Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2018
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2018 | Permalink
Ιούδας

Ένα πολυεπίπεδο και βαθιά αλληγορικό βιβλίο είναι το νέο (μετά από 10 χρόνια) μυθιστόρημα του σπουδαίου Ισραηλίτη συγγραφέα Άμος Οζ με τον χαρακτηριστικό τίτλο “ΙΟΥΔΑΣ” ("הבשורה על פי יהודה") (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Κοέν, σελ. 560). Ένα βιβλίο απλό στη δομή του, αλλά με πολλές προεκτάσεις που μέσα από τους προβληματισμούς που θέτει, δημιουργεί ερωτηματικά, θίγει ευαίσθητα θέματα (κυρίως για το κράτος του Ισραήλ) πολιτικής αλλά και θρησκείας (κυρίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού).



“Το περίεργο είναι, σημείωσε ο Σμούελ πάνω σε ένα ξεχωριστό κομματάκι χαρτί, ότι οι Εβραίοι αυτοί όσο ασχολούνται με τις υπερφυσικές ιστορίες που περιβάλλουν τη σύλληψη και τη γέννηση του Ιησού, τη ζωή και τον θάνατό του, τόσο αποφεύγουν επιμελώς οποιαδήποτε πνευματική ή ηθική αντιπαράθεση με το πνευματικό ή ηθικό περιεχόμενο του ευαγγελίου του. Σαν να αρκούνται στο να καταρρίπτουν τα σημάδια και να αμφισβητούν τα θαύματα, λες κι έτσι το ίδιο το ευαγγέλιο θα εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και είναι εξίσου περίεργο το ότι σε κανένα από τα κείμενα αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Και όμως, αν δεν υπήρχε ο Ιούδας μπορεί να μην υπήρχε σταύρωση, κι αν δεν υπήρχε σταύρωση μπορεί να μην υπήρχε Χριστιανισμός.”

Ο Οζ τοποθετεί την δράση του μυθιστορήματός του, στο τέλος της δεκαετίας του 50, πιο συγκεκριμένα το 1959 στην Ιερουσαλήμ. Ο νεαρός φοιτητής Σμούελ γράφει την διατριβή του με θέμα την μορφή και την προσωπικότητα του Ιούδα, ένα θέμα ταμπού για όλους. Ο Σμούελ είναι ένας τελείως αποπροσανατολισμένος και στα όρια της κατάθλιψης άνθρωπος, έχει διαλυθεί η σχέση του μετά την επί χρόνια κοπέλα του, ο πατέρας του χρεοκόπησε και δεν μπορεί να στηρίξει τις σπουδές του, οι σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις αργοσβήνουν σιγά σιγά μέσα στην συναισθηματική αλλά και προσωπική του απογοήτευση με το αδιέξοδο να προβάλλει παντού. Έχει σχεδόν παρατήσει τις σπουδές του λόγω της οικονομικής αδυναμίας των γονιών του, αλλά αρνείται να επιστρέψει στο χωριό του.
Βρίσκει μια εύκολη (όπως θεωρεί) δουλειά μέσω μιας αγγελίας στο πανεπιστήμιο. Να κρατάει συντροφιά σε έναν γηραιό κύριο, τον Γκέρσομ Βαλντ για ορισμένες ώρες της ημέρας – από το απόγευμα έως αργά το βράδυ. Του παρέχεται τροφή, στέγη και ένας μικρός μισθός.
Στο σπίτι διαμένει και ουσιαστικά το κουμαντάρει, η 45άχρονη Ατάλια, μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα, η οποία το μόνο που ζητάει από τον Σμούελ είναι να τηρεί τους κανόνες του σπιτιού. Δεν την πολυβλέπει αλλά η εμφάνισή της του προκαλεί ερωτικές αναταράξεις που δεν τον αφήνουν σε ησυχία.

Αυτό το ιδιότυπο τρίγωνο βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας που αναπτύσσει ο Οζ, αυτή όμως είναι μόνο η επιφάνεια γιατί μέσα από την σχέση της Ατάλιας με τον Βαλντ, ο Σμούελ εισέρχεται στον κόσμο της πραγματικής πολιτικής και της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ. Ο Βαλντ που μονολογεί συνεχώς και μιλάει στο τηλέφωνο με άγνωστους φίλους του για ώρες, είναι πεθερός της Ατάλιας. Ο γιος του και σύζυγός της όμως βρήκε τον θάνατο το 1948 στον Αραβοισραηλινό πόλεμο, κάτω υπό φρικτές συνθήκες. Ο Βαλντ ήταν φανατικός σιωνιστής και ουσιαστικά διαπαιδαγώγησε τον γιο του στην ιδέα να θυσιαστεί για το έθνος κάτι που ερχόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τα πιστεύω της Ατάλιας, που ο πατέρας της ήταν ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ένας πολιτικός, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου, ο οποίος ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Μπεν Γκουριόν για την δημιουργία του αυτόνομου Ισραηλινού κράτους, καθώς πρέσβευε ότι Ισραηλινοί και Άραβες έπρεπε να ζουν μαζί, αδερφωμένοι. Ο Αμπραβανέλ κατηγορήθηκε ευθέως ως προδότης και εκπαραθυρώθηκε από την κυβέρνηση και με αυτόν τον χαρακτηρισμό (του προδότη της πατρίδας) διατηρήθηκε στην ιστορική συνείδηση, πεθαίνοντας αργότερα μέσα σε πλήρη απομόνωση στο ίδιο σπίτι που θρηνούσε ήδη έναν νεκρό.

Ο Σμούελ διαπιστώνει ότι και για τον ίδιο τον Βαλντ, ο Αμπραβανέλ ήταν ένας προδότης, ταυτόχρονα δε με την εργασία του για τον Ιούδα, για την οποία συζητάει με τον Βαλντ, τίθεται το θέμα της προδοσίας γενικότερα και της σχετικότητας αυτής της έννοιας.
Ήταν προδότης ο Ιούδας ή ήταν ο πιστότερος οπαδός του Χριστού, ο μόνος που πίστευε πραγματικά ότι ο Χριστός θα αναστηθεί και θα επιζήσει της Σταύρωσης; Ποιος ήταν πραγματικά ο Ιούδας και πόσο είχε ανάγκη, εκείνος ένας εύπορος κτηματίας, τα τριάντα αργύρια που σύμφωνα με τα Ευαγγέλια έλαβε ως αμοιβή για την πράξη του; Γιατί δεν υπάρχουν σοβαρές μελέτες γύρω από εκείνον, παρά βασιζόμαστε σε λίγες αναφορές από τους άλλους Απόστολους; Γιατί όλος ο κόσμος μισεί τον Ιούδα και τον θεωρεί σε προέκταση χαρακτηριστικό τύπο Εβραίου, μισώντας ολόκληρη τη φυλή, λησμονώντας ότι κι ο Ιησούς ήταν Εβραίος; Γιατί οι Εβραίοι το δέχονται αυτό;

“Εκείνος από την αρχή ήξερε τα όρια της δύναμής του, εγώ δεν τα ήξερα. Πίστευα σ'αυτόν πολύ περισσότερο από όσο πίστευε ο ίδιος στον εαυτό του. Τον ώθησα να υποσχεθεί καινούργιο ουρανό και καινούργια γη. Μια βασιλεία που δεν είναι του κόσμου τούτου. Να υποσχεθεί λυτρωμό. Να υποσχεθεί αιώνια ζωή. Ενώ εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει να περιδιαβαίνει τη χώρα, θεραπεύοντας τον άρρωστο, δίνοντας τροφή στον πεινασμένο και φυτεύοντας σπόρους αγάπης και συμπόνιας στις καρδιές. Τίποτα παραπάνω.
Τον αγάπησα με όλη μου τη ψυχή και πίστεψα σε αυτόν με απόλυτη πίστη. Δεν ήταν απλά η αγάπη ενός μεγαλύτερου αδελφού προς τον καλύτερο, μικρότερο αδελφό του ούτε απλά η αγάπη ενός πρεσβύτερου, πιο πεπειραμένου άνδρα προς έναν ευαίσθητο νέο ούτε απλά η αγάπη ενός μαθητή προς τον σπουδαιότερο μα νεότερο από αυτόν δάσκαλο μήτε καν η αγάπη του αληθινού πιστού προς αυτόν που προβαίνει σε θαύματα. Όχι. Τον αγάπησα ως Θεό. Τον αγάπησα πολύ περισσότερο από όσο αγάπησα τον Θεό. Κατά βάθος, από τα νιάτα ποτέ δεν αγάπησα τον Θεό. Ένιωθα μάλιστα κάποια αποστροφή γι' Αυτόν: Ένας ζηλιάρης και εκδικητικός θεός, που τιμωρεί τους γιούς για τα κρίματα των πατεράδων τους, ένας σκληρός, οργισμένος, πικρόχολος, μνησίκακος, τυραννικός, αιμοβόρος θεός. Ενώ ο Υιός, μου φαινόταν όλος αγάπη, συμπόνια, συγχώρεση, μα κι όταν ήθελε, μπορούσε να γίνει ευφυής, οξύνους, εγκάρδιος, ακόμα κι αστείος. Αυτός πήρε τη θέση του Θεού στην καρδιά μου. Έγινε ο Θεός μου. Πίστευα ότι ο θάνατος δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Πίστευα ότι τη σημερινή μέρα θα γινόταν και στην Ιερουσαλήμ το μεγαλύτερο θαύμα απ' όλα. Το ύστατο και τελεσίδικο θαύμα, μετά από το οποίο δεν θα υπήρχει πια θάνατος στον κόσμο. Μετά από το οποίο δεν θα υπήρχε πια ανάγκη για άλλα θαύματα. Το θαύμα μετά από το οποίο θα ερχόταν η Βασιλεία των Ουρανών και μονάχα η αγάπη θα επικρατούσε στον κόσμο.”

Η ευκολία με την οποία χαρακτηρίζεται κάποιος προδότης κυριαρχεί στο βιβλίο. Ο Αμπραβανέλ το βίωσε στο πετσί του αυτό. Πίστευε σε μια αρμονική συνύπαρξη των λαών της περιοχής και κατηγορήθηκε ως Αραβόφιλος· πόση αλήθεια περιείχε αυτή η κατηγορία και ποιος ήταν πραγματικά αυτός ο άνθρωπος; Ο Σμούελ ψάχνει αρχεία, προσπαθεί να συζητήσει και να κατανοήσει την Ατάλια, που παραμένει (παρά την συμπάθεια και την έλξη που βλέπει να έχει σ' αυτόν) μυστηριώδης και αινιγματική, σχεδόν παραιτημένη από τη ζωή. Ο Σμούελ θα ζήσει ένα τρίμηνο σε αυτό το ιδιόρρυθμο σπιτικό, και από εκεί θα βγει αλλαγμένος καθώς (μέσα από τις ατελείωτες αλλά και ουσιαστικές συζητήσεις) θα καταλάβει ποιος είναι, ποια είναι η χώρα που ζει, όπως και τις λεπτές ισορροπίες στην κοινωνία και στην πολιτική.

“Κράτος θέλατε. Ανεξαρτησία θέλατε. Σημαίες και στολές και χαρτονομίσματα και ταμπούρλα και τρομπέτες. Χύσατε ποταμούς αθώου αίματος. Θυσιάσατε μια ολόκληρη γενιά. Διώξατε εκατοντάδες χιλιάδες Άραβες από τα σπίτια τους. Στείλατε πλοία γεμάτα επιζώντες της Σοά κατευθείαν από την αποβάθρα στο πεδίο της μάχης. Και όλα αυτά για να υπάρχει εδώ εβραϊκό κράτος. Και ορίστε τι πήρατε.”


Ο Οζ στέκεται στην ευκολία με την οποία αποκαλείται κάποιος προδότης. Χαρακτηρισμένος κι ο ίδιος πολλές φορές ως τέτοιος, από τους φανατικούς της χώρας του, επειδή υποστηρίζει την δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος πάνω στο θέμα. Συνήθως προδότης αποκαλείται κάποιος που πάει κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στις κατεστημένες πεποιθήσεις. Όπως λέει ο ήρωάς του, ο Σμούελ κάπου μέσα στο βιβλίο, ο “προδότης” είναι εκείνος που αλλάζει μπροστά στα μάτια εκείνων που απεχθάνονται την αλλαγή, δεν εμπιστεύονται τις αλλαγές και προσπαθούν να τις εμποδίσουν με κάθε τρόπο.

Οι τρεις χαρακτήρες του βιβλίου είναι συγκλονιστικοί και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο Σμούελ είναι ένας άνθρωπος που αλλάζει και ωριμάζει κατά την πορεία της ιστορίας, όταν φεύγει από το σπίτι μετά από μερικούς μήνες δεν θα είναι το ίδιο αφελής όπως πριν, αλλά υποψιασμένος, πιο ρεαλιστής και πραγματιστής. Ο γηραιός Βαλντ που θεωρεί τον εαυτό του ένοχο για τον θάνατο του γιού του, καθώς εκείνος (πιστεύει) του εμφύσησε την πατριωτική ιδεολογία οδηγώντας τον στην σφαγή, αμφισβητεί πλέον τα πάντα, θρησκείες, ιδεολογίες, κόμματα και πολιτικές. Θεωρεί ότι όλα οδηγούν στην βία και ότι η αιματοχυσία είναι αναπόφευκτη. Η Ατάλια κυνική και θυμωμένη (πολύ θυμωμένη), απογοητευμένη από την ζωή έχει βιώσει με τραγικό τρόπο, την αποπομπή του πεισματάρη ιδεολόγου πατέρα της που αρνείτο να συμβιβαστεί και τον θάνατο του συζύγου της που πήγε ως “πρόβατο επί σφαγήν”. Ειρωνεύεται του νεαρούς φανατικούς που έχουν στο μυαλό τους μόνο το σεξ και άθελά της ταλαιπωρεί τον άμοιρο Σμούελ.

Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Οζ στο μυθιστόρημά του είναι εκπληκτική. Ο αναγνώστης ζει μαζί με τον Σμούελ σε αυτό το περίεργο και ιδιαίτερο σπίτι, με τα σκοτεινά του δωμάτια και τα μυστικά τους, με τις σιωπές και την μελαγχολία που διαπερνάει τους τοίχους του, τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν μέσα στη νύχτα, τα βήματα στον δρόμο, τον θόρυβο των υδρορροών, την κουζίνα με το καρό τραπεζομάντηλο αλλά και έξω από αυτό, οι βόλτες με την Ατάλια στην νυχτερινή και σκοτεινή Ιερουσαλήμ, όπου κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή από μια σφαίρα, είναι μοναδικές.

Βαθιά φιλοσοφικό το βιβλίο προσφέρει διαλόγους εξαιρετικούς και συνεχή τροφή για σκέψη. Οι σελίδες των συζητήσεων μεταξύ των δύο ανδρών, ο ένας στην ακμή του ο άλλος στην παρακμή του, τόσο ωραίες και πολύ ενδιαφέρουσες, εισέρχονται αρμονικά στην πλοκή του βιβλίου, ζωντανές και ιντριγκαδόρικες, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη που δεν προλαβαίνει να τσακίζει σελίδες ή να σημειώνει...Είναι ένα έργο ωριμότητας (και ένα από τα καλύτερα βιβλία) του μεγάλου συγγραφέα, που εντυπωσιάζει με την δομή του και συγκινεί με τα θέματα που θίγει. Θα μπορούσε να είναι ένα υπέροχο δοκίμιο αλλά η ικανότητα του Οζ του δίνει πνοή και φρεσκάδα - το μετατρέπει σε ένα μεγάλο μυθιστόρημα ιδεών με τον τρόπο που μόνο η κλασσική λογοτεχνία μπορεί.

“Για να σκοτώσεις μια θεότητα πρέπει να είσαι ακόμα πιο δυνατός από τον θεό, κι επίσης απείρως μοχθηρός και κακός. Όποιος σκότωσε τον Ιησού, μια θεότητα θερμή που που ακτινοβολεί αγάπη, αναγκαστικά έπρεπε να είναι πιο δυνατός από αυτόν όπως επίσης πανούργος και σιχαμερός. Οι καταραμένοι αυτοί θεοκτόνοι ήταν ικανοί να σκοτώσουν έναν θεό μόνο με την προϋπόθεση ότι διέθεταν τερατώδη αποθέματα δύναμης και κακίας. Και πραγματικά, αυτό είναι οι Εβραίοι στα βαθύτερα υπόγεια της φαντασίας αυτού που μισεί τους Εβραίους. Είμαστε όλοι Ιούδας. Ακόμα και μετά από ογδόντα γενιές είμαστε όλοι Ιούδας. Την αλήθεια όμως, νεαρέ μου φίλε, την πραγματική αλήθεια την βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας εδώ στη Γη του Ισραήλ: ο σύγχρονος Εβραίος, που φύτρωσε εδώ, όπως ακριβώς ο παλαιός πρόγονός του, δεν είναι ούτε δυνατός ούτε κακόβουλος, παρά ηδονιστής, με ένα επιδεικτικό λούστρο σοφίας, φασαριόζος, μπερδεμένος και βασανισμένος από υποψίες και φόβους. Μάλιστα. Ο Χαΐμ Βάιτσμαν είπε κάποτε, σε μια στιγμή απόγνωσης, ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει εβραϊκό κράτος, επειδή αυτό ενέχει μια εσωτερική αντίφαση: αν είναι κράτος δεν θα είναι εβραϊκό, και αν είναι εβραϊκό δεν θα είναι κράτος. Όπως είναι γραμμένο στο Ταλμούδ, αυτός είναι ένας λαός που μοιάζει με γάιδαρο.”

Βαθμολογία 87 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home