Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2020 | Permalink
"You're so vain" ("Ένας επικίνδυνος γόης")
Παλιός
γνώριμος στους παλαιότερους βιβλιόφιλους, ο Γάλλος συγγραφέας Julien Gracq (St. Florent-le-Vieil 1910 - 1997), που
διαβάζαμε με θαυμασμό την δεκαετία του '90 και, μας σαγήνευε με τα αρκετά (για
το είδος) βιβλία του που είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Με χαρά ξαναβρήκα
τον σπουδαίο συγγραφέα, με την κυκλοφορία την προηγούμενη χρονιά στη χώρα μας,
ενός από τα πρώτα του μυθιστορήματα, του ιδιαίτερα ατμοσφαιρικού «ΕΝΑΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΓΟΗΣ» («Un beau tenebreux») - (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Ιφιγ. Μποτουροπούλου, σελ. 233),
που πρωτοεκδόθηκε το 1945 στην Γαλλία.
Ιδιόμορφος συγγραφέας ο Γκρακ, σχετικά
λησμονημένος πλέον στη χώρα του (και όχι μόνο), ήταν ένας πολυγραφότατος δημιουργός
επηρεασμένος από τους σουρεαλιστές (Μπρετόν, Αραγκόν, Ελιάρ) αλλά και σε
προέκταση από τον Λωτρεαμόν, τον σκοτεινό και ρομαντικό κόσμο των Γερμανών, του
Ε.Α.Πόε και τα παλαιότερα γοτθικά μυθιστορήματα των Ματούριν, Ράντκλιφ και
άλλων. Ο Julien Gracq (ψευδώνυμο του Louis Poirier) ήταν καθηγητής
Ιστορίας σε Λύκεια της επαρχίας και του Παρισιού, έκανε ιδιαίτερη αίσθηση με το
πρώτο του βιβλίο, το (αμετάφραστο στη χώρα μας) «Au chateau d' Argol», που εκδόθηκε το 1939. Ισχυρογνώμων και παθιασμένος, υπηρετούσε
στον Γαλλικό στρατό κατά την διάρκεια του Β παγκόσμιου πολέμου και φυλακίστηκε
κατά στην Σιλεσία, ενώ το 1951 βραβεύτηκε με το Γκονκούρ για το (διασημότερο)
βιβλίο του, το εκπληκτικό «Η ακτή των Σύρτεων» (εκδ.
Ζαχαρόπουλος), αρνήθηκε όμως το βραβείο συνεχίζοντας την κόντρα του με το
λογοτεχνικό κατεστημένο που είχε ξεσπάσει με αφορμή ένα άρθρο του, ένα χρόνο
νωρίτερα.
«…Είναι
αυτά τα μικρά τίποτε, τα τίποτε που είναι τα πάντα: τα δάχτυλα που χτυπούν
ελαφρά το τραπεζομάντιλο όταν ο καφές που αργεί να φτάσει παρατείνει επικίνδυνα
το τετ-α-τετ – αυτό το υπερβολικά περιποιητικό κατά τα άλλα βλέμμα προς τον
ανοιχτό ορίζοντα μέσα από τα παράθυρα -, η πρώτη εμφάνιση, ακόμα διακριτική,
πάνω στο τραπέζι μιας αρμαθιάς κλειδιών, χαρτιών, χαρτιών αλληλογραφίας,
επαγγελματικών εγγράφων, αποκομμάτων εφημερίδων, σημάδια που δείχνουν ότι το
ζευγάρι στον μήνα του μέλιτος οδεύει προς μια συνθήκη με λαθραία μυστικά που
επιδεινώνεται λίγο πολύ γύρω στα σαράντα και καταλαμβάνεται εξαπίνης μέσα από
τη χαραμάδα μιας πόρτας, μια αστική οικογένεια που περιορίζεται στις ανώδυνες
συζητήσεις μετά το δείπνο.»
Το
σκηνικό στον «Επικίνδυνο γόη», είναι ένα πολυτελές ξενοδοχείο σε μια
παραθαλάσσια πόλη της Βρετάνης. Το χρονικό πλαίσιο χωρίς να αναφέρεται, είναι ο
μεσοπόλεμος – δεκαετία του ’30. Ο αφηγητής είναι ο Ζεράρ, συγγραφέας και μάλλον
σε ώριμη ηλικία, που συναναστρέφεται μια παρέα νέων που διασκεδάζουν και κάνουν
ατελείωτες βόλτες στην παραλία. Είναι καλοκαίρι – ο Ζεράρ είναι εκεί από την
αρχή του και βλέπει τις αλλαγές στον κόσμο που έρχεται για τις διακοπές του,
και πως ζωντανεύει το ξενοδοχείο. Μια όμορφη και εμφανώς κοσμοπολίτισσα νεαρή
γυναίκα, η Κριστέλ προσελκύει το ενδιαφέρον του Ζεράρ, ο οποίος προσπαθεί να
την γνωρίσει καλύτερα. Οι μέρες κυλάνε νωχελικά, μέχρι τη στιγμή που καταφθάνει
στο ξενοδοχείο – απαιτώντας το καλύτερο δωμάτιο χωρίς όμως τύχη -, ο Άλαν
Μάρτσισον και η σύντροφός του Ντολόρες.
Ο
Άλαν από την αρχή γοητεύει τους πάντες που δεν μπορούν να αντισταθούν σε αυτό
που εκπέμπει, έναν συνδυασμό λάμψης και σκότους, ομορφιάς και κινδύνου,
μυστηρίου και αρχοντιάς, ματαιοδοξίας και απελπισίας. Δίπλα του η Ντολόρες,
σέξι και ελκυστική, που όμως λες και σβήνει, μπροστά στον δαίμονα που
προσελκύει όλα τα βλέμματα στο πέρασμά του. Ο Άλαν δεν χρειάζεται ούτε να
κουνήσει το δαχτυλάκι του, γύρω του περιφέρονται άπαντες. Η δε Κριστέλ δείχνει
τόσο ερωτευμένη από την πρώτη στιγμή, που μοιάζει να τον παρακαλάει να
ασχοληθεί μαζί της. Ο Ζεράρ παρακολουθεί τα πάντα από απόσταση στην αρχή, σιγά
σιγά όμως υποκύπτει κι αυτός στη γοητεία του νεοφερμένου και προσπαθεί να τον
γνωρίσει καλύτερα.
Ο
Ζεράρ είτε από το μπαλκόνι του, είτε από την ακτή, ακτινογραφεί τις κινήσεις
του Άλαν, προσπαθεί να επιλύσει το μυστήριο αυτού του ανθρώπου, που δείχνει
προορισμένος για κάτι μεγάλο, με μια ευφυία εντυπωσιακή, και μια αύρα που σε
τραβάει κοντά του και ταυτόχρονα σε τρομάζει, ενώ μια νοσηρότητα και κάτι
μοιραίο διαφαίνεται στις κουβέντες του. Τι ήρθε να κάνει εκεί; Ο αφηγητής
μπερδεύεται με αυτή την παρουσία που μοιάζει να είναι ενός φαντάσματος, ενός
ανθρώπου που ήρθε από το πουθενά και δείχνει άπιαστος και ακατανόητος
εκμαυλίζοντας και σαγηνεύοντας γυναίκες και άντρες; Θα επιλύσει το μυστήριο ή ο
Άλαν θα πάρει την Ντολόρες ή όποια άλλη και θα φύγει μακριά μέσα στην ομίχλη
που σκεπάζει την ακτή, καθώς το φθινόπωρο έρχεται;
Η
νουβέλα του Γκρακ, «απαιτεί» να βυθιστείς στην ατμόσφαιρά της, στον κόσμο αυτόν
της (καλλιεργημένης) ασάφειας και ρευστότητας. Ο αναγνώστης μετά τις πρώτες
σελίδες, εισέρχεται σε έναν πίνακα του Μαγκρίτ ή σε ένα κινηματογραφικό πλάνο.
Η αμμώδης παραλία, κάποια ερειπωμένα κτίσματα, περίπατοι στο πουθενά, το καζίνο
και ο χορός μεταμφιεσμένων, φτιάχνουν ένα σκηνικό απόκοσμο και ονειρικό,
απομόνωσης και παρακμής, θανάτου και τέλους του κόσμου. Οι διάλογοι είναι τις
περισσότερες φορές φιλοσοφικοί και αδιέξοδοι ενώ η μελαγχολία διαπερνάει τις
σελίδες του βιβλίου.
Ο
σημερινός αναγνώστης θα παραξενευτεί και ίσως θα δυσκολευτεί να παρακολουθήσει
αυτό το σαγηνευτικό, ονειρικό μυθιστόρημα, που δείχνει τα χρόνια του.
Θυμίζοντας ταινίες του Ερίκ Ρομέρ με τους αινιγματικούς διαλόγους, το
μυθιστόρημα του Γκρακ, που έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο, στο θέατρο και
στην όπερα, είναι ένα βιβλίο που θα μπεις στο κλίμα του και θα γοητευτείς ή θα
το παρατήσεις στην 50η σελίδα – ευτυχώς μου συνέβη το πρώτο…
«Δεν
υπάρχει τίποτα, το έχω πει στον Ζακ, που να κάνει τον άνθρωπο να επαναστατεί
τόσο, όσο το να ομολογήσει τη μυστική, την άμεση εξουσία που ασκεί επάνω του
κάποιος όμοιός του. Δεν υπάρχει ίσως τίποτε άλλο που να είναι πιο συχνό, πιο
καθημερινό. Εξουσία βίαιη, τυχαία σαν τον κεραυνό, όπου η ευφυΐα, η αξία, η
ομορφιά, η γλώσσα δεν είναι τίποτα, παρά μόνο ζωικός ηλεκτρισμός, μια πόλωση
που δημιουργείται ξαφνικά. Υποκύπτεις στη γοητεία. Και χωρίς επιστροφή.»
Αισθητική
πληρότητα, σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, χαρακτήρες που κινούνται σαν φαντάσματα,
ρομαντισμός βαρύς γοτθικού ύφους, ποιητικοί διάλογοι, ο Ρεμπώ κι ο Σατωμπριάν
διαρκώς παρόντες όχι μόνο στις συζητήσεις των χαρακτήρων του βιβλίου αλλά και
στην ατμόσφαιρα. Ωραίες γυναίκες και άνδρες, η «ομορφιά που θα κατακτήσει τον
κόσμο», η Κριστέλ και η Ντολόρες, δύο γυναίκες – δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος, ο Άλαν με την αχλύ του ιππότη της Αποκάλυψης ή του Διαβόλου,
αινιγματικές προσωπικότητες που κάτι κρύβουν επιμελώς.
Ομιχλώδεις
και θολές εικόνες, αδιέξοδοι έρωτες, κι ένας διαβολικός και άκρως ενδιαφέρων
αλλόκοτος και απόμακρος λογοτεχνικός ήρωας, συνιστούν το πλαίσιο αυτού του
έξοχα δομημένου, παράξενου, αλληγορικού, και αρκετά παλαιικού μυθιστορήματος
που κάποιοι θα το τοποθετούσαν και στο είδος της «φιλοσοφίας του μπουντουάρ». Η
ωραία μετάφραση της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου, μεταφέρει στον αναγνώστη την θαυμάσια
ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Βαθμολογία
80 / 100
Δημοσίευση σχολίου