Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2019 | Permalink
"Το τέλος της ιστορίας"
Ένα
μυθιστόρημα για το τέλος μιας ερωτικής σχέσης, ουσιαστικά όμως, ένα βιβλίο για
την συγγραφική τέχνη και για το πώς να γράψεις ένα μυθιστόρημα με ελάχιστα
υλικά. Αυτό είναι το τόσο ιδιόμορφα υπέροχο «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» («The end of the story») – (εκδ. Παπαδόπουλος, μετάφρ. Ρ.Κολαΐτη, σελ. 265),
μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε η διηγηματογράφος και μεταφράστρια Lydia Davis (Μασσαχουσέτη,
1947), βραβευμένη με Man Booker το 2013 και περισσότερο γνωστή για τα μικροδιηγήματά
της, όπως και για τις μεταφράσεις της από τα Γαλλικά (Προυστ,
Φλωμπέρ,Μπλανσό,Σιμενόν, Π.Ζ.Ζουβ και άλλους) αλλά και για τον γάμο της με τον Paul Auster (πρώτη του
σύζυγος).
«Αν
ρωτήσει κάποιος τι πραγματεύεται το μυθιστόρημα, απαντώ ότι πρόκειται για έναν
άντρα που χάθηκε, γιατί δεν ξέρω τι να πω. Είναι, όμως, αλήθεια, ότι εδώ και
καιρό δεν ξέρω πια που βρίσκεται, από τότε που το έμαθα και το ξέμαθα, το
ξανάμαθα κι ύστερα πια τον έχασα και πάλι.»
Η
ανώνυμη αφηγήτρια περιγράφει την ερωτική της ιστορία με έναν αρκετά νεότερο
άνδρα, στην πανεπιστημιούπολη όπου δίδασκε. Περιγράφει την σχέση με λεπτομέρειες
ξεκινώντας από το τέλος. Αναλύει τα συναισθήματα, τις μικρές στιγμές, τους
τσακωμούς, τις ατελείωτες βόλτες και συζητήσεις. Ζώντας πλέον αρκετά μακριά από
αυτή την πόλη και με έναν άλλον άνδρα, προσπαθεί να βρει τον παλιό της εραστή,
για να βρει υλικό για το μυθιστόρημα το οποίο γράφει, που είναι η ιστορία μιας
σχέσης που στην αρχή φαινόταν επιπόλαιη (και ίσως ήταν) αλλά καταγράφηκε βαθιά στην
συνείδησή της.
Η
αφήγηση χωρίζεται σε τέσσερα στάδια, τέσσερις αφηγηματικούς τρόπους. Στην αρχή
η Ντέιβις παραθέτει τα γεγονότα της σχέσης, αρχή, μέση, τέλος· μετά παραθέτει
την προσωπική της εμπειρία γύρω από το διάστημα της σχέσης· στη συνέχεια αφήνει
τις αναμνήσεις να μιλήσουν, στιγμές που επανέρχονται, λόγια που στην αρχή
φάνηκαν αδιάφορα, και δεν έφυγαν από τη μνήμη, κινήσεις που θυμάται· τέλος
είναι η προσπάθεια συγγραφής και οργάνωσης του υλικού που συνεχώς διαφεύγει και
η ανασφάλεια του συγγραφέα που συνεχώς επανέρχεται βασανιστικά.
«Αντιλαμβάνομαι
ότι απομακρύνομαι κάπως από την αλήθεια, σε κάποια σημεία εντελώς τυχαία, σε
άλλα σκοπίμως. Ανακατατάσσω αυτό που πραγματικά συνέβη έτσι ώστε να είναι όχι
μόνον λιγότερο συγκεχυμένο και πιο πιστευτό, αλλά και πιο αποδεκτό ή
ευπρόσδεκτο. Καθώς σκέφτομαι τώρα ότι δεν έπρεπε να με κυριέψει ένα
συγκεκριμένο συναίσθημα τόσο νωρίς στη σχέση, το μεταθέτω σε μεταγενέστερο
χρόνο. Καθώς σκέφτομαι πως ασφαλώς και δεν έπρεπε να με κυριεύσει, το σβήνω. Αν
έκανα κάτι πολύ φρικτό για να ειπωθεί, είτε το αποσιωπώ είτε το περιγράφω ως
φρικτό χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Αν έκανα κάτι υπερβολικά άσχημο, το περιγράφω
με πιο ήπιες λέξεις, ή δεν το αναφέρω καθόλου.»
Η
σχέση των δύο αυτών ανθρώπων, περιγράφεται αποστασιοποιημένα, ψυχρά, η
αφηγήτρια δεν αφήνει τα συναισθήματά της να ξεχυθούν στο κείμενο, ούτε αφήνει
τον αναγνώστη να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωές της. Από τη μια αναπολεί
τη σχέση με τρυφερότητα, από την άλλη παραδέχεται ότι από την αρχή εμπεριείχε
ημερομηνία λήξης, καθώς ήταν εμφανής η διαφορά σε όλα τα επίπεδα. Μέσα της όμως
αισθάνεται ότι το τέλος ήταν βεβιασμένο, η ιστορία συνεχίζει να την ταλαιπωρεί
νοητικά και προσπαθεί να βρει μια άκρη μέσα από τις αναμνήσεις, τα λάθη, τις
ανοχές, πράγματα που δεν τελειώνουν ποτέ σε μια ενδοσκόπηση.
Μοντέρνα
γραφή, συνεχής χρήση εσωτερικού μονολόγου, ενδοσκόπηση και η συνεχής βάσανος
της συγγραφής, καθορίζουν το ύφος του μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο που
λειτουργεί ως αυτοκάθαρση και ως ψυχανάλυση για την συγγραφέα, καθαρά
επηρεασμένο από το ευρωπαϊκό ύφος αφήγησης. Είναι ένα μυθιστόρημα περίκλειστο
και πολύ εσωτερικό που παίρνει μια ιστορία που θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό
για ένα διήγημα (ακόμα και δέκα σελίδων) και φτιάχνει ένα μυθιστόρημα κοντά 300
σελίδων.
«Ίσως
έπρεπε να το αποδεχτώ. Αν η γραφή είχε γίνει ο μόνος τρόπος να τον κατέχω, τότε
έκανα ότι μπορούσα. Και, προσωρινά, αυτό όντως με ικανοποιούσε, λες και όλος
αυτός ο πόνος δεν ήταν μάταιος, λες και τον ανάγκαζα τελικά να μου δώσει κάτι,
λες και ασκούσα κάποια εξουσία πάνω του, η διαφύλαττα κάτι που άλλως θα
χανόταν. Στην πραγματικότητα, δεν τον εξανάγκαζα να μου δώσει κάτι, εγώ το
έπαιρνα από μόνη μου. Δεν είχα εκείνον, αλλά είχα τις λέξεις μου, κι αυτές δεν
μπορούσε να μου τις πάρει.
Προσπαθούσα
να φανταστώ ότι αυτό που συνέβαινε τώρα, συνέβαινε και στο παρελθόν. Και,
εφόσον το παρόν θα γινόταν σύντομα παρελθόν, μπορούσα να φανταστώ ότι το
αναπολούσα από το μέλλον την ίδια στιγμή που βρισκόμουν μέσα σ’ αυτό. Έτσι το
απομάκρυνα κάπως από μένα και ένιωθα καλύτερα.»
Παρά
τους εσωτερικούς μονολόγους και την συνεχή επανάληψη σκηνών και συναισθημάτων,
όπως και την απουσία διαλόγου, το μυθιστόρημα διαβάζεται εύκολα και ρέει
ανεμπόδιστα. Ο εξαιρετικός του ρυθμός και το υπέροχο ύφος της Ντέιβις αφοπλίζουν
τον αναγνώστη, σχεδόν τον μαγνητίζουν καθώς παρακολουθεί τις σκέψεις και τα
επαναλαμβανόμενα γεγονότα, απολαμβάνοντας και τις προσπάθειες ενός συγγραφέα να
διαχειριστεί το υλικό του.
Το
«Τέλος της ιστορίας» είναι ένα σαγηνευτικό και βαθύ μυθιστόρημα που δεν
προσφέρεται για τους λάτρεις της συναρπαστικής πλοκής ή των ιστοριών που
περιέχουν ανατροπές και συγκινήσεις. Αποστασιοποιημένο και λιτό, γεμάτο χιούμορ
και αυτοσαρκασμό, σε κάποιες στιγμές διασκεδαστικό, σε πολλές σπαρακτικό, είναι
ένα βιβλίο που μας συστήνει μια έξοχη συγγραφέα. Μακάρι να εκδοθεί κάποια
συλλογή διηγημάτων της για να μπορέσουμε να την απολαύσουμε στο είδος που έχει
διακριθεί και βραβευτεί.
Βαθμολογία
82 / 100
Δημοσίευση σχολίου