Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2018 | Permalink
Η συντέλεια του κόσμου

«Το βράδυ μιας ημέρας που κάποιος πέθανε δεν έρχεται δα και η συντέλεια του κόσμου»

Ο χρόνος, η μνήμη, η απώλεια, η ζωή και ο θάνατος, η ανθρώπινη μοίρα είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά του συγκλονιστικού μυθιστορήματος, «Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» ("Aller Tage Abend"), της εξαιρετικής Γερμανίδας συγγραφέως Jenny Erpenbeck (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Κυπριώτης, σελ. 300), ενός βιβλίου που σε πιάνει από τον λαιμό, από την πρώτη του σελίδα και δεν σ’ αφήνει μέχρι το τέλος του.


Φιλοσοφικό μυθιστόρημα με μεταφυσική χροιά, έτσι θα μπορούσε κάποιος να δώσει με δυο λόγια το στίγμα του βιβλίου της Έρπενμπεκ που με το διαρκές ερώτημα «what if» (ουσιαστικά «τι θα συνέβαινε αν…»), να το διατρέχει, όπου ένας συνδυασμός γεγονότων και η μοίρα παίζουν τα δικά τους παιχνίδια όπως τα περιγράφει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο η συγγραφέας.

«Το σώμα της είναι μια πόλη. Η καρδιά της μια μεγάλη σκιερή πλατεία, τα δάχτυλά της διαβάτες, τα μαλλιά της το φως των φαναριών, τα γόνατά της δυο πολυκατοικίες. Προσπάθησε να δώσει μονοπάτια στους ανθρώπους. Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάγουλά της και τους πύργους της. Δεν ήξερε ότι οι δρόμοι πονάνε τόσο πολύ. Δεν ήξερε ότι πάνω της υπάρχουνε γενικά τόσοι δρόμοι. Θέλει με το σώμα της να βγει απ’ το σώμα της. Αλλά δεν ξέρει πού’ ναι το κλειδί. Φοβάμαι ότι θα χάσω το κεφάλι μου. Φοβάμαι ότι κάποιος θα μου πάρει το κλειδί του κεφαλιού μου.»

Οι ιστορικές αντιφάσεις και η σχετικότητα των ιδεολογιών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο σύνολο του έργου της Έρπενμπεκ. Οι γυναίκες που πρωταγωνιστούν στα βιβλία της διασχίζουν τις ιστορικές περιόδους επιβιώνοντας και ψάχνοντας την ελευθερία μέσα από την συλλογική μοίρα, τις καταστροφές και τις γενοκτονίες, τις δικτατορίες και τις δημοκρατίες, τα σύνορα που μεταβάλλονται συνεχώς.

Στην «Συντέλεια του κόσμου» η ηρωίδα θα ζήσει και θα πεθάνει πέντε φορές, όσες και τα κεφάλαια του βιβλίου που καλύπτει ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Σε κάθε κεφάλαιο παρακολουθούμε μια διαφορετική περίοδο της ιστορίας και ένα διαφορετικό σενάριο ζωής και θανάτου. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται τέσσερα ιντερμέδια τα οποία δίνουν τον ρυθμό της «what if” προϋπόθεσης.

Το βιβλίο ξεκινάει το 1902 στο Μπρόντι της Γαλικίας και το κοριτσάκι που γεννιέται από πατέρα χριστιανό και μητέρα Εβραία, θα πεθάνει λίγο μετά την γέννα. Θα μπορούσε να σωθεί αν του ρίχνανε λίγο χιόνι στο στήθος. Ο πατέρας κατηγορεί εμμέσως την Εβραία σύζυγό του και δεν αργεί να ξενιτευτεί, η μάνα θα γίνει πόρνη για να ζήσει την οικογένεια.
Τι θα συνέβαινε όμως εάν το μωρό ζούσε; Η οικογένεια θα μετανάστευε στην Βιέννη, ο πατέρας θα έπαιρνε προαγωγή και το κορίτσι θα μεγάλωνε αλλά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος θα τα ανέτρεπε όλα, ο πατέρας θα σκοτωνόταν, η μάνα θα έπεφτε σε κατάθλιψη κι εκείνη θα σκοτωνόταν πέφτοντας θύμα ενός παράφρονα.
Τι θα γινόταν όμως αν δεν είχε γνωρίσει αυτόν τον άντρα; Θα είχε επιβιώσει θα ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος και θα βρισκότανε μερικά χρόνια αργότερα στην Μόσχα προσπαθώντας να ανανεώσει την άδεια παραμονής της για να μη την στείλουνε πακέτο στο ναζιστικό καθεστώς της πατρίδας της που ήτανε πια επαρχία της Χιτλερικής Γερμανίας. Ο σύντροφός της δεν θα γλύτωνε κι εκείνη θα είχε πέσει θύμα των Σταλινικών εκκαθαρίσεων και θα είχε πεθάνει ξυλιασμένη από το κρύο σε ένα στρατόπεδο της Σιβηρίας.
Αν όμως ο γραφειοκράτης υπάλληλος του Σταλινικού καθεστώτος έβαζε τα στοιχεία της σε άλλη στοίβα με αυτούς που την γλυτώνουν, εκείνη θα γνώριζε δόξα και τιμές ως βραβευμένη συγγραφέας στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, μετά τον πόλεμο όπου θα ζούσε στο Ανατολικό Βερολίνο και θα πέθαινε άδοξα πέφτοντας από μια σκάλα.
Αν όμως δεν έπεφτε από την σκάλα θα πέρναγε τις τελευταίες της ημέρες ξεχασμένη λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου σε ένα γηροκομείο.

«Πριν από πολλά χρόνια είπε ο ένας τη μία λέξη, κι ο άλλος την άλλη λέξη, λέξεις μετακινήσανε τον αέρα, λέξεις γραφτήκανε με μελάνι σε χαρτί, καταχωριστήκανε, ο αέρας μετρήθηκε με αέρα και το μελάνι με μελάνι. Είναι κρίμα που δεν μπορεί να δει κανείς το σύνορο στο οποίο λέξεις από αέρα και λέξεις από μελάνι μεταμορφώνονται σε κάτι πραγματικό, γίνονται το ίδιο πραγματικές με τον ήχο με τον οποίο γλιστράνε και πέφτουνε παγωμένα κόκκαλα της συντρόφισσας Χ. τον χειμώνα του σαράντα ένα μέσα σ’ έναν λάκκο, εκείνος ο ήχος ακούγεται όπως όταν κάποιος ρίχνει τα ξύλινα κομμάτια του ντόμινο πίσω στο κουτάκι τους. Γιατί, όταν κάνει αρκετό κρύο, κάτι που κάποτε ήταν από σάρκα και αίμα ακούγεται ακριβώς όπως το ξύλο.»


Συνεχώς στο μυαλό του αναγνώστη στριφογυρίζουν τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, η σχετικότητα και τα τερτίπια της μοίρας, τα σενάρια που κάποιος κάνει όταν ένα κοντινό του πρόσωπο πεθαίνει. Η φράση από το «Αούστερλιτς», το υπέροχο βιβλίο του Β.Γ.Ζέμπαλντ που προτάσσει στην αρχή του βιβλίου η Έρπενμπεκ είναι ενδεικτική: «Μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι φεύγαμε από εδώ για το Μαρίενμπαντ. Και τώρα, πού πάμε τώρα;». Επηρεασμένη από τον θάνατο της γιαγιάς της η συγγραφέας όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις της, προσπάθησε να μη γράψει μια βιογραφία αλλά να περιγράψει μια ζωή διασπαρμένη σε πολλές στιγμές. Μέσα από αυτή τη ζωή παρακολουθούμε την ιστορία της κεντρικής Ευρώπης, δοσμένη με θαυμαστά υπαινικτικό ύφος.

Φράσεις και περιγραφές σκηνών στις οποίες στέκεσαι για αρκετή ώρα, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις σελίδες, το ύφος της Έρπενμπεκ σε υπνωτίζει και σε καθηλώνει. Από τις αντισημιτικές διαδηλώσεις στην Γαλικία, στις εικόνες του πλήθους που περιμένει στην ουρά για μια μερίδα κρέας στην Βιέννη, στην γραφειοκρατία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Σοβιετική Ένωση, στις παράτες του Ανατολικογερμανικού καθεστώτος, σημασία έχουν οι στιγμές, τα πράγματα που για ένα σκαλοπάτι που απέφυγες, μια γωνία του δρόμου που δεν έστριψες για να πας στην επόμενη, μια απόφαση που δεν πήρες και την ανέβαλλες για αργότερα – οι στιγμές που σου καθορίζουν τη ζωή.

«Η συντέλεια του κόσμου» είναι ένα έξοχο βιβλίο, με εκπληκτικό ρυθμό, ένα έργο τέχνης, γεμάτο λυρισμό και ενέργεια, όπου το υπέροχο ύφος της εξαιρετικής συγγραφέως σε συνεπαίρνει και σε συγκινεί. Με επιρροές από τους μεγάλους της Γερμανικής λογοτεχνίας, Γκαίτε, Τόμας Μαν, Γιόζεφ Ροτ, η Έρπενμπεκ χτίζει τον δικό της μύθο και προβάλλει ως άξια επίγονος τους. Η μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη είναι μεγαλειώδης και το επίμετρό του για την συγγραφέα, το έργο της και την δική του μεταφραστική εμπειρία είναι θαυμάσιο και συμπληρώνει ιδανικά αυτό το αριστουργηματικό μυθιστόρημα.

Βαθμολογία 88 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home