχετικό με την ηλικία και τη νιότη και με τις αξιώσεις του και με το δίκιο αυτών των αξιώσεων. Και με τις αξιώσεις που βάραιναν πάνω τους. Ο παρελθόν χρόνος, ο χρόνος που πρόκειται να’ρθεί. Το εφήμερο και των δυο. Πάνω απ’όλα η βαθιά ριζωμένη γνώση ότι ομορφιά και απώλεια είναι το ίδιο πράγμα.»