Τρίτη, Ιουνίου 23, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 23, 2020 | Permalink
"Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους"
Ευχάριστη έκπληξη (υπό την έννοια ότι δεν πολυσυζητήθηκε στη χώρα μας), αποτέλεσε το βραβευμένο με το εγκυρότατο βραβείο  Γκονκούρ του 2018, πολυσέλιδο μυθιστόρημα του (σχετικά νέου) Γάλλου Nicholas Mathieu (Epinal, 1978), που έχει ως τίτλο «ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ» («Leurs enfants après eux») – (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Σ. Διονυσοπούλου - επιμ. Κ. Σχινά, σελ. 635). Ένα μυθιστόρημα πικρό, ρεαλιστικό και σκληρό, που απεικονίζει με ζωντάνια την κοινωνικοοικονομική κρίση, σε μια περιοχή που μαστίζεται από ανεργία και παραβατισμό, κι όπου το μέλλον δείχνει ζοφερό και αδιέξοδο.




«Ήταν αυτό το κομμάτι που έπαιζε ξανά και ξανά στο κανάλι Μ6. Γενικά, σε έκανε να θέλεις να σπάσεις μια κιθάρα ή να βάλεις φωτιά στο σχολείο σου· σ' εκείνο τον κήπο όμως, οι πάντες βυθίστηκαν σε περισυλλογή. Ήταν ακόμη καινούργιο, ένας τίτλος που προερχόταν από μια αμερικανική, εξίσου σκουριασμένη πόλη, μια σκατούπολη χαμένα πέρα μακριά, εκεί όπου μικροί λιγδιασμένοι λευκοί με καρό πουκάμισα έπιναν φτηνές μπίρες. Και κείνο  το τραγούδι, σαν ιός, εξαπλωνόταν παντού όπου υπήρχαν εξαθλιωμένοι γιοι προλετάριων, ατίθασοι έφηβοι, απόβλητα της κρίσης, κορίτσια που είχαν γίνει πρόωρα μητέρες, αποβράσματα με μοτοσακό, χασικλήδες και μαθητές τεχνικών λυκείων. Στο Βερολίνο είχε πέσει το Τείχος και ήδη η ειρήνη αναγγελόταν σαν τρομερός οδοστρωτήρας. Σε κάθε πόλη που ανήκε σ' αυτόν τον αποβιομηχανοποιημένο κόσμο, σ' αυτόν τον μονόδρομο, σε κάθε ξεπεσμένη κωμόπολη, πιτσιρίκια χωρίς όνειρα άκουγαν τώρα εκείνο το γκρουπ από το Σιάτλ που ονομαζόταν Νιρβάνα. Άφηναν τα μαλλιά τους να μακρύνουν και προσπαθούσαν να μετατρέψουν τη μελαγχολία τους σε οργή, την κατάθλιψή τους σε ντεσιμπέλ. Ο παράδεισος ήταν για τα καλά χαμένος, η επανάσταση δεν θα γινόταν· το μόνο που τους απέμενε ήταν να κάνουν θόρυβο.»

 

Ο Αντονί, η Στεφανί κι ο Χασίν είναι οι τρεις πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Το 1992 ο Αντονί είναι 14 ετών, οι άλλοι δυο-τρία χρόνια μεγαλύτεροι. Γύρω τους κινούνται παιδιά της ίδιας πάνω-κάτω ηλικίας, που αλητεύουν, κάνουν μικροκλοπές, ξέφρενα πάρτι, ερωτεύονται, κολυμπάνε στη λίμνη, τρέχουν με μηχανάκια, μπλέκουν με ναρκωτικά, ανακαλύπτουν το σώμα τους. Ο Αντονί θα γνωρίσει την Στεφανί τυχαία, όταν μετά από την κλοπή ενός κανό, στην παραλία που θα αράξει με τον συνεργό και μεγαλύτερο ξάδερφό του, εκείνη θα κολυμπάει μαζί με μια φίλη της. Θα τους καλέσουν σε ένα πάρτι σε μια κοντινή κωμόπολη. Ο Αντονί θα χρησιμοποιήσει για τη μετάβασή τους, την παλιά μηχανή του πατέρα του, που βρίσκεται στο γκαράζ τους, χωρίς να χρησιμοποιείται για χρόνια αλλά που αποτελεί αντικείμενο λατρείας γι’ αυτόν, καθώς την προσέχει και την φροντίζει διατηρώντας την.

Στο πάρτι ο Αντονί θα αντιληφθεί ότι η Στεφανί «παίζει σε άλλη κατηγορία» από εκείνον, κορίτσι διαφορετικής οικονομικής και κοινωνικής επιφάνειας, με παρέες στις οποίες εκείνος δεν μπορεί να μπει. Κάποια στιγμή θα προσπαθήσουν να εισβάλλουν στο πάρτι ο Χασίν, ένα Μαροκινό αγόρι με πολύ κακή φήμη στο σχολείο και ένας φίλος του - τους διώχνουν ως παρείσακτους με βρισιές και σπρωξίματα. Όταν μετά από ώρες μεθυσιού, ο Αντονί κι ο ξάδερφός του πάνε να πάρουν τη μηχανή να φύγουν, δεν βρίσκουν τίποτα, έχει χαθεί. Θα γυρίσουν κακήν κακώς σπίτι κι ο Αντονί μετά από ημέρες άγονου ψαξίματος, θα αναγκαστεί να ομολογήσει στην μητέρα του, την απώλεια της μηχανής και τις υποψίες του για τον Χασίν. Εκείνη θα τον πάρει μαζί της και θα πάνε στην πολυκατοικία που μένει ο Μαροκινός μαζί με τον πατέρα του. Δεν θα τον βρουν και η μάνα του Αντονί θα προσβάλλει τον στωικό μεροκαματιάρη πατέρα του Χασίν, ο οποίος αγνοεί τι έχει συμβεί αλλά ξέρει τον γιο του. Το γεγονός αυτό, μαζί με την κλοπή της μηχανής και όσα θα επακολουθήσουν, θα πυροδοτήσει μια βεντέτα και μια αντιζηλία που θα κρατήσει για έξι χρόνια μεταξύ των δύο οικογενειών.


 Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε μια χρονική περίοδο 6 ετών από το 92 έως το 98. Περίοδος που σηματοδοτεί σημαντικές στιγμές τη ζωή των ηρώων του, οι οποίοι σχηματίζουν μια ανομοιογενή ομάδα πρωταγωνιστών. Αυτές οι τέσσερις ενότητες έχουν ως τίτλο ένα τραγούδι - από το Smells like teen spirit, στο You could be mine, στο La Fevrier για να καταλήξουν στο τελευταίο κεφάλαιο στο διαχρονικό και αμφίσημο I will survive. Ο μυθιστορηματικός τόπος είναι η Λωραίνη στην Ανατολική Γαλλία και οι παρακμάζουσες κωμοπόλεις που βρίσκονται δίπλα στα σύνορα με το ακμάζον Λουξεμβούργο.


Τα παιδιά που ζουν στην παρακμάζουσα κωμόπολη, βλέπουν το είδος  ζωής που τους περιμένει και θέλουν να αντιδράσουν. Ο Αντονί της μικροαστικής οικογένειας με την εντυπωσιακής εμφάνισης μητέρα, παρατηρεί τους γονείς του, ο πατέρας του χάνει τα πάντα λόγω του ποτού, χωρίζει με την μητέρα του, συντρίβεται ψυχολογικά και κοινωνικά. Η Στεφανί μετά τις σεξουαλικές αναζητήσεις και τα ατελείωτα πάρτι βλέπει το αδιέξοδο που προβάλλει μπροστά της, θα βάλει στόχο να σπουδάσει νομικά και να πάει στο Παρίσι, ο Αντονί δεν έχει αυτές τις δυνατότητες, θα καταταγεί στον στρατό. Ο Χασίν θα σταλεί στο Μαρόκο να ζήσει με την μητέρα του και τους συγγενείς του, εκεί θα αντιληφθεί ότι μπορεί να βρει το κατάλληλο κανάλι για να διοχετεύει ναρκωτικά στη Γαλλία και θα κάνει τα αδύνατα, δυνατά για να το πετύχει. Οι τρεις έφηβοι τις περισσότερες φορές χρησιμοποιώντας περίεργες μεθόδους θα προσπαθήσουν να αποφύγουν το πεπρωμένο, να βουλιάξουν στο ποτό και στην ενδοοικογενειακή βία στην περίπτωση του Αντονί, στην πλήξη της επαρχιακής ζωής στην περίπτωση της Στεφανί, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην περίπτωση του Χασίν. Μπορούν όμως;

 

«Σύμφωνα με κείνον, στη ζωή σού δίνονταν επιλογές. Μπορούσες να γίνεις σαν τον πατέρα σου, να διαμαρτύρεσαι και να τα βάζεις με τ' αφεντικά, να περνάς τον καιρό σου ζητιανεύοντας και να μετράς τις αδικίες. Ή μπορούσες, όπως εκείνος, να επιδείξεις τόλμη, επιχειρηματικό πνεύμα και να προκαλέσεις το πεπρωμένο σου. Το ταλέντο ανταμειβόταν: το αποδείκνυε ο ίδιος περίτρανα. Έτσι λοιπόν, παρασιτώντας στο περιθώριο της κοινωνίας, υιοθετούσε τις πλατύτερα διαδεδομένες ιδέες. Πρέπει να αναγνωρίσουμε στο χρήμα την εκπληκτική δύναμη αφομοίωσης, που μετατρέπει τους κλέφτες σε μετόχους, τους διακινητές σε κομφορμιστές, τους νταβατζήδες σε εμπόρους και τανάπαλιν.»

Ο Ματιέ περιγράφει με δυνατές εικόνες την καθημερινότητα της ζωής στην επαρχιακή πόλη, τα αδιέξοδα και τις απογοητεύσεις, την εγκληματικότητα και την βία, την απελπισία μπροστά στα προσωπικά και οικονομικά προβλήματα. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι βαριά, διότι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει διέξοδος για αυτά τα παιδιά που παρά την δίψα τους για ζωή και για κάτι διαφορετικό, δείχνουν εγκλωβισμένα και απόλυτα συνδεδεμένα με την μοίρα του τόπου όπου ζουν. Λίγες ανάσες ελπίδας, σταγόνες ανθρωπιάς αφήνουν κάποια στιγμή σχισμές φωτός να εισβάλλουν, αλλά το ζοφερό γενικότερο πλαίσιο παραμένει, και η μόνη λύση είναι η φυγή.

Εύκολα μπορείς να φανταστείς το μέλλον γι’ αυτά τα παιδιά, γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι θα είναι οι μελλοντικοί ψηφοφόροι της Λεπέν, που θεωρούν ότι όλοι και όλα τους φταίνε, κάποιοι από αυτούς θα συμμετέχουν στις διαδηλώσεις των «Κίτρινων γιλέκων», απελπισμένοι και αηδιασμένοι με την κατάσταση, καθώς δεν διακρίνουν ελπίδα από πουθενά.

Ιλιγγιώδης αφήγηση και κινηματογραφικός ρυθμός στο εξαιρετικό «Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους», που δείχνει προορισμένο να μεταφερθεί στην μεγάλη ή την μικρή οθόνη. Έντονες εικόνες που χαράσσονται στη μνήμη, ρεαλισμός και βία, δυνατό κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο, έρωτας και δράμα, το Παγκόσμιο κύπελλο του ’98 στη Γαλλία και τα πανηγύρια που κάνουν τον κόσμο να ξεχάσει τα προβλήματά του – έξοχη απεικόνιση μιας δεκαετίας, το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Ματιέ δεν αφήνει τον αναγνώστη να πάρει ανάσα, μεταφέροντάς του την απελπισία και τον θυμό του ανώνυμου ανθρώπου της επαρχίας.

Βαθμολογία 82 / 100


 

 

 

 


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home