Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012 | Permalink
Πως τελειώνει ο κόσμος


«…Πως  θ’αποφασίσεις ότι η ιστορία ξεκινάει εδώ κι όχι εκεί, ότι περιλαμβάνει αυτό αλλά όχι εκείνο; Αν δεις τον άνθρωπο σαν τις ιστορίες του, θα πρέπει να παραδεχτείς ότι αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν και τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, ανθρώπων που έζησαν κάποτε, που ζουν τώρα, που θα ζήσουν αύριο, η μια ιστορία δίπλα στην άλλη, η μια ιστορία μέσα στην άλλη, η μια ιστορία μετά την άλλη, από πού ν’αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Και σκέφτομαι ότι γι’αυτό γράφει κανείς, για να φτιάξει μια αρχή κι ένα τέλος σε κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος, για να ελέγξει το ανεξέλεγκτο. Για να πιστέψει ότι βρήκε μια απάντηση, ότι υπάρχει ένα νήμα που τα ενώνει όλα αυτά, για να διαλέξει ένα νόημα ανάμεσα σε πολλά. Το χαρτί δεν είναι ζωή, είναι μια απλοποίησή της.»

Χρειάζεται να περάσουν αρκετές σελίδες ανάγνωσης του εντυπωσιακού στη δομή του μυθιστορήματος της νεότατης Μαρίας Ξυλούρη (Κρήτη, 1983), που έχει τον τίτλο, «ΠΩΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ» (2012), (Εκδ. Καλέντης, σελ.343), για να μπεις στην ατμόσφαιρά του, να ξεπεράσεις την αρχική αίσθηση εσωστρέφειας και ασφυξίας και να αρχίσεις να απολαμβάνεις αυτό το (φλύαρο μεν αλλά ουσιαστικά) λογοτεχνικό «διαμαντάκι» που συνδιάζει μοντερνισμό και συναίσθημα, ζωή και εσωτερικότητα.

Το βιβλίο της Ξυλούρη θα μπορούσε να είναι η ιστορία μιας παρέας. Της Φανής, του Ορέστη, του Δημήτρη, του Φώτη, του Σκεύου, της κοκκινομάλλας αλλά και της απούσας Άννας, η οποία όμως είναι οιονεί παρούσα στην εξέλιξη της μυθοπλασίας. Θα μπορούσε να είναι η ιστορία της Φανής και πως βιώνει την διάλυση της σχέσης της με τον Ορέστη, την απογοήτευση της από την ζωή της στην μεγαλούπολη, την αυτοκτονία του Δημήτρη που δεν μπόρεσε να αποτρέψει, τις δυσκολίες στην σχέση της με τον Φώτη, την αδυναμία προσαρμογής στον κόσμο που είναι διαφορετικός από τα βιβλία. Θα μπορούσε επίσης να περιστρέφεται γύρω από τον αινιγματικό Δημήτρη που τον βασανίζουν πολλά και επιλέγει να βουτήξει από την ταράτσα και γύρω από την (ακόμα πιο) ανεξιχνίαστη αδερφή του, την Άννα, που χάνεται μέσα στη μαύρη νύχτα και εξαφανίζεται στα 17 της χρόνια.

Το μυθιστόρημα της Ξυλούρη είναι όλα αυτά και τίποτα από αυτά. Κάνει κύκλους μέσα στον χρόνο, πάει μπρος - πίσω με κινηματογραφικό στυλ, παίζει με την μνήμη και την λήθη, με συναισθηματικές αναπηρίες και παιδικά τραύματα, με δυσλειτουργικές οικογένειες, μάνες που παρατάνε τα παιδιά τους, μάνες που ξαναπαντρεύονται, πατεράδες που δεν βρίσκουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν, την ελληνική καταπιεστική επαρχία, την αθηναϊκή μοναξιά, τις ανολοκλήρωτες σχέσεις, τα λόγια που δεν λέγονται, τις θορυβώδεις και βαριές σιωπές και τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες «συγγνώμες» του ενός προς τον άλλον.

Η βιβλιοφιλία της συγγραφέως δεν κρύβεται. Ο ίσκιος των Ίταλο Καλβίνο, Πολ Όστερ και Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (κυρίως των δύο τελευταίων) απλώνεται πάνω από το μυθιστόρημα. Χαρακτήρες και καταστάσεις που θυμίζουν ήρωες των βιβλίων τους, επιδράσεις που κάποιες φορές ταιριάζουν απόλυτα με την εξέλιξη της ιστορίας, άλλες όμως δείχνουν παράταιρες και καταδεικνύουν (;) μια τάση προς άκρατη λογοτεχνικότητα η οποία «μπουκώνει» τον αναγνώστη, που δεν είναι (εδώ που τα λέμε) υποχρεωμένος να γνωρίζει τις διακειμενικές αναφορές και το  παιχνιδιάρικο «κλείσιμο του ματιού» - όπως εν προκειμένω, «οι γάτες του Χαρούκι», που είναι ένα χαριτωμένο (αλλά τόσο ανώφελο σαν «inner joke» θα έλεγα), homage στον Μουρακάμι.

«Όταν πέθανε η μικρή θεία, η Φανή σκέφτηκε ότι με κάθε θάνατο τελειώνει ο κόσμος – ένας κόσμος ολόκληρος, μεγάλος ή μικρός· οι περισσότεροι δεν είναι ούτε μια υποσημείωση, έτσι μικροί που είναι -  αδιάφορο το ότι άρχισαν και τελείωσαν, αδιάφορα τα δάκρυα και τα χαμόγελα στο ενδιάμεσο, το απειροελάχιστο κλάσμα, ίσως, σε μια στατιστική. Αυτοί που μένουν πίσω θρηνούν γι’αυτό το ελάχιστο που ήταν ένα κομμάτι του δικού τους κόσμου που τώρα άδειασε και φτώχυνε, μια όψη του κόσμου τους που δίχως της δεν είναι ο ίδιος κόσμος πια: θρηνούν, οπότε, τον ίδιο τους τον κόσμο που πέρασε και πήγε και δεν θα ξαναγυρίσει.»

Μπορεί το «τέλος του κόσμου» να μοιάζει να έρχεται για τους νεαρούς και συναισθηματικούς ήρωες του βιβλίου, όταν είσαι νέος όλα όσα σου συμβαίνουν τα βλέπεις πολύ δραματικά και με μία τάση υπερβολής – εξάλλου το έγραψε καταπληκτικά ο Τ.Σ.Έλιοτ όπως μας θυμίζει η Ξυλούρη: «ο κόσμος τελειώνει όχι μ’έναν πάταγο αλλά μ’έναν λυγμό». Η ζωή συνεχίζεται και οι δυσκολίες προσαρμογής συνεχίζουν για τους ήρωες και τους «δύσκολους έρωτες» τους – ενώ η «υπερανάλυση» (όπως αργά καταλαβαίνει η ηρωίδα) βλάπτει την libido και όχι μόνο... Το (αιωνίως άλυτο) ερωτικό πρόβλημα κυριαρχεί παρά τα τραγικά ή μη γεγονότα που συμβαίνουν και η συγγραφέας απλώνει στο χαρτί, ελαττώματα και πισωγυρίσματα, αδυναμία επικοινωνίας και επαφής όπως έκανε (με ωραίο στυλ) και στο πρώτο της μυθιστόρημα, το συμπαθέστατο «Rewind», το οποίο θα μπορούσε κανείς να δει (πλέον) και ως μια εκτενή εισαγωγή στο «Πως τελειώνει ο κόσμος» ή ότι και τα δύο αυτά έργα αποτελούν ένα (ιδιότυπο και προσωπικό) «work in progress».

Γραφή υπαινικτική και αφήγηση που δείχνει χαλαρή αλλά στην πραγματικότητα είναι στέρεα και απόλυτα κοντρολαρισμένη, μαζί με τους ολοζώντανους και (εν πολλοίς) ενδιαφέροντες χαρακτήρες σε συνδιασμό με την εντυπωσιακότατη (για τόσο νέο συγγραφέα) κυκλική δομή είναι τα προτερήματα του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος. Η Μαρία Ξυλούρη έχει πολύ μεγάλο ταλέντο - και αν δεν μπερδευτεί με τις επιρροές της, θα το αξιοποιήσει περισσότερο στο μέλλον. Μπορεί να μη σε παρασύρει η πλοκή, αν και οι ιστορίες (άλλες μικρές, άλλες μεγάλες) που συνθέτουν το βιβλίο είναι ενδιαφέρουσες και «έχουν ζουμί», μπορεί να σε κουράζει η εσωστρέφεια της (συμπαθέστατης βιβλιοφάγου) ηρωίδας και η έκταση του μυθιστορήματος, αλλά ο διαυγέστατος λόγος και η πνοή (του μυθιστορήματος) όλο ζωντάνια σ’αφήνουν με μια αίσθηση φρέσκου αέρα και λογοτεχνικής ουσίας που σπάνια συναντούμε στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Υ.Γ. Το κείμενο αναρτήθηκε και στο 11ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού Τέχνης, "ΛΥΚΟΣ"