Τετάρτη, Μαΐου 20, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 20, 2020 | Permalink
Η τριλογία της Rachel Cusk ("Περίγραμμα", "Μετάβαση", "Κύδος")
Όσοι
παρακολουθούν το blog μου προσεκτικά, θα
έχουν αντιληφθεί ότι δεν γράφω κείμενα για βιβλία που δεν μου άρεσαν ή δεν τα
βρήκα ενδιαφέροντα. Αυτό δεν αποκλείει όμως να γράψω μέτρια λόγια για ένα
βιβλίο που μπορεί να μην είναι του γούστου μου, αλλά βρίσκω σ' αυτό
ενδιαφέροντα στοιχεία και μια δυναμική που απλά δεν με αγγίζει προσωπικά.
Σε
αυτήν ακριβώς την κατηγορία κατατάσσεται το κείμενο που ακολουθεί. Αφιερώνω
πάνω από 2000 λέξεις για τρία βιβλία (μια τριλογία), η οποία δεν μου άρεσε,
μάλλον με απώθησε και η ολοκλήρωσή της, ήταν μια σχετικά βασανιστική
διαδικασία, η οποία συνέβη περισσότερο από πείσμα - για να δω που θα βγάλει όλη
αυτή η φλυαρία που υπέστην -, ίσως κι από τον συνήθη μαζοχισμό που κατατρέχει
όλους τους φανατικούς βιβλιόφιλους, κι όχι για κάποιον άλλο λόγο.
Ο
(μακρύς και ίσως καθόλου αναγκαίος) πρόλογος, είναι για τα τρία βιβλία, που
απαρτίζουν την τριλογία της Καναδής συγγραφέως Rachel
Cusk (Saskatoon Canada, 1967), με τους τίτλους "ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ" ("Outline") - (σελ.247), "ΜΕΤΑΒΑΣΗ"
("Transit") - (σελ. 252) και "ΚΥΔΟΣ"
("Kudos") - (σελ. 245) που εκδόθηκαν στη χώρα μας από τις
εκδόσεις Gutenberg, στην σειρά Aldina,
σε (ωραία) μετάφραση της Αθ. Δημητριάδου, ενώ στον πρώτο τόμο
("Περίγραμμα") υπάρχει και ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα του ρέκτη
της λογοτεχνίας Κώστα Καλτσά.
Τι
πραγματεύεται λοιπόν, αυτή η τριλογία, που έχει αποσπάσει ύμνους από τους
λογοτεχνικούς κριτικούς του Δυτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και της
πλειοψηφίας των δικών μας κριτικών λογοτεχνίας, τουλάχιστον για τον πρώτο τόμο,
το "Περίγραμμα"; (διότι όπως θα παρατηρήσει κανείς στην σελίδα της Biblionet, το ενδιαφέρον για την συγγραφέα και τα
τρία βιβλία της ατονεί μετά τον πρώτο τόμο - κι ο κριτικός άνθρωπος είναι, πόσο
θ' αντέξει!). Λογοτεχνικά μιλώντας, τα τρία αυτά βιβλία, ανήκουν στο είδος (ή
υποείδος) της auto-fiction, της
"αυτομυθοπλασίας", που γνωρίζει μεγάλη προβολή τα τελευταία χρόνια,
κυρίως μετά την παγκόσμια επιτυχία του εξάτομου "Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΟΥ" του
Νορβηγού Karl Ove Knausgard, που το μεγαλύτερο μέρος του έχει
μεταφραστεί στα ελληνικά (εκδ. Καστανιώτη), ενός συγγραφέα με τον οποίο η Κασκ
συγκρίνεται υφολογικά.
«…ό’τι
κι αν πιστεύουμε για τον εαυτό μας, δεν είμαστε παρά το αποτέλεσμα τού πώς μάς
έχουν φερθεί οι άλλοι.» («Μετάβαση»)
Στα
τρία βιβλία παρακολουθούμε την αφήγηση μιας γυναίκας συγγραφέως που έχει
πατήσει τα σαράντα, στο πρώτο βιβλίο έχει μόλις χωρίσει, στο δεύτερο συνέρχεται
κάπως και στο τρίτο μόλις έχει παντρευτεί ξανά, κι έχει δύο παιδιά. Το όνομά
της είναι Φαίη αλλά αυτό δεν προβάλλεται καθόλου, καθώς το συναντάμε ελάχιστες
φορές, παραμένοντας ανώνυμη καθ' όλη τη διάρκειά των βιβλίων. Η αφηγήτρια και
στους τρείς τόμους, κάνει μεγάλες συζητήσεις με διάφορους συνομιλητές, οι
οποίοι δεν έχουν πρόβλημα να της ανοιχθούν, να της εξομολογηθούν στιγμιότυπα
της ζωής τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν στον λογοτεχνικό χώρο,
εξάλλου στο πρώτο βιβλίο η Φαίη είναι καλεσμένη στην Αθήνα να διδάξει σε ένα
σεμινάριο δημιουργικής γραφής, στο δεύτερο βιβλίο ένα μεγάλο μέρος του αφορά
την συμμετοχή της σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ κάπου στην Αγγλία, ενώ στο τρίτο
βιβλίο η αφηγήτρια είναι προσκεκλημένη σε ένα λογοτεχνικό συνέδριο, σε μια πόλη
της Νότιας Ευρώπης. Όλοι μιλούν για τον εαυτό τους και τα προβλήματά τους, ενώ
τα μόνιμα μοτίβα που επανέρχονται στις περισσότερες από αυτές τις συζητήσεις,
είναι οι ανθρώπινες σχέσεις (ερωτικές, οικογενειακές), οι γυναίκες και η θέση
τους στην οικογένεια, στην κοινωνία, στις σχέσεις όχι από φεμινιστική σκοπιά
αλλά περισσότερο από ψυχολογική, τα παιδιά και η ανατροφή τους, τα αδιέξοδα
προσωπικά κι επαγγελματικά, η μοναξιά και η απογοήτευση για τη ζωή.
Στο
«Περίγραμμα», το βιβλίο που ανοίγει την τριλογία, και ίσως είναι το πιο αδύναμο
αυτής, η Φαίη, μια συγγραφέας μάλλον σε δημιουργική κρίση και σχετικά πρόσφατα
διαζευγμένη, ταξιδεύει από το Λονδίνο στην Αθήνα για να διδάξει σε ένα
σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Στην πτήση κάθεται δίπλα σε έναν μεσήλικα
επιχειρηματία που οικονομικά είχε περάσει καλύτερες μέρες απ’ ότι δηλώνει, που
δεν αργεί να της πιάσει την ψιλοκουβέντα. Της μιλάει για την προβληματική
παιδική του ηλικία και όταν μαθαίνει ότι η συνομιλήτριά του είναι χωρισμένη,
της μιλάει για τους αποτυχημένους γάμους του, περιγράφοντας λεπτομέρειες. Είναι
η πρώτη από τις πολλές συζητήσεις που θα έχει η αφηγήτρια κατά την διάρκεια της
παραμονής της στην Αθήνα και που οι περισσότερες περιστρέφονται γύρω από τις
ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, γάμους και διαζύγια, τα προβλήματα και τις
δυσκολίες του να είσαι γονιός, και του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.
«…οι
αποτυχίες σου επιστρέφουν πάντα σ’ εσένα, ενώ τις επιτυχίες σου πρέπει διαρκώς
να τις επιβεβαιώνεις.» («Περίγραμμα»)
Η
Φαίη (που το όνομά της αναφέρεται μόνο μια φορά στο βιβλίο) τριγυρίζει στην
Αθήνα, συναντιέται με φίλους, γνωρίζει μια επιτυχημένη ελληνίδα συγγραφέα
(βάζοντας τον αναγνώστη στη διαδικασία αναζήτησης ποια μπορεί να είναι αυτή), η
οποία αμέσως της μιλάει με οικειότητα, κάτι που κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι
με τους οποίους θα συνομιλήσει. Εκείνη δεν παίρνει θέση, είναι καλή ακροάτρια,
παρατηρεί τα πάντα με ενσυναίσθηση, προβληματίζεται για τα παιδιά της που είναι
στην Αγγλία, αποκρούει με άνεση το φλερτ του συνεπιβάτη της στην πτήση, που την
πηγαίνει για θαλάσσιο μπάνιο με το σκάφος του. Η Φαίη είναι παρούσα / απούσα σε
όλα αυτά, ενώ όλα περιστρέφονται γύρω της, και συμμετέχει με αμεσότητα στις
κουβέντες, δείχνει απόμακρη και χαμένη στα προσωπικά της προβλήματα που την
περιμένουν στην επιστροφή της στην Αγγλία. Μέσα από τις εξομολογήσεις των
άλλων, διαμορφώνεται το περίγραμμα της προσωπικότητας της "ηρωίδας"
που χάνεται στις σκέψεις της, καθώς πιάνεται από κουβέντες ή φράσεις που
αντανακλούν την δικιά της ζωή.
Η
«Μετάβαση», δεύτερο (και μάλλον καλύτερο) βιβλίο της τριλογίας, ανοίγει κάπως
αναπάντεχα με ένα mail που λαμβάνει η Φαίη
(και σ' αυτό το μέρος, το όνομά της αναφέρεται μόνο μια φορά) από μια αστρολόγο
- που μάλλον είναι ένας αλγόριθμος, ο οποίος την ενημερώνει ότι αναμένεται μια
σημαντική μετάβαση στη ζωή της.
Το
Λονδίνο και κάποιες άλλες περιοχές της Αγγλίας είναι ο τόπος που
πραγματοποιούνται οι συναντήσεις με διάφορους ανθρώπους που επηρεάζουν άμεσα ή
έμμεσα τη ζωή της αφηγήτριας. Όπως και στο «Περίγραμμα», οι άλλοι μιλάνε πολύ
και η Φαίη κυρίως ακούει και καμιά φορά σχολιάζει ή συμμετέχει χαλαρά στη
κουβέντα, μόνο που η διαφορά σ' αυτό το μέρος είναι ότι η αφηγήτρια αποκτάει
μορφή, είναι δηλαδή πιο ανθρώπινη η παρουσία της ίσως γιατί αναφέρεται σε
γεγονότα που την αφορούν άμεσα.
Η
Φαίη μόλις έχει μετακομίσει στο Λονδίνο με τα δύο της παιδιά και αγοράζει ένα
ετοιμόρροπο σπίτι σε μια καλή περιοχή της πόλης. Γνωρίζει έκ των προτέρων την
ταλαιπωρία που θα υποστεί, με τους μαστόρους νυχθημερόν να προσπαθούν να
φτιάξουν πατώματα κλπ, αλλά θα το συνειδητοποιήσει μόλις βρεθεί μπροστά σε όλα
αυτά. Συν τοις άλλοις, έχει και τους γείτονες που μένουν για δεκαετίες στον
κάτω όροφο να διαμαρτύρονται συνεχώς. Θα στερηθεί ξανά τα παιδιά της,
στέλνοντάς τα στον πατέρα τους γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στο γιαπί, θα
δει έναν παλιό της έρωτα που μένει απαράλλαχτος (κάτι που την σοκάρει), θα
συμμετάσχει σε μια συζήτηση στα πλαίσια ενός φεστιβάλ βιβλίου σε μια πόλη, όπου
θα εμφανιστεί βρεγμένη ως το κόκκαλο καθώς δεν είχε σκεφτεί να πάρει ομπρέλα -
εκεί δε, θα δεχτεί με ικανοποίηση το έντονο φλερτ του υπεύθυνου του φεστιβάλ,
δείγμα ότι κάτι αλλάζει μέσα της, θα επισκεφτεί έναν ξάδερφό της στην εξοχή, θα
βάψει στο κομμωτήριο τα γκρίζα μαλλιά που έχουν αρχίσει να φαίνονται, θα έχει
πολυσέλιδες συζητήσεις με τον εργολάβο που έχει αναλάβει το σπίτι της και με
τον Αλβανό μάστορα που προΐσταται των εργασιών.
«Αυτό
που έμαθε τελικά απ’ όλα εκείνα τα διαβάσματα ήταν κάτι άλλο, κάτι που
πραγματικά δεν το περίμενε, πώς η ιστορία της μοναξιάς είναι πολύ πιο παλιά
ακόμη κι από την ιστορία της ίδιας της ζωής. (…) Μοναξιά είναι όταν δεν σού
κάθεται τίποτα, όταν δεν ανθίζει γύρω σου τίποτα, όταν αρχίζεις να νιώθεις ότι
σκοτώνεις το καθετί απλά και μόνο με την παρουσία σου.» («Μετάβαση»)
Και
πάλι οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τις ερωτικές σχέσεις, τα προβλήματα
του γάμου, την μοναξιά, το κυνήγι της καθημερινότητας. Η Φαίη δείχνει έτοιμη
για την «μετάβαση» στη ζωή της. Ξεπερνάει σιγά σιγά τις συνέπειες του
διαζυγίου, αντιμετωπίζει τα πράγματα πιο υπεύθυνα, δεν φοβάται να τσακωθεί με
τον γιο της, και η αφήγηση της Κασκ δείχνει πιο στιβαρή και με πολύ χιούμορ που
προετοιμάζει τον αναγνώστη για μια καλύτερη συνέχεια που όμως δεν έρχεται στο τρίτο
μέρος της τριλογίας.
Το
τρίτο βιβλίο, που ολοκληρώνει την τριλογία, έχει τον τίτλο «Κύδος» (δόξα, τιμή)
και βρίσκουμε την Φαίη να ταξιδεύει πάλι με το αεροπλάνο και να συζητάει με τον
διπλανό της, ο οποίος για να καταπολεμήσει τη νύστα του, της αφηγείται μια πολύ
προσωπική ιστορία. Η Φαίη, πηγαίνει σε μια πόλη της Νότιας Ευρώπης (μάλλον την
Λισαβόνα) για να συμμετάσχει σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ. Αναγνωρισμένη πλέον
συγγραφέας με κύρος, ενώ σ' αυτά τα δύο χρόνια που έχουν περάσει από τις «τελευταίες
της περιπέτειες» (χα), έχει παντρευτεί (παρότι δεν μας λέει τίποτα γι' αυτό το
γεγονός), η ζωή της έχει αλλάξει.
Υπό
την σκιά του Brexit, διεξάγονται οι συζητήσεις της αφηγήτριας με
συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφους κατά την διάρκεια της παραμονής της στο
απρόσωπο, χαοτικό και απομακρυσμένο ξενοδοχείο στην άκρη της πόλης. Ο εκδότης
της, έχει κανονίσει μια σειρά συνεντεύξεων στο κέντρο της πόλης και πάλι η Φαίη
περισσότερο ακούει τους ναρκισσευόμενους δημοσιογράφους που της παίρνουν
συνέντευξη, παρά απαντάει ενώ και με
τους συναδέλφους της λογοτέχνες κατά την διάρκεια του φεστιβάλ τα πράγματα δεν
είναι καλύτερα, καθώς όπως δείχνουν οι εξομολογήσεις / κουβέντες τους όλοι
αναζητούν ταυτότητα και λόγο λογοτεχνικής και όχι μόνο ύπαρξης. Και πάλι έχουμε
τα μόνιμα θέματα της τριλογίας να επανέρχονται. Γονείς, παιδιά, σχέσεις,
διαλυμένοι γάμοι, αποτυχημένες καριέρες, εγκλωβισμοί σε αδιέξοδα σε ένα κλίμα
που γίνεται όσο πάει και ζοφερότερο.
«Κάπου
κάπου, συνέχισε, διασκέδαζε σαρώνοντας τα απύθμενα βάθη του ίντερνετ, εκεί όπου
οι αναγνώστες κατέθεταν τις απόψεις τους για τις λογοτεχνικές αγορές τους, πάνω
κάτω όπως θα βαθμολογούσαν την απόδοση ενός απορρυπαντικού. Εκείνο που είχε
αποκομίσει μελετώντας αυτές τις απόψεις ήταν ότι ο σεβασμός προς τη λογοτεχνία
ήταν εντελώς επιδερμικός και ότι το κοινό δεν απείχε και πολύ από το να την
υποτιμά και να την απορρίπτει. Από μια άποψη τον διασκέδαζε να βλέπει να
παίρνει ο Δάντης ένα αστέρι στα πέντε για τη «Θεία Κωμωδία» και να
χαρακτηρίζεται το έργο σαν «σκέτη μαλακία», αν και, εννοείται, ένας ευαίσθητος
άνθρωπος θα έβρισκε μια τέτοια άποψη θλιβερή. Μέχρι, βέβαια, να
συνειδητοποιήσουμε ότι ο Δάντης – όπως και οι περισσότεροι μεγάλοι συγγραφείς –
λάξευσε το όραμά του μέσα από τη βαθύτατη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και
ήταν σε θέση να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη του, μου είπε, είναι
έλλειψη σθένους να αντιμετωπίζουμε τη λογοτεχνία σαν κάτι εύθραυστο που
χρειάζεται να το υπερασπίζεσαι, όπως έκαναν πολλοί συνάδελφοί του και σύγχρονοι
αναγνώστες. Ομοίως, δεν υπολόγιζε και πολύ τις ηθικά ωφέλιμες ιδιότητές της,
πέρα από τη δυνατότητά της να βελτιώνει την απόδοση του παιχνιδιού – όπως είχε
ήδη αναφέρει – κάποιου αντίστοιχα ελαφρώς κατώτερου.» («Κύδος»)
Γύρω
στις 20 ιστορίες διαβάζουμε στους τρεις τόμους. Μονολόγους διαφορετικών
ανθρώπων ουσιαστικά, καθώς η αφηγήτρια επιλέγει τον ρόλο του παθητικού ακροατή
λειτουργώντας ως καθρέφτης, παρεμβαίνοντας κάποιες φορές, άλλες για να
διευκολύνει την συζήτηση, άλλες για να σχολιάσει. Οι εξομολογήσεις περιέχουν
κοινοτοπίες, φιλοσοφικά ερωτήματα, προσωπικά προβλήματα. Όλοι μιλούν για τον
εαυτό τους και για γεγονότα που τους συμβαίνουν γράφοντας ο καθένας την δική
του ιστορία. Η θέση της γυναίκας, τα προβλήματα των σχέσεων, τα παιδιά, τα
διαζύγια, η μοναξιά, οι επαγγελματικές σχέσεις, τα οικονομικά προβλήματα, η
αποξένωση των ανθρώπων, είναι μερικά από τα θέματα που επανέρχονται συνεχώς στις
συζητήσεις ενώ κεντρικό ρόλο «διαδραματίζουν» πιο ιδιαίτερα λογοτεχνικά
προβλήματα περί συγγραφής κλπ. Θα μπορούσαμε λοιπόν, να πούμε ότι, έχουμε
συλλογές ιστοριών ή διηγημάτων με ένα κοινό ύφος, οι οποίες δεν συναντιούνται
ποτέ, βαδίζοντας παράλληλα, που απαρτίζουν το σώμα ενός ιδιότυπου (ή και
υβριδικού) μυθιστορήματος.
Η
τριλογία όμως δεν είναι ένα βιβλίο ψυχοθεραπείας σε στυλ Γιάλομ ή ένα βιβλίο
αυτοβοήθειας και εδώ έγκειται το ενδιαφέρον του εγχειρήματος. Η Cusk σε κάποιες συνεντεύξεις της, με αυταρέσκεια
που περισσεύει, έχει δηλώσει ότι θεωρεί πως η αφηγηματική λογοτεχνία έχει
πεθάνει, ότι η μυθοπλασία είναι ψεύτικη και ότι τα μυθιστορήματα χαρακτήρων όπως
τα γνωρίσαμε από την Βικτωριανή λογοτεχνία και μετά, δεν βγάζουν νόημα πλέον,
καθώς οι άνθρωποι δεν ζουν πια έτσι καθώς οι χαρακτήρες έχουν ομογενοποιηθεί. Η συγγραφέας (και στην περίπτωση των
βιβλίων που ασχολούμαστε, η αφηγήτρια) επιλέγει να είναι μη ορατή (όχι αόρατη)
και να «περιγράφει» μέσω της φωνής των άλλων αλλά και της κίνησης κατά την
διάρκεια των βιβλίων, μια ζωή που μπορεί να είναι δική της αλλά ταυτόχρονα
μπορεί και να μην είναι. Αυτό συνεπάγεται ότι ξεχνάμε την πλοκή, τους ισχυρούς
μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, τις ίντριγκες, τις κορυφώσεις ή τα (τεχνητά κατά
την Cusk) δράματα.
Αναμφίβολα τα καταφέρνει υφολογικά στο εγχείρημά της αυτό.
Εξάλλου δεν είναι κάτι καινοτόμο, το έχει κάνει ο Προυστ (όπως αναφέρει κι ο
Κ.Καλτσάς στην εισαγωγή του πρώτου τόμου), στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» στις
αρχές του 20 αιώνα με μοναδικά αποτελέσματα, ενώ ο Κνάουσγκαρντ στο «Ο αγώνας
μου» σαγηνεύει και «υπνωτίζει» τον αναγνώστη με τη δύναμη της αφήγησής του. Η Cusk όμως κι εδώ είναι το σημείο καμπής, επιτυγχάνει το αντίθετο, τον κάνει να πλήξει και δοκιμάζει τις
αντοχές του σε κάποια σημεία. Η επιλογή του ενιαίου ύφους, όπου όλοι οι
συνομιλητές της μιλάνε λες και είναι στοχαστές και άνθρωποι διαβασμένοι και
σκεπτόμενοι – να το καταλάβω όταν τις συζητήσεις μονοπωλούν οι άνθρωποι που
κινούνται στον λογοτεχνικό χώρο, αλλά και ο εργολάβος, ο επιχειρηματίας κλπ, να
εκφράζονται έτσι, δείχνει πιο φλύαρο από οποιοδήποτε «παραδοσιακό» λογοτεχνικό
έργο, πιο ψεύτικο κι από μια μηχανική κατασκευή απομίμησης της λογοτεχνίας.
Πολλές φορές μου ζητάνε να πω την άποψή μου για
το βιβλίο/α που διάβασα. Η μοναδική λέξη που μου έρχεται αυτόματα στο στόμα
μετά την ανάγνωση της τριλογίας είναι «ανούσιο/α». Ενδιαφέρον ως εγχείρημα αλλά
ένιωσα ότι δεν με αφορά - ίσως βέβαια, και το auto-fiction να μη μου πηγαίνει αναγνωστικά, ενώ ειλικρινά,
έχω την περιέργεια να δω, εάν μετά την κριτική αποθέωση και τους παιάνες
προς τιμή της, η Cusk θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, εάν θα βρει αναγνώστες είναι
βέβαια άλλο θέμα.
Βαθμολογία: «Περίγραμμα» 65
«Μετάβαση» 70
«Κύδος» 66
Νομίζω ότι καλό είναι να γράφονται και αυτά που δεν σου αρέσουν ή που θεωρείς μέτρια. Όσο για την επιμονή-μαζοχισμό να διαβάσεις κάτι ως το τέλος, την έχω κι εγώ αν και διαβάζω σίγουρα λιγότερο από εσένα.