Δευτέρα, Αυγούστου 12, 2019
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 12, 2019 | Permalink
"Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο"
Ο
Βραζιλιάνικος λογοτεχνικός μοντερνισμός, αυτό το ιδιότυπο είδος, με τις πολλές ευρωπαϊκές
επιρροές που συνδυάζονται με το πάθος και την ζωντάνια των ανθρώπων της χώρας,
αποτυπώνεται ευδιάκριτα, στην έξοχη νουβέλα του σπουδαίου συγγραφέα (και
ποιητή, μουσικολόγου, κριτικού και άλλων πολλών), Mario
de Andrade (Sao Paulo, 1893-1945), με
τίτλο «ΑΓΑΠΩ, ΡΗΜΑ ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ» («Amar, verbo intransitivo») – (εκδ. Ροές,
μετάφρ. Ν.Πρατσίνη, σελ.349).
Μια
ιστορία μπανάλ και προβλέψιμη, ένα ιδιόμορφο «ειδύλλιο», όπως το χαρακτηρίζει ο
ίδιος ο συγγραφέας, είναι το μυθιστόρημα του άγνωστου στη χώρα μας ,
σημαντικότατου συγγραφέα. Βραζιλία της δεκαετίας του 1920 σε μια ιστορία
κοινότοπη, πλην όμως ευφυέστατα γραμμένη, με απαράμιλλο στυλ και ζωντάνια, που
δίνει την αφορμή στον Αντράντε να σχολιάσει και να περιγράψει την αστική τάξη
του Σάο Πάουλο και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
«-Σας ζητώ να ενημερώσετε τη σύζυγό σας,
κύριε, προσωπικά αδυνατώ να καταλάβω γιατί τόσο μυστήριο. Αφού είναι για το
καλό του παιδιού.
-Μα,
δεσποινίς…
-Συγγνώμη
που επιμένω. Είναι ανάγκη να την ενημερώσετε, δε θα μου ήταν ευχάριστο να
θεωρηθεί ότι πάω γυρεύοντας. Είμαι σοβαρό άτομο. Είμαι και 35 χρονών, κύριε.
Και δεν πρόκειται να πάω αν η σύζυγός σας δε γνωρίζει τι πρόκειται να κάνω
εκεί. Το επάγγελμά μου οφείλεται σε μια ατυχία, τίποτε περισσότερο και τίποτα
λιγότερο. Ένα επάγγελμα είναι.»
Η
Γερμανίδα Έλζα, προσλαμβάνεται από τον Σόζα Κόστα, έναν μεγαλοαστό του Σάο
Πάουλο ως μια δασκάλα πολλαπλών καθηκόντων. Να διδάξει γερμανικά και μουσική
στα παιδιά του, αλλά και (κυρίως) να εκπαιδεύσει σεξουαλικά τον γιο της
οικογένειας, δεκαπεντάχρονο Κάρλους. Ο φόβος του Σόζα Κόστα, να μη πληγωθεί
ερωτικά ο γιος του από κάποια άγνωστη γυναίκα αμφιβόλου ηθικής, τον ώθησε να
καταφύγει στις ακριβοπληρωμένες υπηρεσίες της μορφωμένης Γερμανίδας, η οποία
προσέφερε τα θέλγητρά της, όπως και τις γραμματικές της γνώσεις σε γόνους των
καλών οικογενειών.
Η
Έλζα «χτίζει» τη σχέση της με τον νεαρό, με αργά και προσεκτικά βήματα, ενώ
είναι αγαπητή και από τα κορίτσια της οικογένειας. Η Γερμανίδα έχει αισθήματα,
είναι τρυφερή παρά το αυστηρό της προσωπείο, και έχει τα όνειρά της στη ζωή,
περιμένοντας να γνωρίσει έναν Ευρωπαίο διανοούμενο που θα την τραβήξει μακριά
από μια «καριέρα» με ημερομηνία λήξης. Για την ώρα όμως θα πρέπει να αφοσιωθεί
στον Κάρλους που δείχνει όλο και περισσότερο ερωτευμένος μαζί της. Όταν τα
ερωτικά σημάδια φαίνονται έντονα στα συναισθήματα και στις κινήσεις του, η
ντόνα Λάουρα, η μητέρα του Κάρλους, που δεν εγνώριζε την αληθινή αιτία
πρόσληψης της «φροϊλάιν» (όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας), αντιδράει και ζητάει
την απόλυσή της, αλλά πείθεται από τον σύζυγό της, βλέποντας δε και τον γιο της
ευτυχισμένο, συμφωνεί με την μέθοδο που ακολουθείται.
«…ο
βραζιλιάνικος έρωτας έχει ως εξής: σαν την τσίχλα, μαζεύεται, απλώνεται, αλλά
δε λέει πραγματικά να ξεκολλήσει από πάνω σου.»
Η
σχέση της «φροϊλάιν» και του Κάρλους, προχωράει με γρήγορους ρυθμούς και η
διαδικασία του πως θα γίνει ο μικρός «σωστό αρσενικό» προχωράει ικανοποιητικά.
Κάποια στιγμή, θα πρέπει να φτάσουν στο κεφάλαιο του «χωρισμού», κομβικό σημείο
στην «εκπαίδευση», που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, καθώς, το σενάριο θέλει τον
Σόζα Κόστα να τσακώνει επ’ αυτοφώρω τους «ασυγκράτητους εραστές» και να διώχνει
την Έλζα από το σπίτι. Αλλά ακόμα και τα καλύτερα σχεδιασμένα πλάνα, μπορούν να
ακυρωθούν ή να καταστραφούν, όταν μπαίνουν τα συναισθήματα στη μέση…
Μπορεί
στο επίκεντρο του μυθιστορήματος να βρίσκεται η σεξουαλική μύηση του έφηβου
Κάρλους, και ο συγγραφέας να χρησιμοποιεί την Φροϋδική θεωρία για να δείξει την
μετάβαση από την παιδική ηλικία, στην εφηβεία και μετά στην ενηλικίωση, αλλά το
βιβλίο μιλάει κυρίως για την Βραζιλία και την κοινωνία της, την αστική τάξη και
την «Βραζιλιανικότητα». Μέσα από την ματιά της Έλζα και τις παρατηρήσεις της, όπως
και τις συγκρίσεις που κάνει μεταξύ κατοίκων της χώρας και των Γερμανών,
περιγράφεται το πορτρέτο του σύγχρονου (την δεκαετία του ’20) Βραζιλιάνου, η
οικονομική άνοδος και η λατρεία της πολυτέλειας και του χρήματος, καθώς και η
αστικοποίηση της μεγαλούπολης του Σάο Πάουλο, σε αντίθεση με τον πιο αλέγκρο
χαρακτήρα του Ρίο ντε Ζανέϊρο.
Ο
αφηγητής δεν είναι αμέτοχος στην ροή του βιβλίου. Σχολιάζει, ειρωνεύεται,
παρεμβαίνει, ξεστρατίζει την πλοκή προς άλλα σημεία, φιλοσοφώντας, παρατηρώντας,
απευθυνόμενος στον αναγνώστη, του οποίου «απαιτεί» την ενεργό συμμετοχή και
διαύγεια. Ο Αντράντε περιγράφει τρυφερά την «ανάρμοστη σχέση» των δύο εραστών,
ειρωνεύεται αγρίως τις συνθήκες και το κοινωνικό πλαίσιο, χρησιμοποιεί τον όρο «ειδύλλιο»
για να περιγράψει τη σχέση, αλλά τους ήρωές του, τους συμπαθεί, συμπάσχει μαζί τους
και τονίζει διαρκώς τη σχετικότητα των πραγμάτων, ούτε ο νεαρός είναι τόσο
αθώος, ούτε η Έλζα κυνική και αδιάφορη.
«Μια
ωραία ημέρα, Τετάρτη ήταν, η φροϊλάιν εμφανίστηκε ενώπιόν μου και αφηγήθηκε την
ιστορία της. Εδώ θα βρείτε τα λεγόμενα της βολικά προσαρμοσμένα στη γλώσσα του
τόπου και στην ορθογραφία – έβαλα και λίγα κόμματα. Όσον αφορά τους ήρωες…είναι
πιθανόν μια ιδιαίτερη και στιγμιαία πνευματική μου διάθεση να ήταν ο λόγος που
αποδέχθηκα τα συμπεράσματα που αυτοί μου παρουσίαζαν από τα γεγονότα συνολικά –
αυτό είναι όλο κι όλο το σφάλμα μου. Σας διαβεβαιώνω όμως πως ήταν όντα ήδη
συγκροτημένα και πως έδρασαν δίχως εμένα. Οι μυθιστορηματικοί ήρωες είναι
εκείνοι που επιλέγουν τους συγγραφείς τους, δεν κατασκευάζουν οι συγγραφείς τις
ηρωίδες τους. Μόνο κάποια κόμματα τους βάζουν, για να μπορέσουν οι άντρες να
τις γνωρίσουν επαρκώς.»
Το
μυθιστόρημα όμως, όπως αναφέρω και παραπάνω, δεν είναι μόνο το «ειδύλλιο»,
καθώς το διατρέχει από την αρχή έως το τέλος ή χρήση εσωτερικού μονολόγου, οι ψυχολογικές
και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις, ανακατεμένος κυνισμός και ρομαντισμός, πολύ
χιούμορ και ατελείωτη ειρωνεία, οι δοκιμιακές αναφορές σε φιλοσοφικά και
λογοτεχνικά έργα. Παθιασμένο, ανάλαφρο και εύπεπτο στην επιφάνεια, είναι
ουσιαστικά μια πολυεπίπεδη νουβέλα, που απαιτεί εγρήγορση και αφοσίωση.
Ο
προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει την ευθεία γραμμή στην Βραζιλιάνικη
λογοτεχνία, που συνδέει εμβληματικούς συγγραφείς της λογοτεχνίας μιας χώρας,
που, είναι περισσότερο γνωστή από το ποδόσφαιρο, τον καφέ και τις παραλίες του
Ρίο ντε Ζανέιρο. Από τον κάτι μεταξύ ρεαλισμού και μοντερνισμού, λόγο του
μεγάλου Machado de Assis και της αριστουργηματικής «Ρεαλιστικής τριλογίας» του,
στον μοντερνισμό του Mario de Andrade (και άλλων εν
πολλοίς αμετάφραστων στη χώρα μας συγγραφέων της χώρας), και από εκεί στην Clarice Lispector όπου η «Ώρα του αστεριού» παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το «Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο», και στο
«Grande sertao: Veredas» του Joao Guimaraes Rosa,
το θεωρούμενο ως μεγάλο Βραζιλιάνικο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα, το
οποίο παραμένει ακόμα αμετάφραστο στη χώρα μας (και μάλλον θα περιμένουμε για
πολύ), η σύνδεση και οι επιρροές είναι ευδιάκριτες.
Σε
αναμονή της μετάφρασης (αν ποτέ γίνει), του magnum
opus του Mario
de Andrade, του
μυθιστορήματος «Macunaima», είμαστε τυχεροί
που γνωρίσαμε αυτόν τον σαγηνευτικό συγγραφέα, μέσα από την θαυμάσια έκδοση των
«Ροών» και την εκπληκτική δουλειά του εξαίρετου Νίκου Πρατσίνη, ο οποίος δεν
έκανε μια απλή μετάφραση του βιβλίου, αλλά έγραψε ουσιαστικά μια μελέτη για το
έργο του. Η παρούσα έκδοση, εκτός της νουβέλας του Αντράντε που είναι
ουσιαστικά κάτι λιγότερο από 200 σελίδες, περιέχει εισαγωγή, επίμετρο και
σημειώσεις του μεταφραστή, καθώς και εργοβιογραφία του συγγραφέα, αποσπάσματα
από ένα κείμενο του, όπως και βιβλιογραφία, μετατρέποντας την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος
σε κανονική μελέτη – βεβαίως όλα αυτά μπορεί κάποιος να τα παραλείψει και να
ασχοληθεί μόνο με το μυθιστόρημα, αλλά θα χάσει πολλά.
Βαθμολογία
83 / 100
Δημοσίευση σχολίου