Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2012 | Permalink
Κλειστή πόρτα



«Ακόμα και το βάδισμα θέλει κόπο. Περπατώ και τα πόδια μου δεν με κρατάνε. Λυγίζουν. Θα πέσω. Θα πέσω στο πεζοδρόμιο και θ’αφήσω την τελευταία μου πνοή. Η διάγνωση θα είναι κούραση. Μην ακούς τι λένε. Όλα τα άλλα είναι μπούρδες. Από κούραση υποφέρω. Αυτή θα με σκοτώσει. Θα με σκοτώσει και μάλιστα πριν της ώρας μου.»

Τα διηγήματα της Ευγενίας Μπογιάνου (Θες/νίκη, 1968), 11 τον αριθμό, που απαρτίζουν την συλλογή με τίτλο «ΚΛΕΙΣΤΗ ΠΟΡΤΑ», (Εκδ. Πόλις, σελ.167) δεν χαρίζουν κάστανα. Ο καθαρός και χωρίς φτιασίδια ρεαλισμός τους σε χτυπάει κατακούτελα και δεν σ’αφήνει να ηρεμήσεις, να εφυσηχάσεις καθώς διατρέχεις τις σελίδες. Νιώθεις σαν να βρίσκεσαι θεατής σε καταστάσεις που δεν θέλεις να εμπλακείς, σε περιπτώσεις που χρειάζονται την συμμετοχή σου – να πάρεις θέση, να πεις κάτι, να μη μείνεις αδιάφορος.

Ιστορίες για ανθρώπους καθημερινούς, αυτούς που αποκαλούμε «της διπλανής πόρτας», αυτούς που δεν προσέχουμε στον δρόμο, που περνάνε «αόρατοι» από δίπλα μας σέρνοντας τα βήματά τους, κάποιες φορές παραμιλώντας από την συσσώρευση των προβλημάτων στο κεφάλι τους. Τύποι «αντιλογοτεχνικοί» (με την έννοια ότι δεν έχουν κάτι να ξεχωρίζει), άνθρωποι μόνοι, παραιτημένοι από τη ζωή που φαίνεται να μην έχει μέλλον γι’αυτούς.

Τα διηγήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σαν σκυταλοδρομία, ένα πανέξυπντο «τρυκ» της συγγραφέως. Ο ένας χαρακτήρας/ήρωας δίνει την σκυτάλη στον άλλον. Ο πατέρας της πρώτης ιστορίας («Ανάμνηση με κόκκινο πουλόβερ») χρεωκοπημένος, με τις τράπεζες στο κεφάλι του να τον κυνηγάνε, να μην τον αφήνουν να πάρει ανάσα, ντρέπεται να ζητήσει δανεικά από την κόρη του και ετοιμάζεται για ραντεβού με τον γιατρό του. Στην δεύτερη ιστορία («Η κληρονομιά») η κόρη του, η Δόμνα που κρύβεται γιατί χρωστάει κοινόχρηστα και ενοίκια αποποιείται την κληρονομιά (και τα χρέη) του αποθανόντος πλέον πατέρα της αλλά η εφορία συνεχίζει να την καλεί, εκείνη πηγαίνει τσαμπουκαλεμένη αλλά πέφτει σε μια μεσήλικα εφοριακή υπάλληλο που την έχει γραμμένη κυριολεκτικά.
Στην επόμενη ιστορία («Το σωστό») η σκυτάλη περνάει στην εφοριακό που είναι πάντα τυπική και «comme il faut» στην υπηρεσία και η οποία ζει μια μοναχική και θλιβερή ζωή σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα παρέα με την ανάμνηση της εδώ και 42 χρόνια πεθαμένης μητέρας της. Η μοναδική της επαφή είναι ο νεαρός Παρασκευάς, ο μόνος που της φέρεται ανθρώπινα σ’αυτή την πολυκατοικία, σ’αυτή τη ζωή και ο οποίος στην επόμενη ιστορία («Λεκές στο πουκάμισο») συλλαμβάνεται για χρέη προς το Δημόσιο από ένα ψιλικατζίδικο που κάποτε είχε. Στο τμήμα σκέφτεται την Μάγια, ένα κορίτσι από την Τιφλίδα ηρωίδα της εξαιρετικής ομώνυμης ιστορίας («Μάγια»). Η Μάγια που δουλεύει στο σουβλατζίδικο, μια ζωή στο περιθώριο, ήρθε για μια καλύτερη ζωή και αφού ξεσκάτιζε γέρους τώρα αόρατη από τους πεινασμένους πελάτες, τυλίγει σουβλάκια δίπλα-δίπλα με τον Κώστα και ανταλάσσουν λίγες κουβέντες πνιγμένοι στους ατμούς καθώς σκοτώνονται στη δουλειά.

«Δουλεύω ήδη πάνω από ένα χρόνο. Εννοώ εδώ, σ’αυτήν την τρύπα που βράζει. Με τα κρέατα πίσω μου να σιγοψήνονται. Σ’αυτήν την τρύπα που ρουφάει τους χυμούς μου. Ανοίγουν οι πόροι του δέρματός μου και στάζουν. Πρώτα ιδρώνω εκεί, ανάμεσα στα πόδια. Νοτίζουν τα ρούχα μου. Βρέχονται. Και μετά η υγρασία ανεβαίνει προς τα πάνω. Μουσκεύει το μέτωπό μου. Υγραίνονται οι άκρες των μαλλιών μου. Μερικές φορές οι στάλες κολλάνε στα ματοτσίνορα. Κολλάνε εκεί πάνω και έπειτα κυλούν ξαφνικά και η αλμύρα του σώματός μου βρέχει τα χείλη μου. Είναι σαν να γεύομαι τη γεύση του κορμιού μου. Χωρίς να το θέλω. Με το στανιό. Λες και βάλθηκε κάποιος να μου θυμίσει ποια είμαι.»

Ο Κώστας κεντρικός χαρακτήρας στο επόμενο διήγημα («Άγιος Σπυρίδωνας»), αγωνίζεται να τα φέρει βόλτα με δύο δουλειές (γραφείο και σουβλατζίδικο) και μια σύζυγο που έχει αγκαλιάσει τον καναπέ της, βρίσκει διαφυγή παίρνοντας μάτι πίσω από τις γρίλιες μιας μονοκατοικίας, μια νεαρή όμορφη κοπέλα που ποζάρει για έναν ζωγράφο, ο οποίος είναι ο ήρωας της επόμενης ιστορίας («Νεράκι»). Ο αποτυχημένος, αλκοολικός ζωγράφος είναι ένας άνθρωπος που φροντίζει την υπέργηρη και άρρωστη μητέρα του και όλη του η ζωή στρέφεται γύρω απ’αυτήν, «δυνάστη» του αλλά και μεγάλη του αδυναμία, ώσπου ένα απόγευμα την βρίσκει νεκρή. Από τον τάφο πια καθώς λιώνει το σώμα της εκείνη στο επόμενο διήγημα («Φεύγει») αναπολεί την βασανισμένη της ζωή αλλά και την Σμαράγδα, την άχρωμη κοπελίτσα που είχε προσλάβει ο γιός της για να την προσέχει. Η Σμαράγδα ηρωίδα του διηγήματος («Κλειστή πόρτα»), το οποίο έδωσε και τον τίτλο του στην συλλογή, είναι μια φοιτήτρια που φυλάει παιδάκια και φροντίζει γέροντες για να συμπληρώσει το πενιχρό χαρτζιλίκι που της στέλνει ο πατέρας της απ’το χωριό. Εφιάλτες από την συμβίωση με τον πατέρα, η αδυναμία προσαρμογής στην μεγαλούπολη, οι ατελείωτες βόλτες στους πολυσύχναστους δρόμους – ένα εκπληκτικό διήγημα που εκτείνεται πολύ παραπάνω από τις λίγες σελίδες του.

Ο πατέρας της Σμαράγδας πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Χειραψία λαβή». Άνθρωπος γρουσούζης που ζει πλέον μόνος στο χωριό δουλεύοντας στο καφενείο του γαμπρού του. Αναμνήσεις, απωθημένα και η έλλειψη της κόρης του τον βασανίζουν. Στον δρόμο συναντάει την γριά δασκάλα της κόρης του η οποία τον ταράζει με τα λόγια της. Η δασκάλα που παίρνει την τελευταία σκυτάλη κλείνοντας το βιβλίο με το διήγημα «Τα γηρατειά μυρίζουν λιβάνι» ζει με τις αναμνήσεις της από τον πρόωρα χαμένο γιό της καθώς βρίσκεται στο νεκροταφείο παρακολουθώντας την εκταφή των οστών του. Αντέχει ακόμα, «η ιστορία του βίου» της «σχεδιασμένη πάνω στις φουσκωμένες φλέβες των ποδιών» της. «Ακόμη και το βάδισμα θέλει κόπο» σκέφτεται και προχωράει…

Γραφή απλή, σχεδόν δημοσιογραφική αλλά είναι αυτή η καλά δουλεμένη «απλότητα» που κάνει το κείμενο άμεσο και ζωντανό δημιουργώντας στον αναγνώστη ένα αίσθημα ασφυξίας και στενοχώριας. Οι ιστορίες που μοιάζουν με ασπρόμαυρες ταινίες μικρού μήκους έχουν δύναμη και τσαγανό. Δεν μιλάνε για καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά την οικονομική κρίση ή έστω ως συνέπεια αυτής, αλλά για ζωές συμπολιτών μας ή ίσως κι ημών των ιδίων, την τελευταία δεκαετία ή τουλάχιστον μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ.

Η Μπογιάνου, ολιγογράφος και με αραιή παρουσία στα ελληνικά γράμματα, αφού η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων της («Το μυστικό») κυκλοφόρησε το 2004, είναι τελικά μια πολύ αξιόλογη συγγραφέας με ευδιάκριτο στυλ και αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου που συναντάς σε διηγηματογράφους μεγάλου βεληνεκούς, εξάλλου φαίνεται αρκετά επηρεασμένη από το ύφος του (έξοχου) Δημήτρη Νόλλα ή ακόμα και του μεγάλου Ρέϊμοντ Κάρβερ. Με αυτό της το βιβλίο, αποδεικνύει ότι μπορείς να κάνεις ωραία και απλή λογοτεχνία με «φθηνά υλικά» που αγγίζει ακόμα και τον πιο δύσκολο αναγνώστη χωρίς να κυνηγάει την εύκολη συγκίνηση και τον εντυπωσιασμό.