"Να μη ξεχνάς τίποτα"...
My heart leaps up when I behold
A rainbow in the sky:
So was it when my life began;
So is it now I am a man;
So be it when I shall grow old,
Or let me die!
The Child is father of the Man;
I could wish my days to be
Bound each to each by natural piety.
(William Wordsworth,1802)
Πιο
συναισθηματικός από ποτέ, παρουσιάζεται ο μεγάλος Philip Roth, στο βιωματικό του βιβλίο,
«ΠΑΤΡΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ» («Patrimony»), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Τ.Κίρκης,
σελ.244), το οποίο εκδόθηκε το 1991 στις Η.Π.Α. και πρωτοκυκλοφόρησε το 1995
στη χώρα μας από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Με υπότιτλο «Μια αληθινή ιστορία»,
το βιβλίο του Ροθ είναι ένα χρονικό της πορείας προς τον θάνατο του πατέρα του,
Χέρμαν Ροθ και μέσα από αυτή τη διαδρομή της ασθένειας που τον οδήγησε στο
μοιραίο, οι αναμνήσεις από την κοινή ζωή, η προσπάθεια του γιού να φροντίσει
τον ασθενούντα πατέρα, ο στοχασμός για την παρακμή του σώματος και του
πνεύματος.
Η
κληρονομιά που μας αφήνουν οι γονείς μας δεν είναι μόνο υλική, είναι και άυλη –
αξίες, ιδέες, νοοτροπίες, στάση ζωής. Τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Και αν τελικά
«είμαστε οι αναμνήσεις μας», και τα γεγονότα που καθόρισαν την ανάπτυξή μας,
μήπως σ’αυτά πρέπει να δώσουμε το μεγαλύτερο βάρος; Κι όταν οι γονείς μας είναι
πλέον ανήμποροι να αποφασίσουν για την τύχη τους, και πρέπει εμείς να πάρουμε
την κατάσταση στα χέρια μας, πως θα ξέρουμε αν οι πράξεις μας είναι προς την
σωστή κατεύθυνση; Πως θα κρίνουμε αν έστω και μερικοί μήνες ζωής παραπάνω θα
προσφέρουν κάτι στον ταλαιπωρημένο ασθενή ή θα πρέπει να αφήσουμε την «φύση» να
αποφασίσει για την μοίρα του;
Καίρια
ερωτήματα σαν τα παραπάνω, ερωτήματα «ζωής» θέτει στο εξαιρετικό του
αυτοβιογραφικό βιβλίο ο Φίλιπ Ροθ. Με αφορμή την διάγνωση ενός όγκου στο
πρόσωπο του 86άχρονου και μέχρι εκείνο το μοιραίο πρωινό που ξύπνησε και το
μισό του πρόσωπο «είχε κρεμάσει», θαλερότατου και ζωηρού γέροντα, ο τότε
55άχρονος επιτυχημένος συγγραφέας προσπαθεί να βοηθήσει τον πατέρα του,
τρέχοντάς τον σε γιατρούς ώστε να επιτύχουν την ακριβέστερη διάγνωση της πάθησης,
και μετά εξετάζοντας τις πιθανότητες επιτυχίας μιας πολύωρης και επώδυνης
εγχείρησης που απλά θα μπορούσε να δώσει μερικά χρόνια ή λίγη ακόμα ζωή στον
καταπονημένο του οργανισμό.
«Είμαστε
οι γιοί που απεχθάνονται τη βία, που δεν έχουν την παραμικρή ικανότητα να
προξενήσουν σωματικό πόνο, που δεν ξέρουν να δέρνουν με κανένα τρόπο, που είναι
εντελώς ακατάλληλοι να κάνουν σκόνη ακόμα και τον πιο αξιομίσητο εχθρό, από την
άλλη όμως δεν τους λείπει η ταραχή, ο θυμός, ακόμα και η αγριότητα. Έχουμε κι
εμείς δόντια όπως και οι κανίβαλοι, αλλά τα έχουμε εκεί, χωμένα στη γνάθο μας,
για να αρθρώνουμε καλύτερα τον λόγο. Όταν σκορπάμε τον όλεθρο και την
καταστροφή, δεν το κάνουμε με μανιασμένες γροθιές ή ανελέητες ραδιουργίες ή
παράφορη βία, αλλά με τις λέξεις μας, με το μυαλό και τη νοοτροπία μας, με όλα
εκείνα τα πράγματα που δημιύργησαν το επώδυνο χάσμα ανάμεσα σε μας και τους
πατέρες μας και που οι ίδιοι αγωνίστηκαν να μας προσφέρουν. Σπρώχνοντάς μας να
γίνουμε έτσι έξυπνοι και τέτοιοι «γεσιβά μπούχερ», μορφωμένοι βιβλιοφάγοι,
καθόλου δεν καταλάβαιναν πως μας έδιναν τα μέσα για να τους αφήνουμε μόνους και
άναυδους ενώπιον της πανίσχυρης φλυαρίας μας.»
Ο Ροθ
συνήθως στα μυθιστορήματά του μιλάει για ερωτικές σχέσεις, για την προδοσία και
την στοργή, για το σεξ και τις επιδράσεις του στην καθημερινή μας ζωή, για τις
αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε σε οριακές η μη καταστάσεις. Μιλάει για τη
μοναξιά και την απώλεια, για την ματαιοδοξία και την απογοήτευση. Τίποτα από
όλα αυτά δεν υπάρχει στην «Πατρική κληρονομιά» ή υπάρχουν έστω κάποια από αυτά.
Το γεγονός είναι ότι ο Ροθ «σκάβει» πολύ βαθιά μέσα στον ψυχισμό του, αρνείται
να ωραιοποιήσει ή να «ρετουσάρει» καταστάσεις. Μιλάει άμεσα και χωρίς φτιασίδια
για το πώς βιώνει μια κλασσικά αμήχανη κατάσταση, να βλέπει έναν άνθρωπο,
πανίσχυρο και με έντονη προσωπικότητα, δύσκολο και στριφνό, αλλά γοητευτικό και
με ηγετικά χαρακτηριστικά, να μετατρέπεται με την πρόοδο της ασθένειας σε ένα πλήρως
εξαρτώμενο άτομο, ακόμα και για τις βασικότερες λειτουργίες.
Το
χιούμορ (χαρακτηριστικό της πένας του μεγάλου συγγραφέα) δεν λείπει από τις
περιγραφές της δύσκολης καθημερινότητας, όπως και ο αυτοσαρκασμός και η
λεπτότητα της γραφής. Κάποιες φορές νιώθεις, ότι ο Ροθ κεντάει κυριολεκτικά
παρά την αλλαγή στη συνήθη θεματολογία του (που θα μπορούσε να τον βγάλει
τελείως εκτός). Οι συζητήσεις με τον πατέρα του, ο οποίος είναι ανεξάντλητος
στις αναμνήσεις από το παρελθόν, οι τύποι με τους οποίους κάνει παρέα ο
σπιρτόζος γέροντας, οι γυναίκες που τον περιέβαλλαν μετά τη χηρεία του, η
κοκκεταρία που τον εγκαταλείπει καθώς η ασθένεια προχωράει, ο γείτονας με την
προσπάθειά του να γράψει ένα βιβλίο για το «Ολοκαύτωμα» και τελικά γράφει ένα
πορνογραφικό παραλήρημα, χαρίζουν στιγμές που εναλάσσονται από τον λυρισμό στην
κωμωδία αποφορτίζοντας την βαριά ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Η αίσθηση
που έχεις διατρέχοντας τις σελίδες με την δοκιμασία του πατέρα, ακολουθώντας
ένα δρόμο ουσιαστικά χωρίς επιστροφή, είναι ή ίδια με το αριστούργημα της Τζόαν Ντίντιον «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» (εξάλλου και τα δύο βιβλία βραβεύτηκαν
με το ίδιο βραβείο, «National Book Award (non-fiction)» τις χρονιές που εκδόθηκαν). Και
στην «Πατρική κληρονομιά» παρατηρούμε τον ίδιο σπαραγμό αλλά και την ίδια
αισιοδοξία και υπερηφάνεια που πηγάζει από την αγάπη για την ζωή και τον άνθρωπό
μας, τις ενοχές και την απογοήτευση, την δύναμη των συναισθημάτων και την
αίσθηση της απώλειας και της λύπης.
Το
θαυμάσιο και τόσο άμεσο βιβλίο του Ροθ, προσφέρει ένα μάθημα αληθινής και
απέριττης λογοτεχνίας, συγκινεί και συναρπάζει, θυμίζοντάς μας πόσο τεράστιος
συγγραφέας είναι, πέρα από πρόσκαιρες και εφήμερες λογοτεχνικές «μόδες» και
ρεύματα. Απλό και ανθρώπινο προσφέρει ένα μάθημα ζωής και άδολης αγάπης,
διάθεσης και επιμονής για ζωή, μπροστά στον φόβο του θανάτου, στην φθορά του
σώματος, στην αναπόφευκτη πορεία της ασθένειας.
«Ένιωθα
απαίσια για την ηρωική, την απελπισμένη μάχη που έδωσε για να καθαριστεί πριν
φτάσω εγώ στο μπάνιο, και για την ντροπή, την ταπείνωση που θα ένιωσε· κι
ωστόσο τώρα που είχαν τελειώσει όλα κι εκείνος κοιμόταν βαθιά, σκεφτόμουν πως
δεν θα μπορούσα να είχα ζητήσει τίποτε περισσότερο απ’αυτόν πριν πεθάνει – ήταν
κι αυτό σωστό, ήταν όπως έπρεπε να είναι. Καθαρίζεις τα σκατά του πατέρα σου
γιατί πρέπει να καθαριστούν, αλλά μετά το καθάρισμα, όλα όσα μπορεί κανείς να νιώσει,
τα νιώθεις με έναν τρόπο ασύγκριτο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το
συνειδητοποιούσα: άπαξ και παρακάμψεις την αηδία και αγνοήσεις την αναγούλα και
υπερπηδήσεις όλες εκείνες τις φοβίες που έχουν γιγαντωθεί σαν ταμπού,
ανακαλύπτεις ένα ολόκληρο απόθεμα ζωής που μπορείς να αγαπήσεις.
…
Κατέβασα
στο ισόγειο τη δυσώδη μαξιλαροθήκη, την έβαλα σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών,
την οποία έδεσα με το κορδόνι και μετά πήγα την σακούλα στο αυτοκίνητο και την
έβαλα στο πορτ-μπαγκάζ για να την πάω στο καθαριστήριο. Το γιατί ήταν όλο αυτό
τόσο σωστό και όπως έπρεπε να είναι, ήταν για μένα ηλίου φαεινότερο, τώρα που
είχε γίνει η δουλειά. Να, λοιπόν, ποια ήταν η κληρονομιά από τον πατέρα μου. Κι
όχι επειδή το καθάρισμα είχε κάτι το συμβολικό, αλλά ακριβώς επειδή δεν είχε,
επειδή δεν ήταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη συγκεκριιμένη
βιωμένη πραγματικότητα.
Αυτή ήταν
η κληρονομιά από τον πατέρα μου: ούτε τα λεφτά ούτε τα τεφιλίν ούτε το κύπελλο
του ξυρίσματος, αλλά τα σκατά.»
Δημοσίευση σχολίου