Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008 | Permalink
Το μαύρο εσώρουχο της Άβα Γκάρτνερ
Κρύβει παγίδες γιά τον δημιουργό,ένα μυθιστόρημα με σημείο αναφοράς μιά τόσο έντονη προσωπικότητα όπως είναι ο Έρνεστ Χεμινγουέι. Παγίδες που ευτυχώς γι’αυτόν απέφυγε ο Κουβανός συγγραφέας ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ ,στην γοητευτική και χαριτωμένη νουβέλα, «ΑΝΤΙΟΣ,ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.189) (79) ισορροπώντας μεταξύ ιστορικού ντοκουμέντου και μυθοπλασίας με σχετική επιτυχία.
Ένα πτώμα ανακαλύπτεται στο παλιό σπίτι του Χεμινγουέϊ στην Αβάνα μετά από έναν ισχυρό τυφώνα.Ο άνδρας είχε πεθάνει μεταξύ 1957 και 1960 και είχε θαφτεί κάτω από ένα αιωνόβιο μάνγκο το οποίο έπεσε κατά τη διάρκεια του τυφώνα.Ο Χεμινγουέϊ έφυγε από την Αβάνα το 1958 και δεν ξαναγύρισε ποτέ , άρα είναι ο κύριος ύποπτος γιά τη δολοφονία αυτού του λευκού άντρα που το μόνο στοιχείο που υπάρχει γιά την ταυτότητα του είναι μιά μεταλική πλάκα με τρία γράμματα,FBI.Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Αντόνιο Κόντε,πρώην αστυνομικός και νυν επίδοξος συγγραφέας (χαρακτηριστικός ήρωας του Παδούρα σε πολλές νουβέλες του),πρώην φανατικός θαυμαστής του Χεμινγουέι που τώρα όμως ο παλιός του έρωτας γιά τον Ερνέστο έχει περάσει.Ο Κόντε προσπαθεί να αναπαραστήσει τις τελευταίες μέρες του αμερικανού συγγραφέα στην Αβάνα μέσα από τις διηγήσεις κάποιων επιζώντων ακόμα ανθρώπων που δούλευαν στο κτήμα του και ζούσαν καθημερινά από κοντά τον συγγραφέα,ευεργετούντο από αυτόν -τον είχαν σαν πατέρα (πάπα).Ψάχνει επίσης τα αρχεία,τις βιογραφίες που είχαν γραφτεί γι’αυτόν,φτάνει σε ορισμένα συμπεράσματα που οδηγούν προς τη λύση του μυστηρίου αλλά και πάλι τα χρόνια που πέρασαν είναι πολλά και ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος.Εκείνο που του μένει στο τέλος είναι η αίσθηση του αποχαιρετισμού σε έναν θρύλο,που χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια από τον θάνατό του γιά να καταλάβει καλύτερα μερικά πράγματα γι’αυτόν και να τον επανατοποθετήσει στην συνείδησή του.
Ο Παδούρα στην χαλαρή και ρέουσα αφήγησή του δεν στέκεται στο παρόν αλλά μεταφέρει σε αρκετές σκηνές την δράση το 1958,μέσα στο σπίτι του Χεμινγουέι,περιγράφοντας πολύ ζωντανά τον ιδιότυπο συγγραφέα (και χαρισματικό άνθρωπο),λίγο προτού αναχωρήσει γιά το τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική.Κινούμενος μέσα από το σύμπλεγμα έλξη/απώθηση γιά την προσωπικότητα του,μεταφέρει έτσι το κοινό αίσθημα που υπάρχει στην Κούβα γιά τον μεγάλο Αμερικάνο.Οι Κουβανοί από τη μιά προσπαθούν με όλους τους τρόπους να εκμεταλευτούν τουριστικά την εικόνα του,από την άλλη όμως δεν τον αισθάνονται δικό τους,θεωρούν ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα προβλήματα του νησιού,ζούσε ως τουρίστας και κάπου εθελοτυφλούσε καλοπερνώντας και μπεκροπίνοντας.Το ανθρώπινο πρόσωπο αυτής της χειμαρώδους προσωπικότητας σκιαγραφείται μέσα από τις αγωνίες και τα άγχη του γιά την υγεία του,γιά το κυνηγητό του FBI,γιά τα νιάτα που έφυγαν και δεν γυρίζουν πίσω.
Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον κυρίως λόγω της ατμόσφαιρας που φτιάχνει ο Παδούρα.Οι περιγραφές των σκηνών στην βίλα του Χεμινγουέι είναι καταπληκτικές,το μαύρο εσώρουχο της Άβα Γκάρτνερ κυριαρχεί σαν εικόνα σε όλη το βιβλίο (κυρίως σε κάτι τύπους σαν την αφεντιά μου,που θεωρώ την Άβα μέσα στις 2-3 ωραιότερες γυναίκες που εμφανίστηκαν στο σινεμά),ενώ είναι εξαιρετική και πολύ ζωντανή η αντίθεση μεταξύ της μοντέρνας Αβάνας και της παλιάς.Από την άλλη βέβαια ο συγγραφέας αποφεύγει τις πολιτικές αιχμές και θίγει με light τρόπο τα σύγχρονα προβλήματα της Κούβας (γι’αυτό ίσως,τα βιβλία του πουλιούνται στην Κούβα και δεν απαγορεύτηκαν ποτέ...).
Το μεγάλο μειονέκτημα όμως της νουβέλας είναι η ιστορία,η ίντριγκα.Μάλλον χλιαρή και χωρίς ιδιαίτερο σασπένς η πλοκή δεν οδηγεί πουθενά και το μάλλον αναμενόμενο τέλος σε αφήνει με μιά αίσθηση ανικανοποίητου που αδικεί την συνολική προσπάθεια του συγγραφέα.Όποιος δηλαδή το διαβάσει ξερά σαν αστυνομική ιστορία μπορεί και να βαρεθεί,όποιος όμως δει κάτω από την επιφάνεια θα γνωρίσει την ανθρώπινη πλευρά ενός συγγραφέα «bigger than life»,που σ’αρέσουν,δεν σ’αρέσουν τα βιβλία του δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στην προσωπικότητα του.
«-Εσείς περάσατε καλά στη φάρμα?
-Ύστερα από τον καβγα,ναι.Εκείνος ήξερε πως εγώ ήμουν άντρας και με σεβόταν...Επιπλέον,εκεί έβλεπες πράγματα που φέρνουν χαρά στη ζωή.
-Τι πράγματα?
-Πολλά...αλλά εκείνο που δεν ξεχνάω είναι το πρωινό που είδα εκείνη την αρτίστα την Αμερικάνα,τη φίλη του,που ερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι στη φάρμα...
-Τη Μάρλεν Ντήτριχ?
-Μια Αμερικάνα νεαρούλα...
-Την Άβα Γκάρτνερ?
-Κοίτα,εκείνος την έλεγε «κόρη μου» και εγώ την έλεγα «η Γαλιέγα»,γιατί ήταν κατάλευκη και είχε μαύρα μαλλιά.Και μιά μέρα την είδα να κάνει μπάνιο ολόγυμνη στην πισίνα.Αυτός κι αυτή,ολόγυμνοι και οι δυο.Εγώ έψαχνα ξερά χορτάρια γιά μιά φωλιά στο κοτέτσι και έμεινα σαν πέτρα.Η Γαλιέγα σταμάτησε στην ακρούλα της πισίνας και άρχισε να βγάζει όλα της τα ρούχα.Μέχρι που έμεινε με το εσώρουχο.Και έτσι άρχισε να μιλάει με αυτόν που ήταν στο νερό.Τι βυζιά...Και πριν βουτήξει,έβγαλε το εσώρουχο.Τι κόρη που είχε ο Πάπα.
-Και το εσώρουχο ήταν μαύρο?Ο Κόντε,προσπαθώντας να αποδιώξει από πάνω του τις αναμνήσεις γιά την Άβα Γκάρτνερ,ξέχασε εντελώς τον υποτιθέμενο κατάσκοπο που τους άκουγε.
-Κι εσύ πως το ξέρεις?ρώτησε σχεδόν θυμωμένος ο γέρος.
-Είναι που είμαι συγγραφέας.Οι συγγραφείς ξέρουμε μερικά πράγματα,έτσι δεν είναι?Και ήταν καλή?
-Καλή?Τι μαλακίες μου λες?Πάνω από καλή,ήταν ένας άγγελος,σου ορκίζομαι στη μάνα μου πως ήταν ένας άγγελος...Αυτό το δέρμα...Και να με συγχωρήσει ο Θεός,αλλά το παλούκι μου έγινε πέτρα:η Γαλιέγα έτσι,εντελώς τσίτσιδη,με εκείνο το απαλό δερματάκι και τις δυο βυζάρες της και το μουνάκι της να ροδίζει και να λαμποκοπάει...Αυτό παραήταν...Μετά,όταν αυτοί άρχισαν τα παιχνιδάκια στην πισίνα,εγώ έφυγα.Αυτό πιά είναι άλλο πράγμα.
-Ναι,άλλο πράγμα.Και η κυρία?
-Η Μις Μέρι πρέπει να ήξερε τις τρέλλες του Πάπα.Μια φορά αυτός έφερε στη φάρμα μιά Ιταλίδα πριγκιπέσα που τον είχε τρελάνει.Ούτε ψάρευε,ούτε έστηνε κοκορομαχίες,ούτε έγραφε,ούτε τίποτα.Περνούσε τη μέρα πίσω της,σαν ψωριάρικο σκυλί,και όταν μιλούσε μαζί μας ήταν πάντα τσαντισμένος...Όμως η Μις Μέρι δεν έλεγε κουβέντα.Στο κάτω κάτω,ζούσε σαν βασίλισσα.
Ο Κόντε άναψε κι άλλο τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια:προσπάθησε να φανταστεί το στριπτιζ της Άβα Γκάρτνερ και αισθάνθηκε τα πόδια του να τρέμουν.Εκείνη η μεγαλειώδης εικόνα σύντομα θα ήταν ένα τίποτα:Ο Χεμινγουέι πεθαμένος,η Άβα πεθαμένη,και ο Μαδημένος καθ’οδόν προς τον θάνατο.Και το μαύρο εσώρουχο?Θα ήταν άραγε αθάνατο?
-Φεύγω Τορίμπο,όμως πείτε μου ένα πράγμα...Ο Χέμινγουέι,που σκότωσε και λιοντάρια και ό,τι βρήκε μπροστά του,μέχρι και κοκόρια,είχε τ’αρχίδια να σκοτώσει άνθρωπο?
Ο γέρος κινήθηκε ανήσυχος,ανοιγόκλεισε τα μάτια,εστίασε άλλη μια φορά στον Κόντε που είχε σηκωθεί όρθιος.
-Κοίτα,εσύ μπορεί να είσαι συγγραφέας,είσαι όμως και αστυνομικός.Εμένα μη μου λες μαλακίες...Εν πάση περιπτώσει,θα σου απαντήσω.Όχι,εγώ πιστεύω πως όχι:ο τύπος ήταν πολλή φασαρία,πολλή ψευτοπαλικαριά με τα ζώα και πολλή φανφάρα γιά να πιστεύει ο κόσμος πως ήταν μάγκας...
Ο Κόντε χαμογέλασε και,προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο,έκανε τρία βήματα και έσκυψε από την πόρτα του σπιτιού.Το μικρό σαλόνι ήταν άδειο.Να ήταν η φαντασία του,άραγε,ότι κάποιος τους άκουγε?
-Και στ’αλήθεια ήταν ένας καργιόλης?
-Στ’αλήθεια ήταν.Ένας άνθρωπος που σκοτώνει έτσι γιά γούστο έναν κόκορα γι’αγώνες πρέπει να είναι καργιόλης.Δεν χωράει συζήτηση.»
Ένα πτώμα ανακαλύπτεται στο παλιό σπίτι του Χεμινγουέϊ στην Αβάνα μετά από έναν ισχυρό τυφώνα.Ο άνδρας είχε πεθάνει μεταξύ 1957 και 1960 και είχε θαφτεί κάτω από ένα αιωνόβιο μάνγκο το οποίο έπεσε κατά τη διάρκεια του τυφώνα.Ο Χεμινγουέϊ έφυγε από την Αβάνα το 1958 και δεν ξαναγύρισε ποτέ , άρα είναι ο κύριος ύποπτος γιά τη δολοφονία αυτού του λευκού άντρα που το μόνο στοιχείο που υπάρχει γιά την ταυτότητα του είναι μιά μεταλική πλάκα με τρία γράμματα,FBI.Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Αντόνιο Κόντε,πρώην αστυνομικός και νυν επίδοξος συγγραφέας (χαρακτηριστικός ήρωας του Παδούρα σε πολλές νουβέλες του),πρώην φανατικός θαυμαστής του Χεμινγουέι που τώρα όμως ο παλιός του έρωτας γιά τον Ερνέστο έχει περάσει.Ο Κόντε προσπαθεί να αναπαραστήσει τις τελευταίες μέρες του αμερικανού συγγραφέα στην Αβάνα μέσα από τις διηγήσεις κάποιων επιζώντων ακόμα ανθρώπων που δούλευαν στο κτήμα του και ζούσαν καθημερινά από κοντά τον συγγραφέα,ευεργετούντο από αυτόν -τον είχαν σαν πατέρα (πάπα).Ψάχνει επίσης τα αρχεία,τις βιογραφίες που είχαν γραφτεί γι’αυτόν,φτάνει σε ορισμένα συμπεράσματα που οδηγούν προς τη λύση του μυστηρίου αλλά και πάλι τα χρόνια που πέρασαν είναι πολλά και ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος.Εκείνο που του μένει στο τέλος είναι η αίσθηση του αποχαιρετισμού σε έναν θρύλο,που χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια από τον θάνατό του γιά να καταλάβει καλύτερα μερικά πράγματα γι’αυτόν και να τον επανατοποθετήσει στην συνείδησή του.
Ο Παδούρα στην χαλαρή και ρέουσα αφήγησή του δεν στέκεται στο παρόν αλλά μεταφέρει σε αρκετές σκηνές την δράση το 1958,μέσα στο σπίτι του Χεμινγουέι,περιγράφοντας πολύ ζωντανά τον ιδιότυπο συγγραφέα (και χαρισματικό άνθρωπο),λίγο προτού αναχωρήσει γιά το τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική.Κινούμενος μέσα από το σύμπλεγμα έλξη/απώθηση γιά την προσωπικότητα του,μεταφέρει έτσι το κοινό αίσθημα που υπάρχει στην Κούβα γιά τον μεγάλο Αμερικάνο.Οι Κουβανοί από τη μιά προσπαθούν με όλους τους τρόπους να εκμεταλευτούν τουριστικά την εικόνα του,από την άλλη όμως δεν τον αισθάνονται δικό τους,θεωρούν ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα προβλήματα του νησιού,ζούσε ως τουρίστας και κάπου εθελοτυφλούσε καλοπερνώντας και μπεκροπίνοντας.Το ανθρώπινο πρόσωπο αυτής της χειμαρώδους προσωπικότητας σκιαγραφείται μέσα από τις αγωνίες και τα άγχη του γιά την υγεία του,γιά το κυνηγητό του FBI,γιά τα νιάτα που έφυγαν και δεν γυρίζουν πίσω.
Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον κυρίως λόγω της ατμόσφαιρας που φτιάχνει ο Παδούρα.Οι περιγραφές των σκηνών στην βίλα του Χεμινγουέι είναι καταπληκτικές,το μαύρο εσώρουχο της Άβα Γκάρτνερ κυριαρχεί σαν εικόνα σε όλη το βιβλίο (κυρίως σε κάτι τύπους σαν την αφεντιά μου,που θεωρώ την Άβα μέσα στις 2-3 ωραιότερες γυναίκες που εμφανίστηκαν στο σινεμά),ενώ είναι εξαιρετική και πολύ ζωντανή η αντίθεση μεταξύ της μοντέρνας Αβάνας και της παλιάς.Από την άλλη βέβαια ο συγγραφέας αποφεύγει τις πολιτικές αιχμές και θίγει με light τρόπο τα σύγχρονα προβλήματα της Κούβας (γι’αυτό ίσως,τα βιβλία του πουλιούνται στην Κούβα και δεν απαγορεύτηκαν ποτέ...).
Το μεγάλο μειονέκτημα όμως της νουβέλας είναι η ιστορία,η ίντριγκα.Μάλλον χλιαρή και χωρίς ιδιαίτερο σασπένς η πλοκή δεν οδηγεί πουθενά και το μάλλον αναμενόμενο τέλος σε αφήνει με μιά αίσθηση ανικανοποίητου που αδικεί την συνολική προσπάθεια του συγγραφέα.Όποιος δηλαδή το διαβάσει ξερά σαν αστυνομική ιστορία μπορεί και να βαρεθεί,όποιος όμως δει κάτω από την επιφάνεια θα γνωρίσει την ανθρώπινη πλευρά ενός συγγραφέα «bigger than life»,που σ’αρέσουν,δεν σ’αρέσουν τα βιβλία του δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στην προσωπικότητα του.
«-Εσείς περάσατε καλά στη φάρμα?
-Ύστερα από τον καβγα,ναι.Εκείνος ήξερε πως εγώ ήμουν άντρας και με σεβόταν...Επιπλέον,εκεί έβλεπες πράγματα που φέρνουν χαρά στη ζωή.
-Τι πράγματα?
-Πολλά...αλλά εκείνο που δεν ξεχνάω είναι το πρωινό που είδα εκείνη την αρτίστα την Αμερικάνα,τη φίλη του,που ερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι στη φάρμα...
-Τη Μάρλεν Ντήτριχ?
-Μια Αμερικάνα νεαρούλα...
-Την Άβα Γκάρτνερ?
-Κοίτα,εκείνος την έλεγε «κόρη μου» και εγώ την έλεγα «η Γαλιέγα»,γιατί ήταν κατάλευκη και είχε μαύρα μαλλιά.Και μιά μέρα την είδα να κάνει μπάνιο ολόγυμνη στην πισίνα.Αυτός κι αυτή,ολόγυμνοι και οι δυο.Εγώ έψαχνα ξερά χορτάρια γιά μιά φωλιά στο κοτέτσι και έμεινα σαν πέτρα.Η Γαλιέγα σταμάτησε στην ακρούλα της πισίνας και άρχισε να βγάζει όλα της τα ρούχα.Μέχρι που έμεινε με το εσώρουχο.Και έτσι άρχισε να μιλάει με αυτόν που ήταν στο νερό.Τι βυζιά...Και πριν βουτήξει,έβγαλε το εσώρουχο.Τι κόρη που είχε ο Πάπα.
-Και το εσώρουχο ήταν μαύρο?Ο Κόντε,προσπαθώντας να αποδιώξει από πάνω του τις αναμνήσεις γιά την Άβα Γκάρτνερ,ξέχασε εντελώς τον υποτιθέμενο κατάσκοπο που τους άκουγε.
-Κι εσύ πως το ξέρεις?ρώτησε σχεδόν θυμωμένος ο γέρος.
-Είναι που είμαι συγγραφέας.Οι συγγραφείς ξέρουμε μερικά πράγματα,έτσι δεν είναι?Και ήταν καλή?
-Καλή?Τι μαλακίες μου λες?Πάνω από καλή,ήταν ένας άγγελος,σου ορκίζομαι στη μάνα μου πως ήταν ένας άγγελος...Αυτό το δέρμα...Και να με συγχωρήσει ο Θεός,αλλά το παλούκι μου έγινε πέτρα:η Γαλιέγα έτσι,εντελώς τσίτσιδη,με εκείνο το απαλό δερματάκι και τις δυο βυζάρες της και το μουνάκι της να ροδίζει και να λαμποκοπάει...Αυτό παραήταν...Μετά,όταν αυτοί άρχισαν τα παιχνιδάκια στην πισίνα,εγώ έφυγα.Αυτό πιά είναι άλλο πράγμα.
-Ναι,άλλο πράγμα.Και η κυρία?
-Η Μις Μέρι πρέπει να ήξερε τις τρέλλες του Πάπα.Μια φορά αυτός έφερε στη φάρμα μιά Ιταλίδα πριγκιπέσα που τον είχε τρελάνει.Ούτε ψάρευε,ούτε έστηνε κοκορομαχίες,ούτε έγραφε,ούτε τίποτα.Περνούσε τη μέρα πίσω της,σαν ψωριάρικο σκυλί,και όταν μιλούσε μαζί μας ήταν πάντα τσαντισμένος...Όμως η Μις Μέρι δεν έλεγε κουβέντα.Στο κάτω κάτω,ζούσε σαν βασίλισσα.
Ο Κόντε άναψε κι άλλο τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια:προσπάθησε να φανταστεί το στριπτιζ της Άβα Γκάρτνερ και αισθάνθηκε τα πόδια του να τρέμουν.Εκείνη η μεγαλειώδης εικόνα σύντομα θα ήταν ένα τίποτα:Ο Χεμινγουέι πεθαμένος,η Άβα πεθαμένη,και ο Μαδημένος καθ’οδόν προς τον θάνατο.Και το μαύρο εσώρουχο?Θα ήταν άραγε αθάνατο?
-Φεύγω Τορίμπο,όμως πείτε μου ένα πράγμα...Ο Χέμινγουέι,που σκότωσε και λιοντάρια και ό,τι βρήκε μπροστά του,μέχρι και κοκόρια,είχε τ’αρχίδια να σκοτώσει άνθρωπο?
Ο γέρος κινήθηκε ανήσυχος,ανοιγόκλεισε τα μάτια,εστίασε άλλη μια φορά στον Κόντε που είχε σηκωθεί όρθιος.
-Κοίτα,εσύ μπορεί να είσαι συγγραφέας,είσαι όμως και αστυνομικός.Εμένα μη μου λες μαλακίες...Εν πάση περιπτώσει,θα σου απαντήσω.Όχι,εγώ πιστεύω πως όχι:ο τύπος ήταν πολλή φασαρία,πολλή ψευτοπαλικαριά με τα ζώα και πολλή φανφάρα γιά να πιστεύει ο κόσμος πως ήταν μάγκας...
Ο Κόντε χαμογέλασε και,προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο,έκανε τρία βήματα και έσκυψε από την πόρτα του σπιτιού.Το μικρό σαλόνι ήταν άδειο.Να ήταν η φαντασία του,άραγε,ότι κάποιος τους άκουγε?
-Και στ’αλήθεια ήταν ένας καργιόλης?
-Στ’αλήθεια ήταν.Ένας άνθρωπος που σκοτώνει έτσι γιά γούστο έναν κόκορα γι’αγώνες πρέπει να είναι καργιόλης.Δεν χωράει συζήτηση.»