Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013 | Permalink
Όταν όλα καταρρέουν



«Αναζητούμε, βλέπεις, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μόνο και μόνο για να βρούμε που διαρρηγνύονται. Και είναι εκεί, σε εκείνη τη σχισμή όπου κατασκηνώνουμε και περιμένουμε»


Ένα ογκώδες γραφείο. Άλλοι το θεωρούν άσχημο και δυσοίωνο και άλλοι, μπορούν να διασχίσουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να το βρουν. Γύρω του περιστρέφεται η πλοκή του έξοχου μυθιστορήματος της  Nicole Krauss (Η.Π.Α, 1974), με τίτλο «ΌΤΑΝ ΟΛΑ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ» («Great House»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Ι.Ηλιάδη, σελ.393), ένα σπονδυλωτό βιβλίο με άξονα ένα γραφείο-αντίκα, το οποίο πραγματοποιεί μέσα στα μεταπολεμικά χρόνια μια περίεργη διαδρομή καθορίζοντας την ύπαρξη (περισσότερο ή λιγότερο), των βασικών ηρώων του σαγηνευτικού λογοτεχνικού παζλ που έφτιαξε η συγγραφέας, θυμίζοντας έντονα τη δομή ταινιών όπως η Βαβέλ.



Μια ιδιόρρυθμη και κλεισμένη στο καβούκι της συγγραφέας, ένας Χιλιανός ποιητής που γυρίζει στη Χιλή να βοηθήσει στο χτίσιμο της Δημοκρατίας και πέφτει θύμα του Πινοσέτ, ένας αντικέρ που βρίσκει χαμένα αντικείμενα αξίας, τα δύο του παιδιά που ακολουθούνε τον πατέρα τους καταπιεσμένα και αλλάζοντας τόπο κατοικίας συχνά μοιάζουν να μην ανήκουν πουθενά και η κοπέλα που μπαίνει ανάμεσά τους, ένας γονιός στην Ιερουσαλήμ που δείχνει απεγνωσμένος και αποξενωμένος με τον γιό του, ένας σύζυγος που μετά την ασθένεια της (ανέκαθεν αινιγματικής και απρόσιτης) γυναίκας του ανακαλύπτει ένα ένοχο και καλά κρυμμένο μυστικό. Ιστορίες φαινομενικά (ή όχι-αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα) ασύνδετες, οι οποίες εναλλάσονται στην αφήγηση της Κράους, άλλες ευρηματικά και άλλες παραμένουν μετέωρες – σαν τους ήρωές τους.



Η Νάντια συγγραφέας που ζει στη Ν.Υόρκη, όταν χωρίζει από τον σύντροφό της, προσπαθεί να βρει έπιπλα για το άδειο πλέον διαμέρισμά της. Κάποιος φίλος, της συστήνει τον Ντάνιελ Βάρσκι, έναν νεαρό Χιλιανό ποιητή, ο οποίος ετοιμάζεται να γυρίσει στην πατρίδα του και χαρίζει την επίπλωση του σπιτιού του. Η Νάντια περνάει μια πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά με τον Βάρσκι, όπου οι τρυφερές στιγμές εναλλάσονται με λογοτεχνική συζήτηση. Το γραφείο-αντίκα (στο οποίο απ’ότι της λέει ο Βάρσκι χαριτολογώντας έγραφε ο Λόρκα), πηγαίνει στο σπίτι της, ένα ανοικονόμητο έπιπλο που με την παρουσία του επιβάλλεται στο χώρο. Έχει 19 συρτάρια – το ένα δεν ανοίγει με τίποτα. Μόνο ο κάτοχός του μπορεί να το εκτιμήσει, οι υπόλοιποι βλέπουν σ’αυτό ένα ογκώδες και βαρύ πράγμα που είναι έτοιμο να τους πλακώσει. Η Νάντια σ’αυτό θα γράψει βιβλία που την έκαναν γνωστή, σ’αυτό το γραφείο θα περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας της. Είχε κάποια αλληλογραφία με τον νεαρό Χιλιανό, αλλά μετά από μακρά περίοδο σιωπής του, ψάχνοντας νέα του, μαθαίνει ότι εκείνος έπεσε θύμα της χούντας του Πινοσέτ και θεωρείται αγνοούμενος.



Μια μέρα ωστόσο, καμμιά εικοσαριά χρόνια μετά, της χτυπάει το κουδούνι μια νεαρή, η Λία Βάϊζ. Της λέει ότι έρχεται από την Ιερουσαλήμ, να πάρει το γραφείο που ανήκει στον πατέρα της, τον Ντάνιελ Βάρσκι, έναν πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, αφού μόλις η μητέρα της έμεινε έγκυος από αυτόν, εκείνος χάθηκε. Η Νάντια δεν το σκέφτεται ούτε λεπτό, δίνει πίσω το γραφείο. Αλλά από την επόμενη μέρα διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να ξαναγράψει και καταρρέει ψυχολογικά. Θεωρεί σίγουρο ότι η συγγραφική της καρριέρα θα τελειώσει αν δεν αποκτήσει ξανά το γραφείο.



Αρχές της δεκαετίας του ΄70 ένα μεσήλικο ζευγάρι – ο άντρας που είναι καθηγητής στην Οξφόρδη και πηγαινοέρχεται και η σύζυγός του, η Γερμανίδα συγγραφέας Λότε – οι οποίοι ζουν σε μια φροντισμένη μονοκατοικία του Λονδίνου, δέχεται την επίσκεψη του Χιλιανού Ντάνιελ Βάρσκι. Η Λότε εξαρχής δένεται με τον νεαρό, ο οποίος την επισκέπτεται καθημερινά πάντα όταν ο σύζυγος λείπει. Μετά από μερικές μέρες, ο Ντάνιελ φεύγει αλλά μαζί του φεύγει και το βαρύ και ογκώδες γραφείο όπου η Λότε έγραφε τα βιβλία της. Του το χάρισε, ένα αντικείμενο που την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή, ο σύζυγός της δεν καταλαβαίνει γιατί. Την αγαπάει τόσο πολύ που δεν το ψάχνει το θέμα - έτσι κι αλλιώς αυτό το γραφείο ήταν ο εφιάλτης του, αλλά 27 χρόνια μετά, όταν η Λότε παθαίνει άνοια ένα τρομερό μυστικό αποκαλύπτεται, ένα μυστικό που θα ανατρέψει τη ζωή του γηραιού πλέον συνταξιούχου καθηγητή.



Στην Ιερουσαλήμ ένας γηραιός δικαστικός στην κηδεία της συζύγου του, βλέπει τον από χρόνια φευγάτο στο Λονδίνο γιό του να επιστρέφει για τον τελευταίο χαιρετισμό στη μάνα του, και να επιθυμεί να διαμείνει για άγνωστο χρονικό διάστημα στο παιδικό του δωμάτιο. Ήταν ο αγαπημένος της, ο προβληματικός, αυτός που εγκατέλειψε την καριέρα του για να πάει στο Λονδίνο, αυτός που ήθελε να γίνει συγγραφέας, αυτός που δεν κοιμόταν τα βράδια για να πηγαίνει μοναχικές πολύωρες βόλτες. Τώρα που επιστρέφει, ο πατέρας θυμάται τις συγγραφικές του προσπάθειες, τα κλειστά δέματα που έστελνε από τη μονάδα που υπηρετούσε προς τον εαυτό του, κι εκείνος σαν κλέφτης τα άνοιγε για να διαβάζει τι έγραφε ο γιός του. Τους καυγάδες τους και την έλλειψη κατανόησης. Η σχέση δείχνει ν’αλλάζει.



Ο αντικέρ Τζορτζ Βάϊζ, γυρίζει τον κόσμο για να βρει χαμένα έπιπλα – προσπαθεί να ανασυστήσει το αρχοντικό της οικογένειας που ήταν στη Βουδαπέστη. Είναι χρόνια στο δρόμο, και μαζί του τα δύο του παιδιά, ο Γιόαβ και η Λία, ιδιόρρυθμα και μοναχικά. Στην Οξφόρδη που σπουδάζει ο Γιόαβ γνωρίζει την Ίζι μια κοπέλα που σπουδάζει Λογοτεχνία, την ερωτεύεται και ζούν μαζί και με την αδερφή του, στο πλούσιο σπίτι του Λονδίνου. Όταν όμως επιστρέφει ο αυστηρός και σνομπ πατέρας, εκείνη φεύγει, νιώθει παρείσακτη. Τα δύο αδέρφια γυρίζουν στην Ιερουσαλήμ και χρόνια μετά, η Λία στέλνει μια επιστολή στην Ίζι παρακαλώντας την να πάει στην Ιερουσαλήμ να ξαναβρεί τον Γιόαβ που έχει κλειστεί στον εαυτό του, μόνο εκείνη μπορεί να τον βοηθήσει.



4 αφηγητές σε ισάριθμα κεφάλαια στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μέρος επανέρχονται οι 3 για να συνεχίσουν τις αυτόνομες ιστορίες τους. Όλα (;) αποσαφηνίζονται στο τέλος με το τελευταίο κεφάλαιο όπου εμφανίζεται αυτός που κρατάει το κλειδί του μυστηρίου, ο αντικέρ Βάϊζ που μέχρι τότε παρέμενε στη σκιά αλλά η φυσιογνωμία του ήταν κυρίαρχη στις σελίδες του βιβλίου. Αν το πρώτο μέρος οδηγούσε τον αναγνώστη σε ένα σχεδόν υπνωτιστικό ταξίδι, το δεύτερο μέρος – κυρίως οι τελευταίες 60-70 σελίδες τον καθηλώνουν.



Η μνήμη, η απώλεια, η μοναξιά, η επιβίωση, η κατάθλιψη, οι αδιέξοδες σχέσεις – ερωτικές και φιλικές, τα καλά κρυμμένα μυστικά, οι ζωές που σπαταλήθηκαν μέσα στο σκοτάδι, άνθρωποι με τραύματα που δεν μπόρεσαν να επουλώσουν. Όλα αυτά και άλλα πολλά, περνάνε μέσα από τις σελίδες αυτού του αινιγματικού μυθιστορήματος, το οποίο κάπου θυμίζει μεγάλους στιλίστες σαν τον Ώστερ και τον Ντοκτόροου.



Χαρακτήρες κατακερματισμένοι είναι οι ήρωες (πρωτεύοντες και δευτερεύοντες) του μυθιστορήματος της Κράους. Το παρελθόν τους θλιβερό και με πολλές μαύρες τρύπες ενώ η αίσθηση της απώλειας κυριεύει την καθημερινότητά τους, τη ζωή τους, η οποία έχει γίνει πλέον αφόρητη. Υπό αυτό το βάρος, ακόμα και οι απλούστερες των ενεργειών τους διογκώνονται και μεγαλοποιούνται. Η εξαιρετική ικανότητα της Κράους φαίνεται εκεί ακριβώς. Σ’αυτό το τεντωμένο σχοινί που ισορροπεί το βιβλίο της, καταφέρνοντας να κρατήσει το μέτρο και να μη λοξοδρομήσει σε κάτι πολύ πένθιμο και καταθλιπτικό. Διότι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος βιώνουν τη θλιψη και την απώλεια θαρρείς μαζοχιστικά – σαν να τους τραβάει ένα αόρατο χέρι προς τα κάτω και αυτοί να μη μπορούν ή να μην επιθυμούν να βγούν στην επιφάνεια.



Βέβαια δεν λειτουργούν όλα ιδανικά. Μου έκανε εντύπωση ότι κάποιοι από τους πολλούς χαρακτήρες παραμένουν σκιώδεις και «χλωμοί», και με την ίδια ευκολία που εμφανίζονται, έτσι εξαφανίζονται αφήνοντας μας με την απορία. Το παζλ που έχει φτιάξει η συγγραφέας, θέλει υπομονή και επιμονή από την πλευρά του αναγνώστη αλλά η «ανταμοιβή» στο τέλος είναι μεγάλη.



Παρά τις κάποιες αδυναμίες του, τελικά το «Όταν όλα καταρρέουν» είναι ένα θαυμάσιο πυκνογραμμένο μυθιστόρημα με ατμόσφαιρά μελαγχολική και ονειρική, η οποία σε καθηλώνει με μια υπνωτιστική αφήγηση. Τα αντικείμενα παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη δομή – πίνακες, μουσική, βιβλία, έπιπλα, λεπτομέρειες καθοριστικές που ακολουθούν μια υποκειμενική και καθαρά εσωτερική λογική. Ο λόγος της Κράους είναι απλός και ταυτόχρονα μεστός και συμπυκνωμένος, διαβάζεις και σκέπτεσαι ταυτόχρονα, βυθίζεσαι μέσα στην λεπτοδουλεμένη αφήγηση. Η επιτυχία του μυθιστορήματος είναι ότι δεν σταματάς να γυρίζεις σ’αυτό αρκετό καιρό αφότου το ολοκληρώσεις, διότι είναι ένα βιβλίο ανοιχτό σε πολλές αναγνώσεις, το οποίο σε προκαλεί να αναμετρηθείς μαζί του, να μπορέσεις να τοποθετήσεις τα κομμάτια, να επιλύσεις (;) τους γρίφους του, να «ξεκλειδώσεις» τα συρτάρια του γραφείου.



Η Αμερικανοεβραία Νικόλ Κράους είναι από τις γνωστότερες συγγραφείς της γενιάς της. Νεοϋρκέζα, σύζυγος (από το 2004) του εξαιρετικού συγγραφέα Τζόναθαν Σάφραν Φόερ (έχουν δύο παιδιά), έκανε αίσθηση με το πρώτο της μυθιστόρημα «Man walks into a room» το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο της εφημερίδας Los Angeles Times, αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία με το (θεωρούμενο ως καλύτερο μέχρι τώρα) βιβλίο της «Ιστορία του Έρωτα» (Εκδ. Διόπτρα), το οποίο απέσπασε τα βραβεία William Saroyan Intl. Prize for Writing και Prix du Meilleur Livre Etranger ήταν δε υποψήφιο για τα βραβεία Orange, Medicis και Femina. Το «Όταν όλα καταρρέουν» που εκδόθηκε το 2010 ήταν υποψήφιο για το μεγάλο βραβείο National Book Award της ίδιας χρονιάς και στην short list του βραβείου Orange για το 2011.