Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2019 | Permalink
"Days are where we live" ("Εκεί που ζούμε" - Χρίστος Κυθρεώτης)

“What are days for?
Days are where we live.   
They come, they wake us   
Time and time over.
They are to be happy in:   
Where can we live but days?

Ah, solving that question
Brings the priest and the doctor   
In their long coats
Running over the fields.”

(Philip Larkin – “Days”)

Η μετάβαση του περισσότερου γνωστού ως διηγηματογράφου (αφού η πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια έγινε με την συλλογή διηγημάτων "Μια χαρά" πριν από μερικά χρόνια), Χρίστου Κυθρεώτη (Λευκωσία, 1979) στον χώρο του μυθιστορήματος, έγινε με εντυπωσιακό και αρκετά φιλόδοξο τρόπο, καθώς το "ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ" (εκδ. Πατάκης, σελ. 440), δεν είναι (ευτυχώς), ένα ακόμα ελληνικό μυθιστόρημα που ξεχνάς λίγες ημέρες μετά την ανάγνωσή του. Είναι ένα βιβλίο, συγκροτημένο και γραμμένο με ωραίο ύφος, που χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή είναι ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, παρουσιάζει μεγάλες αφηγηματικές αρετές, είναι ευφυέστατο και πολυεπίπεδο.


Από τον "Οδυσσέα" του Τζόις και την "Κα Νταλογουέι" της Β.Γουλφ, στο "Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς" του Σολζενίτσιν και στο "Σάββατο" του ΜακΓιούαν, τα ("Κιρκάδια" όπως αποκαλούνται) μυθιστορήματα που περιγράφουν ένα 24ωρο από τη ζωή ενός ανθρώπου είναι πολλά. Μπορεί ο ήρωάς τους να είναι ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ (στο "Φως της ημέρας" του Γκρ. Σουίφτ), ένας σύζυγος σε αδιέξοδο (στο "Οικείες απιστίες" του Κουρέισι) ή μια κυρία της υψηλής κοινωνίας (στη "Κα Νταλογουέι) της Β.Γουλφ, χρειάζεται όμως, το ιδιαίτερο ταλέντο του δημιουργού τους για να καταφέρουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

"Όσο είμαστε μικροί ονειρευόμαστε την ενηλικίωση ως ένα είδος οριστικής απόδρασης από τα προβλήματα των γονιών μας. Δεν σκοπεύουμε να αποφύγουμε τα προβλήματα γενικώς, κάθε άλλο - σκοπεύουμε απλώς να σταματήσουμε να εξαρτώμαστε από τα δικά τους και να δημιουργήσουμε άλλα, εντελώς δικά μας προβλήματα, μόνο που στην πορεία ανακαλύπτουμε πως δεν είναι και τόσο εύκολο."

Στο "Εκεί που ζούμε", παρακολουθούμε το 24ωρο του ήρωα του βιβλίου, του 35άρη δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη, μια ζεστή ημέρα του Ιουνίου στην Αθήνα. Ολόκληρη την μέρα του, όχι μόνο τις συναντήσεις του επαγγελματικές ή μη, με ανθρώπους, αλλά και τις σκέψεις του, την παραμικρή του κίνηση. Ο Σπετσιώτης ζει στα Εξάρχεια, δουλεύει σε ένα δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της πόλης και μόλις πρόσφατα έγινε δεκτός μετά από εξετάσεις, να εργαστεί στο Λουξεμβούργο, ως "Lawyer Linguist", κάτι τελείως διαφορετικό από την δικηγορία που ασκεί. Ο Σπετσιώτης δεν έχει ακόμα συνηθίσει στην ιδέα της φυγής του, δεν το έχει πει σε κανέναν, δεν ξέρει καλά καλά, ούτε γιατί προχώρησε σε αυτή την κίνηση που θα του αλλάξει την επαγγελματική (και όχι μόνο) ζωή του.

Το πρόγραμμα της ημέρας του, προμηνύεται βαρύ. Καταρχάς θα πρέπει να πάει στο δικαστήριο, όπου έχει αναλάβει την υπεράσπιση μιας 60άχρονης κυρίας που εξαπατήθηκε από ένα Ινστιτούτο Αισθητικής, αγοράζοντας προϊόντα και υπηρεσίες που ποτέ δεν χρησιμοποίησε και υπογράφοντας δανειακές συμβάσεις με τράπεζες εν αγνοία της, καταλήγοντας να χρωστάει αρκετές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, κινδυνεύοντας να χάσει το σπίτι της. Αργότερα το απόγευμα, θα πρέπει να πάει στο Χαλκούτσι Ωρωπού, για να βοηθήσει τον πατέρα του, που ζει μόνος του, μετά από το διαζύγιο με την μητέρα του ήρωα, να παραδώσει ένα γεωτρύπανο αργά τη νύχτα στον Ορχομενό, υπό περίεργες συνθήκες, μια αποστολή που αγχώνει τον Σπετσιώτη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σκοπεύει να κάνει μέσα στη μέρα.

"Δεν είναι μόνο η στιγμή του θανάτου μας - σχεδόν κάθε στιγμή όλη η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας, αφού μάλλον δεν υπάρχει ούτε μια μέρα στη διάρκεια της οποίας να μη σκεφτόμαστε, έστω στιγμιαία, όλα τα πράγματα που έχουμε κάνει ή όλους τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει - όσους έχουν χαθεί για πάντα και όσους με κάποιον τρόπο μπλέκονται ακόμα στα πόδια μας. Κάθε μέρα περιέχει ολόκληρο το παρελθόν κι αυτό είναι τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο που δεν μας αφήνει να πούμε την ιστορία, και κυρίως να την πούμε ειλικρινά: το γεγονός πως αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς δεν υπάρχουν ιστορίες - υπάρχει μόνο ο χρόνος."


Ενδιάμεσα, έχει προγραμματίσει να συναντήσει την Στέλλα, την πρώτη του σοβαρή σχέση όταν ήταν φοιτητής, με την οποία έχει χωρίσει πολλά χρόνια τώρα, αλλά που συναντιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε μια συγκεκριμένη καφετέρια, μιλώντας για τη ζωή τους και διατηρώντας μια σχέση φιλική μεν, πολύ ιδιαίτερη δε, με στοιχεία λανθάνοντος ερωτισμού και αληθινού νοιάξιμου μεταξύ τους. Η Στέλλα αυτή τη φορά, του έχει στείλει μήνυμα ότι θέλει να του μιλήσει για κάτι πολύ σημαντικό και ο ήρωας αναρωτιέται τι μπορεί να συμβαίνει. Ο Σπετσιώτης θέλει να κλείσει τη μέρα του, γυρίζοντας από τον Ορχομενό, μια λογική ώρα, για να προλάβει να πάει στο πάρτι που οργανώνει η Άννα, η γυναίκα με την οποία συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο στη ζωή του και ο έρωτάς του γι' αυτήν δεν έχει σβήσει ακόμα, παρότι η σχέση τους έχει τερματισθεί αρκετό καιρό πριν.

Τα απρόβλεπτα όμως γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της μέρας, δεν αφήνουν τον Σπετσιώτη να πάρει ανάσα. Η δίκη που καθυστερεί, οι συζητήσεις με τον γιό της, έναν νεαρό με ψυχολογικά προβλήματα, για τον οποίον υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες στην οικογένεια και απέτυχε σε όλα, και ο οποίος, στο μόνο που είναι καλός είναι στο σκάκι, η απελπισία της πελάτισσας που τον επηρεάζει ψυχολογικά, η Στέλλα που περιμένει από αυτόν μια κίνηση, ένα χέρι βοηθείας μέσα στα αδιέξοδα του γάμου της που διαλύεται, η μεταφορά του γεωτρύπανου που κρατάει μια αιωνιότητα, δίνοντας όμως την ευκαιρία σε πατέρα και γιο, να συζητήσουν λίγο παραπάνω αλλά και να βιώσουν μια λούμπεν πραγματικότητα, ενώ ακόμα και το περίφημο πάρτι της Άννας, είναι απογοητευτικό στην έκβασή του, το δε ατελείωτο 24ωρο, θα ολοκληρωθεί με τον χειρότερο τρόπο, σε ένα νοσοκομείο, καθώς η ζωή δεν υπακούει σε προγράμματα και κανόνες.

Ο Κυθρεώτης χειρίζεται το υλικό του συγκροτημένα και με πλήρη έλεγχο. Το ύφος του (όπως και οι διαθέσεις του ήρωά του) αλλάζει από ιστορία σε ιστορία - θα μπορούσαν οι τέσσερις ιστορίες που δείχνουν εγκιβωτισμένες, αφού δεν συνδέονται μεταξύ τους, να αποτελούν υλικό για διαφορετικά βιβλία, εδώ όμως ενώνονται αρμονικά, υπνωτίζοντας (κατά κάποιον τρόπο) τον αναγνώστη. Τα υπαρξιακά άγχη της καθημερινότητας και οι συζητήσεις μαζί με κάποια γεγονότα, δημιουργούν μια αίσθηση παράνοιας και ασφυξίας. Ο συγγραφέας κατασκευάζει ωραίες εικόνες, ιδιαίτερα ζωντανές που ενισχύουν την απόλαυση του κειμένου. Ιδιαίτερα το επεισόδιο με την μεταφορά του γεωτρύπανου, στους σκοτεινούς επαρχιακούς δρόμους, θα μπορούσε να αποτελεί σκηνικό από το υπέροχο "Νεμπράσκα" του Αλεξάντερ Πέιν. Γενικότερα η αίσθηση που σου αφήνει το μυθιστόρημα του Κυθρεώτη είναι μια ωραία μίξη λογοτεχνίας και κινηματογράφου, αφού οι εικόνες του είναι τόσο δυνατές.

"Την ώρα που ντύνομαι, νιώθω πως η κούρασή μου έχει εξαφανιστεί, παρόλο που δεν πρέπει να κοιμήθηκα πάνω από δέκα λεπτά - ίσως όμως αυτό να είναι το μόνο που έχουμε ανάγκη και η κούρασή μας να μην είναι ποτέ σωματική αλλά να πηγάζει βασικά από το γεγονός πως είμαστε αυτοί που είμαστε: οπότε το να κόβουμε έστω και για λίγο το νήμα αρκεί για να μας αναζωογονήσει. Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν επιστημονικές έρευνες για τα πάντα (και για τα αντίθετά τους). Όπως και να' χει, η αλήθεια είναι πως νιώθω τονωμένος και έτοιμος να αντιμετωπίσω όσα μου επιφυλάσσει ακόμα η μέρα. Φοράω λοιπόν τα παπούτσια μου κι ύστερα, πριν φύγω, ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, λιγότερο για να τσεκάρω τις λεπτομέρειες της εμφάνισής μου και περισσότερο για να ικανοποιήσω την κενή, ανεξήγητη, αλλά υπαρκτή ανάγκη που νιώθουμε καμιά φορά όλοι μας να κοιτάζουμε απλώς αυτόν τον γνωστό άγνωστο, τον καρμίρη, το αβοήθητο παιδί, το πιο τρομακτικό απ' όλα τα πλάσματα - τον εαυτό μας."

Η σχέση πατέρα και γιού, τα λόγια που δεν λέγονται ποτέ, οι κινήσεις που σημαίνουν πολλές φορές πολλά, οι καταστάσεις που οδήγησαν τα πράγματα στην μελαγχολική πορεία προς το άγνωστο των δύο ανδρών, τόσο συγγενών αλλά και τόσο ξένων μεταξύ τους, αποτελούν την κορύφωση του βιβλίου. Ο Σπετσιώτης, άψογα ψυχογραφημένος, είναι ένας άνθρωπος αποπροσανατολισμένος και με φανερή την αμηχανία στην αντιμετώπιση της ζωής του, στη διαχείριση των ερωτικών του σχέσεων ή ακόμα και της καθημερινότητας, διαθέτει όμως ενσυναίσθηση και καλοσύνη, προσπαθεί να κατανοήσει τους ανθρώπους, χωρίς να έχει λύσεις και παρά τις απογοητεύσεις, πιστεύει σ' αυτούς. Ο Κυθρεώτης τονίζει την αδυναμία (και την έλλειψη) της επικοινωνίας, τον περίκλειστο κόσμο των ανθρώπων που εμποδίζει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Τα γεγονότα του 24ώρου, συμβαίνουν μέσα σε μια Αθήνα θορυβώδη και χαοτική, με εκκωφαντικούς θορύβους καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Μέσα σε μια Αθήνα της κρίσης, που είναι εμφανής παντού και απασχολεί όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Από τον πατέρα που αντιμετωπίζει τα εργασιακά προβλήματα των μεσηλίκων, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, την πελάτισσα που καταστρέφεται κυνηγώντας πρότυπα που καλλιεργούνται από τις τηλεοράσεις, έως τον γείτονα του Σπετσιώτη που ζει στον κόσμο του, δανειζόμενος απ' όλους ότι βρει, οι ήρωες του Κυθρεώτη είναι ολοζώντανοι και όχι χάρτινοι, οι διάλογοι αληθινοί.

Ωραία ατμόσφαιρα, καλός ρυθμός, καθημερινή γλώσσα χωρίς εξάρσεις και περιττούς λυρισμούς, το «Εκεί που ζούμε», κερδίζει το στοίχημα και αντικατοπτρίζει την αμηχανία των σημερινών 40άρηδων, των ανθρώπων που ζουν τα καλύτερά τους χρόνια εντός μιας παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Εάν ήταν περισσότερο υπαινικτικό και με μεγαλύτερη οικονομία λόγου, θα μιλούσαμε για κάτι ακόμα σπουδαιότερο λογοτεχνικά, αλλά μπροστά στην γενικότερη αίσθηση δυναμισμού και ζωντάνιας, που σου αφήνει αυτό το μυθιστόρημα, αυτά είναι πταίσματα. Η ελληνική λογοτεχνία μπορεί να περιμένει πολλά από τον Χρ. Κυθρεώτη!

Βαθμολογία 81 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home