Πέμπτη, Ιανουαρίου 20, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 20, 2011 | Permalink
10 ώρες δυτικά
Κλείνοντας το post που είχα γράψει για το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη «Ο ΕΠΙΒΑΤΗΣ» κάποια χρόνια πριν, έγραφα τότε «...Θα περιμένω την επόμενη απόπειρα του Γ.Γλυκοφρύδη με μεγάλη περιέργεια γιατί θεωρώ ότι έβαλε ψηλά τον πήχυ γιά τον εαυτό του με το βιβλίο αυτό.Είναι εμφανής η προεργασία πάνω στα ιστορικά γεγονότα και στην ανάλυση των διαδρομών που ακολουθεί ο κεντρικός ήρωας όπως επίσης και των σημείων της δράσης.Θα είναι πολύ δύσκολη η συνέχεια,αλλά αντιλαμβάνομαι ότι του αρέσουν οι προκλήσεις.»
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει με την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος του συγγραφέα, με τίτλο «10 ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ», (Εκδ. Ελλ.Γράμματα, σελ.415) είναι εάν αυτός ο «πήχυς» που προανέφερα ξεπεράστηκε και εάν το πρόσφατο μυθιστόρημα του Γλυκοφρύδη είναι ίσης ή μεγαλύτερης αξίας από το πρώτο. Θα είμαι ξεκάθαρος από την αρχή, η απάντηση είναι «σίγουρα όχι». Οι «10 ώρες…» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με αρκετά καλά στοιχεία, κινηματογραφική γραφή αλλά εξαιρετικά άνισο και με προβλήματα δομής.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 3 μέρη. Το πρώτο μέρος (Οι έξι μαύροι κύκλοι), διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη και αφορά την δράση του Σταύρου, ενός δωσίλογου που πολύ νέος κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής έκανε (κυριολεκτικά) όργια εις βάρος των Εβραίων της πόλης, συνεργαζόμενος ενεργά με τους κατακτητές, είτε ως «κουκουλοφόρος» υποδεικνύοντας «ενόχους», είτε ως χαφιές. Ο Σταύρος με το τέλος του πολέμου εξαφανίζεται με μια τεράστια περιουσία από συλημένα σπίτια εβραίων τα οποία είχε σταμπάρει κατά την διάρκεια της δράσης του.
Στο δεύτερο μέρος (Στον Άλφα του Κενταύρου) το οποίο είναι και το μεγαλύτερο, η ηρωίδα είναι η Αριάδνη, η οποία είναι η εγγονή του Σταύρου και η οποία έχει έρθει στην Θες/νίκη ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια Γεωλογίας. Η Αριάδνη είναι μια (υπερβολικά ίσως) ανέμελη και πανέμορφη κοπέλα, που αγνοεί παντελώς τα κατορθώματα του παππού της. Κατά την διαμονή της στην πόλη ερωτεύεται τον Μωυσή, του οποίου η οικογένεια είναι εκείνη η οποία υπέφερε ίσως περισσότερο από όλες από την δράση του Σταύρου και επί χρόνια ψάχνει τα ίχνη του. Μετά το αρχικό σοκ και των δύο, το νεαρό ζευγάρι προετοιμάζει την εκδίκησή του.
Το τρίτο μέρος (10 ώρες δυτικά) ουσιαστικά κλείνει το μυθιστόρημα και αναφέρεται στην κοινή (πλέον) ζωή της Αριάδνης και του Μωυσή και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σχέση τους, οι αλλαγές που επήλθαν στις προσωπικότητές τους μετά τα συνταρακτικά γεγονότα που καθόρισαν την ζωή τους.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι εξαιρετικό. Η περίοδος της Κατοχής και η δράση του Σταύρου, καθώς και η ατμόσφαιρα τρόμου και εξαθλίωσης περιγράφονται συγκλονιστικά και με σεβασμό στις ιστορικές πηγές τις οποίες χρησιμοποίησε. Η μυθιστορηματική περιγραφή των πιο «τρανταχτών» γεγονότων κατά των Εβραίων στην Θεσ/νίκη της κατοχής είναι (τουλάχιστον) συγκινητική. Ο Σταύρος περιγράφεται ως ένα ανθρωπόμορφο τέρας, τηρώντας την οικογενειακή παράδοση του μίσους, αφού ο πατέρας του αναφέρεται ως συμμετέχων ενεργά στα (ντροπιαστικά) γεγονότα του Κάμπελ και του 151 ("Οι εβραίοι της Θεσ/νίκης δεν είναι έλληνες πατριώτες αλλά εβραίοι πατριώτες. Αισθάνονται πιο κοντά στους τούρκους απ’ ότι σε μας" τ.ε. Ελευθ. Βενιζέλος - για να μη ξεχνιόμαστε...), στην προπολεμική Θεσ/νίκη. Δυστυχώς όλη η ατμόσφαιρα που είχε «χτίσει» ο Γλυκοφρύδης στο πρώτο μέρος, εξαφανίζεται στη συνέχεια του μυθιστορήματος. Το δεύτερο μέρος είναι αργό και φλύαρο, οι ήρωες είναι αχνοί και διάφανοι, οι εξαντλητικές λεπτομέρειες των συνομιλιών και των κινήσεων (ακόμη και των πιο ανούσιων) – που ενδεχομένως να είχαν μια γοητεία στην μεγάλη οθόνη -κουράζουν τον αναγνώστη και δεν προσθέτουν τίποτα στην ανέλιξη της ιστορίας. Οι «αποκαλύψεις» για το οικογενειακό παρελθόν στους δύο αδαείς ερωτευμένους (των οποίων η «ναϊβιτέ» μάλλον δεν ταιριάζει με το εκπαιδευτικό τους background), δεν γίνονται με πειστικό τρόπο ενώ η «εκδίκηση» και τα μέσα που χρησιμοποιούνται δεν φαίνονται ιδιαίτερα αληθοφανή και ουσιαστικά. Το μυθιστόρημα ξαναβρίσκει τον ρυθμό του στο τρίτο μέρος, όπου το ζευγάρι προσπαθεί να αποτινάξει το βαρύ οικογενειακό παρελθόν και να χτίσει την (άνετη και οικονομικά φροντισμένη έτσι κι αλλιώς) ζωή του.
Οι διεγνωσμένες αρετές του Γλυκοφρύδη που είχαν φανεί στο πρώτο του μυθιστόρημα είναι ευδιάκριτες στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Κινηματογραφική γραφή, ωραίοι διάλογοι, καλή χρήση των χώρων και των χρονικών πλαισίων, προσοχή στις ιστορικές λεπτομέρειες και αποφυγή πολιτικών ακροτήτων – έτσι κι αλλιώς αναφέρεται σε γεγονότα ήδη πασίγνωστα και αδιαμφισβήτητα όσο κι αν ενοχλούν κάποιους. Από την άλλη όμως η εμμονή στις λεπτομέρειες τον έχουν οδηγήσει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα σε «αστοχίες», ενώ προβληματική είναι και η ανάπτυξη των χαρακτήρων. Η περιγραφή σε 4 ολόκληρες σελίδες μιάς σκηνής όπου μια μουρλοκακομοίρα (ακόμα κι αν έχει την εμφάνιση μιας εκπάγλου καλλονής κοκκινομάλλας όπως περιγράφεται η Αριάδνη) μπαίνει σε ένα μπαρ και χορεύει σαν ξεβιδωμένη μπροστά σε πύρκαβλους θαμώνες μπορεί να στέκουν σε μια κινηματογραφική παραγωγή αλλά αναγνωστικά μάλλον αμηχανία προκαλούν, ενώ πολλή κουβέντα γίνεται για ένα τσιγάρο που θα ανάψει κάποιος ή για μια επίσκεψη στην τουαλέτα αλλά για γεγονότα που θα έπρεπε να διευκρινίζονται και απορίες που δημιουργεί η πλοκή που θα έπρεπε να αποσαφηνίζονται δεν υπάρχει καμμία αναφορά. Θεωρώ ότι είναι εμφανής στο βιβλίο, όπως και σε άλλα ελληνικά μυθιστορήματα, η έλλειψη ενός καλού editor, που θα συμμάζευε τα πράγματα. Ο αργός ρυθμός που επιλέγει ο συγγραφέας μετά το πρώτο μέρος αποβαίνει σε βάρος του μυθιστορήματος και υποβαθμίζει τις αρκετές αρετές του που είχαν διαφανεί στις πρώτες εκατό σελίδες και προδιάθεταν για ανάλογη συνέχεια της ιστορίας – εάν αυτό ήταν συνειδητή επιλογή, προσωπικά την βρίσκω ατυχή αλλά τουλάχιστον είναι θαρραλέα και έχει στυλ.
Υ.Γ. Η ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε ο Γ.Γλυκοφρύδης για το βιβλίο υπάρχει στο site του ενώ για το μυθιστόρημα έχουν καταθέσει τις απόψεις τους, ο Πατριάρχης Φώτιος στο blog του καθώς και η Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου στο blog που διατηρεί.
04 Monika - Away From My Land by librofilo
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει με την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος του συγγραφέα, με τίτλο «10 ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ», (Εκδ. Ελλ.Γράμματα, σελ.415) είναι εάν αυτός ο «πήχυς» που προανέφερα ξεπεράστηκε και εάν το πρόσφατο μυθιστόρημα του Γλυκοφρύδη είναι ίσης ή μεγαλύτερης αξίας από το πρώτο. Θα είμαι ξεκάθαρος από την αρχή, η απάντηση είναι «σίγουρα όχι». Οι «10 ώρες…» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με αρκετά καλά στοιχεία, κινηματογραφική γραφή αλλά εξαιρετικά άνισο και με προβλήματα δομής.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 3 μέρη. Το πρώτο μέρος (Οι έξι μαύροι κύκλοι), διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη και αφορά την δράση του Σταύρου, ενός δωσίλογου που πολύ νέος κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής έκανε (κυριολεκτικά) όργια εις βάρος των Εβραίων της πόλης, συνεργαζόμενος ενεργά με τους κατακτητές, είτε ως «κουκουλοφόρος» υποδεικνύοντας «ενόχους», είτε ως χαφιές. Ο Σταύρος με το τέλος του πολέμου εξαφανίζεται με μια τεράστια περιουσία από συλημένα σπίτια εβραίων τα οποία είχε σταμπάρει κατά την διάρκεια της δράσης του.
Στο δεύτερο μέρος (Στον Άλφα του Κενταύρου) το οποίο είναι και το μεγαλύτερο, η ηρωίδα είναι η Αριάδνη, η οποία είναι η εγγονή του Σταύρου και η οποία έχει έρθει στην Θες/νίκη ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια Γεωλογίας. Η Αριάδνη είναι μια (υπερβολικά ίσως) ανέμελη και πανέμορφη κοπέλα, που αγνοεί παντελώς τα κατορθώματα του παππού της. Κατά την διαμονή της στην πόλη ερωτεύεται τον Μωυσή, του οποίου η οικογένεια είναι εκείνη η οποία υπέφερε ίσως περισσότερο από όλες από την δράση του Σταύρου και επί χρόνια ψάχνει τα ίχνη του. Μετά το αρχικό σοκ και των δύο, το νεαρό ζευγάρι προετοιμάζει την εκδίκησή του.
Το τρίτο μέρος (10 ώρες δυτικά) ουσιαστικά κλείνει το μυθιστόρημα και αναφέρεται στην κοινή (πλέον) ζωή της Αριάδνης και του Μωυσή και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σχέση τους, οι αλλαγές που επήλθαν στις προσωπικότητές τους μετά τα συνταρακτικά γεγονότα που καθόρισαν την ζωή τους.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι εξαιρετικό. Η περίοδος της Κατοχής και η δράση του Σταύρου, καθώς και η ατμόσφαιρα τρόμου και εξαθλίωσης περιγράφονται συγκλονιστικά και με σεβασμό στις ιστορικές πηγές τις οποίες χρησιμοποίησε. Η μυθιστορηματική περιγραφή των πιο «τρανταχτών» γεγονότων κατά των Εβραίων στην Θεσ/νίκη της κατοχής είναι (τουλάχιστον) συγκινητική. Ο Σταύρος περιγράφεται ως ένα ανθρωπόμορφο τέρας, τηρώντας την οικογενειακή παράδοση του μίσους, αφού ο πατέρας του αναφέρεται ως συμμετέχων ενεργά στα (ντροπιαστικά) γεγονότα του Κάμπελ και του 151 ("Οι εβραίοι της Θεσ/νίκης δεν είναι έλληνες πατριώτες αλλά εβραίοι πατριώτες. Αισθάνονται πιο κοντά στους τούρκους απ’ ότι σε μας" τ.ε. Ελευθ. Βενιζέλος - για να μη ξεχνιόμαστε...), στην προπολεμική Θεσ/νίκη. Δυστυχώς όλη η ατμόσφαιρα που είχε «χτίσει» ο Γλυκοφρύδης στο πρώτο μέρος, εξαφανίζεται στη συνέχεια του μυθιστορήματος. Το δεύτερο μέρος είναι αργό και φλύαρο, οι ήρωες είναι αχνοί και διάφανοι, οι εξαντλητικές λεπτομέρειες των συνομιλιών και των κινήσεων (ακόμη και των πιο ανούσιων) – που ενδεχομένως να είχαν μια γοητεία στην μεγάλη οθόνη -κουράζουν τον αναγνώστη και δεν προσθέτουν τίποτα στην ανέλιξη της ιστορίας. Οι «αποκαλύψεις» για το οικογενειακό παρελθόν στους δύο αδαείς ερωτευμένους (των οποίων η «ναϊβιτέ» μάλλον δεν ταιριάζει με το εκπαιδευτικό τους background), δεν γίνονται με πειστικό τρόπο ενώ η «εκδίκηση» και τα μέσα που χρησιμοποιούνται δεν φαίνονται ιδιαίτερα αληθοφανή και ουσιαστικά. Το μυθιστόρημα ξαναβρίσκει τον ρυθμό του στο τρίτο μέρος, όπου το ζευγάρι προσπαθεί να αποτινάξει το βαρύ οικογενειακό παρελθόν και να χτίσει την (άνετη και οικονομικά φροντισμένη έτσι κι αλλιώς) ζωή του.
Οι διεγνωσμένες αρετές του Γλυκοφρύδη που είχαν φανεί στο πρώτο του μυθιστόρημα είναι ευδιάκριτες στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Κινηματογραφική γραφή, ωραίοι διάλογοι, καλή χρήση των χώρων και των χρονικών πλαισίων, προσοχή στις ιστορικές λεπτομέρειες και αποφυγή πολιτικών ακροτήτων – έτσι κι αλλιώς αναφέρεται σε γεγονότα ήδη πασίγνωστα και αδιαμφισβήτητα όσο κι αν ενοχλούν κάποιους. Από την άλλη όμως η εμμονή στις λεπτομέρειες τον έχουν οδηγήσει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα σε «αστοχίες», ενώ προβληματική είναι και η ανάπτυξη των χαρακτήρων. Η περιγραφή σε 4 ολόκληρες σελίδες μιάς σκηνής όπου μια μουρλοκακομοίρα (ακόμα κι αν έχει την εμφάνιση μιας εκπάγλου καλλονής κοκκινομάλλας όπως περιγράφεται η Αριάδνη) μπαίνει σε ένα μπαρ και χορεύει σαν ξεβιδωμένη μπροστά σε πύρκαβλους θαμώνες μπορεί να στέκουν σε μια κινηματογραφική παραγωγή αλλά αναγνωστικά μάλλον αμηχανία προκαλούν, ενώ πολλή κουβέντα γίνεται για ένα τσιγάρο που θα ανάψει κάποιος ή για μια επίσκεψη στην τουαλέτα αλλά για γεγονότα που θα έπρεπε να διευκρινίζονται και απορίες που δημιουργεί η πλοκή που θα έπρεπε να αποσαφηνίζονται δεν υπάρχει καμμία αναφορά. Θεωρώ ότι είναι εμφανής στο βιβλίο, όπως και σε άλλα ελληνικά μυθιστορήματα, η έλλειψη ενός καλού editor, που θα συμμάζευε τα πράγματα. Ο αργός ρυθμός που επιλέγει ο συγγραφέας μετά το πρώτο μέρος αποβαίνει σε βάρος του μυθιστορήματος και υποβαθμίζει τις αρκετές αρετές του που είχαν διαφανεί στις πρώτες εκατό σελίδες και προδιάθεταν για ανάλογη συνέχεια της ιστορίας – εάν αυτό ήταν συνειδητή επιλογή, προσωπικά την βρίσκω ατυχή αλλά τουλάχιστον είναι θαρραλέα και έχει στυλ.
Υ.Γ. Η ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε ο Γ.Γλυκοφρύδης για το βιβλίο υπάρχει στο site του ενώ για το μυθιστόρημα έχουν καταθέσει τις απόψεις τους, ο Πατριάρχης Φώτιος στο blog του καθώς και η Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου στο blog που διατηρεί.
04 Monika - Away From My Land by librofilo
Δημοσίευση σχολίου