Παρασκευή, Μαΐου 01, 2020
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 01, 2020 | Permalink
Με τον τρόπο του Sebald ("Λεωφόρος ΝΑΤΟ")

«Εσείς, οι εραστές του εφήμερου, κερδίζετε μόνον προσωρινά.»

Στην «λογοτεχνία περιπλάνησης» θα μπορούσε να ενταχθεί το υβριδικό νέο βιβλίο του συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας, Νικήτα Σινιόσογλου (Αθήνα, 1976), με τον τίτλο «ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΝΑΤΟ» (εκδ. Κίχλη, σελ. 97 + 30 εικόνες/φωτογραφίες). Όπως όμως και στα προηγούμενα βιβλία του, ο πολυγραφότατος συγγραφέας κινείται σε δυσδιάκριτα όρια, μεταξύ δοκιμίου και φιλοσοφίας, διηγήματος (ή ακόμα και νουβέλας, αν θεωρήσουμε ότι το βιβλίο αυτό, θα μπορούσε να αποτελεί ένα αυθεντικό auto-fiction) και ταξιδιωτικού οδοιπορικού ή ακόμα (με μια ευρεία έννοια) ενός πεζοποιήματος.

«Ίσως ότι ονομάζουμε «δημόσια σφαίρα» δεν είναι παρά ένα θεωρητικό desideradum για πολιτικούς και στοχαστές▪ ή πάντως σαθρή κατασκευή που δεν ριζώνει ποτέ βαθιά στις πόλεις τις ίδιες παρά ξηλώνεται ακατάπαυστα σε χιλιάδες δρόμους του κέντρου ή των προαστίων, κι οπωσδήποτε τώρα δα στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ. Μόνον κάποιος κυνικότερος εμού θα τολμούσε να αντιπαρατηρήσει πως τούτη η εμπειρία, η ανυδρία της Λεωφόρου ΝΑΤΟ ως δημόσιου χώρου, είναι μάλλον ένδειξη της ολοκληρωτικής κατίσχυσης του κράτους παρά της ελλειμματικής – τάχα – λειτουργίας του.»

Η λεωφόρος ΝΑΤΟ είναι ένας δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, που διασχίζει ένα υποβαθμισμένο κομμάτι της Αττικής, περνάει από τον Ασπρόπυργο και καταλήγει στην Ελευσίνα. Είναι ουσιαστικά μια «βιομηχανική ζώνη», χωρίς κανένα τουριστικό ή (πολύ περισσότερο) πολιτιστικό ενδιαφέρον γεμάτη τσιμέντο και άδειες εκτάσεις (χωράφια), κτίρια εργοστασίων που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί, φορτηγά και νταλίκες. Θα μπορούσε να την δει κανείς και ως σκηνικό εγκατάλειψης και παρακμής, σαν εικόνα ταινίας δρόμου που δεν οδηγεί πουθενά.


Ο Σινιόσογλου αφήνει το αυτοκίνητό του στην άκρη και περπατάει κατά μήκος αυτού του δρόμου, παρατηρεί και στοχάζεται, φωτογραφίζει και περιπλανιέται χωρίς σκοπό. Οι σκέψεις του τον συνοδεύουν, τον οδηγούν σε στοχασμούς φιλοσοφικούς, ποιητικούς, ερωτικούς, βαθιά προσωπικούς. Απεικονίζοντας εικόνες κιτς και παρακμής, περιγράφει ουσιαστικά το πρόσωπο μιας Ελλάδας που συνήθως μας κάνει να αποστρέψουμε το βλέμμα από πάνω της – ή και ίσως αυτής ακριβώς της Ελλάδας που βρισκόμαστε.

«Η άκρη της Λεωφόρου ΝΑΤΟ πού βρίσκεται ακριβώς, μήπως στα μισά της, όπως η άκρη του βίου, που ασφαλώς δεν είναι η ημερομηνία γέννησης ή θανάτου, αλλά η εμπειρία εκείνη που μάς όρισε καταμεσής του βίου;»

Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται και δεν ήταν στις προθέσεις του, να κάνει ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Τον ενδιαφέρει να καταγράψει τα ερεθίσματα που του προκαλούν αυτά που βλέπει, αυτά που φωτογραφίζει ▪ αντικείμενα άνευ σημασίας, σκουπίδια, βοσκοτόπια, λάστιχα, παράξενες και μερικές αρκετά ευφάνταστες κατασκευές, τους άδειους δρόμους, σηματοδότες που δεν αφορούν κανέναν γιατί κανείς δεν περνάει από εκεί, καφέ μπαρ με συνθετικό χλοοτάπητα (!), νεκροταφεία αυτοκινήτων και τροχόσπιτων, μάντρες κλπ.

«Μπορούν ποτέ οι άνθρωποι να γίνουν φορείς μιάς παράδοσης ή έτσι τους μαθαίνουν να νομίζουν; Παιδιόθεν μάς καταδυναστεύει η ανάγκη μιας σχέσης με ένα παρελθόν ένδοξο ή βασανισμένο, με μία ιστορία ή με πολλές, ας την πούμε τάχα «ελληνική». Μόνον περιφρονώντας την ανάγκη αυτή δημιουργείται κάποτε η ψυχική άπωση που μας βγάζει παραπέρα, έστω μόνους.»


Η περιπλάνηση του «φλανέρ» Σινιόσογλου, τον οδηγεί σε ένα ταξίδι ουσιαστικά «προς εαυτόν». Πρόσωπα από το παρελθόν αναδύονται στη σκέψη του, στιγμές προσωπικές, το μυαλό του αφήνεται να «φύγει» δημιουργικά, αναλαμπές λέξεων τυχαίων που έρχονται υποσυνείδητα στο μυαλό, περισπασμοί και νοητικά παιχνίδια συνοδεύουν την διαδρομή του.

«Ανηδονία. Πάνω από το κρεβάτι μου έχω για ντεκόρ ένα ραφάκι με βιβλία μικρού σχήματος, Γκόγκολ και άλλους κλασσικούς. Το πρόσωπό της έλαμψε πασπατεύοντας τις ράχες, για μια στιγμή έγινε πιο φωτεινό απ’ όσο ήταν ότι χάιδευε τη δική μου. Κρατούσα μήπως στην αγκαλιά μου ένα κορίτσι που πασχίζει να γεμίσει κενά συναισθηματικά με τρόπους διανοητικούς, κουρασμένο τόσο από τη σάρκα, ώστε δεν την πολυθέλει άλλο; Αυτός ο κόσμος ανήγαγε την ηδονή σε υπέρτατη αξία και γι’ αυτό κατέληξε ανηδονικός▪ μάς σιγοτρώει με λεπτές εκφράσεις στα πρόσωπα των άλλων, αμήχανες και απαξιωτικές, που μας διατρέχουν σαν ρίγη. Κινήσεις τέτοιες τις ξαναζούμε άκαιρα κι ανάκατες με υπολογισμούς και συνειρμούς ασύνδετους, ακόμη και μέρες ή εβδομάδες μετά, όμως οι περισσότερες μένουν αναντίληπτες και χάνονται για πάντα – τόσο καλά την κάνουν τη δουλειά τους οι επιδρομείς αυτοί.»


Οδηγώντας ή περπατώντας μοναχικά, η σκέψη σου ταξιδεύει και αν αφεθείς το πράγμα γίνεται όλο και καλύτερο. Αυτό ακριβώς κάνει ο Σινιόσογλου και ο λυρισμός που σε πολλά κομμάτια του ιδιόμορφου αυτού βιβλίου ξεχειλίζει, αποτελεί ίσως και τις πιο σαγηνευτικές του στιγμές. Κείμενα μικρά και αποσπασματικά που όμως δημιουργούν ένα συμπαγές σύνολο, λόγος πυκνός και στοχαστικός, λέξεις σπάνιες που προκαλούν τον αναγνώστη να σκεφτεί και να ψάξει, προτάσεις ή παράγραφοι που σε κάνουν να διακόψεις τις ανάγνωση και να σκεφτείς, σελίδες που τις ξαναδιαβάζεις γιατί νιώθεις ότι κάτι σου διέφυγε.

«Η εμμονή μου για σένα σαπίζει πιο περήφανη από ικρίωμα▪ θα την τελειώσεις βεβαίως κι αυτήν, καμιά αμφιβολία, μα θα έχει περπατήσει όσο της έπρεπε κι ωραία.»

Όπως έγραφε ο τεράστιος W.G.Sebald, «το όλο ζήτημα της μνήμης αποτελεί την ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας» και ο Σινιόσογλου – μια μοναδική και sui generis συγγραφική περίπτωση - ακολουθώντας τα βήματα του μεγάλου δασκάλου της μελαγχολικής περιπλάνησης, παραδίδει ένα αξιοθαύμαστο και στιβαρό παρά την «ρευστότητά του» βιβλίο, ένα απολαυστικό βιβλίο έργο υψηλής ποιότητας που δύσκολα συναντάται στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή.

«Τα αντικείμενα, οι πόλεις γερνάνε οργανικά▪ η αποσάθρωσή τους είναι εμφανής κι έντιμη, όχι σαν των ανθρώπων, όπου ποτέ δεν γνωρίζεις ποιος πράγματι τσακίζεται και πώς.»

Βαθμολογία: 84 / 100





 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home