Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2009 | Permalink
...από το παρελθόν το χαμένο στην ομίχλη...
Seré en tu vida lo mejor
De la neblina del ayer
Cuando me llegues a olvidar
Como és mejor el verso aquél
Que no podemos recordar
Vete de mi
Θα είμαι στη ζωή σου η καλύτερη στιγμή
από το παρελθόν το χαμένο στην ομίχλη
όταν φτάσεις να με λησμονήσεις,
όπως ο καλύτερος στίχος είναι εκείνος
που δεν μπορούμε να θυμηθούμε...
Φύγε μακριά μου...
Ναι...πιά...φύγε μακριά μου
Είναι μεγάλη η γοητεία που εκπέμπει το εξαιρετικό μυθιστόρημα του τόσο(μα τόσο) καλού Κουβάνου συγγραφέα αστυνομικών βιβλίων, Λεονάρδο Παδούρα, με τον ποιητικότατο τίτλο «ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ», (Εκδ.Καστανιώτη, σελ.364,μετάφρ. Κ.Αθανασίου). Τον συγγραφέα τον είχα πρωτοπαρουσιάσει το 2008 με την νουβέλα του «Αντιός Χεμινγουέη», μιά ατμοσφαιρική και ευχάριστη ιστορία, κάτι ανάλογο περίμενα και τώρα αλλά εδώ έχουμε κάτι πολύ καλύτερο που πέραν της έντονα βιβλιοφιλικής ατμόσφαιρας και της ωραίας μυθοπλασίας είναι και ένας φόρος τιμής στα «μπολέρος», αυτό το υπέροχο είδος τραγουδιών, χαρακτηριστικών λατινοαμερικάνικων, γεμάτων θλίψη και έρωτα.
Βρισκόμαστε στην Αβάνα μερικά χρόνια πριν. Ο ήρωας-πρώην αστυνομικός του Παδούρα,ο Μάριο Κόντε (που είναι ο κεντρικός χαρακτήρας στα περισσότερα βιβλία του συγγραφέα) δουλεύει ως «λαγωνικό» παλαιών βιβλίων. Η δουλειά του είναι να βρίσκει παλιές βιβλιοθήκες που οι ιδιοκτήτες τους επηρεασμένοι από την οικονομική κρίση που περνάει η οικονομία της Κούβας ξεπουλάνε όσο-όσο. Η παρόρμηση του να χτυπήσει το κουδούνι του παρηκμασμένου μεγάρου στο Βεδάδο του αποκάλυψε έναν θησαυρό χιλιάδων βιβλίων που ήταν κρυμμένος και ουδέποτε ανακαλυφθείς από τους ανταγωνιστές του. Τα δύο γηραιά αδέλφια, ο Διονίσιο και η Αμάλια, που έμεναν στο σπίτι φαινόταν στα όρια του υποσιτισμού και δεν το πολυσκέφτηκαν όταν ο Κόντε τους ζήτησε να δει την βιβλιοθήκη. Είχαν αποφασίσει να την ξεπουλήσουν διότι δεν είχαν να φάνε παρότι οι οδηγίες του ιδιοκτήτη του σπιτιού πριν από σαράντα χρόνια όταν αναγκάστηκε να διαφύγει στις ΗΠΑ ήταν σαφείς – να μην αγγίξει κανείς την βιβλιοθήκη. Το μέγαρο ανήκε στην οικογένεια των Μόντες δε Όκα και φεύγοντας ο Αλσίδες ο πάμπλουτος χήρος επιχειρηματίας και πατέρας δύο παιδιών άφησε την (σχεδόν αιωνόβια πλέον) μητέρα του γηραιού ζευγαριού,την τότε ιδιαιτέρα γραμματέα και ερωμένη του, που ήταν κατάκοιτη και με άνοια ως διαχειρίστρια και φύλακα της έπαυλης.
Ο Κόντε τρελλαίνεται με τον πλούτο της βιβλιοθήκης. Βιβλία του 19ου αιώνα, πρώτες εκδόσεις ποιητικών συλλογών και μυθιστορημάτων του 20ου αιώνα που κάλυπταν όλο το φάσμα της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας αξίας εκατοντάδων χιλιάδων δολλαρίων. Έχει όμως ένα προαίσθημα ότι κάτι κρύβεται πίσω από τα βιβλία. Αποφασίζει να προχωρήσει σιγά-σιγά και να βγάλει στην αγορά της Πλάσας δε Άρμας (το στέκι των παλαιοβιβλιοπωλών της Αβάνας) λίγα βιβλία στην αρχή. Ένα από τα βιβλία (με παραδοσιακές κρεολέζικες συνταγές) το κρατάει για να το δωρίσει στην μητέρα ενος φίλου του και όταν το ανοίγει από μέσα πέφτει ένα φύλλο χαρτιού από ένα έντυπο του 1960. Σ’αυτό το φύλλο δέσποζε η φωτογραφία μιάς τραγουδίστριας, της Βιολέτας δελ Ρίο που ανήγγειλε την αποχώρησή της από την μουσική σκηνή της χώρας στο ζενίθ της καριέρας της. Ο Κόντε με το που την βλέπει «κολλάει»-νιώθει δε ότι κάτι του θυμίζει αλλά δεν μπορεί να αποσαφηνίσει τι - ρωτάει δεξιά κι αριστερά αλλά κανείς δεν θυμάται ούτε το όνομα, ούτε έχει ξανακούσει γι’αυτήν την τραγουδίστρια. Η εκτυφλωτική της ομορφιά, το γιατί υπήρχε το χαρτί μέσα σε ένα βιβλίο και το αστυνομικό ένστικτο του Κόντε τον προτρέπουν στο να ψάξει να βρει ίχνη της εξαφανισμένης (που ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ) καλλιτέχνιδος. Μέσω των γνωριμιών του βρίσκει κάποιους γέροντες που την γνώριζαν και σιγά-σιγά φτιάχνει το πορτραίτο της.
Η Βιολέτα δελ Ρίο, η αποκαλούμενη και «Κυρία της Νύχτας» εμφανίστηκε ξαφνικά στην καλλιτεχνική σκηνή της Αβάνας, έβγαλε ένα 45άρι δισκάκι και μόλις αυτό έκανε επιτυχία, ανακοίνωσε ότι σταματάει το τραγούδι και εξαφανίστηκε. Μετά από λίγο καιρό βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της. Η υπόθεση έκλεισε ως αυτοκτονία από υπερβολική κατανάλωση βαρβιτουρικών. Γιά τους θαυμαστές της ήταν σοκ διότι παρά το σύντομο της παρουσίας της αυτή η γυναίκα είχε «κάτι».
«...Σου είπα ότι η Βιολέτα ως γκόμενα ήταν πρωταθλήτρια; Τέλος πάντων, ήταν δεκαοχτώ ή δεκαεννιά χρόνων και σ’αυτή την ηλικία μέχρι και η Μητέρα Τερέζα της Καλκούτας είναι καλή. Είχε ένα χρώμα σταρένιο, ηλιοκαμένο,που όμως δεν ήταν χρώμα μουλάτας,με μαλλιά κατάμαυρα,σπαστά, και στόμα μεγάλο, όμορφο,σαρκώδες, με δόντια συμμετρικά και ίσια, αν και κάπως πεταχτά, αλλά πολύ χαριτωμένα. Το καλύτερο όμως ήταν τα μάτια:δυό μάτια μαύρα που σου πάγωναν το αίμα όταν σε κάρφωναν, εξερευνώντας σε από μέσα κι απ’έξω, σαν ακτίνες Χ. Ήταν από εκείνες τις γυναίκες που κάνουν τα σάλια σου να τρέχουν μόνο που τις κοιτάζει...Μου είχανε πει πως το έκανε αυτό κάπου κάπου, τραγουδούσε για να τραγουδήσει, απολάμβανε το τραγούδι, πάντα μπολέρο, πολύ απαλά, και το τραγουδούσε μ’έναν αέρα περιφρόνησης, έτσι, σχεδόν επιθετικά, λες και σου διηγιόταν πράγματα από την ίδια της τη ζωή. Είχε μιά χροιά λίγο βραχνή, μεγάλης γυναίκας που έχει πιεί πολλά ποτά στη ζωή της, και ποτέ δεν ανέβαινε υπερβολικά, σχεδόν τα μιλούσε τα μπολέρο παρά τα τραγουδούσε, κι όταν ξεκινούσε να τραγουδάει ο κόσμος έμενε σιωπηλός, ξεχνούσαν τα ποτά τους, γιατί έμοιαζε με μάγισσα που τους υπνώτιζε όλους, άντρες και γυναίκες, νταβατζήδες και πουτάνες, μεθυσμένους και μαστουρωμένους, γιατί από κείνα τα μπολέρο έβγαζε ένα δράμα και όχι ένα τραγούδι όποιο νά’ναι,σου το είπα ήδη, λες κι ήταν πράγματα από την ίδια τη ζωή της και τα διηγιόταν εκεί, μπροστά σ’όλο τον κόσμο...»
Η σχέση της τραγουδίστριας με έναν πάμπλουτο και ισχυρό παράγοντα της οικονομικής ζωής της κομμουνιστικής Κούβας ήταν γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους και εξηγούσε την γρήγορη άνοδό της. Αλλά ο θάνατος της λίγο καιρό αφ’ότου ο εραστής και μαικήνας της είχε διαφύγει στις Η.Π.Α. ,παρέμενε μυστήριο. Ο Κόντε υποπτεύεται δολοφονία και ψάχνοντας περισσότερο μπλέκει σε μιά ιστορία με παράγοντες της αμερικάνικης μαφίας, ιδιοκτήτες καζίνο και την οικογένεια Μόντες δε Όκα και το μυστηριώδες σπίτι του Βεδάδο με την απίστευτη αλλά και με πολλά κρυμένα μυστικά και ντοκουμέντα βιβλιοθήκη. Ο θάνατος του Διονίσιο, ενός από τα δύο αδέλφια-διαχειριστές της βιβλιοθήκης με βίαιο τρόπο περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα μετατρέποντας το μυθιστόρημα σε ένα ξέφρενο θρίλερ με ανατροπές και απρόσμενες εξελίξεις.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη που έχουν ως τίτλο τα 2 τραγούδια που περιέχονται στο δισκάκι της Βιολέτας δελ Ρίο, «Φύγε μακριά μου» και «Θα με θυμάσαι». Τα τραγούδια έχουν την σημασία τους υποδηλώνουν δε την αλλαγή ρυθμού που ακολουθεί ο Παδούρα μεταξύ των δύο μερών του βιβλίου. Στο πρώτο μέρος η ατμόσφαιρα είναι βιβλιοφιλική με πάμπολλες αναφορές στις πολύτιμες εκδόσεις που βρίσκει ο Κόντε στην βιβλιοθήκη του Μόντες δε Όκα, είναι ατμόσφαιρα νοσταλγική γιά τον κόσμο των μπολέρος και της Αβάνας της δεκαετίας του 50. Στο δεύτερο μέρος όμως η κατάσταση σκληραίνει και ο Κόντε κάνει μιά βουτιά στην Κόλαση. Η αναζήτησή του τον φέρνει σε σημεία της Αβάνας που θυμίζουν τις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο. Άνθρωποι που ζουν σε κατάσταση λιμού και εξευτελισμού, γκάνγκστερς και ναρκωτικά, πουτάνες και λαμόγια που προσπαθούν να επιβιώσουν όπως-όπως, μιά Αβάνα σκοτεινή και γκρίζα.
Είναι μιά ελεγεία της Αβάνας, της παλιάς και της καινούργιας, μιά ελεγεία για τα μπολέρος, τις μοιραίες τραγουδίστριες που παρέσερναν ανθρώπους στην καταστροφή (εξαιρετική η σκηνή που ο Κόντε ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του ήταν φανατικός θαυμαστής της Βιολέτας δελ Ρίο (σε σημείο εξευτελισμού), και βρίσκει το δισκάκι κατεστραμμένο από τις πολλές ακροάσεις μέσα στα αντικείμενα που του είχε αφήσει), των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στις δύσκολες συνθήκες του ιδιόμορφου Καστρικού καθεστώτος. Η έντονη βιβλιοφιλική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος επιτείνεται από τις συνομιλίες του ήρωα με το φάντασμα του J.D.Sallinger ενώ οι επιστολές που υπάρχουν σκόρπιες στην αφήγηση επιλύοντας ουσιαστικά τον γρίφο δίνουν έναν άλλο τόνο στο μυθιστόρημα και επιτείνουν την αγωνία για την τελική αποκάλυψη.
«...Το μπολέρο δεν είναι ό,τι κι ό,τι, είναι σαφές αυτό:για να το τραγουδήσεις πρέπει να το αφομοιώσεις κι όχι απλώς να το νιώσεις. Το μπολέρο δεν είναι μια πραγματικότητα αλλά η επιθυμία για μια πραγματικότητα,στην οποία φτάνει κανείς μέσω ενός φαίνεσθαι μιας πραγματικότητας,δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε...Αυτή είναι η φιλοσοφία του μπολέρο...Κι εκείνη ήταν η χρυσή εποχή,διότι συναντήθηκαν οι κλασσικοί που συνέθεταν από το 1920 και το 1930, με τα παιδιά του φίλινγκ, που διάβαζαν γαλλική ποίηση και ήξεραν τι πράμα είναι η ατονικότητα.Κι απ’αυτή τη συνάντηση ξεπήδησαν αυτά τα μπολέρο, που ακόμα και σήμερα μοιάζουν να μιλάνε για πράγματα που βγαίνουν απ’τη ζωή...Από την πραγματική ζωή. Ακόμα κι αν όλα ήταν ψέμματα:καθαρό θέατρο...»
Είναι ένα σχεδόν αριστουργηματικό αστυνομικό μυθιστόρημα με πολλή ποίηση και ρομαντισμό. Ο ήρωας των ιστοριών του Παδούρα, ο βιβλιόφιλος Κόντε θα οδηγηθεί στην αυτογνωσία, στην συνειδητοποίηση του οικογενειακού αλλά και του προσωπικού του παρελθόντος. Ολα αυτά συνδιασμένα με τους στίχους των μπολέρος και την μοναδική ατμόσφαιρα θα ενθουσιάσουν όχι μόνο τους αναγνώστες των ώραίων ιστοριών (παραμυθιών) αλλά και αυτούς (σαν την αφεντιά μου) που η τύχη τους αξίωσε να παρακολουθήσουν μέσα σε καπνούς και στριμωγμένοι ιδρώνοντας αλλά συνεπαρμένοι από την γοητεία αυτών των υπέροχων γυναικών που μεταμορφώνονται κυριολεκτικά με τις θεατρικές τους κινήσεις, τραγουδώντας απελπισμένες ερωτικές ιστορίες σ’αυτό το μαγευτικό νησί.
Θα με θυμάσαι
όπου ακούς το τραγούδι μου,
γιατί στο τέλος τέλος ήμουν εγώ
αυτή που σ’έμαθε τα πάντα...τα πάντα...
Όλα όσα ξέρεις για την αγάπη.
16 Vete de mi by librofilo
De la neblina del ayer
Cuando me llegues a olvidar
Como és mejor el verso aquél
Que no podemos recordar
Vete de mi
Θα είμαι στη ζωή σου η καλύτερη στιγμή
από το παρελθόν το χαμένο στην ομίχλη
όταν φτάσεις να με λησμονήσεις,
όπως ο καλύτερος στίχος είναι εκείνος
που δεν μπορούμε να θυμηθούμε...
Φύγε μακριά μου...
Ναι...πιά...φύγε μακριά μου
Είναι μεγάλη η γοητεία που εκπέμπει το εξαιρετικό μυθιστόρημα του τόσο(μα τόσο) καλού Κουβάνου συγγραφέα αστυνομικών βιβλίων, Λεονάρδο Παδούρα, με τον ποιητικότατο τίτλο «ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ», (Εκδ.Καστανιώτη, σελ.364,μετάφρ. Κ.Αθανασίου). Τον συγγραφέα τον είχα πρωτοπαρουσιάσει το 2008 με την νουβέλα του «Αντιός Χεμινγουέη», μιά ατμοσφαιρική και ευχάριστη ιστορία, κάτι ανάλογο περίμενα και τώρα αλλά εδώ έχουμε κάτι πολύ καλύτερο που πέραν της έντονα βιβλιοφιλικής ατμόσφαιρας και της ωραίας μυθοπλασίας είναι και ένας φόρος τιμής στα «μπολέρος», αυτό το υπέροχο είδος τραγουδιών, χαρακτηριστικών λατινοαμερικάνικων, γεμάτων θλίψη και έρωτα.
Βρισκόμαστε στην Αβάνα μερικά χρόνια πριν. Ο ήρωας-πρώην αστυνομικός του Παδούρα,ο Μάριο Κόντε (που είναι ο κεντρικός χαρακτήρας στα περισσότερα βιβλία του συγγραφέα) δουλεύει ως «λαγωνικό» παλαιών βιβλίων. Η δουλειά του είναι να βρίσκει παλιές βιβλιοθήκες που οι ιδιοκτήτες τους επηρεασμένοι από την οικονομική κρίση που περνάει η οικονομία της Κούβας ξεπουλάνε όσο-όσο. Η παρόρμηση του να χτυπήσει το κουδούνι του παρηκμασμένου μεγάρου στο Βεδάδο του αποκάλυψε έναν θησαυρό χιλιάδων βιβλίων που ήταν κρυμμένος και ουδέποτε ανακαλυφθείς από τους ανταγωνιστές του. Τα δύο γηραιά αδέλφια, ο Διονίσιο και η Αμάλια, που έμεναν στο σπίτι φαινόταν στα όρια του υποσιτισμού και δεν το πολυσκέφτηκαν όταν ο Κόντε τους ζήτησε να δει την βιβλιοθήκη. Είχαν αποφασίσει να την ξεπουλήσουν διότι δεν είχαν να φάνε παρότι οι οδηγίες του ιδιοκτήτη του σπιτιού πριν από σαράντα χρόνια όταν αναγκάστηκε να διαφύγει στις ΗΠΑ ήταν σαφείς – να μην αγγίξει κανείς την βιβλιοθήκη. Το μέγαρο ανήκε στην οικογένεια των Μόντες δε Όκα και φεύγοντας ο Αλσίδες ο πάμπλουτος χήρος επιχειρηματίας και πατέρας δύο παιδιών άφησε την (σχεδόν αιωνόβια πλέον) μητέρα του γηραιού ζευγαριού,την τότε ιδιαιτέρα γραμματέα και ερωμένη του, που ήταν κατάκοιτη και με άνοια ως διαχειρίστρια και φύλακα της έπαυλης.
Ο Κόντε τρελλαίνεται με τον πλούτο της βιβλιοθήκης. Βιβλία του 19ου αιώνα, πρώτες εκδόσεις ποιητικών συλλογών και μυθιστορημάτων του 20ου αιώνα που κάλυπταν όλο το φάσμα της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας αξίας εκατοντάδων χιλιάδων δολλαρίων. Έχει όμως ένα προαίσθημα ότι κάτι κρύβεται πίσω από τα βιβλία. Αποφασίζει να προχωρήσει σιγά-σιγά και να βγάλει στην αγορά της Πλάσας δε Άρμας (το στέκι των παλαιοβιβλιοπωλών της Αβάνας) λίγα βιβλία στην αρχή. Ένα από τα βιβλία (με παραδοσιακές κρεολέζικες συνταγές) το κρατάει για να το δωρίσει στην μητέρα ενος φίλου του και όταν το ανοίγει από μέσα πέφτει ένα φύλλο χαρτιού από ένα έντυπο του 1960. Σ’αυτό το φύλλο δέσποζε η φωτογραφία μιάς τραγουδίστριας, της Βιολέτας δελ Ρίο που ανήγγειλε την αποχώρησή της από την μουσική σκηνή της χώρας στο ζενίθ της καριέρας της. Ο Κόντε με το που την βλέπει «κολλάει»-νιώθει δε ότι κάτι του θυμίζει αλλά δεν μπορεί να αποσαφηνίσει τι - ρωτάει δεξιά κι αριστερά αλλά κανείς δεν θυμάται ούτε το όνομα, ούτε έχει ξανακούσει γι’αυτήν την τραγουδίστρια. Η εκτυφλωτική της ομορφιά, το γιατί υπήρχε το χαρτί μέσα σε ένα βιβλίο και το αστυνομικό ένστικτο του Κόντε τον προτρέπουν στο να ψάξει να βρει ίχνη της εξαφανισμένης (που ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ) καλλιτέχνιδος. Μέσω των γνωριμιών του βρίσκει κάποιους γέροντες που την γνώριζαν και σιγά-σιγά φτιάχνει το πορτραίτο της.
Η Βιολέτα δελ Ρίο, η αποκαλούμενη και «Κυρία της Νύχτας» εμφανίστηκε ξαφνικά στην καλλιτεχνική σκηνή της Αβάνας, έβγαλε ένα 45άρι δισκάκι και μόλις αυτό έκανε επιτυχία, ανακοίνωσε ότι σταματάει το τραγούδι και εξαφανίστηκε. Μετά από λίγο καιρό βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της. Η υπόθεση έκλεισε ως αυτοκτονία από υπερβολική κατανάλωση βαρβιτουρικών. Γιά τους θαυμαστές της ήταν σοκ διότι παρά το σύντομο της παρουσίας της αυτή η γυναίκα είχε «κάτι».
«...Σου είπα ότι η Βιολέτα ως γκόμενα ήταν πρωταθλήτρια; Τέλος πάντων, ήταν δεκαοχτώ ή δεκαεννιά χρόνων και σ’αυτή την ηλικία μέχρι και η Μητέρα Τερέζα της Καλκούτας είναι καλή. Είχε ένα χρώμα σταρένιο, ηλιοκαμένο,που όμως δεν ήταν χρώμα μουλάτας,με μαλλιά κατάμαυρα,σπαστά, και στόμα μεγάλο, όμορφο,σαρκώδες, με δόντια συμμετρικά και ίσια, αν και κάπως πεταχτά, αλλά πολύ χαριτωμένα. Το καλύτερο όμως ήταν τα μάτια:δυό μάτια μαύρα που σου πάγωναν το αίμα όταν σε κάρφωναν, εξερευνώντας σε από μέσα κι απ’έξω, σαν ακτίνες Χ. Ήταν από εκείνες τις γυναίκες που κάνουν τα σάλια σου να τρέχουν μόνο που τις κοιτάζει...Μου είχανε πει πως το έκανε αυτό κάπου κάπου, τραγουδούσε για να τραγουδήσει, απολάμβανε το τραγούδι, πάντα μπολέρο, πολύ απαλά, και το τραγουδούσε μ’έναν αέρα περιφρόνησης, έτσι, σχεδόν επιθετικά, λες και σου διηγιόταν πράγματα από την ίδια της τη ζωή. Είχε μιά χροιά λίγο βραχνή, μεγάλης γυναίκας που έχει πιεί πολλά ποτά στη ζωή της, και ποτέ δεν ανέβαινε υπερβολικά, σχεδόν τα μιλούσε τα μπολέρο παρά τα τραγουδούσε, κι όταν ξεκινούσε να τραγουδάει ο κόσμος έμενε σιωπηλός, ξεχνούσαν τα ποτά τους, γιατί έμοιαζε με μάγισσα που τους υπνώτιζε όλους, άντρες και γυναίκες, νταβατζήδες και πουτάνες, μεθυσμένους και μαστουρωμένους, γιατί από κείνα τα μπολέρο έβγαζε ένα δράμα και όχι ένα τραγούδι όποιο νά’ναι,σου το είπα ήδη, λες κι ήταν πράγματα από την ίδια τη ζωή της και τα διηγιόταν εκεί, μπροστά σ’όλο τον κόσμο...»
Η σχέση της τραγουδίστριας με έναν πάμπλουτο και ισχυρό παράγοντα της οικονομικής ζωής της κομμουνιστικής Κούβας ήταν γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους και εξηγούσε την γρήγορη άνοδό της. Αλλά ο θάνατος της λίγο καιρό αφ’ότου ο εραστής και μαικήνας της είχε διαφύγει στις Η.Π.Α. ,παρέμενε μυστήριο. Ο Κόντε υποπτεύεται δολοφονία και ψάχνοντας περισσότερο μπλέκει σε μιά ιστορία με παράγοντες της αμερικάνικης μαφίας, ιδιοκτήτες καζίνο και την οικογένεια Μόντες δε Όκα και το μυστηριώδες σπίτι του Βεδάδο με την απίστευτη αλλά και με πολλά κρυμένα μυστικά και ντοκουμέντα βιβλιοθήκη. Ο θάνατος του Διονίσιο, ενός από τα δύο αδέλφια-διαχειριστές της βιβλιοθήκης με βίαιο τρόπο περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα μετατρέποντας το μυθιστόρημα σε ένα ξέφρενο θρίλερ με ανατροπές και απρόσμενες εξελίξεις.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη που έχουν ως τίτλο τα 2 τραγούδια που περιέχονται στο δισκάκι της Βιολέτας δελ Ρίο, «Φύγε μακριά μου» και «Θα με θυμάσαι». Τα τραγούδια έχουν την σημασία τους υποδηλώνουν δε την αλλαγή ρυθμού που ακολουθεί ο Παδούρα μεταξύ των δύο μερών του βιβλίου. Στο πρώτο μέρος η ατμόσφαιρα είναι βιβλιοφιλική με πάμπολλες αναφορές στις πολύτιμες εκδόσεις που βρίσκει ο Κόντε στην βιβλιοθήκη του Μόντες δε Όκα, είναι ατμόσφαιρα νοσταλγική γιά τον κόσμο των μπολέρος και της Αβάνας της δεκαετίας του 50. Στο δεύτερο μέρος όμως η κατάσταση σκληραίνει και ο Κόντε κάνει μιά βουτιά στην Κόλαση. Η αναζήτησή του τον φέρνει σε σημεία της Αβάνας που θυμίζουν τις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο. Άνθρωποι που ζουν σε κατάσταση λιμού και εξευτελισμού, γκάνγκστερς και ναρκωτικά, πουτάνες και λαμόγια που προσπαθούν να επιβιώσουν όπως-όπως, μιά Αβάνα σκοτεινή και γκρίζα.
Είναι μιά ελεγεία της Αβάνας, της παλιάς και της καινούργιας, μιά ελεγεία για τα μπολέρος, τις μοιραίες τραγουδίστριες που παρέσερναν ανθρώπους στην καταστροφή (εξαιρετική η σκηνή που ο Κόντε ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του ήταν φανατικός θαυμαστής της Βιολέτας δελ Ρίο (σε σημείο εξευτελισμού), και βρίσκει το δισκάκι κατεστραμμένο από τις πολλές ακροάσεις μέσα στα αντικείμενα που του είχε αφήσει), των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στις δύσκολες συνθήκες του ιδιόμορφου Καστρικού καθεστώτος. Η έντονη βιβλιοφιλική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος επιτείνεται από τις συνομιλίες του ήρωα με το φάντασμα του J.D.Sallinger ενώ οι επιστολές που υπάρχουν σκόρπιες στην αφήγηση επιλύοντας ουσιαστικά τον γρίφο δίνουν έναν άλλο τόνο στο μυθιστόρημα και επιτείνουν την αγωνία για την τελική αποκάλυψη.
«...Το μπολέρο δεν είναι ό,τι κι ό,τι, είναι σαφές αυτό:για να το τραγουδήσεις πρέπει να το αφομοιώσεις κι όχι απλώς να το νιώσεις. Το μπολέρο δεν είναι μια πραγματικότητα αλλά η επιθυμία για μια πραγματικότητα,στην οποία φτάνει κανείς μέσω ενός φαίνεσθαι μιας πραγματικότητας,δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε...Αυτή είναι η φιλοσοφία του μπολέρο...Κι εκείνη ήταν η χρυσή εποχή,διότι συναντήθηκαν οι κλασσικοί που συνέθεταν από το 1920 και το 1930, με τα παιδιά του φίλινγκ, που διάβαζαν γαλλική ποίηση και ήξεραν τι πράμα είναι η ατονικότητα.Κι απ’αυτή τη συνάντηση ξεπήδησαν αυτά τα μπολέρο, που ακόμα και σήμερα μοιάζουν να μιλάνε για πράγματα που βγαίνουν απ’τη ζωή...Από την πραγματική ζωή. Ακόμα κι αν όλα ήταν ψέμματα:καθαρό θέατρο...»
Είναι ένα σχεδόν αριστουργηματικό αστυνομικό μυθιστόρημα με πολλή ποίηση και ρομαντισμό. Ο ήρωας των ιστοριών του Παδούρα, ο βιβλιόφιλος Κόντε θα οδηγηθεί στην αυτογνωσία, στην συνειδητοποίηση του οικογενειακού αλλά και του προσωπικού του παρελθόντος. Ολα αυτά συνδιασμένα με τους στίχους των μπολέρος και την μοναδική ατμόσφαιρα θα ενθουσιάσουν όχι μόνο τους αναγνώστες των ώραίων ιστοριών (παραμυθιών) αλλά και αυτούς (σαν την αφεντιά μου) που η τύχη τους αξίωσε να παρακολουθήσουν μέσα σε καπνούς και στριμωγμένοι ιδρώνοντας αλλά συνεπαρμένοι από την γοητεία αυτών των υπέροχων γυναικών που μεταμορφώνονται κυριολεκτικά με τις θεατρικές τους κινήσεις, τραγουδώντας απελπισμένες ερωτικές ιστορίες σ’αυτό το μαγευτικό νησί.
Θα με θυμάσαι
όπου ακούς το τραγούδι μου,
γιατί στο τέλος τέλος ήμουν εγώ
αυτή που σ’έμαθε τα πάντα...τα πάντα...
Όλα όσα ξέρεις για την αγάπη.
16 Vete de mi by librofilo
Δημοσίευση σχολίου