Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2019 | Permalink
Σοφία Μπραϊμάκου και Μαριαλένα Σεμιτέκολου - δύο νέες πολύ αξιόλογες συγγραφείς

Δύο πρωτοεμφανιζόμενες συγγραφείς οι οποίες εξέδωσαν εντός του 2018 τα βιβλία τους, η Σοφία Μπραϊμάκου και η Μαριαλένα Σεμιτέκολου, με μια συλλογή διηγημάτων η πρώτη, και, μια νουβέλα η δεύτερη, ξεχώρισαν μέσα από την τεράστια (για τα δεδομένα) εγχώρια παραγωγή. Δύο βιβλία που δεν έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους, πέραν του ευδιάκριτου ύφους, του ωραίου χειρισμού της γλώσσας και της ενδιαφέρουσας θεματικής. Δύο φωνές που δείχνουν να κατέχουν με επάρκεια τις απαιτήσεις της γραφής και να καταθέτουν το δικό τους προσωπικό στυλ σε μια χειμαζόμενη ελληνική πεζογραφία. Ας τα δούμε ένα-ένα.


Η Σοφία Μπραϊμάκου, κειμενογράφος με εμπειρία στον περιοδικό τύπο, με το βιβλίο της «ΜΑΤΑΜΠΡΕ, ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα» (εκδ. Νεφέλη, σελ.158), έγραψε μια συλλογή 16 έξυπνων και ευφάνταστων ιστοριών, έκτασης περίπου 10 σελίδων η καθεμία, οι οποίες έχουν ως νήμα που τις ενώνει, το φαγητό. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί το φαγητό σε κάθε ιστορία ως μέσο, ως όχημα, για να μιλήσει για καταστάσεις παλαιικές, καθημερινές.

«Την τελευταία μέρα του κόσμου λέω να φτιάξω μια απλή κοτόσουπα αυγολέμονο χωρίς πολλά πολλά. Μόνο κοτόπουλο και ρύζι. Άντε και λίγη πατάτα. Καρότο με τίποτα. Οι αμυγδαλές μου θα είναι πρησμένες από τις πρώτες ιώσεις του φθινοπώρου, τα παράθυρα ανοιχτά για να αεριστεί καλά ο χώρος από τα μικρόβια και θα σε περιμένω να γυρίσεις από τη δουλειά.»

Το φαγητό δεν πρωταγωνιστεί, δεν διαβάζουμε αφηγήσεις και περιγραφές γύρω από τα διάφορα πιάτα που υπάρχουν στις ιστορίες, ούτε συνταγές όπως ενδέχεται να πιστέψουν κάποιοι από τον υπότιτλο του βιβλίου («ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα»). Οι 16 ιστορίες του βιβλίου μιλάνε για πάθη, ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, για το παρελθόν, για τη μοναξιά, για την αίσθηση της απώλειας και της θλίψης, του θυμού έχοντας μια αίσθηση τέλους, τέλους δραματικού και ολοκληρωτικού.

Ένας μοναχικός διορθωτής κειμένων, ένα ζευγάρι που περιμένει το τέλος του κόσμου, οι γίγαντες που ξυπνάνε οδυνηρές μνήμες σε έναν ξενιτεμένο, έρωτες που τσακίζονται και μελοδράματα που παραμονεύουν σε κάθε γωνία, ζευγάρια που χωρίζουν, άνθρωποι μοναχικοί, υπαρξιακά άγχη, οικογενειακή βία, άνδρες ως επί το πλείστον ανασφαλείς, γυναίκες (οι περισσότερες) δυναμικές και πάντα πληγωμένες. Γενικότερα στις ιστορίες της Μπραϊμάκου, υπάρχει πολύ συναίσθημα και στις περισσότερες από αυτές ισορροπία μεταξύ μελοδράματος και ρεαλισμού, κάτι που θυμίζει έντονα τον εμπειρότερο (αλλά σχετικά νέο) συγγραφέα Βαγγέλη Προβιά.

«Ξαφνικά το σπίτι είναι γεμάτο κόσμο. Κι εγώ δεν χρειάζεται να σε αντιμετωπίσω άλλο. Θα φάω το σκατοκοκκινιστό και θα κλειστώ στο δωμάτιό μου ξανά, να ζήσω το κρεσέντο της παρατεταμένης μου εφηβείας. Θα ξανακαυγαδίσουμε πολλές φορές ως το τέλος της ημέρας. Μέχρι που πολλές Κυριακές μετά θα ξυπνάω χωρίς απόψυξη, με ζεστό γαλλικό καφέ, καναπέ και φιλιά και ζεστά μάφινς. Αυτές τις ανέλπιστα όμορφες Κυριακές που έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τις δικές σου, τις σχεδίαζα κρυφά μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια κάτω από το πάπλωμά μου, όσο εσύ λιβάνιζες και έκανες απόψυξη. Κι όταν έρχεται το μεσημέρι, στρώνω τραπέζι με κραυγαλέα χρωματιστά φλοράλ τραπεζομάντιλα. Και το κοκκινιστό είναι μπουργκινιόν, γκουρμεδίλα που θα τη ζήλευε κι η Τζούλια Τσάιλντ. Και είναι ό,τι καλύτερο έχω γευτεί ποτέ.
Μα μου λείπει το δικό σου.»

Με γλώσσα άμεση και οικεία, ο αναγνώστης νιώθει ότι παρευρίσκεται σε μια φιλική συζήτηση, σε ένα οικογενειακό τραπέζι όπου θίγονται καταστάσεις γνώριμες ενώ το χιούμορ διεισδύει ακόμα και στις τραγικότερες σελίδες κλείνοντας το μάτι και τονίζοντας το κωμικοτραγικό στοιχείο της ζωής. Ο απόλυτος έλεγχος στον ρυθμό των ιστοριών, όπου υπάρχει εναλλαγή σε συναισθήματα και εντάσεις, αλλά και χαμηλότονα διαστήματα, η παλαιική ατμόσφαιρα και κάποιοι διάλογοι που φέρνουν στο νου, σκηνές από βιβλία του Κώστα Ταχτσή, δημιουργούν μια αίσθηση αναμονής για ένα μυθιστόρημα εν γενέσει, ένα μεγαλύτερο κείμενο που θα δώσει στην ικανότατη συγγραφέα (που μόνο άπειρη και πρωτοεμφανιζόμενη δεν θυμίζει) περισσότερο εύρος που κάποιες από τις ιστορίες της φαίνεται να το είχαν ανάγκη. Είμαστε σε αναμονή λοιπόν για το επόμενο βήμα μιας συγγραφέως που υπόσχεται πολλά.

Σε άλλες λογοτεχνικές σφαίρες κινείται η ωραία νουβέλα «ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ» της Ψυχολόγου Μαριαλένας Σεμιτέκολου (Πειραιάς, 1973) – (εκδ. Ίκαρος, σελ.94), ένα υπαρξιακό βιβλίο, υπαινικτικό και καίριο που η υποδόρια επίδρασή του στον αναγνώστη, έρχεται σε πλήρη αντίθεση από τον χρόνο ανάγνωσής του που δεν υπερβαίνει τις δύο (ή ακόμα και λιγότερο) ώρες.

Με το 24ωρο στη ζωή μιας γυναίκας, έχει ασχοληθεί με μεγάλη επάρκεια, η σπουδαία Βιρτζίνια Γουλφ στην «Κυρία Νταλογουέι», μόνο που εδώ στις «Κυριακές το καλοκαίρι», η Σεμιτέκολου, εκκινεί από το ίδιο πλαίσιο αλλά το απλώνει διαφορετικά. Η νουβέλα της περιγράφει περίπου ένα 24ωρο από την ζωή μιας σχετικά νέας γυναίκας, της Μαρίνας. Είναι μια ζεστή Κυριακή του Αυγούστου (όλα έχουν σημασία στο βιβλίο, η συγκεκριμένη μέρα, (ίσως) το όνομα της ηρωίδας, ο συγκεκριμένος μήνας – διακοπών, αλλά και απολογισμού), όπου η ηρωίδα αποφασίζει να μείνει μέσα στο διαμέρισμά της. Είναι μια γυναίκα μόνη που αποφασίζει να μη κάνει απολύτως τίποτα παρά μόνο τις άκρως απαραίτητες κινήσεις. Κάθεται για ώρες στον καναπέ, ανοίγει το ψυγείο, την τηλεόραση χωρίς ήχο, τα ραδιόφωνο, τον ανεμιστήρα, κάνει μπάνιο, εξετάζει προσεκτικά το σώμα που παρακμάζει. Οι μόνες της ενέργειες είναι να ποτίσει τα φυτά ενός γειτονικού διαμερίσματος και να πάει σε ένα περίπτερο (διαφορετικό από το σύνηθες γιατί είναι Αύγουστος και όλα είναι κλειστά) να αγοράσει τσιγάρα. Σε πρώτη ανάγνωση όλα φαίνονται βαρετά και ακίνητα, πληκτικά και χωρίς νόημα.

«Μένει για λίγα λεπτά μετέωρη στο σκοτάδι, περιμένοντας λέξεις για να ντύσουν τους τόπους που μόλις επισκέφτηκε, τα πρόσωπα που συνάντησε, τις κουβέντες που αντάλλαξαν μεταξύ τους ή εν πάσει περιπτώσει τις καταστάσεις που έληξαν και μπορούν να αποτελέσουν περίφημες ευκαιρίες αφήγησης. Είναι σχεδόν πάντοτε ανώφελο▪ κείται άφωνη σ’αυτό το οικειοθελές σκοτάδι με την προσδοκία της προηγούμενης ασύνειδης ευγλωττίας, αλλά τίποτα. Οι ιστορίες παραμένουν πεισματικά άηχες, τα πρόσωπα βουβά και οι τόποι τόσο σιωπηλοί που στο τέλος γίνονται κατάλευκοι σαν απάτητο χιόνι. Μόνο μια κίνηση αισθάνεται – όλα μαζί, πρόσωπα, τόποι και ιστορίες τρέχουν βιαστικά κι αθόρυβα προς ένα ποτάμι εικόνων που κυλά λίγο πιο πάνω από το στομάχι της. Γυρίζει πλευρό και αυτόματα, με τα μάτια κλειστά, βγάζει λακωνικά και ασαφή ανακοινωθέντα για τον ασφαλή ή όχι απόπλου της ημέρας. Το εύθραυστο λεκτικό τους περίβλημα σπάει σε δευτερόλεπτα, είτε λόγω της επίμονης πίεσης στην κύστη που τη σπρώχνει στην τουαλέτα, είτε λόγω ασήμαντων αφορμών: τον ήχο, λόγου χάρη, του τηλεφώνου, την αγενή έφοδο μιας επίκαιρης λίστας πραγμάτων που πρέπει να γίνουν ή τη συνήθη εσωτερική οδηγία του τύπου άντε, σήκω να φτιάξεις καφέ.»

Η Μαρίνα είναι υπάλληλος σε φωτοτυπείο (όχι η συναρπαστικότερη δουλειά), πρόσφατα χωρισμένη μετά από μακροχρόνια σχέση, είναι άκεφη, δεν βρίσκει νόημα στις άσκοπες συζητήσεις, στις παρέες που έκανε τόσα χρόνια, στις ίδιες κινήσεις που επαναλαμβάνονται κάθε καλοκαιρινό σαββατοκύριακο.
Η ακινησία της, την ωθεί σε σκέψεις, αναμνήσεις, στιγμιότυπα από τη ζωή της. Μια σεξουαλική παρενόχληση από ένα θείο, την πάντα ατσαλάκωτη μητέρα της να κλαίει, την αδιέξοδη σχέση της με τον Μιχάλη, την κολλητή της φίλη που έκανε καριέρα. Νιώθει τελματωμένη, κουρασμένη, στα όρια μιας ελαφριάς κατάθλιψης, στα όριά της γενικώς.

«Οι Κυριακές το καλοκαίρι» είναι μια ευφυέστατη νουβέλα, μια θαυμάσια περιγραφή της ακινησίας. Βαθιά εσωτερική ψυχογραφία, λεπτοδουλεμένη και με προσοχή στις λεπτομέρειες, έχει μουσική χωρίς να ακούγεται τίποτα, έχει δράση παρά την εξωτερική αδράνεια, έχει κίνηση παρά την ατμόσφαιρα της «θερινής ραστώνης». Τα «λησμονημένα που ανέρχονται συγκεχυμένα» στο μυαλό της Μαρίνας δεν θα φέρουν αλλαγές στη ζωή της, η Δευτέρα δεν θα φέρει κάτι νέο, αλλά θα είναι μια αρχή.

«Οι πολυκατοικίες είναι κτήρια αλλόκοτα. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες ανεβάζουν πυρετό και νοσούν. Οι ένοικοι κλείνουν τα παντζούρια τους και τις εγκαταλείπουν σε ένα άηχο, εμπύρετο παραλήρημα. Άλλοι πάλι παραμένουν με τις μπαλκονόπορτες κλειστές και τον κλιματισμό αναμμένο. Και τα κτήρια φυσάνε και ξεφυσάνε, μουγκρίζοντας και ξερνώντας καυτό αέρα στους δρόμους, και στάζουν κάτι αναιμικές ψιχάλες σε ανυποψίαστους περαστικούς που ενοχλημένοι σηκώνουν για λίγο το κεφάλι τους προς τα πάνω. «Ο χώρος κλιματίζεται», διαβάζεις στις επιγραφές των κτηρίων και είναι σα να σου ανακοινώνουν ότι ο χώρος νοσηλεύεται μέχρι νεωτέρας ή ότι μπήκε σε γύψο και θα του πάρει μήνες να αποκαταστήσει την κινητικότητά του. Προς το παρόν θέλει ησυχία και ξεκούραση. Έτσι νομίζουν όλοι, παραλείπουν τη διάγνωση της αφυδάτωσης και τα παρατάνε απότιστα.»

Η Σεμιτέκολου που δείχνει να έχει στέρεες λογοτεχνικές βάσεις, γράφει με σιγουριά και απόλυτο έλεγχο στον ρυθμό της αφήγησής της. Ούτε στιγμή δεν σου περνάει από το μυαλό (όπως ανέφερα παραπάνω για την Μπραϊμάκου), ότι διαβάζεις έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Επηρεασμένη από την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Αλμπέρ Καμύ, δημιουργεί μια μοντέρνα νουβέλα με μια ηρωίδα μελαγχολική με τον τρόπο των αγγλικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα, μια ηρωίδα που δεν την ξεχνάς εύκολα. Σίγουρα μια συγγραφέας που θα ξαναδιαβάσουμε.

Βαθμολογία (και των δύο βιβλίων) 79 / 100




 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home