Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011 | Permalink
Laurence Cossé - Η μαγεία της βιβλιοφιλίας και το αδιέξοδο μιας "απόδειξης"
Δεν υπάρχει (αληθινός) βιβλιόφιλος, ο οποίος θα μείνει ασυγκίνητος καθώς θα διατρέχει τις σελίδες του τόσο γοητευτικού (και αγαπησιάρικου) μυθιστορήματος της Γαλλίδας συγγραφέως (γεν.1950) Laurence Cossé με τίτλο «ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ» (Au bon roman), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Κυριακίδης, σελ.451). Χωρίς να είναι αριστούργημα και χωρίς να διεκδικεί τρομερές ποιοτικές δάφνες, το βιβλίο της Κοσέ είναι ένα ουτοπικό μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που αγαπούν το καλό βιβλίο.
Γραμμένο με έξυπνη και κινηματογραφική γραφή, το «Στο καλό μυθιστόρημα» έχει τη δομή ενός αστυνομικού θρίλερ – σημείο που αποτελεί και την μεγάλη αδυναμία του. Ο μποέμ Ιβάν και η πλούσια εστέτ Φραντσέσκα μετά από μια τυχαία συνάντηση σε ένα βιβλιοπωλείο που διαχειρίζεται ο πρώτος, σε ένα χειμερινό θέρετρο, αποφασίζουν να ανοίξουν ένα διαφορετικό βιβλιοπωλείο στο Παρίσι σε ένα χώρο που διαθέτει η δεύτερη σε μια ακριβή συνοικία. Στο βιβλιοπωλείο θα διαθέτουν μόνο «καλά» μυθιστορήματα και διηγήματα, όχι best-sellers ή καινούργιες εκδόσεις. Την επιλογή του υλικού τους την αναθέτουν σε μια επιτροπή 8 (όχι ιδιαίτερα ευπώλητων) συγγραφέων που έχουν ξεχωρίσει για την ποιότητα των βιβλίων τους και για τις ιδέες τους. Πρόθεση τους αρχικά είναι να ξεκινήσουν με 3000 τίτλους και για να καταφέρουν να πιάσουν τον στόχο, οι συγγραφείς/εκλέκτορες πρέπει να παραδώσουν μια λίστα από 600 τίτλους ο καθένας, ούτως ώστε (με τις αναπόφευκτες ομοιότητες στις προτάσεις) να επιτευχθεί ο επιθυμητός αριθμός.
Αναγκαστικά λόγω εντοπιότητος, η κατεύθυνση του βιβλιοπωλείου είναι Γαλλοκεντρική γι’αυτό οι εκλέκτορες πρέπει να επιλέξουν τους μισούς τίτλους από την Γαλλική παραγωγή. Οι εκλέκτορες παίρνουν ψευδώνυμα της επιλογής τους και τα ονόματά τους δεν πρόκειται να δημοσιοποιηθούν ενώ οι προτάσεις τους θα ανοιχθούν όλες μαζί έτσι ώστε ο Ιβάν και η Φραντσέσκα να μη γνωρίζουν τις επιλογές τους. Τα κάποια προβλήματα που ανακύπτουν από τις προτάσεις των 8 τα επιλύουν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης προσθέτοντας και εκείνοι με τη σειρά τους κάποιους τίτλους ενώ η πρόσφατη παραγωγή βρίσκει κι αυτή τη θέση της στα ράφια μετά από ένα χρόνο από την ημέρα κυκλοφορίας και κατόπιν ανάγνωσης από τον Ιβάν και την Φραντσέσκα.
Το βιβλιοπωλείο μετά από μια έξυπνη και πανάκριβη διαφημιστική καμπάνια ανοίγει και σημειώνει εξαιρετική επιτυχία. Ο κόσμος το αγκαλιάζει από την αρχή και αρκετοί πελάτες αρνούνται να φύγουν το βράδυ όταν πρέπει να κλείσει, θεωρώντας το ως προέκταση του σπιτιού τους. Τα βιβλία πουλιούνται σαν ζεστό ψωμί και η ιδέα των δύο ρομαντικών γίνεται “talk of the town” όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και παγκόσμια. Η επιτυχία όμως φέρνει το μίσος και τον φθόνο. Συγγραφείς που τα βιβλία τους δεν είναι στη λίστα, εκδότες που δεν βλέπουν να υπάρχουν στις προθήκες του πιο hot μαγαζιού στην πόλη, δημοσιογράφοι που εξυπηρετούν συμφέροντα, βιβλιοπωλεία-πολυκαταστήματα που θεωρούν ότι θίγονται από τον (αποκαλούμενο ή και υποτιθέμενο) «αριστοκρατισμό» του πρωτότυπου βιβλιοπωλείου. Όλοι αυτοί ξεκινούν έναν αγώνα δυσφήμισης και βρώμικου ανταγωνισμού ο οποίος θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εάν δεν έμπαινε στη μέση η βία. 3 από τα μέλη της επιτροπής, συγγραφείς που ζουν στην επαρχία δέχονται επιθέσεις, οι οποίες στην αρχή φαίνονται ασύνδετες αλλά όταν τις καταγγέλουν στον Ιβάν εκείνος μαζί με την συνεργάτιδα του προσφεύγουν στην αστυνομία για βοήθεια. Την υπόθεση αναλαμβάνει ένας βιβλιόφιλος αστυνομικός ο οποίος θα την επιλύσει με σχετική ευκολία αλλά μέχρι τότε θα έχουν αλλάξει πολλά…
«Θέλουμε βιβλία χρήσιμα, βιβλία που να μπορούμε να τα διαβάσουμε την επομένη μιας κηδείας, όταν δεν έχουμε πια άλλα δάκρυα, όταν δεν μπορούμε ούτε να σταθούμε στα πόδια μας, έτσι όπως μας έχει απανθρακώσει ο πόνος• βιβλία που να είναι εκεί σαν συγγενείς όταν έχουμε συγυρίσει το δωμάτιο του νεκρού παιδιού, έχουμε αντιγράψει το ημερολόγιό του για να το έχουμε πάντα μαζί μας, έχουμε μυρίσει χιλιάδες φορές τα ρούχα του στη στεγνώστρα, κι όταν δεν μπορούμε πιά να κάνουμε τίποτα• βιβλία για τις νύχτες όπου, παρά την εξάντλησή μας, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, και δε θέλουμε άλλο απ΄το να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από εικόνες που μας στοιχειώνουν• βιβλία που να έχουν ειδικό βάρος και να μην μπορούμε να τ’αφήσουμε απ’τα χέρια μας όταν συνέχεια αντηχεί στ’αφτιά μας η ψιθυριστή κουβέντα του αστυνομικού: «Δε θα ξαναδείτε ζωντανή την κόρη σας»• όταν δεν μπορούμε πια να θυμόμαστε που ψάχναμε τον μικρό Ζαν παντού στο σπίτι, κι ύστερα σαν τρελοί στον κήπο, όταν είκοσι φορές τη νύχτα τον βρίσκουμε στη μικρή γούρνα, μπρούμυτα σε τριάντα εκατοστά νερό• βιβλία που να μπορούμε να τα δώσουμε σ’αυτή τη φίλη που ο γιός της κρεμάστηκε στην κάμαρά του πριν από δύο μήνες κι είναι σαν να μη πέρασε ούτε ώρα• στον αδελφό που η αρρώστια τον έχει κάνει αγνώριστο…
Θέλουμε βιβλία γραμμένα για μας που αμφισβητούμε τα πάντα, που κλαίμε με το τίποτα, που τιναζόμαστε στον παραμικρό θόρυβο πίσω μας.
Θέλουμε βιβλία που να’χουν στοιχίσει πολύ στον συγγραφέα του, βιβλία όπου να έχουν εναποτεθεί τα χρόνια της δουλειάς του, η πιασμένη ράχη του, τα μπλοκαρίσματά του, η τρέλα του κάτι στιγμές που νόμιζε ότι χανόταν, η αποθάρρυνσή του, το κουράγιο του, το άγχος του, το πείσμα του, το ρίσκο της αποτυχίας που πήρε.
Θέλουμε όμορφα βιβλία που να βυθίζονται στην ομορφιά του πραγματικού και να μας κρατούν εκεί• βιβλία που να μας αποδεικνύουν ότι, στον κόσμο, η αγάπη λειτουργεί στο πλευρό του Κακού, αλλά και εναντίον του, καμιά φορά αδιακρίτως, και πάντα έτσι θα λειτουργεί, όπως και ο πόνος θα πληγώνει πάντα τις καρδιές. Θέλουμε καλά μυθιστορήματα.
Θέλουμε βιβλία που να μην παραγνωρίζουν τίποτα από την ανθρώπινη τραγωδία, τίποτα από τα καθημερινά θαύματα• βιβλία που να γεμίσουν πάλι τα πνευμόνια μας με αέρα.»
Περισσότερο μανιφέστο βιβλιοφιλίας και λιγότερο μυθιστόρημα, το βιβλίο της Κοσέ ποντάρει στη δύναμη του συναισθήματος και στην γοητεία του θέματος και της υπέροχης (αυτοκτονικής βέβαια με καθαρά οικονομικούς όρους) ουτοπικής ιδέας. Ο βιβλιόφιλος αναγνώστης συγκινείται και ζηλεύει (που δεν μπορεί εκείνος να υλοποιήσει την ιδέα), παρασύρεται και δεν προσέχει τις χτυπητές αδυναμίες της πλοκής.
Μ’άρεσε τόσο το βιβλίο, απόλαυσα την (μυθιστορηματική έστω) προσπάθεια υλοποίησης ενός ωραίου βιβλιοπωλείου και δεν στέκομαι στο ότι η αστυνομική πλοκή είναι υποτυπώδης ίσως δε προσχηματική, το πάθος του Ιβάν για την μυστηριώδη Ανίς είναι χλιαρό και ανούσιο. Αφήνω στην άκρη τις γκρίνιες γύρω από το ηθικό θέμα που προκύπτει περί της υποκειμενικής επιλογής και στο τι είναι καλό και τι κακό μυθιστόρημα. Θέλω απλά να απολαμβάνω τις σελίδες της δημιουργίας του βιβλιοπωλείου - όνειρο, να ανατρέχω στους προτεινόμενους συγγραφείς και να διαπιστώνω τις ελλείψεις μου πάνω στη Γαλλική γραμματολογία. Να συμβουλεύομαι το εκπληκτικό site του βιβλίου με τη λίστα ορισμένων από τους προτεινόμενους τίτλους και να διαφωνώ ή να συμφωνώ μαζί τους.
Ένα εξίσου έξυπνο εύρημα (όπως αυτό του βιβλιοπωλείου με τα «καλά μυθιστορήματα) χρησιμοποίησε η Laurence Cossé και στο έτερο μυθιστόρημα / νουβέλα της που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά με τίτλο «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ» (Le Coin de voile), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ρ.Παπαδάκη, σελ. 268).
Αν υποθέσουμε ότι κάποιος βρήκε την απόδειξη της ύπαρξης Θεού τότε τι γίνεται; Αυτή την ιδέα πραγματεύεται με παιχνιδιάρικο και μάλλον διασκεδαστικό τρόπο η συγγραφέας εξετάζοντας το θέμα περισσότερο από κοινωνική και πρακτική πλευρά παρά από θεολογική (η οποία εμπεριέχει διάφορους κινδύνους).
Στο τάγμα των Ιησουιτών στο Παρίσι («Καζουιστές» στο κείμενο) δύο από τα εξέχοντα και παλαιότερα μέλη του γίνονται αποδέκτες μια επιστολής που αποδεικνύει με ατράνταχτο και αδιαπραγμάτευτο τρόπο την ύπαρξη του Θεού. Με το που διαβάζουν την επιστολή πείθονται αμέσως και το ίδιο συναίσθημα νιώθουν ένας-δύο άτομα της εμπιστοσύνης τους που την διαβάζουν κι αυτοί. Όταν ενημερώνεται ο Έπαρχος (Διοικητής) του Τάγματος γι’αυτό το τεράστιας σημασίας γεγονός αρνείται να διαβάσει την επιστολή και ενημερώνει τον Πρωθυπουργό ο οποίος πείθεται αμέσως για την «απόδειξη» και ενημερώνει τους υπουργούς του, διότι διαβλέπει τις προεκτάσεις του γεγονότος αυτού όταν διαρρεύσει στο πλατύ κοινό. Η λύση θα δοθεί από το Βατικανό όταν θα κληθούν στην Αγία Έδρα οι αποδέκτες της επιστολής-δυναμίτης.
«…Καταλάβαινε πως μέσα σε λίγες βδομάδες, η απόδειξη ύπαρξης του Θεού θα μπορούσε να καταστρέψει την ισορροπία του κοσμικού κράτους. Γιατί η ισορροπία βασίζεται στην αβεβαιότητα ύπαρξης του Θεού. Η απουσία απόδειξης της ύπαρξης του Θεού επιβάλλει στους άπιστους• αλλά και η απουσία απόδειξης της ανυπαρξίας Του, τον σεβασμό στους πιστούς.
Αν οι πιστοί έβλεπαν τις πεποιθήσεις τους να επιβεβαιώνονται, θα άνοιγε διάπλατα η πόρτα στον φανατισμό! Και πόση οργή θα απλωνόταν στο στρατόπεδο των απίστων!
Μπορεί ο αθεϊσμός και ο αγνωστικισμός να γίνονταν λέξεις κενές νοήματος, δεν θα ίσχυε όμως το ίδιο για την ελευθερία. Ο σύγχρονος άνθρωπος θα αρνιόταν να εγκαταλείψει την ελεύθερη βούλησή του. Για κάθε εκατό που θα γονάτιζαν, άλλοι εκατό θα έμεναν όρθιοι.»
Είναι μια έξυπνη ιδέα που μένει απλώς ιδέα. Η νουβέλα της Κοσέ μοιάζει ανολοκλήρωτη, αγωνία δεν υπάρχει, ενώ παρά το «άπλωμα» των σελίδων και του πλήθους των προσώπων / χαρακτήρων που εισέρχονται στη δράση, η φλυαρία και οι εξυπνάδες κυριαρχούν ενώ το αστυνομικό ή θριλερίστικο στοιχείο είναι τόσο αχνό που γίνεται αόρατο. Με ένα θέμα που θα μπορούσε να προβληματίσει ή να διακωμωδήσει (ανάλογα με τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει ο συγγραφέας), τελικά όλα μένουν μετέωρα και σχηματοποιημένα – το ίδιο πάνω, κάτω έπαθε και ο καλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι στην άνιση ταινία του «Habemus Papam» - αποδεικνύοντας την «επικινδυνότητα» τέτοιων προβληματισμών. Διαβάζεται εύκολα και γρήγορα – ο πραγματικός του όγκος είναι ο μισός λόγω των πολλών μικρών κεφαλαίων – αλλά σε σύγκριση με το «Στο καλό μυθιστόρημα» δεν στέκεται καθόλου.
Γραμμένο με έξυπνη και κινηματογραφική γραφή, το «Στο καλό μυθιστόρημα» έχει τη δομή ενός αστυνομικού θρίλερ – σημείο που αποτελεί και την μεγάλη αδυναμία του. Ο μποέμ Ιβάν και η πλούσια εστέτ Φραντσέσκα μετά από μια τυχαία συνάντηση σε ένα βιβλιοπωλείο που διαχειρίζεται ο πρώτος, σε ένα χειμερινό θέρετρο, αποφασίζουν να ανοίξουν ένα διαφορετικό βιβλιοπωλείο στο Παρίσι σε ένα χώρο που διαθέτει η δεύτερη σε μια ακριβή συνοικία. Στο βιβλιοπωλείο θα διαθέτουν μόνο «καλά» μυθιστορήματα και διηγήματα, όχι best-sellers ή καινούργιες εκδόσεις. Την επιλογή του υλικού τους την αναθέτουν σε μια επιτροπή 8 (όχι ιδιαίτερα ευπώλητων) συγγραφέων που έχουν ξεχωρίσει για την ποιότητα των βιβλίων τους και για τις ιδέες τους. Πρόθεση τους αρχικά είναι να ξεκινήσουν με 3000 τίτλους και για να καταφέρουν να πιάσουν τον στόχο, οι συγγραφείς/εκλέκτορες πρέπει να παραδώσουν μια λίστα από 600 τίτλους ο καθένας, ούτως ώστε (με τις αναπόφευκτες ομοιότητες στις προτάσεις) να επιτευχθεί ο επιθυμητός αριθμός.
Αναγκαστικά λόγω εντοπιότητος, η κατεύθυνση του βιβλιοπωλείου είναι Γαλλοκεντρική γι’αυτό οι εκλέκτορες πρέπει να επιλέξουν τους μισούς τίτλους από την Γαλλική παραγωγή. Οι εκλέκτορες παίρνουν ψευδώνυμα της επιλογής τους και τα ονόματά τους δεν πρόκειται να δημοσιοποιηθούν ενώ οι προτάσεις τους θα ανοιχθούν όλες μαζί έτσι ώστε ο Ιβάν και η Φραντσέσκα να μη γνωρίζουν τις επιλογές τους. Τα κάποια προβλήματα που ανακύπτουν από τις προτάσεις των 8 τα επιλύουν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης προσθέτοντας και εκείνοι με τη σειρά τους κάποιους τίτλους ενώ η πρόσφατη παραγωγή βρίσκει κι αυτή τη θέση της στα ράφια μετά από ένα χρόνο από την ημέρα κυκλοφορίας και κατόπιν ανάγνωσης από τον Ιβάν και την Φραντσέσκα.
Το βιβλιοπωλείο μετά από μια έξυπνη και πανάκριβη διαφημιστική καμπάνια ανοίγει και σημειώνει εξαιρετική επιτυχία. Ο κόσμος το αγκαλιάζει από την αρχή και αρκετοί πελάτες αρνούνται να φύγουν το βράδυ όταν πρέπει να κλείσει, θεωρώντας το ως προέκταση του σπιτιού τους. Τα βιβλία πουλιούνται σαν ζεστό ψωμί και η ιδέα των δύο ρομαντικών γίνεται “talk of the town” όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και παγκόσμια. Η επιτυχία όμως φέρνει το μίσος και τον φθόνο. Συγγραφείς που τα βιβλία τους δεν είναι στη λίστα, εκδότες που δεν βλέπουν να υπάρχουν στις προθήκες του πιο hot μαγαζιού στην πόλη, δημοσιογράφοι που εξυπηρετούν συμφέροντα, βιβλιοπωλεία-πολυκαταστήματα που θεωρούν ότι θίγονται από τον (αποκαλούμενο ή και υποτιθέμενο) «αριστοκρατισμό» του πρωτότυπου βιβλιοπωλείου. Όλοι αυτοί ξεκινούν έναν αγώνα δυσφήμισης και βρώμικου ανταγωνισμού ο οποίος θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εάν δεν έμπαινε στη μέση η βία. 3 από τα μέλη της επιτροπής, συγγραφείς που ζουν στην επαρχία δέχονται επιθέσεις, οι οποίες στην αρχή φαίνονται ασύνδετες αλλά όταν τις καταγγέλουν στον Ιβάν εκείνος μαζί με την συνεργάτιδα του προσφεύγουν στην αστυνομία για βοήθεια. Την υπόθεση αναλαμβάνει ένας βιβλιόφιλος αστυνομικός ο οποίος θα την επιλύσει με σχετική ευκολία αλλά μέχρι τότε θα έχουν αλλάξει πολλά…
«Θέλουμε βιβλία χρήσιμα, βιβλία που να μπορούμε να τα διαβάσουμε την επομένη μιας κηδείας, όταν δεν έχουμε πια άλλα δάκρυα, όταν δεν μπορούμε ούτε να σταθούμε στα πόδια μας, έτσι όπως μας έχει απανθρακώσει ο πόνος• βιβλία που να είναι εκεί σαν συγγενείς όταν έχουμε συγυρίσει το δωμάτιο του νεκρού παιδιού, έχουμε αντιγράψει το ημερολόγιό του για να το έχουμε πάντα μαζί μας, έχουμε μυρίσει χιλιάδες φορές τα ρούχα του στη στεγνώστρα, κι όταν δεν μπορούμε πιά να κάνουμε τίποτα• βιβλία για τις νύχτες όπου, παρά την εξάντλησή μας, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, και δε θέλουμε άλλο απ΄το να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από εικόνες που μας στοιχειώνουν• βιβλία που να έχουν ειδικό βάρος και να μην μπορούμε να τ’αφήσουμε απ’τα χέρια μας όταν συνέχεια αντηχεί στ’αφτιά μας η ψιθυριστή κουβέντα του αστυνομικού: «Δε θα ξαναδείτε ζωντανή την κόρη σας»• όταν δεν μπορούμε πια να θυμόμαστε που ψάχναμε τον μικρό Ζαν παντού στο σπίτι, κι ύστερα σαν τρελοί στον κήπο, όταν είκοσι φορές τη νύχτα τον βρίσκουμε στη μικρή γούρνα, μπρούμυτα σε τριάντα εκατοστά νερό• βιβλία που να μπορούμε να τα δώσουμε σ’αυτή τη φίλη που ο γιός της κρεμάστηκε στην κάμαρά του πριν από δύο μήνες κι είναι σαν να μη πέρασε ούτε ώρα• στον αδελφό που η αρρώστια τον έχει κάνει αγνώριστο…
Θέλουμε βιβλία γραμμένα για μας που αμφισβητούμε τα πάντα, που κλαίμε με το τίποτα, που τιναζόμαστε στον παραμικρό θόρυβο πίσω μας.
Θέλουμε βιβλία που να’χουν στοιχίσει πολύ στον συγγραφέα του, βιβλία όπου να έχουν εναποτεθεί τα χρόνια της δουλειάς του, η πιασμένη ράχη του, τα μπλοκαρίσματά του, η τρέλα του κάτι στιγμές που νόμιζε ότι χανόταν, η αποθάρρυνσή του, το κουράγιο του, το άγχος του, το πείσμα του, το ρίσκο της αποτυχίας που πήρε.
Θέλουμε όμορφα βιβλία που να βυθίζονται στην ομορφιά του πραγματικού και να μας κρατούν εκεί• βιβλία που να μας αποδεικνύουν ότι, στον κόσμο, η αγάπη λειτουργεί στο πλευρό του Κακού, αλλά και εναντίον του, καμιά φορά αδιακρίτως, και πάντα έτσι θα λειτουργεί, όπως και ο πόνος θα πληγώνει πάντα τις καρδιές. Θέλουμε καλά μυθιστορήματα.
Θέλουμε βιβλία που να μην παραγνωρίζουν τίποτα από την ανθρώπινη τραγωδία, τίποτα από τα καθημερινά θαύματα• βιβλία που να γεμίσουν πάλι τα πνευμόνια μας με αέρα.»
Περισσότερο μανιφέστο βιβλιοφιλίας και λιγότερο μυθιστόρημα, το βιβλίο της Κοσέ ποντάρει στη δύναμη του συναισθήματος και στην γοητεία του θέματος και της υπέροχης (αυτοκτονικής βέβαια με καθαρά οικονομικούς όρους) ουτοπικής ιδέας. Ο βιβλιόφιλος αναγνώστης συγκινείται και ζηλεύει (που δεν μπορεί εκείνος να υλοποιήσει την ιδέα), παρασύρεται και δεν προσέχει τις χτυπητές αδυναμίες της πλοκής.
Μ’άρεσε τόσο το βιβλίο, απόλαυσα την (μυθιστορηματική έστω) προσπάθεια υλοποίησης ενός ωραίου βιβλιοπωλείου και δεν στέκομαι στο ότι η αστυνομική πλοκή είναι υποτυπώδης ίσως δε προσχηματική, το πάθος του Ιβάν για την μυστηριώδη Ανίς είναι χλιαρό και ανούσιο. Αφήνω στην άκρη τις γκρίνιες γύρω από το ηθικό θέμα που προκύπτει περί της υποκειμενικής επιλογής και στο τι είναι καλό και τι κακό μυθιστόρημα. Θέλω απλά να απολαμβάνω τις σελίδες της δημιουργίας του βιβλιοπωλείου - όνειρο, να ανατρέχω στους προτεινόμενους συγγραφείς και να διαπιστώνω τις ελλείψεις μου πάνω στη Γαλλική γραμματολογία. Να συμβουλεύομαι το εκπληκτικό site του βιβλίου με τη λίστα ορισμένων από τους προτεινόμενους τίτλους και να διαφωνώ ή να συμφωνώ μαζί τους.
Ένα εξίσου έξυπνο εύρημα (όπως αυτό του βιβλιοπωλείου με τα «καλά μυθιστορήματα) χρησιμοποίησε η Laurence Cossé και στο έτερο μυθιστόρημα / νουβέλα της που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά με τίτλο «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ» (Le Coin de voile), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ρ.Παπαδάκη, σελ. 268).
Αν υποθέσουμε ότι κάποιος βρήκε την απόδειξη της ύπαρξης Θεού τότε τι γίνεται; Αυτή την ιδέα πραγματεύεται με παιχνιδιάρικο και μάλλον διασκεδαστικό τρόπο η συγγραφέας εξετάζοντας το θέμα περισσότερο από κοινωνική και πρακτική πλευρά παρά από θεολογική (η οποία εμπεριέχει διάφορους κινδύνους).
Στο τάγμα των Ιησουιτών στο Παρίσι («Καζουιστές» στο κείμενο) δύο από τα εξέχοντα και παλαιότερα μέλη του γίνονται αποδέκτες μια επιστολής που αποδεικνύει με ατράνταχτο και αδιαπραγμάτευτο τρόπο την ύπαρξη του Θεού. Με το που διαβάζουν την επιστολή πείθονται αμέσως και το ίδιο συναίσθημα νιώθουν ένας-δύο άτομα της εμπιστοσύνης τους που την διαβάζουν κι αυτοί. Όταν ενημερώνεται ο Έπαρχος (Διοικητής) του Τάγματος γι’αυτό το τεράστιας σημασίας γεγονός αρνείται να διαβάσει την επιστολή και ενημερώνει τον Πρωθυπουργό ο οποίος πείθεται αμέσως για την «απόδειξη» και ενημερώνει τους υπουργούς του, διότι διαβλέπει τις προεκτάσεις του γεγονότος αυτού όταν διαρρεύσει στο πλατύ κοινό. Η λύση θα δοθεί από το Βατικανό όταν θα κληθούν στην Αγία Έδρα οι αποδέκτες της επιστολής-δυναμίτης.
«…Καταλάβαινε πως μέσα σε λίγες βδομάδες, η απόδειξη ύπαρξης του Θεού θα μπορούσε να καταστρέψει την ισορροπία του κοσμικού κράτους. Γιατί η ισορροπία βασίζεται στην αβεβαιότητα ύπαρξης του Θεού. Η απουσία απόδειξης της ύπαρξης του Θεού επιβάλλει στους άπιστους• αλλά και η απουσία απόδειξης της ανυπαρξίας Του, τον σεβασμό στους πιστούς.
Αν οι πιστοί έβλεπαν τις πεποιθήσεις τους να επιβεβαιώνονται, θα άνοιγε διάπλατα η πόρτα στον φανατισμό! Και πόση οργή θα απλωνόταν στο στρατόπεδο των απίστων!
Μπορεί ο αθεϊσμός και ο αγνωστικισμός να γίνονταν λέξεις κενές νοήματος, δεν θα ίσχυε όμως το ίδιο για την ελευθερία. Ο σύγχρονος άνθρωπος θα αρνιόταν να εγκαταλείψει την ελεύθερη βούλησή του. Για κάθε εκατό που θα γονάτιζαν, άλλοι εκατό θα έμεναν όρθιοι.»
Είναι μια έξυπνη ιδέα που μένει απλώς ιδέα. Η νουβέλα της Κοσέ μοιάζει ανολοκλήρωτη, αγωνία δεν υπάρχει, ενώ παρά το «άπλωμα» των σελίδων και του πλήθους των προσώπων / χαρακτήρων που εισέρχονται στη δράση, η φλυαρία και οι εξυπνάδες κυριαρχούν ενώ το αστυνομικό ή θριλερίστικο στοιχείο είναι τόσο αχνό που γίνεται αόρατο. Με ένα θέμα που θα μπορούσε να προβληματίσει ή να διακωμωδήσει (ανάλογα με τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει ο συγγραφέας), τελικά όλα μένουν μετέωρα και σχηματοποιημένα – το ίδιο πάνω, κάτω έπαθε και ο καλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι στην άνιση ταινία του «Habemus Papam» - αποδεικνύοντας την «επικινδυνότητα» τέτοιων προβληματισμών. Διαβάζεται εύκολα και γρήγορα – ο πραγματικός του όγκος είναι ο μισός λόγω των πολλών μικρών κεφαλαίων – αλλά σε σύγκριση με το «Στο καλό μυθιστόρημα» δεν στέκεται καθόλου.
Δημοσίευση σχολίου