Τετάρτη, Μαΐου 27, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 27, 2015 | Permalink
Ή όλοι, ή κανείς
Δυναμικά
εισέβαλλε στη νεοελληνική πεζογραφία, η Δέσποινα Μπάτρη (Αθήνα, 1970) με το πρώτο
της βιβλίο, μια πολύ καλή (και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα) συλλογή διηγημάτων, με
τίτλο "Ή ΟΛΟΙ Ή ΚΑΝΕΙΣ", (Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.228). Το βιβλίο
αποτελείται από 5 ζωντανές και ολόφρεσκες ιστορίες μεγάλης έκτασης που μοιάζουν
να "αιωρούνται" μεταξύ διηγήματος και νουβέλας, ως η συγγραφέας να
μην ήξερε ή να μην είχε αποφασίσει αν θα δώσει έκταση στα κείμενά της ή αν θα
παραμείνει στην μικρή φόρμα.
Υπάρχει
ένα ευδιάκριτο νήμα που συνδέει τις αξιοπρόσεκτες ιστορίες της Μπάτρη. Αυτό
είναι τα ζεύγη των κεντρικών χαρακτήρων των διηγημάτων, όπου ο ένας είναι ένα
υπαρκτό πρόσωπο ή εκφράζει μια υπαρκτή κατάσταση και ο έτερος είναι ένα μυθοπλαστικό
κατασκεύασμα. Οι ήρωες των ιστοριών παίρνουν μια απόφαση, άλλοτε στιγμιαία,
άλλοτε κατόπιν σκέψης, να θυσιασθούν για χάρη κάποιου ή κάποιων άλλου/ων.
Κάποιες φορές είναι οι συνθήκες που καθορίζουν την στάση του κεντρικού χαρακτήρα,
άλλες φορές η προσωπικότητα του, οδηγεί στην αυτοθυσία.
Τα
4 από τα 5 διηγήματα εκτυλίσσονται εκτός του ελλαδικού χώρου, μόνο το πρώτο, με
την έντονη αυτοβιογραφική χροιά διαδραματίζεται στην Ελλάδα, τα υπόλοιπα έχουν
ως σκηνικό, την Βόρεια Αλβανία, την Αρμενία επί Σοβιετικού καθεστώτος, το
Πακιστάν και τέλος την δράση ενός Ναζί αξιωματικού του Γερμανικού ναυτικού.
Στο
πρώτο διήγημα "Ή όλοι, ή κανείς" που έδωσε και τον τίτλο στην
συλλογή, ο υπαρκτός χαρακτήρας είναι ο Αριστοτέλης, ο οποίος παίρνει μια
απόφαση ριψοκίνδυνη σε μια ακραία κατάσταση, με κίνδυνο να παρασύρει στον
θάνατο τους συντρόφους του, για να γλυτώσει έναν σοβαρά τραυματισμένο, σε
δεύτερο πλάνο η κόρη του, μια νεαρή γυναίκα σκέπτεται να αυτοκτονήσει, έχοντας
μόλις γεννήσει νεκρό το παιδί της, ενώ στο συγκλονιστικό δεύτερο διήγημα (και
καλύτερο της συλλογής), με τίτλο "Το ρολόι" μια γυναίκα σε ένα χωριό
στην Βόρεια Αλβανία όταν πεθαίνει ο πατέρας της, επιλέγει να γίνει
"άντρας" (σότα) για το υπόλοιπο της ζωής της και να προστατεύσει έτσι
τις μικρότερες αδερφές της - ένα έθιμο που συνηθίζεται στα μέρη αυτά. Θυσιάζεται
για το καλό των υπολοίπων της οικογένειάς της και αναλαμβάνει εκτός από την
ηγεσία της οικογένειας και την υποχρέωση να ξεπλύνει το αίμα, να συνεχίσει την
βεντέτα. Κάποια στιγμή, όμως σε ανύποπτο χρόνο, εμφανίζεται ένας άντρας στη ζωή
της, τον ερωτεύεται, και πρέπει να αποφασίσει τι πορεία θα ακολουθήσει.
"...Κοκκίνισε.
Την κερνάνε ρακή. Της στρίβουν τσιγάρο. Πρώτα απ' όλα πρέπει να βρεις ένα
ρολόι" της λέει ο γεροντότερος. "Γίνεται αρσενικό χωρίς ρολόι; Φόρα
του μακαρίτη του πατέρα σου. Τον φονιά. Πρέπει να τον φας. Σαν άντρας. Τις
αδελφάδες σου. Να τις καλοπαντρέψεις. Το χωράφι. Να το οργώσεις. Όπλο. Σου
πρέπει. Είσαι άντρας πια, τ' ακούς;"
Άντρας.
Έφυγε
παραπατώντας. Η μυρωδιά του καμένου μαλλιού δεν είχε ακόμη φύγει από τα
ρουθούνια της. Άνοιξε την πόρτα του πέτρινου πατρικού. Οι αδελφές της θρηνούσαν
τη μοίρα τους γύρω από το σβησμένο μαγκάλι. Βλέπουν τα άτσαλα κομμένα κοντά της
μαλλιά. Τα χνότα της βρομούσαν ρακή και τσιγάρο. Τα χάσανε. Άρχισαν να σκούζουν
περισσότερο. Να μοιρολογάνε διπλά. "Ράψτε μου μια βράκα και μια πουκαμίσα.
Σηκωθείτε". Έβγαλε το βυσσινί φουστάνι και φόρεσε τα ρούχα του πατέρα.
Είχαν ακόμη πάνω τους σκούρους λεκέδες. Όσο και να τα πλένανε, το αίμα δεν
έφευγε εντελώς. Κρατούσε στα χέρια το παλιό της ρούχο ώρα. Είπε να το ρίξει στο
τζάκι, μα δεν της πήγαινε το χέρι. Σηκώνεται μπροστά στις αδελφάδες της και το
καταχωνιάζει στον πάτο του μπαούλου. Καμιά τους δεν τόλμησε να το πειράξει όλα
τα χρόνια που ακολούθησαν. Από κείνη τη μέρα πιάτο δεν ξανάπλυνε. Ούτε έραψε
ούτε έστρωσε τραπέζι. Αυτά είναι για τις γυναίκες. Κι αυτή δεν πια γυναίκα.
Γυναίκα.
" ("Το ρολόι")
Στην
τρίτη ιστορία με τίτλο "Η κουκκίδα", το υπαρκτό πρόσωπο είναι ο
ολυμπιονίκης κολυμβητής Σαβάρς Καραπετιάν και η κίνηση αυτοθυσίας που έκανε το
1976 σώζοντας δεκάδες ζωές όταν ένα λεωφορείο έπεσε σε μια λίμνη. Από αυτή του
την ενέργεια ο Καραπετιάν αναγκάστηκε λόγω των πολλαπλών σοβαρών τραυμάτων να
διακόψει την καριέρα του. Την σκηνή παρακολουθεί ένας υποψήφιος αυτόχειρας, ο
οποίος ματαιώνει το σχέδιό του καθώς το ατύχημα και η μεγαλειώδης ηρωική πράξη
εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.
Το
τέταρτο διήγημα της συλλογής, είναι το εντυπωσιακό "Η φωτογραφία της
νύφης", που εκτυλίσσεται σε ένα χωριό του Πακιστάν και το οποίο ξεκινάει
με μια σοκαριστική σκηνή λιθοβολισμού μέχρι θανάτου, μιας
"ξεδιάντροπης" για τα ήθη κι έθιμα της περιοχής κοπέλας. Οι τέσσερις γυναίκες,
που πρωτοστατούσαν στην εκτέλεση, μαζί και η μικρότερη αδερφή τους, επιστρέφουν
σπίτι τους όπου ζουν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας μαζί με τον πατέρα τους. Οι
μεγαλύτερες αδερφές επιλέγουν την θυσία για να μπορέσει η μικρότερη αδερφή τους
(και πιο αθώα) να παντρευτεί, να ξεφύγει από την μοίρα της οικογένειας.
Το
βιβλίο κλείνει με την ιστορία του Χανς Λάνγκστορφ, καπετάνιου της ναυαρχίδας
του Γερμανικού πολεμικού ναυτικού την δεκαετία του 30, του περίφημου θωρηκτού
Γκραφ Σπέε. Το διήγημα έχει τίτλο "Αν δεν πολεμήσεις, σημαίνει ότι
ηττήθηκες;" και αφηγείται την κρίσιμη απόφαση που πήρε ο Λάνγκστορφ να
βουλιάξει το πολιορκημένο από εχθρικά πλοία, Γκραφ Σπέε όταν συνειδητοποίησε
ότι μια μάχη θα καταδίκαζε σε θάνατο χιλιάδες συμπατριώτες του και αιχμαλώτους
που επέβαιναν στο πλοίο. Παρακολουθούμε την συνειδησιακή μάχη του ήρωα του
διηγήματος, ο οποίος τις ίδιες ώρες διαβάζει τα ανεπίδοτα γράμματα που έχει
στείλει μια σαλεμένη μάνα ενός ναυτικού που έχει χάσει τη ζωή του.
Οι
ιστορίες της Μπάτρη (που αδικούνται από την επιλογή του pop εξωφύλλου, το οποίο παραπέμπει σε άλλο είδος γραφής),
σκληρές και με την έννοια του θανάτου, της αυτοκτονίας και της αυτοθυσίας να
τις διαπερνάει, αφήνουν στο τέλος τους μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας, ενώ η
μνήμη και το παρελθόν των ηρώων είναι διαρκώς παρόντα με αναδρομές στον χρόνο. Η
θέση της γυναίκας στον κόσμο, από τον "πολιτισμένο" μέχρι τις
εσχατιές της Ασίας τονίζεται συνεχώς και ο κοινωνικός προβληματισμός δεν
χρησιμεύει για να καταδείξει κάτι αλλά λειτουργεί υπαινικτικά και με ακρίβεια.
Δεν
είναι όλα τα διηγήματα στο ίδιο ύψος. Τα καλύτερα της συλλογής είναι
αναμφισβήτητα, το "Ρολόι" και "Η κουκκίδα" τα οποία είναι
εξαιρετικά, και βρίσκονται σε ένα ανώτερο επίπεδο από τα υπόλοιπα. Γενικότερα
όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Δέσποινα Μπάτρη έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα
να δημιουργεί στέρεους χαρακτήρες που βρίσκονται στα όριά τους, και επιτυγχάνει
απόλυτα στην δημιουργία ατμόσφαιρας και ρυθμού. Η ανομοιογένεια στο γλωσσικό
ύφος είναι ένα πρόβλημα αλλά μάλλον οφείλεται στην διαφορετικότητα του κάθε
διηγήματος, χρονικά και θεματικά. Στην συγγραφέα (δείχνει να)
"πηγαίνει" περισσότερο, η νουβέλα και το μυθιστόρημα και θα πρέπει να
δοκιμαστεί και σε αυτά τα πλαίσια για να έχουμε καλύτερη εικόνα.
Πάντως
το πρώτο δείγμα είναι ιδιαιτέρως ικανοποιητικό, δεν θυμίζει σε τίποτα πρωτόλειο
και είναι μια ένδειξη ότι έχουμε μπροστά μας μια "έτοιμη" και ικανότατη
συγγραφέα. Αναμένω την συνέχεια της πορείας της με μεγάλο ενδιαφέρον.
__________________________________________________
"ως η συγγραφέας να μην ήξερε ή να μην είχε αποφασίσει αν θα δώσει έκταση στα κείμενά της ή αν θα παραμείνει στην μικρή φόρμα": Να πω ότι η ανανέωση της φόρμας είναι ένα διαρκές ζητούμενο στη λογοτεχνία. Το εκτεταμένο διήγημα που προσομοιάζει σε νουβέλα δεν είναι πάντως κάτι καινούργιο. Το ίδιο έκανε ο Βιζυηνός.