Ομολογώ ότι μου είχε διαφύγει η περίπτωση της Νίκης
Αναστασέα (Αθήνα,1947). Δεν είχα διαβάσει τίποτα δικό της, παρότι είχε εκδώσει
τρία (με μεγάλη χρονική καθυστέρηση μεταξύ τους είναι αλήθεια) μυθιστορήματα
μέχρι τώρα. Το τελευταίο της βιβλίο, με (τον ωραίο) τίτλο «ΠΟΛΥ ΧΙΟΝΙ ΜΠΡΟΣΤΑ
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ», (Εκδ. Πόλις, σελ.243), αποτέλεσε μια θαυμάσια αναγνωστική έκπληξη,
με το ωραίο αφηγηματικό του ύφος, την εξαιρετική μυθοπλασία – πράγμα σπάνιο για
νεοελληνικό μυθιστόρημα (γι’αυτό και τονίζεται το –κατά τ’άλλα- προφανές), την
εξαίρετη διαχείριση του υλικού, την άφθονη βιβλιοφιλία που το κατακλύζει.
4 πρόσωπα, μια συνηθισμένη Αθηναϊκή μικροαστική οικογένεια
που η ζωή τους ανατρέπεται εν μία νυκτί, όταν η νεαρή (μόλις εικοσιδυάχρονη)
Ηλέκτρα βρίσκεται κρατούμενη ως συνεργός στην δολοφονία ενός αστυνομικού. Ο
Στέλιος, ο φίλος της με τον οποίον επέβαινε στη μηχανή του, σε έλεγχο της
αστυνομίας κάπου στην Καισαριανή, τράβηξε όπλο και σκότωσε τον ένα αστυνομικό
ενώ τραυμάτισε τον άλλον. Οι δύο νέοι παράτησαν τη μηχανή (που αποδείχτηκε ότι
ήταν κλεμμένη) αλλά συνελήφθησαν λίγο αργότερα όταν έπεσαν σε κάποιο μπλόκο των
αστυνομικών δυνάμεων λίγο παρακάτω. Η Ηλέκτρα αρνείται να καταθέσει εναντίον
του Στέλιου, υποστηρίζει ότι έχουν πέσει θύματα παρεξήγησης και ότι δεν ήταν αυτοί
που ενεπλάκησαν στο φονικό. Η στάση της αμετακίνητη παρά τα παρακάλια και τις
φοβέρες. Τον αγαπάει, το διατυμπανίζει και δεν πρόκειται να τον προδώσει.
Οι γονείς της, ο Στέφανος και η Πέρσα διαλύονται ψυχολογικά.
Ο Στέφανος αφού τίθεται σε διαθεσιμότητα από το σχολείο όπου εργάζεται, διότι η
δημοσιότητα της ιστορίας ενοχλεί την διεύθυνση, βγάζει τα προς το ζήν
μοιράζοντας φιάλες πετρογκάζ, και τον υπόλοιπο χρόνο του μεταφράζει το
μυθιστόρημα του Γ.Φώκνερ, «Αβεσσαλώμ,Αβεσσαλώμ». Η Πέρσα βιώνει την κατάσταση
διαφορετικά. Παγωμένη, κινείται σαν αυτόματο στην καθημερινότητά της και
προσπαθεί να συμπαρασταθεί στην κόρη της. Όταν ο Στέφανος φεύγει από το σπίτι
μη μπορώντας άλλο να ζει εκεί μέσα, η Πέρσα δεν αντιδράει, υπομένει καρτερικά,
του συμπαραστέκεται και κουβαλάει σιωπηρά – όπως κάνει σε όλη της τη ζωή – την
θλίψη της.
«Διπλώνω τη μπλούζα και τη βάζω στο συρτάρι της σιφονιέρας.
Έπειτα διπλώνω ένα ένα τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες και τις δυο πετσέτες. Τα
διπλώνω όλα προσεκτικά, τα ισιώνω και τα βάζω στη θέση τους. Ύστερα παίρνω και
κοιτάζω το βιβλίο που μου έφερε ο Στέφανος. Τζέημς Τζόυς, Οι νεκροί. Στο
εξώφυλλο υπάρχει η φωτογραφία του συγγραφέα. Το οπισθόφυλλο είναι κενό. Το
ανοίγω, το ξεφυλλίζω μηχανικά και πριν το κλείσω ρίχνω μια ματιά στην τελευταία
σελίδα, το μάτι σταματά στην τελευταία πρόταση: «Η ψυχή του γλάρωσε σιγά σιγά,
καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει απαλά σ’όλη την πλάση, και απαλά να πέφτει, σαν
τον ερχομό του έσχατου τέλους, πάνω σε ζωντανούς και σε νεκρούς». Το ακουμπάω
πάλι στη σιφονιέρα και κλείνω το φως.
Πηγαίνοντας προς την κουζίνα διαπιστώνω ότι το παράθυρο στο
σαλόνι, αυτό που βλέπει στον δρόμο είναι ανοιχτό. Η βροχή έχει μουσκέψει την
κουρτίνα. Το κλείνω και μετά πάω και ζεσταίνω το φαΐ. Κάθομαι στο τραπέζι της
κουζίνας και τρώω. Όταν τελειώνω, ανάβω ένα τσιγάρο. Ύστερα πάω σε κείνο το
παράθυρο που είχα κλείσει πριν από λίγο, τραβάω την κουρτίνα και στέκομαι εκεί
όρθια στα σκοτεινά. Καπνίζω και κοιτάζω τον άδειο δρόμο. Η ίδια εικόνα κάθε
βράδυ.»
Ο Στέφανος όμως έχει «σαλτάρει», από τη στιγμή που η Ηλέκτρα
του ανακοινώνει το πλάνο της να παντρευτεί τον αγαπημένο της αμέσως μετά τη
δίκη, και το μόνο που σκέφτεται είναι το πώς θα σκοτώσει τον (κατ’αυτόν
υπεύθυνο της «καταστροφής» της κόρης του) Στέλιο. Προμηθεύεται ένα όπλο και
προετοιμάζεται για την ημέρα της δίκης που θεωρεί ότι θα βρει την ευκαιρία να
πυροβολήσει τον νεαρό. Στις επισκέψεις του στην Ηλέκτρα, της διαβάζει
αποσπάσματα από το βιβλίο που μεταφράζει, αλλά ούτε εκείνος, ούτε η Πέρσα
υποψιάζονται τι θα γίνει στο τέλος και την ανατροπή που θα υπάρξει στην
ιστορία.
Η Αναστασέα μοιράζει την αφήγηση στους 4 κεντρικούς
χαρακτήρες της ιστορίας που περιγράφει, δίνοντας και τους αντίστοιχους τίτλους
στα κεφάλαια, όταν αφηγούνται. Αφήνει τον Στέλιο, τον «θύτη» στο περιθώριο, ως
μια ομιχλώδη φιγούρα, δεν δίνει καμία διάσταση στο τραγικό συμβάν, πράγμα που
θα οδηγούσε το μυθιστόρημα σε άλλα μονοπάτια.
Η Ηλέκτρα («Το κορίτσι που είχε έναν άσο») είναι μεν η
κεντρική φιγούρα στην ιστορία, και όντως είναι εκείνη που θα δώσει την τελική
λύση, αλλά οι δύο ουσιαστικοί ήρωες του βιβλίου είναι οι γονείς της, ο
απογοητευμένος από την πορεία της ζωής του, Στέφανος («Ο άντρας που μιλούσε για
τον Νότο») που διαφορετικά ονειρεύτηκε τα πράγματα όταν ξεκινούσε δάσκαλος στην
επαρχία και μετά αφέθηκε να παρασυρθεί στο μαγγανοπήγαδο. Τώρα ζωντανός-νεκρός
σκέφτεται μόνο την «κάθαρση», επηρεασμένος τα μάλα από την ροή του βιβλιου που
μεταφράζει, και η Πέρσα («Η γυναίκα που υπομένει»), σιωπηλή και θλιμμένη, με το
βάρος των επιλογών του παρελθόντος να την βαραίνει – αποφάσεις που πάρθηκαν, συναισθήματα
καταπιεσμένα, συμπαραστέκεται στην κόρη της όπως μπορεί. Ο Παύλος («Το αγόρι
που αγαπούσε ένα κορίτσι»), ο γιός της οικογένειας, μόλις έχει γνωρίσει τον
έρωτα της ζωής του, την Τζίνα, τσακώνεται με την αδελφή του από την πρώτη του
επίσκεψη στον Κορυδαλλό και αρνείται να την ξαναεπισκεφθεί, άβουλος και
άπραγος, δέχεται την κατάσταση ως έχει.
«Έδωσα στον Στέφανο δύο παιδιά, έναν γιο να του μοιάζει και
μετά μια κόρη που έμοιαζε σε μένα και που τον έβλεπα κοντά είκοσι χρόνια να
προσπαθεί να της περάσει τα δικά του σουσούμια, κι έκανα υπομονή. Έκανα υπομονή
για την κόρη μου, γιατί ο Παύλος έτσι κι
αλλιώς είναι δικός του, ψυχή και μυαλό το ίδιο. Για κείνη έκανα υπομονή. Είκοσι
χρόνια κάτω από τη σκιά του πατέρα της και κοντά δυο χρόνια στον Κορυδαλλό. Και
τώρα που χρειάστηκε να της μιλήσω σαν μάνα για να δει τι πρέπει να κάνει και
που δεν πρέπει να πατήσει, δεν είχα άλλο τρόπο παρά μονάχα ξεμπροστιάζοντας την
ίδια μου τη ζωή, φανερώνοντάς της εκείνα που έκανα και με πλήγωσαν και που η
περηφάνεια μου τριάντα χρόνια τώρα κοκορεύεται πως τάχατες δεν έγιναν.»
Η «σκιά» του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Γ.Φώκνερ,«Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ» - καθόλου τυχαία η επιλογή του - σκεπάζει το βιβλίο της Αναστασέα. Η τραγική
ιστορία, σαν αρχαιοελληνικό δράμα (όπως άλλωστε τα περισσότερα μυθιστορήματα
του τεράστιου Αμερικανού) της αριστοκρατικής οικογένειας του Νότου, που
απαρτίζεται από 4 μέλη (όπως αυτή της Αθήνας), το στυγνό φονικό που λαμβάνει
χώρα λίγο πριν από το γάμο της κόρης, η «νέμεση» που επέρχεται, επηρεάζουν το
ταραγμένο μυαλό του Στέφανου. Η διακειμενική συνομιλία της Αναστασέα με τον
(αγαπημένο της) Φώκνερ είναι ουσιαστική και ενσωματώνεται δημιουργικότατα μέσα
στην ανέλιξη της πλοκής, χωρίς καμία διάθεση αντιγραφής.
Την συγγραφέα την απασχολεί περισσότερο η συναισθηματική
κατάσταση των ηρώων της, το πώς βιώνουν την μορφή που έχει πάρει η ζωή τους,
πως προσπαθούν να αντιδράσουν στην εξέλιξη των πραγμάτων. Εστιάζει στις
λεπτομέρειες, στο παρελθόν που ξαναζωντανεύει μπροστά τους, στα ερωτήματα που
έρχονται αυθόρμητα στη σκέψη τους, στα λόγια τους, στην ζωή που χάσανε και δεν
θα ξαναβρούνε ποτέ.
Το «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (φράση εμπνευσμένη από το
συνταρακτικό διήγημα-νουβέλα του Τζέημς Τζόυς, «Οι νεκροί» - βιβλίο που χάρισε ο
Στέφανος στην Πέρσα), είναι ένα σπαρακτικό ψυχογράφημα της ελληνικής
οικογένειας, ένα πυκνογραμμένο, πολυφωνικό δράμα «της διπλανής πόρτας», με
ολοζώντανους χαρακτήρες με τους οποίους ταυτίζεσαι και παρακολουθείς με πολύ
ενδιαφέρον. Το αισιόδοξο φινάλε δεν έρχεται ξεκομμένο και αναιτιολόγητο αλλά
εντάσσεται μέσα στην δραματουργική ανατροπή, στην οποία οδηγείται η
σφιχτοδεμένη ιστορία. Είναι ένα «καθαρό μυθιστόρημα» (όπως έγραψε κάπου η Στ.Παπασπύρου),
με εξαιρετική τεχνική και με μια κορυφαία μυθιστορηματική ηρωίδα όπως είναι η
Πέρσα, άλλοτε στεγνή και δωρική, άλλοτε σπαρακτική και συναισθηματική, άλλοτε
εύθραυστη, άλλοτε δυναμική. Εξάλλου, "ο καθένας μας σκοτώνει αυτό που αγαπάει"
όπως έγραψε κάποτε ο Όσκαρ Ουάιλντ και αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο στη
λογοτεχνία αλλά και στη ζωή την ίδια.
«Είχα άδικο. Το παραδέχομαι. Πίστευα ότι υπήρχαν πράγματα
που εξακολουθούν να έχουν σημασία μόνο και μόνο επειδή άλλοτε είχαν σημασία. Μα
είχα άδικο. Τίποτα δεν έχει σημασία μόνο η ανάσα, ν’ανασαίνεις, να γνωρίζεις
και να είσαι ζωντανός.» (W.Faulkner
«Αβεσαλώμ,Αβεσαλώμ»)
_______________________________________________________
Ακούστε την εκπομπή Booktalks@Amagi radio
του Σαββάτου 13/4/13 όπου στο δεύτερο μέρος συνομιλώ με την συγγραφέα Νίκη
Αναστασέα για το βιβλίο της «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» αλλά και για τα
παλαιότερα έργα της. Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε την ποιητική συλλογή του Τίτου
Πατρίκιου «Σε βρίσκει η ποίηση», το ποστ μου για τον Π.Ασουλιν και το μυθιστόρημα
του «Οι προσκεκλημένοι» καθώς κι ένα απόσπασμα του Χ.Λ.Μπόρχες για τους «Κλασσικούς».
Καλή ακρόαση.
Εξαιρετική, ως συνήθως, ανάρτηση, Librofile. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο αλλά μου φαίνεται πως έχει την στόφα του κλασικού - μεγάλη τύχη να συνομιλείς με τέτοια κείμενα και τους συγγραφείς τους. :-)