Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011 | Permalink
Solar
Δύσκολα μπορεί να σ’αρέσει ένα μυθιστόρημα που έχει ως κεντρικό ήρωα ένα πολύ αντιπαθητικό άνθρωπο στον οποίο από την αρχή μέχρι το τέλος ψάχνεις έστω ένα στοιχείο να εκτιμήσεις. Εκεί έγκειται το κυριότερο (ανάμεσα σε διάφορα άλλα) πρόβλημα του θεματικά ενδιαφέροντος και επίκαιρου αλλά αμφιλεγόμενου, πρόσφατου μυθιστορήματος του (ευρισκόμενου σε συνεχή πτώση τα τελευταία χρόνια) Βρετανού συγγραφέα Ian McEwan, με τίτλο «SOLAR», (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.421).
Όπως και στη επιβλητική του «Εξιλέωση», ο ΜακΓιούαν στήνει τον μύθο του βιβλίου του πάνω σε μια εξαπάτηση. Ο νομπελίστας Φυσικός Μάϊκλ Μπίαρντ έχει καταφέρει κατά τη διάρκεια της ζωής του να εξαπατήσει και να πιάσει κορόϊδα τους πάντες. Με το βραβείο πολλά χρόνια πίσω του πιά, παρηκμασμένος και ξεπερασμένος από τις επιστημονικές εξελίξεις του τομέα του, έχει φτάσει στα 53 του και ακόμα εκμεταλλεύεται και εξαργυρώνει την επιτυχία του, συμμετέχοντας σε επιτροπές, και δίνοντας διαλέξεις. Έτσι τώρα έχει τοποθετηθεί από την Βρετανική κυβέρνηση σε ένα πρόγραμμα ανάπτυξης νέων πηγών ενέργειας όπου περισσότερο δίνει αίγλη με τον τίτλο του στο ίδρυμα παρά δουλεύει. Η «κρίση ηλικίας» τον έχει χτυπήσει στο κεφάλι κυρίως όταν διαπιστώνει ότι έχει εύκολα αποδεχτεί την «απιστία» της 5ης συζύγου του, της πανέμορφης Πατρίς με έναν σωματώδη οικοδόμο – ο οποίος του ρίχνει και μια σφαλιάρα όταν πάει να του ζητήσει τον λόγο.
Η ζωή του όμως θα αλλάξει ριζικά όταν γυρνώντας από ένα επεισοδιακό ταξίδι στον Αρκτικό κύκλο θα βρει στο σπίτι του τον βοηθό (και οδηγό) του στο Κέντρο Ερευνών γυμνό στο σαλόνι. Μέχρι να καταλάβει τι έχει συμβεί ο τύπος αρχίζει να του δικαιολογείται για την σχέση του με την Πατρίς και να τον ακολουθεί μέσα στο σπίτι. Τότε σκοντάφτει σε ένα χαλί, πέφτει, χτυπάει στην κόχη ενός τραπεζιού και πεθαίνει ακαριαία. Ο Μπίαρντ αντί να τηλεφωνήσει ή να ζητήσει βοήθεια, σπεύδει να τοποθετήσει το πτώμα σε τέτοια θέση ώστε να φαίνεται ότι κάποιος τον έχει δολοφονήσει. Έχοντας βρει κάποια εργαλεία του εργάτη αφημένα στον κήπο, τα τοποθετεί έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ποιος έκανε το έγκλημα. Ο άτυχος οικοδόμος καταδικάζεται εύκολα, ενώ ο Μπίαρντ με τον τυχαίο θάνατο του βοηθού του βρίσκεται κάτοχος των σημειώσεων του και ενός πρωτοποριακού σχεδίου / ιδέας που ανέπτυσσε εκείνος με μεθόδους παραγωγής ενέργειας από την ηλιακή ακτινοβολία. Ο Μπίαρντ οικειοποιείται τις σημειώσεις, παρουσιάζοντας τες ως δικές του και απολαμβάνοντας οφέλη οικονομικά και επιστημονικά.
Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε 3 χρονικές περιόδους. Ξεκινάει το 2000 με τα γεγονότα που περιγράφονται παραπάνω, συνεχίζεται το 2005 με τον Μπίαρντ να ταξιδεύει συνεχώς καλεσμένος (με το αζημίωτο) σε διάφορες ομιλίες αφού πλέον έχει γίνει ειδικός στις αναδυόμενες μορφές ενέργειας και στην προσέλκυση επενδύσεων στον συγκεκριμένο τομέα, ενώ από την άλλη γίνεται όλο και περισσότερο αντιπαθής (και γνωστός) στο κοινό με διάφορες ακραίες θέσεις του, ενώ έχει και μια αρκετά ισορροπημένη σχέση με την Μελίσσα που θέλει απεγνωσμένα ένα παιδί μαζί του. Το τρίτο μέρος διαδραματίζεται το 2009 όταν ο Μπίαρντ ετοιμάζεται για την υλοποίηση μιας τεράστιας επένδυσης στις Η.Π.Α., είναι ήδη πατέρας ενός πανέξυπνου κοριτσιού, έχει παχύνει όσο δεν πάει άλλο και τα προβλήματα, επαγγελματικά και προσωπικά έχουν αρχίσει να τον πλησιάζουν.
Το μυθιστόρημα έχει πολλά καλά, αλλά και αρκετά αρνητικά στοιχεία που βαραίνουν στην τελική εντύπωση. Κατ’αρχήν, είναι καλογραμμένο, κλασσικό page turner, πανέξυπνο και σπιντάτο. Ο ΜακΓιούαν σαν πολύ καλός συγγραφέας που είναι, «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη του βάζοντας κωμικά στοιχεία σε μια πικρή και κυνική ιστορία, ενώ εντυπωσιάζει (όπως και στο άνισο «Σάββατο») η ενδελεχής προεργασία και η προσοχή στη λεπτομέρεια πάνω στο επιστημονικό πεδίο. Από την άλλη, νιώθεις ότι διαβάζεις μια ιστορία που δεν οδηγεί πουθενά, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, γκροτέσκο και υπερβολικό όπως κανένα άλλο του συνήθως λιτού συγγραφέα, εν γένει ένα ασήμαντο μυθιστόρημα που εάν δεν έφερε την βαριά υπογραφή ενός μεγάλου στυλίστα μπορεί και να μην εκδιδόταν. Ο Μπίαρντ θα μπορούσε να είναι ένας τραγικός ήρωας χαμένος στον εγωιστικό και υπερφίαλο κόσμο του, αλλά κάποιες στιγμές νομίζεις ότι διαβάζεις τις περιπέτειες του Mr Bean, κυρίως στην ξεκαρδιστική εκδρομή στον Αρκτικό κύκλο, όπου παγώνει το πουλί του όταν σταματάει το έλκηθρο να κατουρήσει ενώ έχει πολικό ψύχος, ή με τα πατατάκια και τον άγνωστο στο τρένο ή καθώς μπουκώνεται με σάντουιτς σολωμού ή pancakes…
Ο Μπίαρντ σαν την Βριώνη στην Εξιλέωση δεν έχει καμμία τύψη για την εξαπάτηση και την καταστροφή κάποιων ανθρώπων, ενώ ούτε καν θυμάται μετά από λίγο καιρό για την λογοκλοπή, για την οικειοποίηση μιας επιστημονικής εργασίας – ιδέες τις οποίες θεωρεί δικές του. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα και χωρίς καμμία διάθεση αυτοκριτικής ή συμπόνοιας. Αυτοπαραμυθιάζεται και μετά παρουσιάζει ιδέες άλλων για δικές του χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ πιστεύει ότι όλοι οι άλλοι παραλογίζονται ανίκανος να αναλάβει ουδεμία προσωπική ευθύνη. Ο ΜακΓιούαν «ισοπεδώνει» την πανεπιστημιακή κοινότητα με σκληρό τρόπο αλλά θα μπορούσε να το κάνει σε μικρότερη κλίμακα χωρίς τόσες πολλές και ανούσιες φλυαρίες.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος είναι το θεωρητικό του υπόβαθρο. Η πολυδιαφημισμένη «πράσινη ανάπτυξη» (ή και «πράσινος καπιταλισμός») ως στοιχείο άκρατου και εύκολου πλουτισμού τίθεται στο μικροσκόπιο. Η ηλιακή ενέργεια που υποτίθεται ότι θα αντικαταστήσει την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων δεν είναι τίποτα άλλο από μια υπερκερδοφόρα πηγή όπου οι επιχειρηματίες ποντάρουν στην κλιμακούμενη υπερθέρμανση του πλανήτη. Η γιγαντιαία επένδυση στο Νέο Μεξικό που κάνει ο Μπίαρντ με τον συνεργάτη του στηρίζεται πάνω σ’αυτό – η κυνικότητα δε του ήρωα, φαίνεται σε μια αποστροφή του, όταν διαβεβαιώνει «Η καταστροφή βρίσκεται προ των πυλών. Χαλάρωσε!»… Καθώς το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται η αίσθηση ότι οι λύσεις στο θέμα της ενέργειας και γενικότερα στο οικοσύστημα θα έρθουν από ανθρώπους σαν τον ήρωα του βιβλίου σε γεμίζει με απαισιοδοξία και θλίψη – αντέχεται άραγε τόσος κυνισμός;
The Stranglers - Always the sun
Όπως και στη επιβλητική του «Εξιλέωση», ο ΜακΓιούαν στήνει τον μύθο του βιβλίου του πάνω σε μια εξαπάτηση. Ο νομπελίστας Φυσικός Μάϊκλ Μπίαρντ έχει καταφέρει κατά τη διάρκεια της ζωής του να εξαπατήσει και να πιάσει κορόϊδα τους πάντες. Με το βραβείο πολλά χρόνια πίσω του πιά, παρηκμασμένος και ξεπερασμένος από τις επιστημονικές εξελίξεις του τομέα του, έχει φτάσει στα 53 του και ακόμα εκμεταλλεύεται και εξαργυρώνει την επιτυχία του, συμμετέχοντας σε επιτροπές, και δίνοντας διαλέξεις. Έτσι τώρα έχει τοποθετηθεί από την Βρετανική κυβέρνηση σε ένα πρόγραμμα ανάπτυξης νέων πηγών ενέργειας όπου περισσότερο δίνει αίγλη με τον τίτλο του στο ίδρυμα παρά δουλεύει. Η «κρίση ηλικίας» τον έχει χτυπήσει στο κεφάλι κυρίως όταν διαπιστώνει ότι έχει εύκολα αποδεχτεί την «απιστία» της 5ης συζύγου του, της πανέμορφης Πατρίς με έναν σωματώδη οικοδόμο – ο οποίος του ρίχνει και μια σφαλιάρα όταν πάει να του ζητήσει τον λόγο.
Η ζωή του όμως θα αλλάξει ριζικά όταν γυρνώντας από ένα επεισοδιακό ταξίδι στον Αρκτικό κύκλο θα βρει στο σπίτι του τον βοηθό (και οδηγό) του στο Κέντρο Ερευνών γυμνό στο σαλόνι. Μέχρι να καταλάβει τι έχει συμβεί ο τύπος αρχίζει να του δικαιολογείται για την σχέση του με την Πατρίς και να τον ακολουθεί μέσα στο σπίτι. Τότε σκοντάφτει σε ένα χαλί, πέφτει, χτυπάει στην κόχη ενός τραπεζιού και πεθαίνει ακαριαία. Ο Μπίαρντ αντί να τηλεφωνήσει ή να ζητήσει βοήθεια, σπεύδει να τοποθετήσει το πτώμα σε τέτοια θέση ώστε να φαίνεται ότι κάποιος τον έχει δολοφονήσει. Έχοντας βρει κάποια εργαλεία του εργάτη αφημένα στον κήπο, τα τοποθετεί έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ποιος έκανε το έγκλημα. Ο άτυχος οικοδόμος καταδικάζεται εύκολα, ενώ ο Μπίαρντ με τον τυχαίο θάνατο του βοηθού του βρίσκεται κάτοχος των σημειώσεων του και ενός πρωτοποριακού σχεδίου / ιδέας που ανέπτυσσε εκείνος με μεθόδους παραγωγής ενέργειας από την ηλιακή ακτινοβολία. Ο Μπίαρντ οικειοποιείται τις σημειώσεις, παρουσιάζοντας τες ως δικές του και απολαμβάνοντας οφέλη οικονομικά και επιστημονικά.
Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε 3 χρονικές περιόδους. Ξεκινάει το 2000 με τα γεγονότα που περιγράφονται παραπάνω, συνεχίζεται το 2005 με τον Μπίαρντ να ταξιδεύει συνεχώς καλεσμένος (με το αζημίωτο) σε διάφορες ομιλίες αφού πλέον έχει γίνει ειδικός στις αναδυόμενες μορφές ενέργειας και στην προσέλκυση επενδύσεων στον συγκεκριμένο τομέα, ενώ από την άλλη γίνεται όλο και περισσότερο αντιπαθής (και γνωστός) στο κοινό με διάφορες ακραίες θέσεις του, ενώ έχει και μια αρκετά ισορροπημένη σχέση με την Μελίσσα που θέλει απεγνωσμένα ένα παιδί μαζί του. Το τρίτο μέρος διαδραματίζεται το 2009 όταν ο Μπίαρντ ετοιμάζεται για την υλοποίηση μιας τεράστιας επένδυσης στις Η.Π.Α., είναι ήδη πατέρας ενός πανέξυπνου κοριτσιού, έχει παχύνει όσο δεν πάει άλλο και τα προβλήματα, επαγγελματικά και προσωπικά έχουν αρχίσει να τον πλησιάζουν.
Το μυθιστόρημα έχει πολλά καλά, αλλά και αρκετά αρνητικά στοιχεία που βαραίνουν στην τελική εντύπωση. Κατ’αρχήν, είναι καλογραμμένο, κλασσικό page turner, πανέξυπνο και σπιντάτο. Ο ΜακΓιούαν σαν πολύ καλός συγγραφέας που είναι, «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη του βάζοντας κωμικά στοιχεία σε μια πικρή και κυνική ιστορία, ενώ εντυπωσιάζει (όπως και στο άνισο «Σάββατο») η ενδελεχής προεργασία και η προσοχή στη λεπτομέρεια πάνω στο επιστημονικό πεδίο. Από την άλλη, νιώθεις ότι διαβάζεις μια ιστορία που δεν οδηγεί πουθενά, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, γκροτέσκο και υπερβολικό όπως κανένα άλλο του συνήθως λιτού συγγραφέα, εν γένει ένα ασήμαντο μυθιστόρημα που εάν δεν έφερε την βαριά υπογραφή ενός μεγάλου στυλίστα μπορεί και να μην εκδιδόταν. Ο Μπίαρντ θα μπορούσε να είναι ένας τραγικός ήρωας χαμένος στον εγωιστικό και υπερφίαλο κόσμο του, αλλά κάποιες στιγμές νομίζεις ότι διαβάζεις τις περιπέτειες του Mr Bean, κυρίως στην ξεκαρδιστική εκδρομή στον Αρκτικό κύκλο, όπου παγώνει το πουλί του όταν σταματάει το έλκηθρο να κατουρήσει ενώ έχει πολικό ψύχος, ή με τα πατατάκια και τον άγνωστο στο τρένο ή καθώς μπουκώνεται με σάντουιτς σολωμού ή pancakes…
Ο Μπίαρντ σαν την Βριώνη στην Εξιλέωση δεν έχει καμμία τύψη για την εξαπάτηση και την καταστροφή κάποιων ανθρώπων, ενώ ούτε καν θυμάται μετά από λίγο καιρό για την λογοκλοπή, για την οικειοποίηση μιας επιστημονικής εργασίας – ιδέες τις οποίες θεωρεί δικές του. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα και χωρίς καμμία διάθεση αυτοκριτικής ή συμπόνοιας. Αυτοπαραμυθιάζεται και μετά παρουσιάζει ιδέες άλλων για δικές του χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ πιστεύει ότι όλοι οι άλλοι παραλογίζονται ανίκανος να αναλάβει ουδεμία προσωπική ευθύνη. Ο ΜακΓιούαν «ισοπεδώνει» την πανεπιστημιακή κοινότητα με σκληρό τρόπο αλλά θα μπορούσε να το κάνει σε μικρότερη κλίμακα χωρίς τόσες πολλές και ανούσιες φλυαρίες.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος είναι το θεωρητικό του υπόβαθρο. Η πολυδιαφημισμένη «πράσινη ανάπτυξη» (ή και «πράσινος καπιταλισμός») ως στοιχείο άκρατου και εύκολου πλουτισμού τίθεται στο μικροσκόπιο. Η ηλιακή ενέργεια που υποτίθεται ότι θα αντικαταστήσει την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων δεν είναι τίποτα άλλο από μια υπερκερδοφόρα πηγή όπου οι επιχειρηματίες ποντάρουν στην κλιμακούμενη υπερθέρμανση του πλανήτη. Η γιγαντιαία επένδυση στο Νέο Μεξικό που κάνει ο Μπίαρντ με τον συνεργάτη του στηρίζεται πάνω σ’αυτό – η κυνικότητα δε του ήρωα, φαίνεται σε μια αποστροφή του, όταν διαβεβαιώνει «Η καταστροφή βρίσκεται προ των πυλών. Χαλάρωσε!»… Καθώς το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται η αίσθηση ότι οι λύσεις στο θέμα της ενέργειας και γενικότερα στο οικοσύστημα θα έρθουν από ανθρώπους σαν τον ήρωα του βιβλίου σε γεμίζει με απαισιοδοξία και θλίψη – αντέχεται άραγε τόσος κυνισμός;
The Stranglers - Always the sun
Δημοσίευση σχολίου