Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2019 | Permalink
"Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;" ("Οι Περαστικοί")

"Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;"

Το προσφυγικό/μεταναστευτικό, είναι ένα θέμα που θα απασχολήσει πολύ τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, τα επόμενα χρόνια, καθώς είναι αδύνατον οι συγγραφείς να μείνουν αδιάφοροι μπροστά σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας.
Η Γερμανίδα συγγραφέας Jenny Erpenbeck (Βερολίνο, 1967), στο μυθιστόρημά της, με τίτλο «ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ» («Gehen, ging, gegangen») – (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Κυπριώτης, σελ.393), προσεγγίζει το θέμα του προσφυγικού (το οποίο έθιγε σε δεύτερο επίπεδο και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, την εκπληκτική «Συντέλεια του κόσμου», καθώς κι εκεί, οι ήρωές της αναζητούσαν διαρκώς μια καλύτερη ζωή σε άλλους τόπους), με ψυχραιμία, θέτοντας ερωτήματα και επισημαίνοντας κάποια καθόλου ευχάριστα πράγματα.


Η Έρπενμπεκ, γεννήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, και αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε, διαβάζοντας τα βιβλία της. Γνωρίζει και την απασχολεί, η ρευστότητα των συνόρων, η υποκρισία των Αρχών, η γραφειοκρατία, τα δυτικά στερεότυπα, η σχετικότητα του «πολιτισμένου κόσμου», το θέμα της ταυτότητας.

Ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ο Ρίχαρντ, ένας γηραιός συνταξιούχος καθηγητής Φιλολογίας, που δίδαξε στο πανεπιστήμιο Χούμπολντ, γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία, ο οποίος έχει χηρέψει πρόσφατα, ενώ και η ερωμένη του τον έχει εγκαταλείψει από χρόνια, έχει πλέον άπλετο χρόνο μέσα στη μέρα του, τον οποίο δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί. Περνάει χρόνο με τους φίλους του, τρώει λιτά και ακολουθεί ένα μονότονο καθημερινό πρόγραμμα χωρίς εκπλήξεις, ενώ νιώθει αφόρητη την μοναξιά που τον περιβάλλει. Τον απασχολεί ένα γεγονός που συνέβη σε μια λίμνη κοντά στο σπίτι του, όπου ένας άντρας πνίγηκε και το πτώμα του ακόμα δεν έχει βρεθεί.

"Ο πόλεμος τα καταστρέφει όλα, λέει ο Αβάντ. Την οικογένεια, τους φίλους, τον τόπο που ζεις, τη δουλειά, την καθημερινότητα. Όταν γίνεσαι ξένος, λέει ο Αβάντ, δεν έχεις επιλογή πια. Δεν ξέρεις πού να πας. Δεν ξέρεις τίποτα πια. Εγώ δεν μπορώ να δω πια τον εαυτό μου, το παιδί που ήμουν. Δεν έχω πια εικόνα του εαυτού μου."

Ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση, του υπενθυμίζει, κάτι που δεν είχε παρατηρήσει στο Βερολίνο, παρότι πέρναγε καθημερινά σχεδόν από το σημείο αυτό. Μια συγκέντρωση προσφύγων απεργών πείνας στην Αλεξάντερπλατς, οι οποίοι κρατάνε  πινακίδες που γράφουν "Γινόμαστε ορατοί" ("we become visible"), τον προβληματίζει. Γιατί δεν τους είχε δει τόσο καιρό; Πως γίνεται κάποιος "ορατός" από τον κόσμο - τι πρέπει να κάνει; Πηγαίνει σε μια πλατεία που έχει μετατραπεί σε καταυλισμό, βλέπει τους πρόσφυγες μαζεμένους να σκοτώνουν την ώρα τους.


Το θέμα τον απασχολεί όλο και περισσότερο, διαβάζει ότι άρθρο βρει, ενημερώνεται και θέλει να ασχοληθεί όσο γίνεται παραπάνω. Οι πρόσφυγες μεταφέρονται στις εγκαταστάσεις ενός παλιού γηροκομείου, και ο Ρίχαρντ έχοντας ετοιμάσει ένα ερωτηματολόγιο, βρίσκει την ευκαιρία να τους προσεγγίσει - λέει στις Αρχές ότι ετοιμάζει μια εργασία για το θέμα ως Πανεπιστημιακός - και να μάθει περισσότερα γι' αυτούς. Γρήγορα συνειδητοποιεί την σχεδόν ολοκληρωτική άγνοιά του για την Αφρική, τις χώρες, τις συνθήκες ζωής εκεί.
Οι άνθρωποι αυτοί, στην πλειονότητά τους Αφρικανοί, θα του διηγηθούν ιστορίες φρίκης και εξαθλίωσης, ταλαιπωρίας και επιβίωσης. Τώρα κάθονται όλη μέρα στα κρεβάτια τους και περιφέρονται άσκοπα στον χώρο, περιμένοντας μια άδεια παραμονής που ποτέ δεν έρχεται, ζητώντας απεγνωσμένα εργασία ή μια διέξοδο. Μέσα από τις αφηγήσεις των προσφύγων, ο Ρίχαρντ μαθαίνει για τον "δρόμο" που ακολούθησαν οι περισσότεροι από αυτούς, για τα στρατόπεδα στην Λιβύη, για το ταξίδι με βάρκες που βουλιάζανε με προορισμό την Ιταλία, για τις σφαγές στα μέρη τους, για τις οικογένειες που άφησαν πίσω.
Μέσα από τις συζητήσεις μαζί τους, βλέπει την άγνοιά τους για το ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο, τα δυτικά ήθη κι έθιμα (κάποιοι αγνοούν τι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα ή ακόμα και την ύπαρξη του Χίτλερ), τα σύνορα μεταξύ των χωρών, τα πολιτεύματά τους. Ο Ρίχαρντ καθώς περνάει ο καιρός αλλάζει, το κέντρο βάρους της καθημερινότητάς του μετατρέπεται, οι συναντήσεις με τους πρόσφυγες μονοπωλούν το ενδιαφέρον του και με μερικούς από αυτούς συνδέεται φιλικά, τους παίρνει σπίτι του, τους συστήνει σε φίλους του, προσπαθεί να βοηθήσει στο μάθημα Γερμανικών - γοητευμένος κι από την όμορφη (Αφρικανικής καταγωγής) δασκάλα, όλες όμως οι προσπάθειες καταλήγουν σε αδιέξοδο, αφού οι Αρχές πετάνε συνεχώς τη μπάλα στην εξέδρα, μη δίνοντας λύση στο πρόβλημα, και τα ατελείωτα γρανάζια της γραφειοκρατίας μπλοκάρουν την οποιαδήποτε λύση.

"Στην πραγματικότητα οι πρόσφυγες δεν θέλουνε από τη Γερουσία ούτε τετράκλινο δωμάτιο, ούτε ντους που να έχει καμπίνες που κλειδώνουνε, ούτε μικρή απόσταση με τα πόδια μεταξύ του καταλύματος που θα έχουν ως άσυλο και της στάσης του λεωφορείου. Στην πραγματικότητα δεν θέλουνε απολύτως τίποτα από τη Γερουσία. Στην πραγματικότητα θέλουνε να πάνε να βρουν δουλειά και να οργανώσουνε τη ζωή τους μόνοι τους, όπως κάθε ένας που που έχει τις δυνάμεις του και στέκει στα καλά του. Εκείνοι όμως που κατοικούν αυτό το έδαφος, που μόλις εδώ και 150 χρόνια περίπου ονομάζεται Γερμανία, υπερασπίζονται την περιοχή τους με παραγράφους, με το όπλο - θαύμα της εποχής χτυπάνε τους αφιχθέντες, τους βγάζουνε τα μάτια με ημέρες κι εβδομάδες, κυλάνε από πάνω τους τούς μήνες, κι όταν ακόμα και τότε δεν έχουνε ησυχάσει, τους δίνουνε, ίσως, τρία κατσαρόλια σε διάφορα μεγέθη, ένα σετ κλινοσκεπάσματα κι ένα χαρτί που γράφει Fiktionsbescheinigung.
Φυλετικές διαμάχες, θα μπορούσε επίσης να πει κανείς γι' αυτό."

Ο Ρίχαρντ είναι ένας στέρεος και ολοζώντανος μυθιστορηματικός ήρωας. Γύρω από αυτόν και το ιδιότυπο ταξίδι αυτογνωσίας του, στήνει το βιβλίο της η ευφυέστατη Έρπενμπεκ. Ο ίδιος είναι κι αυτός ένας διαφορετικός πρόσφυγας, που είδε τη ζωή του να αλλάζει πολλές φορές, ο χωρισμός των δύο Γερμανιών, το κομμουνιστικό καθεστώς στο οποίο μεγάλωσε, το τείχος και η πτώση του, η επανένωση της Γερμανίας διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του. Ο Ρίχαρντ βέβαια, ήταν από τους τυχερούς, ενσωματώθηκε χωρίς προβλήματα στον διδακτικό μηχανισμό του ενωμένου κράτους, έγινε ένας αξιοσέβαστος καθηγητής, αλλά η σύνταξή του είναι μικρότερη από των (πρώην Δυτικογερμανών) συναδέλφων του - στη συνείδηση της πολιτείας, παραμένει ένας πρόσφυγας που ενσωματώθηκε. Δεν του είναι δύσκολο να κατανοήσει τα προβλήματα των ανθρώπων που ζητάνε απεγνωσμένα, μια πατρίδα, ένα τόπο εργασίας, ένα σπίτι, μια οικογένεια, έναν έρωτα και βιώνουνε καθημερινά τον ρατσισμό. Η Γερμανία που ζει δεν έχει πλέον σχέση, με αυτή που περιγράφει ο Τάκιτος δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ως τόπο ονομαστό για την φιλοξενία των κατοίκων του.

Οι συγκλονιστικές περιγραφές των σκηνών φρίκης, από τα ναυάγια και τις σφαγές, εναλλάσσονται με την νοητική αλλαγή του Ρίχαρντ, οι προσωπικές του στιγμές με αυτές των Αφρικανών προσφύγων. Η Έρπενμπεκ με αποστασιοποιημένο ύφος, χωρίς συναισθηματισμούς αναπτύσσει την ιστορία της, ήρεμα και με μεθοδικότητα. Η γραφειοκρατία και η ακαμψία των Αρχών όπως και η αδυναμία κατανόησης του προβλήματος, η υποκρισία, αλλά και οι δύσκαμπτοι νόμοι που εμποδίζουν κάθε ευελιξία περιγράφονται στο μυθιστόρημα που δεν καταγγέλλει αλλά δεν αποφεύγει κιόλας, κάποιες αποχρώσεις διδακτισμού. Είναι όμως η εκπληκτική ικανότητα της Έρπενμπεκ να περιγράφει με αριστοτεχνικά θραύσματα, την αμηχανία των μεν και την απελπισία των δε, αλλά και εικόνες από μια πραγματικότητα που προβάλλει εφιαλτική.


"Ένας άντρας σκέφτεται τώρα πως τον φιλούσε πάντα στα μάτια η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πως χωρούσε τόσο καλά στην αγκαλιά του η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πως τον χάιδευε με το χέρι της στα μαλλιά η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πόσο ωραία μύριζε η ανάσα της όταν ήταν πολύ κοντά του.
Ένας άντρας σκέφτεται πως έχωνε τη γλώσσα της στ' αυτί του η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πώς γυάλιζε το σώμα της γυναίκας όταν ξάπλωνε δίπλα του.
Ένας άντρας σκέφτεται πώς ένιωθε τα χείλια της γυναίκας πάνω του.
Ένας άντρας σκέφτεται πως ήταν η γυναίκα όταν κοιμότανε.
Ένας άντρας σκέφτεται πως κρατούσε σφιχτά το χέρι του η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πώς χαμογελούσε καμιά φορά η γυναίκα.
Όλοι ανεξαιρέτως σκέφτονται για μια στιγμή γυναίκες που τις αγαπήσανε και που τους αγαπούσανε κάποτε κι εκείνες."

Το δύσκολο εγχείρημα της Έρπενμπεκ, να γράψει ένα μυθιστόρημα για την ανθρωπιστική κρίση, όπου θίγονται πολλά φιλοσοφικά και πολιτικά ερωτήματα, όπως η ξενοφοβία, τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα, οι έννοιες της δημοκρατίας και της προόδου, της συντροφικότητας και της φιλοξενίας δικαιώνεται από το τελικό αποτέλεσμα. Γιατί, οι "περαστικοί" είναι ένα ένα δυναμικό και πολύ αληθινό (όχι με την έννοια του ρεαλισμού) λογοτεχνικό έργο που αποφεύγει τα πολλά κλισέ και τις ευκολίες και θέτει συνεχώς ερωτήματα, αφυπνίζει συνειδήσεις και ωθεί σε γόνιμο προβληματισμό.

Βαθμολογία 82 / 100

   

 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home