Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2018 | Permalink
"Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι"
Η
μνήμη και ο χρόνος, η απώλεια και ο πόνος, η νοσταλγία και το διαρκές ερώτημα
"τι και που είναι η πατρίδα", η ανταλλαγή πληθυσμών και η προσαρμογή
στη νέα πραγματικότητα, η πολιτική, οι οικογενειακές διαμάχες και διαφορές, οι
αποτυχημένοι έρωτες, η βία, τα αδιέξοδα και η αναζήτηση εαυτού. Αυτά και άλλα
πολλά πραγματεύεται η σχετικά νέα και πολύ καλή συγγραφέας, Βίκυ Τσελεπίδου
(Καβάλα, 1975), στο πολύ αξιόλογο μυθιστόρημά της "ΑΛΕΠΟΥ, ΑΛΕΠΟΥ, ΤΙ ΩΡΑ
ΕΙΝΑΙ;", (Εκδ. Νεφέλη, σελ. 392), ένα πολύ φιλόδοξο βιβλίο, που ακόμα και
εκεί που αποτυγχάνει, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ο
τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε ένα παλιό παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν στη
Μικρά Ασία και είναι ουσιαστικά ένα κυνηγητό όπου ο χρόνος παγώνει όταν μιλάει
η αλεπού. Ο χρόνος, είναι το στοιχείο που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα της
Τσελεπίδου, ο χρόνος με τα συνεχή άλματα στην αφήγηση, από την ανταλλαγή των
πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις μέρες μας, ο χρόνος που
διαστέλλεται και συστέλλεται.
"Κοίταζε
ο τελευταίος την πλάτη του μπροστινού του κι εκείνος του δικού του μπροστινού
κι εκείνος του πιο μπροστά ακόμα. Να ήξερε άραγε ο πρώτος πρώτος, ο δίχως
μπροστινό, που πηγαίνανε; Πίσω από ένα διάφανο, μακρύ μπερντέ βάδιζε κι οι
άλλοι ακολουθούσαν. Ποιοι τα σκοινιά κουνούσαν τι τους ένοιαζε, στην πορεία
τους αυτοί. Γραμμικά, από το σημείο άλφα στο σημείο βήτα, στη σειρά σαν τα
μυρμήγκια. Που πήγαιναν και ποιος τα σκοινιά κουνούσε, δεν προλάβαιναν με
τέτοιες έγνοιες να γεμίσουν το κεφάλι τους. Πήγαιναν."
Η
Τσελεπίδου μέσα από την ιστορία δύο οικογενειών αφηγείται ένα μεγάλο κομμάτι
της ελληνικής ιστορίας. Οι παππούδες που εκδιώχθηκαν βίαια από τον τόπο τους,
για να τους παραχωρηθεί ένα κομμάτι γης σε μια νέα πατρίδα, που υποχρεωτικά
πλέον, έπρεπε να την αγαπήσουν και να ζήσουν στα όριά της. Ουσιαστικά "δύο
φορές ξένοι" όπως έχει ως τίτλο το (πολύ χρήσιμο και έξοχο) βιβλίο/μελέτη
του Bruce Clark με το οποίο
συνομιλεί απευθείας (σε μυθιστορηματικό επίπεδο), το βιβλίο της Τσελεπίδου, δεν
θα αισθανθούν ποτέ το νέο μέρος ως τόπο τους και διαρκώς θα ονειρεύονται τα
μέρη μακριά στην Ανατολή, έρωτες καταπιεσμένους και απωθημένους που άφησαν
πίσω, σπίτια χαμένα για πάντα.
Η
οικογενειακή ιστορία της γιαγιάς Αναστασίας (εμβληματικής μορφής στην αφήγηση),
εναλλάσσεται με αυτήν της εγγονής Λουκίας που βιώνει (μας συστήνεται ουσιαστικά
με) μια διαφορετικής μορφής βία μέσα από τις σχέσεις της. Συναισθηματικά
κακοποιημένη, προσπαθεί να βρει τον εαυτό της με την βοήθεια μιας ψυχολόγου,
σκαλίζει το ερωτικό αλλά και το οικογενειακό της παρελθόν. Η Λουκία λειτουργεί
ως κεντρικός αφηγητής και συνεκτικός κρίκος της οικογενειακής ιστορίας μέσα από
επεισόδια ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά.
"Την
πρώτη φορά που τσακωθήκαμε με τον Λευτέρη, δεν σταθήκαμε ιδιαίτερα σ' αυτό.
Είπαμε πως είναι φυσιολογικό καμιά φορά τα ζευγάρια να μαλώνουν μεταξύ τους.
Όταν άρχισε ο ένας καβγάς μετά τον άλλον, πήγαινα και κλεινόμουν στο μπάνιο κι
άφηνα τη βρύση να τρέχει, οι διπλανοί άκουγαν τη βρύση να τρέχει, κοίταζα βαθιά
στον καθρέφτη, κολλούσα τη μύτη μου. Δεν έκλαιγα, κοίταζα. Η βρύση έτρεχε.
Θυμόμουν μετά να κλειδώσω την πόρτα. Ξανακολλούσα τη μύτη μου."
Από
την Καππαδοκία στη Δράμα, στη Θράκη, στο Λονδίνο, στην Ισπανία, ξανά πίσω. Οι
δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες της ιστορίας με την νεότερη να αφηγείται
περιστατικά του ευρύτερου οικογενειακού βίου, ενώ στο βιβλίο ενσωματώνονται ψυχαναλυτικά
κείμενα, ειδήσεις, άρθρα του τύπου της εποχής, ιστορικά ντοκουμέντα - το βιβλίο
ξεκινάει με μια παράθεση ονομάτων προσφύγων που έζησαν στην Μικρά Ασία και
ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών, γκιαούρηδες εκεί, Τουρκόσποροι
εδώ. Η ιστορία είναι ένας κύκλος, ο χρόνος είναι ένας κύκλος και η εξορία
υπάρχει έξω και μέσα μας, με διαφορετικές συνθήκες ανά χρονική περίοδο.
Η έννοια
της πατρίδας αιωρείται διαρκώς πάνω από την οικογενειακή ιστορία που περιγράφει
η συγγραφέας καθώς και τα ερωτήματα περί ταυτότητας, καταγωγής και της αίσθησης
του ανήκειν. Πατρίδα, κληρονομιά, οικογενειακές σχέσεις, το τραύμα που
μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, αναπάντητα ερωτήματα τα οποία τίθενται στην ροή
της ιστορίας, στην ραχοκοκαλιά του βιβλίου, προσδίδοντας υπαρξιακό βάθος στο
βιβλίο.
"Αλμύρα
στα ποτάμια, στις θάλασσες και στους καταρράκτες, πως ξεδιψούν εδώ οι άνθρωποι;
Απ' αυτόν, όχι απ' εκείνον τον δρόμο, μοναχός στα περίχωρα της Ξάνθης βρέθηκε,
έχει ακόμη πολλούς Τούρκους εκεί άκουσε, θα πάει να δει, να ρωτήσει, σ' αυτούς
που ξέρει, που νιώθει να συνεννοηθεί. Με τους άλλους, τους ντόπιους τους
Έλληνες, τι να πει, το Πάτερ Ημών; Λιώνει το μέσα του για ένα ρακί, για μια
κουβέντα, κάποιον για να μιλήσει, να χνοτίσουν τα ποτήρια τους, να τα
σκουπίσουν στα σαλβάρια, ξανά να τα γεμίσουν, ούτε που ξέρει οι δικοί του, οι
χωριανοί του πού σκόρπισαν, άλλον δρόμο πήραν αυτοί, αποδώ αποκεί χάθηκαν, ούτε
που κατάλαβε πως έμεινε τώρα μόνος , στη Δράμα του είπε ένας πως μίλαγαν για το
χωριό του, θα πάει, μα τώρα εδώ που βρέθηκε θέλει ένα ρακί, να κάψει τον
ουρανίσκο, να πει για τις μαύρες νύχτες του, να τα πει, μια στάλα τον χρόνο να
σταματήσει, πάνω στο μαύρο τρένο του τρέχει ο χρόνος, να έχουν, λες, άραγε ρακί
εδώ;"
Η
Τσελεπίδου έχει προσπαθήσει πολύ να συμμαζέψει το υλικό της, δεν αφήνει τον
συναισθηματισμό που κάποιες στιγμές δείχνει να κυριαρχεί στην αφήγηση, να
κυριαρχήσει, προσπαθεί να τον ελέγξει. Κάποιες φορές το πετυχαίνει, κάποιες
όχι. Το πρόβλημα που εντοπίζω στο (κατά βάση εντυπωσιακό ως εγχείρημα)
μυθιστόρημα είναι στα πολλά άνισα σημεία του, υπάρχει δηλαδή θέμα δομής και
οικονομίας στο σύνολο του βιβλίου, κυρίως στο σύγχρονο κομμάτι της αφήγησης της
Λουκίας που δείχνει να επαναλαμβάνεται σε αντίθεση με την ιστορία των προσφύγων
που είναι πιο συγκροτημένη και ελεγχόμενη. Η συγγραφέας κινείται με άνεση στις
σκληρές σκηνές, στις κυνικές περιγραφές (όπως άλλωστε και στην ωραιότατη
συλλογή διηγημάτων της "Ελλενίτ") στις περιγραφές της βίας, που είναι
και το ισχυρό της ατού, δείχνει ανασφαλής στις πιο προσωπικές σκηνές και
αμήχανη στις συναισθηματικές.
Η
συγγραφέας χρησιμοποιεί με ευρηματικότητα, στοιχεία μαγικού ρεαλισμού στο
βιβλίο, τα οποία σε συνδυασμό με την ιστορία της γιαγιάς Αναστασίας προσδίδουν
γοητεία στην ανάγνωση, η δε μετάβαση στη σύγχρονη εποχή έχει μέσα ρεαλισμό αλλά
και ποιητικότητα. Η πρόσμιξη αυτών των στοιχείων, κάποιες φορές λειτουργεί,
πλειστάκις όμως δείχνει αμήχανη και ανούσια (όπως στους εσωτερικούς μονολόγους)
στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Το νήμα της αφήγησης που είναι άλλοτε
γραμμική, άλλοτε κάνει κύκλους, χάνεται ενίοτε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης,
το κέντρο βάρους μετατοπίζεται και το υλικό δείχνει χαοτικό και ανοικονόμητο.
Όπως
ανέφερα στην αρχή του κειμένου, το εγχείρημα της Τσελεπίδου, είναι ιδιαίτερα
ενδιαφέρον, σίγουρα πολύ γοητευτικό με πολλές αρετές. Θεωρώ ότι προσπάθησε να
τα πει όλα με τη μια, φορτώνοντας υπερβολικά την ιστορία της, κάποιες φορές ο συναισθηματισμός την παρέσυρε
σε μελοδραματισμούς, αλλά η γενικότερη αναγνωστική αίσθηση είναι καλή και το
βιβλίο αποτελεί μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια εγγράφοντας ισχυρές υποθήκες για
το λογοτεχνικό της μέλλον.
"Ποιοι
Τούρκοι; Τις κτηνωδίες εκείνες, τους σκοτωμούς, τις λεηλασίες, τις φωτιές, το
χάλασμα των κοριτσιών, τους εξευτελισμούς, οι Τούρκοι οι δικοί μας τα έκαναν;
Τ' αυτιά με τα σκουλαρίκια, τα δάχτυλα με τα δαχτυλίδια, οι Τούρκοι οι δικοί
μας τα έκοψαν; Κι αυτοί τους έτρεμαν τους Τσέτες. Οι πιο πολλοί. Άλλοι επέλεξαν
αλλιώς. Έτσι το ένιωσαν. Ότι πια δεν ήμασταν δικοί τους, ότι τα χώματα εκείνα
δε μας χώραγαν πια όλους, σαν να μίκραινε ξαφνικά η γης. Ότι, για να δώσουν
καλούς καρπούς τα χώματα, έπρεπε όλα τα αγριόχορτα να ξεριζωθούν. Ότι πια είχε
έρθει η ώρα για καθαρές λύσεις. Τέρμα τ' ανακατέματα κι οι σπαζοκεφαλιές. Εσείς
είστε οι Εσείς, κι εμείς οι Εμείς. Στη γωνιά σας εσείς, στη δικιά μας εμείς. Ο
Έβρος, το Αιγαίο ανάμεσα για να ξεπλένει τα λύματα. Κάννες εκατέρωθεν
προτεταμένες."
Βαθμολογία: 75 / 100
Δημοσίευση σχολίου