Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013 | Permalink
Έρωτας με την πρώτη ματιά


Τον συνάντησα στο παζάρι βιβλίου στην Πλ.Κοτζιά. Βρισκόταν σε ένα σημείο του πάγκου που δεν πλησίαζε κανείς. Εκδόσεις Ίκαρος βλέπεις…

Οι περισσότεροι που ήταν εκεί μέσα ούτε ήξεραν τι γύρευαν, απλά βάζανε βιβλία στα καλαθάκια – ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά, βλέπεις ονόματα συγγραφέων που δεν γνωρίζεις (και δεν θέλεις να μάθεις), εκδόσεις κλασσικών αριστουργημάτων, με σκληρό εξώφυλλο αγνώστου προελεύσεως και συχνά χωρίς όνομα μεταφραστή, που συναντάς σε πεζόδρομους του κέντρου, σε κεντρικές πλατείες συνοικιών δίπλα στα τιγκαρισμένα καφέ και σε πανηγύρια από πλανόδιους «βιβλιοπώλες». Κόσμος που τα ρούχα του βγάζανε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά ξυλόσομπας ανακατεμένης με τσίκνισμα από την κουζίνα, κόσμος που τηλεφωνούσε σπίτι: «έλα..ένα βιβλίο της Μπαρπαρίγου, να το πάρωωω;».



Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα μου. Στον πάγκο με τα βιβλία των εκδόσεων Ίκαρος, λοιπόν, με τιμή 3.5 ευρώ, μια θαυμάσια (δίγλωσση) έκδοση, ενός Ισπανού ποιητή που αγνοούσα ο τάλας..Luis Cernuda «Ocnos» - Λουίς Θερνούδα «Όκνος» (Όκνος=ένας μικρός Θεός της νωθρότητας, της βραδύτητας – εξ’ου και «οκνηρός»), μετάφραση Αντώνης Κουτσουραδής.



Το ανοίγω να το δω λίγο προτού το αγοράσω, σελ. 153, «Πολιτεία της Καληδονίας» έρωτας με την πρώτη ματιά – ποίημα σε πεζό λόγο, κάτι σαν Πεσόα…



«Όλα σ’αυτή τη χώρα, αυτή και η γή που πάνω της βρίσκεται, μοιάζουν ανολοκλήρωτα, σάμπως ο Θεός να τα είχε αφήσει μισοτελειωμένα, δυσπιστώντας προς το έργο. Και ίδια με τη χώρα, κι η πολιτεία. Αυτή η πολιτεία έγινε η φυλακή σου για κάποια χρόνια, ανώφελα, αν εξαιρέσουμε τη δουλειά, στη ζωή σου, μαραίνοντας και αναλώνοντας τη νιότη που σου έμενε ακόμη, χωρίς απόλαυση μήτε εξωτερικό ερέθισμα, με την ίδια ξεραϊλα στα πλάσματα και στα πράγματα. Όπως είναι η πόλη, προσόψεις κόκκινες λεκιασμένες από την καπνιά, που επαναλαμβάνονται σμικρυνόμενες προοπτικά, κινέζικο σεντούκι που μέσα του έκλεινε άλλο, κι αυτό άλλο, κι αυτό άλλο, έτσι και τα πλάσματα που την κατοικούσαν: μονοτονία, αποκρουστική χυδαιότητα σε όλα. Πως να γεμίσουν οι ώρες αυτής της ζωής χωρίς βάθος;»



Φεύγω από το παζάρι, έχοντας πάρει μόνο αυτό το βιβλίο και τρία τεύχη του περιοδικού «Οδός Πανός». Στο μυαλό μου κολλημένο, είναι το κομμάτι που μόλις διάβασα. Κάθομαι σε ένα καφέ, στην Πλ. Αγίας Ειρήνης και ανοίγω στη τύχη πάλι το βιβλίο του Cernuda, ζητάω ένα μαχαιράκι να κόψω τις σελίδες – ανυπομονώ, μ’εχει πιάσει αυτή η γοητευτική προσμονή.



Όταν γυρίζω σπίτι, ψάχνω στοιχεία για τον ποιητή – σύντομα διαπιστώνω ότι θεωρείται ισάξιος ή και καλύτερος του Λόρκα (νομίζω μαζί με τον Νερούδα, οι πλέον υπερτιμημένοι του 20ου αιώνα-αλλά αυτό είναι θέμα άλλης κουβέντας). Ο Λουίς Θερνούδα γεννήθηκε στην Σεβίλη το 1902 και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1927 με την συλλογή «Η κατατομή του αγέρα». Ακολουθούν οι συλλογές «Ένας ποταμός, ένας έρωτας» και «Απαγορευμένες επιθυμίες» με σουρεαλιστικές επιρροές στην ποίηση του. Ο εμφύλιος που ξεσπάει, φτώχεια (ηταν πωλητής σε βιβλιοπωλείο), η αριστερά που τον συγκινεί, η ομοφυλοφιλία που τον θέτει αυτόματα στο περιθώριο, τίποτα δεν τον κρατάει στην σπαρασσόμενη πατρίδα του. Φεύγει για την Γλασκόβη. Στην Σκωτία που δεν θα αγαπήσει ποτέ του, το 1940, ο Θερνούδα άρχισε «να συνθέτει το «Όκνος» στηριγμένος σε αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη νεότητα στη Σεβίλη, «που τότε, συγκριτικά με τη ρυπαρότητα και την ασχήμια της Σκωτίας, του φαίνονταν άξιες γραπτής μνείας ενώ, ταυτόχρονα, μ’αυτό τον τρόπο τις εξόρκιζε.» όπως γράφει ο μεταφραστής στον πρόλογο του βιβλίου.



Το βιβλίο εκδίδεται το 1942 στη Οξφόρδη αλλά την οριστική του μορφή θα την πάρει με την Τρίτη έκδοση πλέον την δεκαετία του ’50, όταν ο Θερνούδα έχει εγκατασταθεί στο Μεξικό (αφού πέρασε πρώτα ένα μικρό διάστημα στις Η.Π.Α.), όπου θα εκδόσει αρκετές άλλες συλλογές ποιημάτων σε πεζό λόγο, όλες (θεωρούμενες από την διεθνή κριτική ως) αριστουργήματα. Πέθανε το 1963 στο Μεξικό.



«Υπάρχουν ανθρώπινα πεπρωμένα δεμένα μ’έναν τόπο ή μ’ένα τοπίο. Εκεί, σ’εκείνο τον κήπο, καθισμένος σ’ενός συντριβανιού την άκρη, ονειρεύτηκες μια μέρα τη ζωή σαν αστείρευτη σαγήνη. Η άπλα του ουρανού σε ωθούσε σε δράση· η ανάσα των λουλουδιών, τα φύλλα και τα νερά, στην απόλαυση χωρίς τύψεις.

Αργότερα θα καταλάβαινες πως ούτε τη δράση ούτε την απόλαυση θα μπορούσες να βιώσεις με την τελειότητα που είχαν στα όνειρά σου στην άκρη του συντριβανιού. Και τη μέρα που κατάλαβες αυτή τη θλιβερή αλήθεια, αν και βρισκόσουν μακριά και σε ξένη γη, πόθησες να γυρίσεις σ’εκείνο τον κήπο και να ξανακάτσεις στην άκρη του συντριβανιού, για να ονειρευτείς ακόμη μια φορά τη νιότη που εχάθη.»



Ποίηση σε πεζό γεμάτη μελαγχολία και λυρικότητα, όπου η κάθε λέξη «μετράει». Άψογο στυλ, ατμόσφαιρα, και ένας ιδιόμορφος «αντιρομαντισμός» - μια «αντικειμενική» θεώρηση/στάση ζωής, σαν να είναι άλλος ο δημιουργός και άλλο το δημιούργημα. Δημιουργία alter-ego, τον «Αλβάνιο» σε κάποια από τα πεζοποιήματα και χρήση του δεύτερου προσώπου τονίζουν αυτή την προοπτική της παρατήρησης του ποιητή απέναντι στο έργο του, και όπως γράφει πάλι ο μεταφραστής στον πρόλογο του «Όκνος», «εξελίσσεται λοιπόν η αρχική σύγκρουση, όχι πια μόνον ανάμεσα σε πραγματικότητα και επιθυμία ή ανάμεσα σε φαίνεσθαι και αλήθεια όπως παλαιότερα, αλλά τώρα πια ανάμεσα σε πνεύμα και ύλη, ηθική και αισθητική, που χρησιμοποιούνται για το μέτρο της φύσης και των ανθρώπινων ενεργειών.»



Μια φορά ποτέ δεν είναι αρκετή για την ανάγνωση αυτού του αριστουργήματος. Πιάνω τον εαυτό μου να παρατάει το μυθιστόρημα που διαβάζει ή ότι άλλο κάνει και να ξαναγυρίζει σε κάποια από τα ποιήματα. Ξαναδιαβάζοντας τα, ανακαλύπτεις νοήματα κρυμμένα, μια πρόταση που δεν πρόσεξες, εικόνες που σου διέφυγαν. «Η μοναξιά», «Η αιωνιότητα», «Ο χρόνος», «Ο ερωτευμένος», «Βιβλιοθήκη», «Ασκούμενος στη Λήθη», «Τρόπος Ζωής» μερικοί από τους τίτλους έξοχων πεζών ποιημάτων.



Η παιδική ηλικία που χάθηκε για πάντα, το πατρικό σπίτι – καταφύγιο, η Σεβίλη, οι έρωτες, η «μάσκα» που κάλυπτε τις ερωτικές του επιθυμίες, η ομορφιά που πέρασε από μπροστά του και χάθηκε, η μνήμη, η λήθη, η απελπισία, τα ξένα χώματα που είναι πάντα αφιλόξενα. Πράγματα και έννοιες που επανέρχονται συνεχώς στη θεματική του βιβλίου – κείμενα που θυμίζουν ημερολογιακές καταγραφές με λεπτομέρειες σε σημεία της πατρικής εστίας, σε πράγματα που χάθηκαν για πάντα. Απόλαυση ο «Όκνος», καταπληκτική η δουλειά του μεταφραστή Α.Κουτσουραδή, και ακόμα μεγαλύτερη ηδονή η γνωριμία με έναν συγκλονιστικό λογοτέχνη που δεν γνώριζες.



«Η ΜΟΝΑΞΙΑ»



Η μοναξιά βρίσκεται σε όλα για σένα, και όλα για σένα βρίσκονται στη μοναξιά. Νησί της ευτυχίας όπου τόσες φορές κατέφυγες, συμφιλιωμένος μάλλον με τη ζωή και τις προθέσεις της, κουβαλώντας εκεί, όπως εκείνος που κουβαλά από την αγορά κάποια λουλούδια που τα πέταλά τους θα ανοίξουν κατόπιν με φρόνιμη πληρότητα, την αναταραχή που σιγά σιγά θα κάνει να κατακάτσουν οι εικόνες, οι ιδέες.

Υπάρχουν εκείνοι που όντας μέσα στη ζωή την αντιλαμβάνονται βιαστικά και είναι οι αυτοσχεδιαστές· αλλά υπάρχουν επίσης κι εκείνοι που χρειάζονται να αποστασιοποιηθούν από εκείνη για να τη δούν περισσότερο και καλύτερα και είναι οι παρατηρητές. Το παρόν είναι υπερβολικά τραχύ, όχι σπάνια γεμάτο ειρωνικό σολοικισμό, και πρέπει να αποστασιοποιηθεί κανείς απ’αυτό για να καταλάβει την έκπληξη και την επανάληψή του.

Ανάμεσα στους άλλους κι εσένα, ανάμεσα στον έρωτα κι εσένα, ανάμεσα στη ζωή κι εσένα, βρίσκεται η μοναξιά. Όμως αυτή η μοναξιά που σε χωρίζει απ’όλα δεν σε θλίβει. Γιατί θα έπρεπε να σε θλίβει; Αν λογαριαστείς με όλα, με τη γη, την παράδοση, τους ανθρώπους, σε κανέναν δεν οφείλεις τόσα όσα στη μοναξιά. Λίγο ή πολύ, ό,τι κι αν είσαι σ’εκείνη το οφείλεις.

Παιδί, όταν τη νύχτα κοίταζες τον ουρανό, που τα αστέρια του έμοιαζαν φιλικές ματιές που γέμιζαν τη σκοτεινιά με μυστηριώδη συμπάθεια, η ευρύτητα των χώρων δεν σε φόβιζε αλλά απεναντίας, σε κρατούσε μετέωρο σε καλοδεχούμενη σαγήνη. Εκεί, ανάμεσα στους αστερισμούς έλαμπε ο δικός σου, διαυγής σαν το νερό, φωτοβόλος σαν τον άνθρακα που είναι το διαμάντι: ο αστερισμός της μοναξιάς, αόρατος στους πολλούς, προφανής και αγαθοποιός για μερικούς, ανάμεσα στους οποίους είχες την τύχη να συγκαταλέγεσαι.»

 Υ.Γ. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο θαυμάσιο, διαδικτυακό περιοδικό Bookstand, που κυκλοφορεί κάθε Τρίτη.