Τρίτη, Δεκεμβρίου 03, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 03, 2019 | Permalink
"Πέντε ώρες με τον Μάριο"
Εάν
θέλει κανείς να περιγράψει, σε τι αναφέρεται το εμβληματικό μυθιστόρημα της
Ισπανικής λογοτεχνίας "ΠΕΝΤΕ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΡΙΟ" ("Cinco horas con Mario"), του Miguel Delibes (Βαγιαδολίδ 1920 -
2010), θα μπορούσε να συνοψίσει την ιστορία του, σε 3 αράδες, σε δύο προτάσεις
το πολύ! Δεν είναι όμως η ιστορία που μετράει στο βιβλίο, είναι το μοναδικό
ύφος της αφήγησης που συγκλονίζει τον αναγνώστη, και καθιέρωσε αυτό το
πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που επιτέλους μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα
ελληνικά, από τις εκδόσεις Ποταμός (σε μετάφραση και πρόλογο του Κωνστ.
Παλαιολόγου, σελ. 375), 53 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στην Ισπανία.
Γραμμένο
μέσα στην περίοδο της Φρανκικής δικτατορίας, που κράτησε σχεδόν τέσσερις
δεκαετίες, βυθίζοντας την χώρα στο σκοτάδι, το μυθιστόρημα του Ντελίμπες, είναι
ουσιαστικά, ο μονόλογος μιας γυναίκας στο δωμάτιο που κείτεται η σωρός του
συζύγου της. Ο Μάριο πεθαίνει ξαφνικά από καρδιακή προσβολή, στα 49 του χρόνια,
αφήνοντας χήρα την σύζυγό του Κάρμεν που είναι 44 χρονών και ορφανά τα πέντε
τους παιδιά. Αφού φύγουν οι επισκέπτες που ήρθαν να συμπαρασταθούν στην χήρα,
σοκαρισμένοι κι αυτοί από το γεγονός, και φεύγει κι η Βάλεν, καλύτερη φίλη της
Κάρμεν, εκείνη κλειδώνεται μόνη στο δωμάτιο με τον νεκρό και σε έναν μονόλογο
που θα κρατήσει πέντε ώρες θα βγάλει από μέσα της, όσα κράταγε επί 23 χρόνια
που διήρκεσε η ένωσή τους.
«Οι
μεν γονείς διαμοιράζουν στα παιδιά τους τα σπίτια και την άλλη περιουσία▪ εκ
μέρους όμως του Κυρίου ταιριάζεται η καλή γυναίκα προς τον άνδρα, ως ανεκτίμητη
γι’ αυτόν περιουσία, κι όσον αφορά εσένα, καλέ μου, υποθέτω πως θα’ σαι
ικανοποιημένος, και δικαιολογημένα, γιατί, μεταξύ μας, η ζωή δεν σου φέρθηκε
εδώ και τόσο άσχημα, έχεις αντίρρηση; Μια γυναίκα αποκλειστικά για σένα, που
δεν τη λες και άσχημη και που με τέσσερις πεσέτες έκανε θαύματα, δεν τη
βρίσκεις κι εύκολα, μην αυταπατάσαι. Και πάνω που αρχίζουν τα δύσκολα, τσακ,
άντε γεια, όπως το πρώτο βράδυ, θυμάσαι; Φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνη να σηκώσω
όλο το βάρος. Δεν είναι ότι παραπονιέμαι, θέλω να το καταλάβεις καλά, άλλες τα
περνάνε πολύ χειρότερα, κοίτα την Τράνσι, φαντάσου, με τρία κουτσούβελα, αλλά
θυμώνω, η αλήθεια να λέγεται, που φεύγεις χωρίς να’ χεις πάρει είδηση τα άγχη
μου▪ χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ, λες κι όλα αυτά ήταν το σύνηθες και το
αναμενόμενο.»
Μέσα
από τον μονόλογο, της θλιμμένης, κι άλλοτε οργισμένης αλλά συνεχώς
παραπονούμενης Κάρμεν, ξεδιπλώνεται η ιστορία ενός γάμου δύο ανθρώπων, τελείως
διαφορετικών μεταξύ τους. Ο Μάριο ήταν ένας καθηγητής πολύ σεβαστός στην πόλη,
διανοούμενος και συγγραφέας ενός βιβλίου, που η Κάρμεν δεν κατάλαβε ποτέ, ένας
δημοκρατικός άνθρωπος με πολιτικές ευαισθησίες, που δεν εκφραζόταν και παρέμενε
διακριτικός και χωρίς να προκαλεί μέσα σε ένα κλίμα σκοταδισμού και καταπίεσης,
αστυνομοκρατίας και θρησκευτικής τρομοκρατίας. Η Κάρμεν είναι μια τυπική
μικροαστή νοικοκυρά, βαθειά θρησκευόμενη, πολύ συντηρητική στις πολιτικές της
ιδέες, που εκφράζει τον κόσμο της καθημερινότητας και της υποταγής. Τώρα που
δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος, είναι ελεύθερη επιτέλους να του μιλήσει για
όλα, όσα κρατούσε μέσα της. Για την γνωριμία τους και την ζήλεια προς την
αδερφή της που είχε μια περιστασιακή σεξουαλική σχέση με έναν Ιταλό κατά την
διάρκεια του εμφυλίου, τα παράπονά της για την οικονομική "μιζέρια"
(όπως θεωρεί) που βίωνε, το διαμέρισμα που είναι μικρό και θα μπορούσαν να
ζήσουν σε μεγαλύτερο, για το αυτοκίνητο που ποτέ δεν αγόρασαν, για τις ιδέες
του Μάριο που την έκαναν να ζει σε ένα διαρκή τρόμο, για το πως την κοιτάνε οι
άνδρες στον δρόμο ενώ ο Μάριο αδιαφορούσε και άλλα πολλά.
«…εσύ
ήθελες να’ σαι καλός και κατάφερες απλώς να’ σαι χαζός, όπως τ’ ακούς. «Η
αλήθεια σου ανοίγει όλες τις πόρτες», τι μας λες…βλέπεις πως την πατήσαμε με
τις θεωρίες σου, γιατί, όσο κι αν το ζαλίζεις, στη ζωή δεν μπορείς να τα
πηγαίνεις καλά μ’ όλους, έτσι και πάρεις το μέρος των μεν, τσαντίζεις τους δε,
αυτό είναι έτσι και δεν αλλάζει, αλλά αν τα πράγματα πρέπει να’ ναι έτσι γιατί
έτσι ήταν πάντα, γιατί να μην πάρεις το μέρος εκείνων που μπορούν να σου το
ανταποδώσουν; Εσύ όμως με τίποτα, δώστου με τους κουρελήδες και τους χωριάτες,
λες και οι κουρελήδες και οι χωριάτες θα σου ‘ταν ποτές ευγνώμονες, το έξυπνο
πουλί από τη μύτη πιάνεται, καλέ μου…»
Η
Κάρμεν εκπλήσσεται που βρίσκει στην Βίβλο που έχει στο κομοδίνο του ο Μάριο
(υποχρεωτικό βιβλίο για όλα τα σπίτια και ξενοδοχεία κάποτε), υπογραμμισμένες
φράσεις. Από αυτές τις φράσεις, ξεκινάνε τα 27 κεφάλαια του βιβλίου, όσα και τα
υπογραμμισμένα από τον Μάριο αποσπάσματα, από τα οποία ξεκινάει τον μονόλογό της
κάθε φορά η Κάρμεν, ουσιαστικά απαντώντας σε αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο λες κι
ο Μάριο της διάβαζε τα αποσπάσματα, για να ξεστρατίσει στη συνέχεια και οι
σκέψεις της να την πάνε αλλού, αποκαλύπτοντας δυο διαφορετικούς κόσμους που
αναγκαστικά συμβίωναν, το δημοκρατικό και ανοιχτό μυαλό του Μάριο που πολεμούσε
το σύστημα εκ των έσω, όπως μπορούσε, και τον συμβιβασμένο μικροαστικό και
συντηρητικό κόσμο της Κάρμεν που έφερε τον Φράνκο στην εξουσία και τον τιμούσε
ως Θεό.
Γραμμένο
κατά το μεγαλύτερο μέρος του σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εκτός από την αρχή και το
τέλος, που σε θεατρικό ρυθμό ανοίγουν και κλείνουν την αυλαία, το μυθιστόρημα
του Ντελίμπες (το οποίο μεταφέρθηκε και στην θεατρική σκηνή), υπερβαίνει το
εμφανές πολιτικό του μήνυμα, που ίσως είχε περισσότερο νόημα την εποχή που
κυκλοφόρησε το βιβλίο και εμβαθύνει στο ψυχολογικό πλαίσιο. Ο μονόλογος της Κάρμεν,
στο σαγηνευτικά γεμάτο λαϊκότητα, προφορικό ύφος που επιλέγει ο συγγραφέας,
τονίζει όχι μόνο τις πολιτικές αντιθέσεις αλλά και τους διαφορετικούς
χαρακτήρες, που παρότι ζούσαν μαζί, είχαν ουσιαστικά χωρίσει καθώς δεν
επικοινωνούσαν σε κανένα τομέα.
«…Παραδέξου
το επιτέλους, Μάριο, οι διανοούμενοι, με τις αλλόκοτες ιδέες τους, είναι που τα
περιπλέκουν όλα, γιατί είναι όλοι τους μισότρελοι, γιατί νομίζουν ότι ξέρουν τα
πάντα, αλλά το μόνο που ξέρουν είναι να γίνονται ενοχλητικοί, το μόνο,
παρατήρησέ το να δεις, και να ξεσηκώνουν τους φτωχούς, κι όσοι δεν γίνονται στο
τέλος κομμουνιστές γίνονται προτεστάντες ή τίποτα χειρότερο.»
Σε
πρώτο επίπεδο, έχουμε τις δύο Ισπανίες που αλληλοσπαράσσονται, έναν οικιακό
εμφύλιο χωρίς νεκρούς, αλλά σε δεύτερο επίπεδο, έχουμε και τον εμφύλιο της συμβίωσης,
χωρίς καλούς και κακούς, όπου και οι δύο πλευρές έχουν άδικο και δίκιο
ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει στο βιβλίο, η ένταση και η βία του «Ποιος φοβάται την
Βιρτζίνια Γουλφ» του Ε.Άλμπι, αλλά αυτό που βγαίνει από την πραγματικά θλιμμένη
Κάρμεν, είναι ο θυμός και η απογοήτευση γιατί ο Μάριο ποτέ δεν προσπάθησε να
την φέρει πιο κοντά του, να την κατανοήσει, να την δει σαν γυναίκα – συνεχώς τονίζεται
η σεξουαλική αδιαφορία του, ακόμα και την πρώτη νύχτα του γάμου -, σαν ισότιμη
δίπλα του.
Η
Ισπανία αλλάζει κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ο Φράνκο επενδύει στον
τουρισμό, οι ξένοι συρρέουν στις παραλίες, το καθεστώς δεν είναι το ίδιο
αυστηρό και σκληρό που ήταν στις δεκαετίες ’40 και ’50, η Κάρμεν ήθελε να ζήσει
αυτές τις αλλαγές, να πάει διακοπές, να κάνει βόλτες με αυτοκίνητο, κοιτάζοντας
(και διαβάζοντας) τα πράγματα αρκετές δεκαετίες μετά, δεν μπορούμε να είμαστε
αυστηροί απέναντί σε αυτή την γυναίκα, που άλλα πράγματα θέλησε και άλλα βρήκε.
Σπουδαίο
μυθιστόρημα, το «Πέντε ώρες με τον Μάριο» (που «ευτύχησε» να μεταφραστεί από
τον Κωνστ. Παλαιολόγο), με φοβερό ρυθμό, ενώ το χιούμορ εναλλάσσεται με την θλίψη
και τον σπαραγμό. Εξωτερική και εσωτερική καταπίεση, η έλλειψη επικοινωνίας και
κατανόησης, η ματαίωση των ελπίδων και η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων, ο
πολιτικός φανατισμός και οι θρησκευτικές εμμονές, το πόσο καλά γνωρίζουμε αυτόν
που έχουμε δίπλα μας, όλα αυτά περνάνε μέσα από αυτόν τον αφοπλιστικό μονόλογο
που καθηλώνουν τον αναγνώστη, σε ένα βιβλίο (απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε
βιβλιόφιλο), που γράφτηκε μια δύσκολη εποχή (και είναι θαύμα που πέρασε την
Φρανκική λογοκρισία), που έγινε κλασσικό και το οποίο παραμένει ζωντανό, χωρίς
να χάσει την δυναμική του, τόσες δεκαετίες μετά.
Βαθμολογία
87 / 100
Δημοσίευση σχολίου