Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011 | Permalink
Τρέχοντας...
Με την λήξη του Β Παγκόσμιου πολέμου αρχίζει να ανατέλλει το άστρο ενός εκ των μέγιστων αθλητών που πέρασαν ποτέ από τους στίβους, του Τσέχου Έμιλ Ζάτοπεκ (1922-2000), το οποίο σβήνει με την είσοδο των Σοβιετικών τανκς στην Πράγα. Η νουβέλα του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα Jean Echenoz, με τίτλο «ΔΡΟΜΟΣ ΑΝΤΟΧΗΣ» (Courir), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. (και εξαιρετικό επίμετρο) Α.Κυριακίδης, σελ. 162) διαβάζεται μέσα σε 2 ώρες και προσφέρει λογοτεχνική δροσιά (σαν καλοκαιρινό αεράκι) περιγράφοντας την ζωή ενός προικισμένου ανθρώπου που οι περισσότεροι γνωρίζουμε το όνομά του σαν κάτι θρυλικό αλλά ελάχιστοι ξέραμε κάτι παραπάνω γι’αυτόν.
Ο Εμίλ (μάλλον γαλλική απόδοση του ονόματός του) Ζάτοπεκ γεννήθηκε σε ένα χωριό της Μοραβίας από πάμπτωχη οικογένεια και δεν κατάφερε να τελειώσει ποτέ το σχολείο αφού για να βοηθήσει την οικογένεια αναγκάστηκε να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων. Η είσοδος των Γερμανών το 1939 τον βρίσκει εργάτη και μακριά από κάθε είδους αθλητική δραστηριότητα. Αναγκαστικά συμμετέχει σε κάτι αγώνες που διοργανώνει η τοπική Βέρμαχτ και διακρίνεται. Αρχίζει να του αρέσει, συμμετέχει και σε άλλους αγώνες, βλέπει το όνομά του στον τοπικό τύπο και «γλυκαίνεται». Ο πόλεμος τελειώνει και η Τσεχοσλοβακία μετατρέπεται σε ένα κράτος-δορυφόρο της Ε.Σ.Σ.Δ. από τους πιο πιστούς και συνεπείς. Ο Εμίλ είναι πλέον πρωταθλητής της χώρας και αρχίζει να συμμετέχει σε διεθνείς αγώνες. Στην αρχή τον κοροϊδεύουν ή στην καλύτερη δεν του δίνουν σημασία. Οι ωραίοι και γυμνασμένοι αθλητές των άλλων χωρών κοιτάζουν με περιφρόνηση τον σκελετωμένο τύπο με τα ελάχιστα μαλλιά που δεν έχει ούτε φόρμα να φορέσει – δεν αργούν όμως να συνειδητοποιήσουν ότι αυτός ο «χάλιας» έχει κόψει πρώτος το νήμα ρίχνοντάς τους ακόμα και ένα γύρο διαφορά…
Το περίεργο στυλ του ξενίζει τους ειδικούς, μπερδεύει τους προπονητές και τους ανταγωνιστές του. « Ο Εμίλ…νομίζεις ότι τρέχει χωρίς να νοιάζεται για τα χέρια του που η σπασμωδική ορμή τους ξεκινάει από πολύ ψηλά και που διαγράφουν περίεργες κινήσει, πότε σηκωμένα ή ριγμένα πίσω, κρεμασμένα ή παγιωμένα σε μια παράλογη χειρονομία, ενώ και οι ώμοι του ανεβοκατεβαίνουν, οι δε αγκώνες του είναι κι αυτοί σηκωμένοι πολύ ψηλά, θαρρείς και κουβαλάει κάτι βαρύ. Στην κούρσα δίνει την εντύπωση ενός πυγμάχου που παλεύει με τη σκιά του, κι έτσι όλο του το σώμα φαίνεται σαν μηχανισμός χαλασμένος, εξαρθρωμένος, επώδυνος, με εξαίρεση την αρμονία των ποδιών του που δαγκώνουν και μασάνε αχόρταγα τον στίβο. Κοντολογίς δεν κάνει τίποτα σαν τους άλλους, που καμιά φορά πιστεύουν πως κάνει ότι του κατέβει.»
Οι νίκες διαδέχονται η μία την άλλη. Ολυμπιακοί αγώνες του 1948, του 1952 αποτελούν τους θριάμβους του Εμίλ. Στην Τσεχοσλοβακία το καθεστώς του δίνει στρατιωτικά αξιώματα αλλά από την άλλη δεν τον αφήνει να πηγαίνει σε αγώνες που γίνονται σε «Δυτικές χώρες». Η καριέρα του θα τελειώσει στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης όταν ένας κουρασμένος και ήδη αρκετά μεγάλος Εμίλ δεν θα τα καταφέρει στον Μαραθώνιο τερματίζοντας 6ος με πολύ κόπο. Θα συνεχίσει να ζει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, αγαπητός από όλους – έχει και τον βαθμό του συνταγματάρχη. Κι εκεί που κανείς δεν το περιμένει ο Εμίλ τάσσεται υπέρ του αμφισβητία Ντούμπτσεκ και στην «Άνοιξη της Πράγας» θα πάρει τον λόγο και θα μιλήσει στο πλήθος που τον αποθεώνει. Η επέμβαση των Σοβιετικών τανκς και η συντριβή των διαδηλωτών θα επαναφέρει ένα ακόμα σκληρότερο καθεστώς και θα αποκαθηλώσει τον λαοφιλή Εμίλ, στέλνοντας τον κατ’αρχήν στα ορυχεία και μετά κάνοντας τον οδοκαθαριστή στους δρόμους της Πράγας, όπου παρατηρήθηκε το μοναδικό φαινόμενο, ο κόσμος αναγνωρίζοντάς τον στους δρόμους άδειαζαν οι ίδιοι τα σκουπίδια τους στο απορριμματοφόρο, ενώ οι «συνάδελφοί» του δεν τον άφηναν να δουλέψει – ο ίδιος για να ευχαριστήσει τους συμπατριώτες του έκανε τροχαδάκια γύρω από το όχημα!
Βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό πεδίο από το έξοχο διήγημα του A.Sillitoe, «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» (το οποίο μεταφέρθηκε ακόμα καλύτερο στον κινηματογράφο), αλλά ούτε έχουμε στα χέρια μας μια τυπική και «αποστειρωμένη» βιογραφία. Ο Εσνόζ, γοητευμένος από την χαλαρή και ευχάριστη προσωπικότητα του μεγάλου δρομέα περιγράφει επεισόδια από τη ζωή του, από τις επιτυχίες του θεωρώντας τις ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Ο Εμίλ ήταν μια δύναμη της φύσης και δεν υπάρχει επαρκής επιστημονική εξήγηση για τα κατορθώματά του, ζώντας δε σε μια περίεργη εποχή λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του που ήταν μάλλον μονότονη και περιχαρακωμένη. Ο συγγραφέας ειρωνικός με τα πολιτικά τεκταινόμενα και τον παραλογισμό του «Ψυχρού πολέμου» μας δίνει το πορτρέτο ενός γλυκού και αξιαγάπητου ταπεινού ανθρώπου που αντιπαραθέτει το χαμόγελο στην αυστηρότητα της εξουσίας και την απλότητα στα πολιτικά μπερδέματα. Μας χαρίζει έναν ήρωα με σάρκα και οστά, ο οποίος με τη βασανισμένη του έκφραση δείχνει να υποφέρει όταν τρέχει και που είτε αποθεώνεται, είτε αποκαθηλώνεται δεν το παίρνει στα σοβαρά, αποδεχόμενος τη ζωή του όπως είναι με αποκορύφωμα την ακροτελεύτια πρόταση του βιβλίου, όταν πια ο Εμίλ τοποθετείται στα υπόγεια του Αθλητικού Κέντρου Πληροφοριών…
«Μια χαρά, λέει ο γλυκός Εμίλ. Αρχειοφύλαξ – μπορεί και να μην άξιζα για παραπάνω.»
Ο Εσνόζ είναι ένας μεγάλος στιλίστας της γραφής και με τις ολιγοσέλιδες νουβέλες του ακολουθεί έναν μοναχικό συγγραφικό δρόμο. Το παρόν «μυθιστόρημα» μαζί με το προηγούμενό του, το «Ραβέλ» είναι ουσιαστικά «δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ», όπως εύστοχα λέει ο μεταφραστής Α.Κυριακίδης στο έξοχο επίμετρο που κλείνει το βιβλίο. Μπορεί να μη φτάνουν στο ύψος του αριστουργηματικού παλαιότερου βιβλίου του συγγραφέα, «Φεύγω» αλλά (κυρίως) ο «Δρόμος αντοχής» είναι ένα τρυφερό και «αγαπησιάρικο» βιβλίο, (κατά Κυριακίδη και πάλι) γραμμένο «…με τον γνωστό εκμυστηρευτικό τόνο του Εσνόζ, που κάπου κάπου στρέφεται και σου απευθύνεται σαν τον δάσκαλο που σηκώνει το βλέμμα απ’την ανάγνωση για να δει αν τον προσέχουν οι μαθητές του».
Mike and the Mechanics - 16 - Silent Running by librofilo
Ο Εμίλ (μάλλον γαλλική απόδοση του ονόματός του) Ζάτοπεκ γεννήθηκε σε ένα χωριό της Μοραβίας από πάμπτωχη οικογένεια και δεν κατάφερε να τελειώσει ποτέ το σχολείο αφού για να βοηθήσει την οικογένεια αναγκάστηκε να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων. Η είσοδος των Γερμανών το 1939 τον βρίσκει εργάτη και μακριά από κάθε είδους αθλητική δραστηριότητα. Αναγκαστικά συμμετέχει σε κάτι αγώνες που διοργανώνει η τοπική Βέρμαχτ και διακρίνεται. Αρχίζει να του αρέσει, συμμετέχει και σε άλλους αγώνες, βλέπει το όνομά του στον τοπικό τύπο και «γλυκαίνεται». Ο πόλεμος τελειώνει και η Τσεχοσλοβακία μετατρέπεται σε ένα κράτος-δορυφόρο της Ε.Σ.Σ.Δ. από τους πιο πιστούς και συνεπείς. Ο Εμίλ είναι πλέον πρωταθλητής της χώρας και αρχίζει να συμμετέχει σε διεθνείς αγώνες. Στην αρχή τον κοροϊδεύουν ή στην καλύτερη δεν του δίνουν σημασία. Οι ωραίοι και γυμνασμένοι αθλητές των άλλων χωρών κοιτάζουν με περιφρόνηση τον σκελετωμένο τύπο με τα ελάχιστα μαλλιά που δεν έχει ούτε φόρμα να φορέσει – δεν αργούν όμως να συνειδητοποιήσουν ότι αυτός ο «χάλιας» έχει κόψει πρώτος το νήμα ρίχνοντάς τους ακόμα και ένα γύρο διαφορά…
Το περίεργο στυλ του ξενίζει τους ειδικούς, μπερδεύει τους προπονητές και τους ανταγωνιστές του. « Ο Εμίλ…νομίζεις ότι τρέχει χωρίς να νοιάζεται για τα χέρια του που η σπασμωδική ορμή τους ξεκινάει από πολύ ψηλά και που διαγράφουν περίεργες κινήσει, πότε σηκωμένα ή ριγμένα πίσω, κρεμασμένα ή παγιωμένα σε μια παράλογη χειρονομία, ενώ και οι ώμοι του ανεβοκατεβαίνουν, οι δε αγκώνες του είναι κι αυτοί σηκωμένοι πολύ ψηλά, θαρρείς και κουβαλάει κάτι βαρύ. Στην κούρσα δίνει την εντύπωση ενός πυγμάχου που παλεύει με τη σκιά του, κι έτσι όλο του το σώμα φαίνεται σαν μηχανισμός χαλασμένος, εξαρθρωμένος, επώδυνος, με εξαίρεση την αρμονία των ποδιών του που δαγκώνουν και μασάνε αχόρταγα τον στίβο. Κοντολογίς δεν κάνει τίποτα σαν τους άλλους, που καμιά φορά πιστεύουν πως κάνει ότι του κατέβει.»
Οι νίκες διαδέχονται η μία την άλλη. Ολυμπιακοί αγώνες του 1948, του 1952 αποτελούν τους θριάμβους του Εμίλ. Στην Τσεχοσλοβακία το καθεστώς του δίνει στρατιωτικά αξιώματα αλλά από την άλλη δεν τον αφήνει να πηγαίνει σε αγώνες που γίνονται σε «Δυτικές χώρες». Η καριέρα του θα τελειώσει στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης όταν ένας κουρασμένος και ήδη αρκετά μεγάλος Εμίλ δεν θα τα καταφέρει στον Μαραθώνιο τερματίζοντας 6ος με πολύ κόπο. Θα συνεχίσει να ζει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, αγαπητός από όλους – έχει και τον βαθμό του συνταγματάρχη. Κι εκεί που κανείς δεν το περιμένει ο Εμίλ τάσσεται υπέρ του αμφισβητία Ντούμπτσεκ και στην «Άνοιξη της Πράγας» θα πάρει τον λόγο και θα μιλήσει στο πλήθος που τον αποθεώνει. Η επέμβαση των Σοβιετικών τανκς και η συντριβή των διαδηλωτών θα επαναφέρει ένα ακόμα σκληρότερο καθεστώς και θα αποκαθηλώσει τον λαοφιλή Εμίλ, στέλνοντας τον κατ’αρχήν στα ορυχεία και μετά κάνοντας τον οδοκαθαριστή στους δρόμους της Πράγας, όπου παρατηρήθηκε το μοναδικό φαινόμενο, ο κόσμος αναγνωρίζοντάς τον στους δρόμους άδειαζαν οι ίδιοι τα σκουπίδια τους στο απορριμματοφόρο, ενώ οι «συνάδελφοί» του δεν τον άφηναν να δουλέψει – ο ίδιος για να ευχαριστήσει τους συμπατριώτες του έκανε τροχαδάκια γύρω από το όχημα!
Βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό πεδίο από το έξοχο διήγημα του A.Sillitoe, «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» (το οποίο μεταφέρθηκε ακόμα καλύτερο στον κινηματογράφο), αλλά ούτε έχουμε στα χέρια μας μια τυπική και «αποστειρωμένη» βιογραφία. Ο Εσνόζ, γοητευμένος από την χαλαρή και ευχάριστη προσωπικότητα του μεγάλου δρομέα περιγράφει επεισόδια από τη ζωή του, από τις επιτυχίες του θεωρώντας τις ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Ο Εμίλ ήταν μια δύναμη της φύσης και δεν υπάρχει επαρκής επιστημονική εξήγηση για τα κατορθώματά του, ζώντας δε σε μια περίεργη εποχή λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του που ήταν μάλλον μονότονη και περιχαρακωμένη. Ο συγγραφέας ειρωνικός με τα πολιτικά τεκταινόμενα και τον παραλογισμό του «Ψυχρού πολέμου» μας δίνει το πορτρέτο ενός γλυκού και αξιαγάπητου ταπεινού ανθρώπου που αντιπαραθέτει το χαμόγελο στην αυστηρότητα της εξουσίας και την απλότητα στα πολιτικά μπερδέματα. Μας χαρίζει έναν ήρωα με σάρκα και οστά, ο οποίος με τη βασανισμένη του έκφραση δείχνει να υποφέρει όταν τρέχει και που είτε αποθεώνεται, είτε αποκαθηλώνεται δεν το παίρνει στα σοβαρά, αποδεχόμενος τη ζωή του όπως είναι με αποκορύφωμα την ακροτελεύτια πρόταση του βιβλίου, όταν πια ο Εμίλ τοποθετείται στα υπόγεια του Αθλητικού Κέντρου Πληροφοριών…
«Μια χαρά, λέει ο γλυκός Εμίλ. Αρχειοφύλαξ – μπορεί και να μην άξιζα για παραπάνω.»
Ο Εσνόζ είναι ένας μεγάλος στιλίστας της γραφής και με τις ολιγοσέλιδες νουβέλες του ακολουθεί έναν μοναχικό συγγραφικό δρόμο. Το παρόν «μυθιστόρημα» μαζί με το προηγούμενό του, το «Ραβέλ» είναι ουσιαστικά «δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ», όπως εύστοχα λέει ο μεταφραστής Α.Κυριακίδης στο έξοχο επίμετρο που κλείνει το βιβλίο. Μπορεί να μη φτάνουν στο ύψος του αριστουργηματικού παλαιότερου βιβλίου του συγγραφέα, «Φεύγω» αλλά (κυρίως) ο «Δρόμος αντοχής» είναι ένα τρυφερό και «αγαπησιάρικο» βιβλίο, (κατά Κυριακίδη και πάλι) γραμμένο «…με τον γνωστό εκμυστηρευτικό τόνο του Εσνόζ, που κάπου κάπου στρέφεται και σου απευθύνεται σαν τον δάσκαλο που σηκώνει το βλέμμα απ’την ανάγνωση για να δει αν τον προσέχουν οι μαθητές του».
Mike and the Mechanics - 16 - Silent Running by librofilo
Δημοσίευση σχολίου