Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2018 | Permalink
2 πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα - ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ + ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Με δύο βιβλία μυθοπλασίας, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, για λόγους όμως οικονομίας χρόνου, θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Πρόκειται για το ωραίο αλλά μάλλον άνισο μυθιστόρημα του Ισλανδού Jon Kalman Stefansson (Ρέικιαβικ,1963) με τίτλο "ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ" ("Himmariki og helviti"), και με το νέο εξαιρετικό μυθιστόρημα του πάντα αγαπημένου Χιλιανού συγγραφέα Luis Sepulveda (Ovalle, 1949) που έχει ως τίτλο "ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ" ("El fin de la historia").


Στο "Παράδεισος και κόλαση" (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. - από τα Γαλλικά και τα Αγγλικά - Ρ.Κολαΐτη, σελ. 218), που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, βρισκόμαστε στην Ισλανδία στις αρχές του 20ου αιώνα. Κοινότητες ψαράδων, άγρια φύση, σκληρός τόπος, φτωχοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές που περιμένουν να ηρεμήσει η θάλασσα (φίλος και εχθρός ταυτόχρονα), να βγουν για ψάρεμα μπακαλιάρου, την μοναδική πηγή εισοδήματός τους. Σε μια τέτοια κοινότητα διαδραματίζεται το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος. Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, το Παιδί, ένας έφηβος που δεν έχει όνομα στο μυθιστόρημα του Στέφανσον, άμαθος και πρόθυμος για δουλειά. Κολλητός του φίλος, ο λίγο μεγαλύτερός του Μπάρδουρ, ένας άτυπος προστάτης και φύλακας του Παιδιού που δεν έχει κανέναν πια στον κόσμο, ο ρομαντικός και συναισθηματικός Μπάρδουρ που κουβαλάει πάντα μαζί του, τον "Απολεσθέντα Παράδεισο" του Μίλτον.

Τα δύο αγόρια επιβιβάζονται στην μεγάλη βάρκα και βγαίνουν μαζί με την ομάδα των ψαράδων στο πέλαγος, γρήγορα όμως ο Μπάρδουρ συνειδητοποιεί ότι έχει ξεχάσει τη νιτσεράδα του στο καλύβι όπου πέρασαν τη νύχτα, χαμένος μέσα στους στίχους που τον είχαν μαγέψει, και βέβαια η νιτσεράδα δεν είναι απλά ένα πανωφόρι ένα μπουφάν αλλά, το ρούχο που μπορεί να σε κρατήσει στη ζωή αν η θάλασσα αγριέψει και όταν τα νερά πέφτουν πάνω στο μικρό σκάφος.
Τα χειρότερα έρχονται και ο καιρός χαλάει, τα κύματα είναι μεγάλα, η θερμοκρασία πολύ χαμηλή, ο Μπάρδουρ παγώνει κυριολεκτικά και παρά τις απελπισμένες προσπάθειες των συντρόφων του να τον σώσουν πεθαίνει. Το παιδί είναι ράκος. Γυρνάνε στην ακτή και αποφασίζει να φύγει από την κοινότητα, να παρατήσει τα πάντα, να πάει στο χωριό του Μπάρδουρ να επιστρέψει το δανεισμένο βιβλίο στον ιδιοκτήτη του και μετά θα δει τι θα κάνει. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στο Χωριό (κι αυτό χωρίς όνομα) και στην προσπάθεια του παιδιού να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, να κάνει μια νέα αρχή, να αποκτήσει πάλι πίστη στη ζωή.

"Οι άνθρωποι ζουν, έχουν τις στιγμές τους, τα φιλιά τους, τα γέλια τους, τα σφιχταγκαλιάσματά τους, τα γλυκόλογά τους, τις χαρές και τις λύπες τους, κάθε ζωή αποτελεί ένα σύμπαν που στη συνέχεια καταρρέει και δεν αφήνει πίσω του τίποτα πέρα από κάποια αντικείμενα που γίνονται πολύτιμα και ελκυστικά με τον χαμό του κατόχου τους, γίνονται σημαντικά, κάποιες φορές ακόμα και ιερά, θαρρείς και τα κομμάτια της χαμένης ζωής μεταφέρθηκαν στο φλιτζάνι του καφέ, στο πριόνι, στη βούρτσα των μαλλιών, στο κασκόλ. Μα τελικά όλα ξεθωριάζουν, οι αναμνήσεις σβήνουν με το χρόνο και το καθετί πεθαίνει. Εκεί που υπήρχε άλλοτε ζωή και φως σήμερα υπάρχει σκοτάδι και λήθη."



Το μυθιστόρημα του Στέφανσον, είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τόσο αυτόνομα μεταξύ τους που θα μπορούσαν να είναι δύο ανεξάρτητες νουβέλες με τον ίδιο ήρωα. Και αν στο πρώτο μέρος η δράση είναι συνεχής και η αγωνία κατακλύζει τον αναγνώστη, στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε περισσότερο την ζωή στο Χωριό, τους κατοίκους του, τις διαφορετικές προσωπικότητες που διαμένουν σε αυτό, το παρελθόν τους και την καθημερινότητά τους με ένα χαλαρό και στοχαστικό ύφος.

Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον στυλ με πολλές λυρικές εξάρσεις κυρίως στο πρώτο μέρος που είναι εμφανώς καλύτερο από το δεύτερο - τόσο καλύτερο που οι εντυπώσεις όσο προχωράει η αφήγηση χαλάνε την αρχική αίσθηση. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ ωραίες προτάσεις, γεμάτες ποιητικότητα και συναίσθημα αλλά η ιστορία δείχνει να  χάνει σιγά σιγά το κέντρο βάρους της, ο χαρακτήρας του παιδιού, στιβαρός και δομημένος δείχνει όσο οδεύουμε προς το φινάλε του βιβλίου όλο και πιο αχνός, όλο και πιο χάρτινος.

Ωραίο αλλά άνισο μυθιστόρημα το "Παράδεισος και Κόλαση", μας δίνει μια γεύση της Ισλανδικής κοινωνίας πριν από πολλά χρόνια, και περιγράφει με πολύ συναίσθημα την αγνή και άδολη φιλία, την συντροφικότητα, την απώλεια και την θλίψη. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει απόλυτα στην δημιουργία της ατμόσφαιρας αλλά οι προσδοκίες που καλλιεργούνται από τις πρώτες 100 σελίδες δεν επιβεβαιώνονται από την συνέχεια του βιβλίου.

Βαθμολογία 74 / 100

_____________________________________________


Τελείως διαφορετική αίσθηση σου αφήνει το σπιρτόζο και ελεγειακό μυθιστόρημα του Luis Sepulveda, "Το τέλος της ιστορίας" (εκδ. Opera, μετάφρ. Αχ. Κυριακίδης, σελ. 204). Το βιβλίο του έμπειρου και πάντα καλού Χιλιανού συγγραφέα είναι ένα γνήσιο polar, ένα δηλαδή αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα νουάρ, με πολιτική χροιά, θα είναι όμως άδικο για το βιβλίο αυτό να κατηγοριοποιηθεί γιατί αγγίζει πολλά θέματα μέσα από την επιφανειακά προβλέψιμη πλοκή του.

Ο Σεπούλβεδα επαναφέρει στην λογοτεχνική δράση, έναν παλαιότερο ήρωα του, τον Χουάν Μπελμόντε, πρωταγωνιστή και κεντρικό χαρακτήρα στο θαυμάσιο "Όνομα ταυρομάχου", μια αστυνομική περιπέτεια που εκτυλίσσεται μεταξύ Αμβούργου και Γης του Πυρός και όπου ο Μπελμόντε (με το όνομα ενός διάσημου ταυρομάχου) προσπαθεί να βρει έναν χαμένο θησαυρό (πολλά χρυσά νομίσματα) κλεμμένο από τους Ναζί, δουλεύοντας για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας Lloyd's, αντίπαλός του θα είναι ένας πράκτορας της Ανατολικογερμανικής Στάζι. Στην αναζήτησή του αυτή θα έρθει αντιμέτωπος με πολλά φαντάσματα του παρελθόντος του.

Στο "Τέλος της ιστορίας" (τίτλος καθόλου τυχαίος), βρισκόμαστε στο 2010 η Χιλή ζει τις "νεοφιλελεύθερες" ημέρες της και το παρελθόν χτυπάει ξανά την πόρτα του κουρασμένου αλλά και γηρασμένου Μπελμόντε που ζει αποτραβηγμένος στον Χιλιανό νότο σε ένα απομακρυσμένο και απομονωμένο μέρος, μαζί με την Βερόνικα, την σύντροφό του, η οποία έχει χάσει την ικανότητά της για ομιλία μετά τα βασανιστήρια που υπέστη από το καθεστώς Πινοτσέτ στην διαβόητη Βίλα Γκριμάλντι του Σαντιάγο. Ο Μπελμόντε, παλιός αντάρτης που συμμετείχε ενεργά στα απελευθερωτικά κινήματα της Ν.Αμερικής, που διετέλεσε και μέλος της προσωπικής φρουράς του προέδρου Αλιέντε είχε εκπαιδευτεί ως ελεύθερος σκοπευτής από τους Ρώσους με αξιοσημείωτα αποτελέσματα.
Τώρα ο παλιός του εργοδότης, έρχεται με άλλη ιδιότητα πλέον και μαζί με τους Ρώσους της νέας εποχής, του ζητάνε να φέρει εις πέρας μια αποστολή που αρχικά φαίνεται απλή αλλά από πίσω της κρύβει πολλές παγίδες. Ο Μπελμόντε εκβιάζεται εμμέσως να φέρει εις πέρας την αποστολή διότι απειλείται με την αποκάλυψη της παλιάς του ιδιότητας στις αρχές και την ανατροπή της τωρινής ήσυχης ζωής του, κυρίως δε της φροντίδας στην αγαπημένη του Βερόνικα. Όσο όμως αντιλαμβάνεται ότι η ανάθεση αυτή αποτελεί και μια ιδανική ευκαιρία να κλείσουν παλιοί λογαριασμοί, όχι μόνο δικοί του αλλά και των άλλων χώνεται όλο και περισότερο στην αποστολή. Δεν μπορείς να ξεφύγεις το παρελθόν είναι διαρκώς παρόν και προβάλλει μπροστά σου σε ότι κάνεις...

"..."Η αποστολή ονομάζεται Μιγκέλ Κρασνόφ".
Με το άκουσμα αυτού του ονόματος έκανα ένα αστραπιαίο ταξίδι στο χρόνο, μια ιλιγγιώδη μετακίνηση με την ταχύτητα του μίσους, μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός. Στο ταξίδι αυτό είδα την Βερόνικα όταν την έπαιρναν απ' το σπίτι με τα μάτια μπανταρισμένα και τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Ίσα που της έδωσαν λίγο χρόνο να φορέσει ένα τζιν και μια μπλούζα(....)Την έχασα(...)Έφυγα απ' τη Χιλή, πολέμησα αλλού, και με κάθε σφαίρα που έριχνα στη ζούγκλα της Νικαράγουας σκεφτόμουν εκείνην. Έτσι πέρασαν τα χρόνια και οι ήττες, ώσπου ένα γράμμα που πήρα στο Αμβούργο μού την έφερε πίσω. Η Βερόνικα είχε πέσει στα χέρια του Κοζάκου, του Μιγκέλ Κρασνόφ, του μόνου που βασάνιζε με ακάλυπτο πρόσωπο στη Βίλα Γκριμάλντι. Ο Κοζάκος της έδειχνε μια φωτογραφία που ήμαστε οι δυο μας σ' ένα πάρκο του Σαντιάγο, και της ζητούσε τ' όνομά μου. Η Βερόνικα σιωπούσε. Ο Κρασνόφ, ο Κοζάκος, την άρπαζε από τα σγουρά μαλλιά της και της έταζε την ελευθερία της αν του έδινε τη διεύθυνση της κρυψώνας μου. Η Βερόνικα τη γνώριζε και σιωπούσε. Σφάδαζε απ' τον πόνο σε κάθε βασανιστήριο και σιωπούσε. Η σιωπή της ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης της για μένα και για τους συντρόφους. Η Βερόνικα αποφάσισε να ξεχάσει το μηχανισμό που οδηγεί τις λέξεις απ' το αίσθημα στο στόμα, και με όση μαχητικότητα της είχε απομείνει φτερούγισε μακριά από το βασίλειο του Κοζάκου.
Πέταξαν το σώμα της σε μια χωματερή του Σαντιάγο. Ένα σώμα ανάμεσα σε άλλα άψυχα, αλλά η Βερόνικα κρατούσε ακόμα τη φλογίτσα που φωτίζει τη ζωή, σαν φάρος μικροσκοπικός στην πιο πυκνή και σκοτεινή νύχτα. Εκεί την βρήκε η δόνια Ανίτα και τη φρόντισε για λογαριασμό μου."


Η ιστορία που περιγράφει με ζωντάνια και ακατάπαυστο χιούμορ (ακόμα και στις πιο δραματικές της σκηνές) ο δαιμόνιος Χιλιανός, έχει μέσα φασίστες Κοζάκους που βρήκαν στην δικτατορία Πινοτσέτ την ιδανική τους πατρίδα, Ρώσους πρώην Σοβιετικούς πράκτορες που τώρα είναι μισθοφόροι, πρώην συντρόφους στον αγώνα που τώρα κινούνται παραβατικά σε άλλους τομείς, ανθρώπους ηττημένους και κουρασμένους, ανθρώπους απογοητευμένους όπως κι ο ίδιος ο ήρωας, ο γοητευτικός Μπελμόντε

Η πλοκή με την εντελώς κινηματογραφική ροή, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ούτε εξελίσσεται πολύ, αλλά είναι η αφήγηση του Σεπούλβεδα που κάνει το βιβλίο ακαταμάχητο και τα ιστορικά στοιχεία γύρω από τους Κοζάκους και την πορεία τους από την Ρώσικη επανάσταση μέχρι τις μέρες μας που είναι συγκλονιστικά. 
Το βιβλίο αφιερώνει ο συγγραφέας στην σύζυγό του Κλάρα και σε όλες και όλους πέρασαν από την Βίλα Γκριμάλντι και υπέστησαν τα φρικτά και άκρως σαδιστικά βασανιστήρια που κάποια από αυτά περιγράφονται στο βιβλίο. Η Βερόνικα που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία, είναι ένα alter ego της Κλάρας κάτι που καθιστά την αφήγηση ακόμα πιο προσωπική, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα θέτοντας συνεχώς προβληματισμούς για το μέλλον της Χιλής και την πορεία της στον χρόνο.

Έξοχο ανάγνωσμα που διαβάζεται απνευστί και συγκινεί με το ύφος και την απλότητά του, έργο ωριμότητας, ελεγειακό και συγκινητικό, απόλυτα πολιτικό και με καίριο κοινωνικό σχόλιο το οποίο διανθίζεται με τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ που πάντα διαθέτουν τα βιβλία του πάντα πολύ καλού Χιλιανού συγγραφέα.

Βαθμολογία 80 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home