Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2018 | Permalink
"Η μοναδική ιστορία" (Μια "αισθηματική αγωγή" στην Αγγλία των '60s)
Μπορεί
το λογοτεχνικό είδος που αποκαλούμε "μυθιστόρημα" την εποχή του Samuel Johnson, τον 18ο αιώνα,
όταν έγραψε το περίφημο "Λεξικόν της Αγγλικής Γλώσσας" να σήμαινε: «Μια
μικρή ερωτική ιστορία», η πορεία όμως του είδους μέσα στα χρόνια και τους
αιώνες ώθησε τους λεξικογράφους να δίνουν όλο και πιο πολύπλοκες ερμηνείες στον
όρο, ενώ κι οι ερωτικές ιστορίες γινόντουσαν όλο και μεγαλύτερες (και
δραματικότερες). Ο σπουδαίος Βρετανός συγγραφέας Julian
Barnes (Leicester,1946) προτάσσει το
λήμμα του Johnson, στην αρχή του νέου του μυθιστορήματος
"Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ" ("The only story") - (εκδ.
Μεταίχμιο,(ωραία) μετάφρ. Κατ. Σχινά, σελ. 309), δίνοντας το στίγμα της
ιστορίας που θα αφηγηθεί, θέτοντας ερωτήματα για τον έρωτα, τις ιστορίες του
και αφήνοντας αναπάντητες πολλές απορίες και αγωνίες που κατακλύζουν το βιβλίο.
«Θα
προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να
υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα.»
Η
"Μοναδική ιστορία", είναι ένα βιβλίο που συνομιλεί / εμπνέεται /
ομοιάζει, με αρκετά μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αλλά και
κινηματογραφικές ταινίες καθώς στην βάση του υπάρχει η ερωτική ιστορία ενός άβγαλτου
νεαρού με μια μεσήλικη γυναίκα. "Η αισθηματική αγωγή" του Φλωμπέρ,
"Cheri" της Κολέτ, "Διαβάζοντας στην Χάννα"
του Σλινκ είναι μερικά μόνο από τα μυθιστορήματα που μπορεί να αναφέρει
κάποιος, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την τεράστια κινηματογραφική επιτυχία του
Μάικ Νίκολς, της δεκαετίας του '60, "The
Graduate" ( "Ο πρωτάρης" από το
βιβλίο του Τσ. Γουέμπ που είχε βγει σε βιπεράκι), ταινία που καθιέρωσε τον
Ντάστιν Χόφμαν, μετέτρεψε την Αν Μπάνκροφτ σε μεστωμένο σύμβολο του σεξ και
έκανε πλουσιότερους τους Σάιμον και Γκαρφάνκελ με τον ύμνο τους στην κα
Ρόμπινσον.
«Το
παρελθόν όμως το θυμάμαι, δεν το ανασκευάζω. Κι έτσι δεν θα επιδείξω ιδιαίτερη
σκηνογραφική μέριμνα. Ίσως να επιθυμούσατε περισσότερα στοιχεία για το
περιβάλλον. Ίσως να έχετε συνηθίσει σε περισσότερα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω
τίποτα επ' αυτού. Δεν προσπαθώ να σας αφηγηθώ μια ιστορία· προσπαθώ να πω την
αλήθεια. »
Αγγλία,
η ταραγμένη δεκαετία του '60. Ο Πολ είναι ένας 19άχρονος φοιτητής, ο οποίος
επισκέπτεται τους γονείς του για τις καλοκαιρινές διακοπές στο πατρικό του, σε
μια μεσοαστική περιοχή λίγο έξω από το Λονδίνο. Στην λέσχη αντισφαίρισης της
περιοχής γνωρίζει την 48άχρονη Σούζαν με την οποία κατόπιν σύντομου φλερτ
γίνονται εραστές. Ο Πολ είναι άπειρος και αφελής, μαζεύει σε ένα τετράδιο
φράσεις διάσημων συγγραφέων για τον έρωτα, είναι αδέξιος και μπερδεμένος, η
Σούζαν είναι παντρεμένη και έχει δύο μεγάλες κόρες (λίγο μεγαλύτερες από τον
Πολ), ο δε σύζυγός της, ο Γκόρντον Μακλάουντ είναι ένας συντηρητικός και βίαιος
άνθρωπος με προβλήματα αλκοολισμού. Το κουτσομπολιό οργιάζει στο μικρό και
βαρετό προάστειο, οι συνθήκες ζωής γίνονται αφόρητες και για τους δύο, καθώς
αποβάλλονται από την λέσχη λόγω "ανάρμοστης συμπεριφοράς" ενώ ο
έρωτάς τους φουντώνει. Οι γονείς του Πολ έχουν φρικάρει, ο δε σύζυγος της
Σούζαν γίνεται βιαιότερος. Οι δύο εραστές αποφασίζουν να τους παρατήσουν όλους
και όλα και να πιάσουν ένα σπίτι στο Λονδίνο. Η συμβίωση στην αρχή φαίνεται
αρμονική, αλλά καθώς περνάει ο καιρός, αναδύονται προβλήματα που οι δύο εραστές
δεν είχαν υπολογίσει ή συνειδητοποιήσει, τα ψέματα της Σούζαν, οι επισκέψεις
στην οικογένειά της που προκαλούν άγχος και στενοχώριες, το τέλος είναι κοντά.
«Όμως
ποτέ μην το ξεχνάς, νεαρέ Κύριε Πολ. Όλοι έχουν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι.
Μπορεί να ήταν φιάσκο, μπορεί να ξεφούσκωσε, μπορεί ποτέ να μην προχώρησε,
μπορεί να ήταν φαντασίωση – αυτό δεν την κάνει λιγότερο πραγματική. Καμιά φορά,
την κάνει περισσότερο πραγματική. Βλέπεις ένα ζευγάρι και σου φαίνεται ότι
βαριούνται αφόρητα ο ένας τον άλλον· σου είναι αδύνατον να φανταστείς ότι έχουν
οτιδήποτε κοινό, αναρωτιέσαι γιατί εξακολουθούν να ζουν μαζί. Αλλά δεν είναι
απλώς συνήθεια, δεν είναι βόλεμα, δεν είναι εφησυχασμός, δεν είναι σύμβαση, δεν
είναι οτιδήποτε τέτοιο. Είναι γιατί κάποτε, είχαν την ερωτική τους ιστορία.
Όλοι είχαν. Είναι η μοναδική ιστορία.»
Ο
Μπαρνς αλλάζει στυλ γραφής σε κάθε ένα από τα τρία μέρη του βιβλίου. Το πρώτο
μέρος είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη γραφή, το δεύτερο σε δεύτερο πρόσωπο και
το τρίτο μέρος σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, ακολουθώντας τα στάδια της σχέσης του
Πολ και της Σούζαν από ορμητική σε ήρεμη και κατόπιν σε θνήσκουσα. Ο Πολ
ωριμάζει μέσα από την σχέση, προσπαθεί να την κρατήσει ζωντανή, στέκεται δίπλα
στην Σούζαν που αναδεικνύεται όσο η αφήγηση προχωρά σε μια τραγική φιγούρα,
έναν δραματικό χαρακτήρα τελείως διαφορετική από τις πρώτες σελίδες. Οι
τελευταίες εκατό σελίδες του μυθιστορήματος είναι στοχαστικές και ιδιαίτερα
συγκινητικές για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί μια σχέση που η πορεία της
ήταν ουσιαστικά προδιαγεγραμμένη (καθώς η περίπτωση Μακρόν και Μπριζίτ είναι η
εξαίρεση στον κανόνα).
«Κατά
καιρούς, έθετε στον εαυτό του ένα ερώτημα περί ζωής. Ποιες είναι πιο γνήσιες,
οι ευτυχισμένες ή οι δυστυχισμένες αναμνήσεις; Τελικά αποφάσισε πως το ερώτημα
δεν είχε απάντηση.»
Ο
Barnes με το πάντα σαγηνευτικό του ύφος, τις
προτάσεις (που σε χτυπάνε αλύπητα και) που δεν προλαβαίνεις να σημειώνεις, και
την κομψότητα της γραφής του, καθηλώνει (κυριολεκτικά) τον αναγνώστη, σε ένα
μυθιστόρημα για τα παράδοξα και τα μυστήρια του έρωτα, τις απαιτήσεις της
σχέσης, τους μικρούς καθημερινούς αγώνες, τις προδοσίες και τα ψέματα, την
σιωπή πίσω από τις κλεισμένες πόρτες, τις παρεξηγήσεις και τα δεδομένα που
ανατρέπονται. Δεν υπάρχει καμιά πρωτοτυπία στην ιστορία που αφηγείται ο
συγγραφέας, αλλά είναι ο τρόπος που το κάνει, που είναι εντυπωσιακός και σε
ξαφνιάζει, όταν συνειδητοποιείς (ή ξαναθυμάσαι από τα προηγούμενα βιβλία του)
ότι, μπορεί να μετατρέψει τα τετριμμένα και τα κλισέ σε πολύ ενδιαφέροντα
γεγονότα ενώ η μελαγχολική αίσθηση της ατμόσφαιρας του βιβλίου μετά την μέση
του αγγίζει και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.
«Να
και μια εγγραφή – σοβαρή κι αυτή – που δεν την είχε διαγράψει μέσα στα χρόνια.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί που την είχε αλιεύσει. Ποτέ δεν σημείωνε τον συγγραφέα
ή την πηγή· δεν ήθελε να παρασυρθεί από την φήμη του αποφθεγματολόγου· η
αλήθεια έπρεπε να στέκεται από μόνη της, καθαρή και χωρίς υποστυλώματα. Αυτή
εδώ πήγαινε ως εξής: «Κατά τη γνώμη μου, κάθε έρωτας, ευτυχισμένος ή
δυστυχισμένος, είναι πραγματική καταστροφή αν του παραδοθείς ολοκληρωτικά».
Ναι, αυτή η εγγραφή άξιζε να μείνει. Του άρεσε η ορθή περιληπτικότητά της:
«ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος». Αλλά το κλειδί ήταν: «Αν του παραδοθείς
ολοκληρωτικά». Παρά τα φαινόμενα, ο αφορισμός δεν ήταν απαισιόδοξος ούτε
γλυκόπικρος. Ήταν η αλήθεια για τον έρωτα, διατυπωμένη από κάποιον παρασυρμένο
εντελώς στη δίνη του, και φαινόταν να περικλείει όλη τη θλίψη της ζωής.
Θυμήθηκε και πάλι τη φίλη που πολύ καιρό πριν του είχε πει ότι το μυστικό του
γάμου ήταν «να μπαίνεις και να βγαίνεις» κατά βούληση. Ναι, τώρα επιτέλους το
έβλεπε, ίσως αυτό σου έδινε κάποια ασφάλεια. Όμως η ασφάλεια δεν είχε καμιά
σχέση με τον έρωτα.»
«Η
μοναδική ιστορία», το δέκατο τρίτο μυθιστόρημα του εξαίρετου Julian Barnes είναι από τα
καλύτερά του και το στυλ της αφήγησής του παραμένει μοναδικό. Οι ερωτικές
ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, πάντα θα συγκινούν, πάντα θα ενδιαφέρουν τον κόσμο
– είναι το πώς θα τις αφηγηθείς που διαφέρει και μπορεί έναν συγγραφέα να τον
ανυψώσει στα ουράνια και τον άλλον να τον ρίξει στα τάρταρα.
Μπορεί
με τα δύο πρώτα μέρη του μυθιστορήματος, να παρακολουθούμε την ιστορία των δύο
πρωταγωνιστών αλλά, το τρίτο μέρος του βιβλίου, η ματιά του Πολ στο παρελθόν, ο
άντρας που έγινε, οι αποφάσεις που πήρε, η πορεία που διέγραψε είναι σελίδες
λογοτεχνικής ανθολογίας, που θα μπορούσαν να σταθούν αυτόνομα, ολοκληρώνοντας
ένα υπέροχο μυθιστόρημα.
Βαθμολογία: 84 / 100
Δημοσίευση σχολίου