Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2009 | Permalink
Το πορτρέτο
Και αν μπορούσαν να μιλήσουν τα πορτρέτα τι θα είχαν να πουν; Κυρίως τα πιό διάσημα που μαζεύουν κόσμο και κοσμάκη μπροστά τους στα διάφορα μουσεία...Ιστορίες που θα είχαν ν’αφηγηθούν! Το γοητευτικό αυτό ερώτημα μπορεί να προκαλέσει την φαντασία ενός ικανού λογοτέχνη και αν έχουμε περιπτώσεις στην τέχνη όπου τα πορτρέτα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πλοκή ενός έργου, όπως το περίφημο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέη» του Όσκαρ Ουάιλντ ή στην αριστουργηματική ταινία του Ντίτερλε «Το πορτρέτο της Τζένη» (ωραίο βιντεάκι από την ταινία εδώ), στο μυθιστόρημα του πολύ καλού συγγραφέα και δημοσιογράφου (και blogger) Pierre Assouline, «ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ» (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Μ.Γαβαλά, σελ.319), το πορτρέτο της βαρόνης Μπέτυ ντε Ρότσιλντ είναι ο πρωταγωνιστής του «μύθου».
«...Ένα πορτρέτο δεν ανήκει ούτε στον δημιουργό του ούτε στο μοντέλο του ούτε στον χρηματοδότη του ούτε στους κληρονόμους του. Ένα πορτρέτο ανήκει σ’αυτόν που το κοιτάζει. Είναι παραδομένο στην βούληση αυτού που το κοιτάζει. Όποια κι αν είναι αυτή. Τους έχω δει να ανιχνεύουν μια μορφή ικεσίας στο χαμόγελό μου και μια χαϊδευτική παράκληση στο βλέμμα μου· πιστεύουν πως διακρίνουν ένα κάλεσμα να ξεφεύγει από τα χείλη μου, που ικετεύει να ξεχάσουν το όνομά μου, μαζί με καθετί το μυθικό που κουβαλάει, ώστε να μη σκέπτονται παρά την καρδιά μου, ανοιχτή σε όλες τις θλίψεις και τις οδύνες κάτω από την επιφάνεια των μαργαριταριών, του μεταξιού και της δαντέλας με τα οποία είμαι στολισμένη· θα ήταν ικανοί να ερμηνεύσουν μια σκιά κάτω από τη μύτη μου καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια ένοχη πρόθεση του μοντέλου...
Τι δεν έχουν καταλάβει όλοι τους; Απαιτείται περισσότερη ταύτιση με τον καλλιτέχνη και το μοντέλο του. Θα μπορούσαν τότε να καταλάβουν ότι ανάμεσά τους υπάρχει μυστική ταυτοφωνία, είναι απαλλαγμένοι από εξαναγκασμούς και υποχρεώσεις, και οι αισθητικές επιλογές του ενός, συνδυασμένες με την ανεξάρτητη συμπεριφορά της άλλης, δίνουν ένα καλό μάθημα ελευθερίας για κείνον που θα είναι σε θέση να το δει.»
Ο μεγάλος ζωγράφος του 19ου αιώνα Ένγκρ (Ingres), ζωγραφίζει μεταξύ του 1844 και του 1848 το πορτρέτο της βαρόνης Μπέτυ ντε Ρότσιλντ (1801 -1886) .Η Μπέτυ σύζυγος του βαρόνου Τζέιμς ντε Ρότσιλντ, ο οποίος ήταν θείος της (γεννήθηκε Φον Ρότσιλντ και πέθανε Ντε Ρότσιλντ) και ,με τον οποίο την χώριζαν αρκετές δεκαετίες , ήταν μιά σημαντική φιγούρα στην κοινωνική ζωή του Παρισιού τον προπερασμένο αιώνα. Η Εβραϊκή οικογένεια Ρότσιλντ δημιούργησε την τεράστια περιουσία της ουσιαστικά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπό τις οδηγίες του Τζέιμς Ρότσιλντ. Η οικονομική αυτοκρατορία που χτίστηκε στην Γαλλία και όχι μόνο επηρέασε την πορεία της χώρας, ενώ η οικογένεια παρ’ότι αντιμετώπιζε την δυσπιστία και τον «ρατσισμό» του κόσμου και θεωρείτο ως νεόπλουτη από την αριστοκρατία που είχε ανακάμψει μετά την περίοδο της επανάστασης (και της «τρομοκρατίας» που ακολούθησε στο τέλος του 18ου αιώνα),κυριάρχησε στην κοινωνική ζωή της Γαλλικής πρωτεύουσας με τους χορούς και τις δεξιώσεις που δίνονταν στο μέγαρό της δυό-τρεις φορές την εβδομάδα.
Ο Ασουλίν μέσω των αναμνήσεων της Μπέτυ ζωντανεύει την κοινωνική ζωή του Παρισιού τον 19ο αιώνα. Το πορτρέτο «θυμάται» αφηγείται την πορεία της οικογένειας προς την οικονομική και κοινωνική δόξα, τις πολιτικές μηχανοραφίες που παίζονταν στους χώρους του μεγάρου-παλατιού-σπιτιού τους ή και στην εξοχική τους «κατοικία». Τους συγγραφείς σαν τον Μπαλζάκ που επιδοτούντο κανονικά από τον Τζέιμς Ρότσιλντ χωρίς όμως εκείνος να παρεμβαίνει στο έργο τους. Τον χλευασμό που εισέπρατταν ως Εβραίοι από την «καλή κοινωνία« της πόλης, αρκετές φορές και μπροστά στα ίδια τους τα μάτια.υποθέτω ότι σε παρόμοιο ύφος και κλίμα κινείται και το αμετάφραστο στη χώρα μας μυθιστόρημα του συγγραφέα «Le dernier des Camondo» (Ο τελευταίος των Καμοντό), που περιγράφει την ιστορία της οικογένειας των Εβραίων Καμοντό, πάμπλουτων συλλεκτών έργων τέχνης που αφανίστηκαν στο Ολοκαύτωμα. Ο Ασουλίν έχει εκδώσει αρκετά βιβλία γύρω από το θέμα των εξαιρετικά πλούσιων Εβραϊκών οικογενειών που γνώρισαν την ακμή τους τον 19ο αιώνα.
Πάνω απ’όλα όμως ο συγγραφέας ακολουθεί την διαδρομή του διάσημου πορτρέτου. Από τις διάφορες οικίες Ρότσιλντ, στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής του Παρισιού όταν μεταφέρθηκε σε ένα λατομείο μαζί με άλλα έργα τέχνης δήθεν για να προστατευτεί. Το πορτρέτο διεσώθη στο τσακ από την ανατίναξη (και την καταστροφή) για να επανέλθει στους κόλπους της οικογένειας. Η Μπέτυ τα παρακολουθεί όλα αυτά μέσα από τον πίνακα στον οποίο είναι «εγκλωβισμένη». Σχολιάζει τα τεκταινόμενα, θυμάται τα παλιά, ενώ από την ματιά της δεν διαφεύγει το βιαστικό πέρασμα των τωρινών επισκεπτών των μουσείων που προσπαθούν να δουν όσο περισσότερα αντικείμενα τέχνης μπορούν στο συντομότερο δυνατό χρόνο με αποτέλεσμα να μη βλέπουν ουσιαστικά τίποτα.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως τοιχογραφία της ζωής της αριστοκρατίας σε μιά ταραγμένη εποχή για την Γαλλία και την Ευρώπη γενικότερα. Η Βαρόνη έζησε την εποχή της επανάστασης του 1848, την εισβολή των Γερμανών και την Κομούνα του Παρισιού το 1870-71, την ανάπτυξη της αστικής τάξης, την εκβιομηχάνιση της χώρας με τους σιδηροδρόμους που στηρίχτηκαν πάνω στα κεφάλαια της τράπεζας των Ρότσιλντ. Ο Ασουλίν από την μία δείχνει να «γοητεύεται» από την ατμόσφαιρα της εποχής, από την άλλη με εξαιρετικό στυλ και ύφος που φέρνει στον νου μεγάλους στυλίστες του γαλλικού μυθιστορήματος έτσι όπως με πολλή «κομψότητα» αναπαριστά τα ελεγχόμενα πάθη, έχει μιά λεπτή ειρωνία στην αναπαράσταση των δεξιώσεων και των «προβληματισμών» των κυριών της εποχής.
Σε παρασέρνει με την γοητεία του, διαβάζεις σχεδόν υπνωτισμένος τις «περιπέτειες και τις εξομολογήσεις» του πορτρέτου, έχει εξαιρετική γλώσσα, η μετάφραση ρέει και συντελεί στην απόλαυση αλλά κάπου το βαριέσαι, ανυπομονείς να τελειώσει. Δεν είναι στο ύψος του υπέροχου «Lutetia...», είναι όμως ένα διαφορετικό βιβλίο περισσότερο ελεγχόμενο . Σου μένει έντονα στην μνήμη η ιδιόμορφη συνομιλία με αυτόν τον υπέροχο πίνακα του Ingres και με το βλέμμα της Μπέτυ να σε αιχμαλωτίζει έτσι ώστε να μη μπορείς να ξεφύγεις από τη ματιά της...
«...Ένα πορτρέτο δεν ανήκει ούτε στον δημιουργό του ούτε στο μοντέλο του ούτε στον χρηματοδότη του ούτε στους κληρονόμους του. Ένα πορτρέτο ανήκει σ’αυτόν που το κοιτάζει. Είναι παραδομένο στην βούληση αυτού που το κοιτάζει. Όποια κι αν είναι αυτή. Τους έχω δει να ανιχνεύουν μια μορφή ικεσίας στο χαμόγελό μου και μια χαϊδευτική παράκληση στο βλέμμα μου· πιστεύουν πως διακρίνουν ένα κάλεσμα να ξεφεύγει από τα χείλη μου, που ικετεύει να ξεχάσουν το όνομά μου, μαζί με καθετί το μυθικό που κουβαλάει, ώστε να μη σκέπτονται παρά την καρδιά μου, ανοιχτή σε όλες τις θλίψεις και τις οδύνες κάτω από την επιφάνεια των μαργαριταριών, του μεταξιού και της δαντέλας με τα οποία είμαι στολισμένη· θα ήταν ικανοί να ερμηνεύσουν μια σκιά κάτω από τη μύτη μου καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια ένοχη πρόθεση του μοντέλου...
Τι δεν έχουν καταλάβει όλοι τους; Απαιτείται περισσότερη ταύτιση με τον καλλιτέχνη και το μοντέλο του. Θα μπορούσαν τότε να καταλάβουν ότι ανάμεσά τους υπάρχει μυστική ταυτοφωνία, είναι απαλλαγμένοι από εξαναγκασμούς και υποχρεώσεις, και οι αισθητικές επιλογές του ενός, συνδυασμένες με την ανεξάρτητη συμπεριφορά της άλλης, δίνουν ένα καλό μάθημα ελευθερίας για κείνον που θα είναι σε θέση να το δει.»
Ο μεγάλος ζωγράφος του 19ου αιώνα Ένγκρ (Ingres), ζωγραφίζει μεταξύ του 1844 και του 1848 το πορτρέτο της βαρόνης Μπέτυ ντε Ρότσιλντ (1801 -1886) .Η Μπέτυ σύζυγος του βαρόνου Τζέιμς ντε Ρότσιλντ, ο οποίος ήταν θείος της (γεννήθηκε Φον Ρότσιλντ και πέθανε Ντε Ρότσιλντ) και ,με τον οποίο την χώριζαν αρκετές δεκαετίες , ήταν μιά σημαντική φιγούρα στην κοινωνική ζωή του Παρισιού τον προπερασμένο αιώνα. Η Εβραϊκή οικογένεια Ρότσιλντ δημιούργησε την τεράστια περιουσία της ουσιαστικά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπό τις οδηγίες του Τζέιμς Ρότσιλντ. Η οικονομική αυτοκρατορία που χτίστηκε στην Γαλλία και όχι μόνο επηρέασε την πορεία της χώρας, ενώ η οικογένεια παρ’ότι αντιμετώπιζε την δυσπιστία και τον «ρατσισμό» του κόσμου και θεωρείτο ως νεόπλουτη από την αριστοκρατία που είχε ανακάμψει μετά την περίοδο της επανάστασης (και της «τρομοκρατίας» που ακολούθησε στο τέλος του 18ου αιώνα),κυριάρχησε στην κοινωνική ζωή της Γαλλικής πρωτεύουσας με τους χορούς και τις δεξιώσεις που δίνονταν στο μέγαρό της δυό-τρεις φορές την εβδομάδα.
Ο Ασουλίν μέσω των αναμνήσεων της Μπέτυ ζωντανεύει την κοινωνική ζωή του Παρισιού τον 19ο αιώνα. Το πορτρέτο «θυμάται» αφηγείται την πορεία της οικογένειας προς την οικονομική και κοινωνική δόξα, τις πολιτικές μηχανοραφίες που παίζονταν στους χώρους του μεγάρου-παλατιού-σπιτιού τους ή και στην εξοχική τους «κατοικία». Τους συγγραφείς σαν τον Μπαλζάκ που επιδοτούντο κανονικά από τον Τζέιμς Ρότσιλντ χωρίς όμως εκείνος να παρεμβαίνει στο έργο τους. Τον χλευασμό που εισέπρατταν ως Εβραίοι από την «καλή κοινωνία« της πόλης, αρκετές φορές και μπροστά στα ίδια τους τα μάτια.υποθέτω ότι σε παρόμοιο ύφος και κλίμα κινείται και το αμετάφραστο στη χώρα μας μυθιστόρημα του συγγραφέα «Le dernier des Camondo» (Ο τελευταίος των Καμοντό), που περιγράφει την ιστορία της οικογένειας των Εβραίων Καμοντό, πάμπλουτων συλλεκτών έργων τέχνης που αφανίστηκαν στο Ολοκαύτωμα. Ο Ασουλίν έχει εκδώσει αρκετά βιβλία γύρω από το θέμα των εξαιρετικά πλούσιων Εβραϊκών οικογενειών που γνώρισαν την ακμή τους τον 19ο αιώνα.
Πάνω απ’όλα όμως ο συγγραφέας ακολουθεί την διαδρομή του διάσημου πορτρέτου. Από τις διάφορες οικίες Ρότσιλντ, στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής του Παρισιού όταν μεταφέρθηκε σε ένα λατομείο μαζί με άλλα έργα τέχνης δήθεν για να προστατευτεί. Το πορτρέτο διεσώθη στο τσακ από την ανατίναξη (και την καταστροφή) για να επανέλθει στους κόλπους της οικογένειας. Η Μπέτυ τα παρακολουθεί όλα αυτά μέσα από τον πίνακα στον οποίο είναι «εγκλωβισμένη». Σχολιάζει τα τεκταινόμενα, θυμάται τα παλιά, ενώ από την ματιά της δεν διαφεύγει το βιαστικό πέρασμα των τωρινών επισκεπτών των μουσείων που προσπαθούν να δουν όσο περισσότερα αντικείμενα τέχνης μπορούν στο συντομότερο δυνατό χρόνο με αποτέλεσμα να μη βλέπουν ουσιαστικά τίποτα.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως τοιχογραφία της ζωής της αριστοκρατίας σε μιά ταραγμένη εποχή για την Γαλλία και την Ευρώπη γενικότερα. Η Βαρόνη έζησε την εποχή της επανάστασης του 1848, την εισβολή των Γερμανών και την Κομούνα του Παρισιού το 1870-71, την ανάπτυξη της αστικής τάξης, την εκβιομηχάνιση της χώρας με τους σιδηροδρόμους που στηρίχτηκαν πάνω στα κεφάλαια της τράπεζας των Ρότσιλντ. Ο Ασουλίν από την μία δείχνει να «γοητεύεται» από την ατμόσφαιρα της εποχής, από την άλλη με εξαιρετικό στυλ και ύφος που φέρνει στον νου μεγάλους στυλίστες του γαλλικού μυθιστορήματος έτσι όπως με πολλή «κομψότητα» αναπαριστά τα ελεγχόμενα πάθη, έχει μιά λεπτή ειρωνία στην αναπαράσταση των δεξιώσεων και των «προβληματισμών» των κυριών της εποχής.
Σε παρασέρνει με την γοητεία του, διαβάζεις σχεδόν υπνωτισμένος τις «περιπέτειες και τις εξομολογήσεις» του πορτρέτου, έχει εξαιρετική γλώσσα, η μετάφραση ρέει και συντελεί στην απόλαυση αλλά κάπου το βαριέσαι, ανυπομονείς να τελειώσει. Δεν είναι στο ύψος του υπέροχου «Lutetia...», είναι όμως ένα διαφορετικό βιβλίο περισσότερο ελεγχόμενο . Σου μένει έντονα στην μνήμη η ιδιόμορφη συνομιλία με αυτόν τον υπέροχο πίνακα του Ingres και με το βλέμμα της Μπέτυ να σε αιχμαλωτίζει έτσι ώστε να μη μπορείς να ξεφύγεις από τη ματιά της...
Δημοσίευση σχολίου