Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2024
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2024 |
Permalink
Renata Vigano "Η Ανιέζε βαδίζει προς τον θάνατο"
Δεν
είναι ένα τυχαίο βιβλίο, το μυθιστόρημα της Ιταλίδας Renata Vigano’ (Bologna, 1900-1976), «Η ΑΝΙΕΖΕ ΒΑΔΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ» («L’ Agnese va a morire») – (εκδ.
Ακυβέρνητες Πολιτείες, (ωραία) μετάφρ.
Μ. Φραγκούλη, σελ. 285). Είναι ένα εμβληματικό βιβλίο της Ιταλικής λογοτεχνίας,
υπερβαίνοντας το είδος της «αντιστασιακής λογοτεχνίας», καθώς το ενδιαφέρον του
είναι πολυεπίπεδο και πολυποίκιλο. Γραμμένο αμέσως μετά τον πόλεμο, με πολλά
αυτοβιογραφικά στοιχεία, ξεσήκωσε θόρυβο (σε μια ταραγμένη ούτως ή άλλως
εποχή), όχι μόνο για τα πράγματα που θίγει η συγγραφέας μέσα, αλλά και για το
αντιηρωικό του ύφος.
Ηρωίδα
του βιβλίου, είναι η Ανιέζε, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας που ζει σε μια
αγροτική περιοχή της Ιταλίας, πιο συγκεκριμένα στην Εμίλια Ρομάνα, γύρω από την
μικρή πόλη του Κομάκιο (κοντά σχετικά στην Φεράρα), όπου υπάρχει η κοιλάδα του
Κομάκιο (Vali di Comacchio), μια λιμνοθάλασσα με ρηχά νερά. Η ιστορία
εκτυλίσσεται από το φθινόπωρο του ’43 έως λίγο πριν την απελευθέρωση της Ιταλίας,
το ’45. Για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα γεγονότα, να πω σε γενικές γραμμές,
ότι βρισκόμαστε στην περίοδο μετά την πτώση του Μουσολίνι, όταν οι Γερμανοί
έχουν καταλάβει την περιοχή, οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι αναπτύσσονται και
υπάρχει ένα έντονο παρτιζάνικο αντιστασιακό κίνημα. Να μη ξεχνάμε ότι μετά την
μικρή περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της πτώσης του Μουσολίνι και της Γερμανικής
Κατοχής, και όπου εκδηλώθηκαν ανοιχτά οι (καταπιεσμένοι επί δεκαετίες)
δημοκρατικοί πολίτες, υπάρχει ένας μικρός εμφύλιος μεταξύ των Ιταλών, καθώς οι
υποστηριχτές του παλιού καθεστώτος έχουν συνταχθεί με τους Γερμανούς,
εκδικούμενοι και καταπιέζοντας εκείνους που πανηγύρισαν την πτώση του
Δικτάτορα.
Η
Ανιέζε όμως δεν ασχολείτο με αυτά, ήταν μια φτωχή και αγράμματη γυναίκα που
έπλενε ρούχα και ζούσε σε μια αγροικία. Ο άντρας της, ήταν Κομμουνιστής και βοηθούσε
την Αντίσταση, αλλά συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς για να μεταφερθεί σε
στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά στη διαδρομή δεν αντέχει και πεθαίνει. Τα νέα μεταφέρει
στην απελπισμένη Ανιέζε, ένας συνοδοιπόρος του που διέφυγε, κι εκείνη
αποφασίζει να βοηθήσει την Αντίσταση, είτε κρύβοντας πράγματα στο σπίτι, είτε
μεταφέροντας μαζί με τους μπόγους τα ρούχα που παίρνει για πλύσιμο, παράνομη
αλληλογραφία. Το σπίτι της γίνεται μια αντιστασιακή φωλιά, όμως ένας μεθυσμένος
Γερμανός στρατιώτης θα αλλάξει τα πράγματα, καθώς σκοτώνει την αγαπημένη γάτα της
Ανιέζει. Εκείνη δεν θα διστάσει, θα τον σκοτώσει και θα φύγει για να βρει τους αντάρτες.
«… Ο Κουρτ, ένας
χοντρός στρατιώτης, ερχόταν από τον δρόμο. Κρατούσε το πολυβόλο σφιχτά στο
στήθος, σαν παιδί. Ήταν μεθυσμένος, μα προσπαθούσε να περπατάει ίσια.(…) Η γάτα
πήδηξε από το παράθυρο και περπάτησε αργά αργά στο αλώνι, έδωσε ένα σάλτο στο
πλάι και άρχισε να τρέχει. Ίσως έψαχνε το ποντίκι. Η ριπή την πέτυχε με ένα
μικρό νέφος σκόνης, η γάτα κύλησε καταγής, συνθλίφτηκε.(…) Ο Κουρτ μπήκε στην
κουζίνα της Ανιέζε, κάθισε πλάι στο τραπέζι κι είπε: «Katz kaput, μαμά».
Η Ανιέζε είχε
μείνει ακίνητη, όρθια δίπλα στο παράθυρο Το φως χτυπούσε το χλωμό, φαρδύ κι
ιδρωμένο πρόσωπό της. Βγήκε αργά στο αλώνι, μάζεψε τη νεκρή γάτα, λέρωσε με
αίμα τα χέρια και την ποδιά, την κράτησε έτσι, χωρίς να την κοιτάει. Μετά την
ακούμπησε στο χώμα κάτω από τη ροδακινιά, κάθισε στο χορτάρι, αφού σκούπισε για
ώρα τα χέρια με το μαντίλι. Όταν σχεδόν σκοτείνιασε, σηκώθηκε, πήγε προς το
σπίτι, σταμάτησε στην πόρτα. Της φάνηκε πως είδε τη γάτα κουλουριασμένη στην
επίπεδη επιφάνεια της σκάφης, εκεί που βρισκόταν πάντα. Ο Κουρτ, ο χοντρός
στρατιώτης, είχε αποκοιμηθεί με το κεφάλι ακουμπισμένο στο μπράτσο. Η Ανιέζε
κοιτούσε: το μαύρα πράγμα που της είχε φανεί σαν τη γάτα ήταν το πολυβόλο του
Κουρτ.
Το βήμα της έγινε
ξάφνου ελαφρύ και αθόρυβο: άγγιξε ίσα ίσα τις πέτρες του πατώματος, το έφερε
κοντά στη σκάφη. Τέντωσε το χέρι και ακούμπησε το κρύο όπλο, με το άλλο άρπαξε
τον γεμιστήρα. Δεν είχε εμπειρία απ’ αυτά και δεν έβλεπε. Τον έβαλε ανάποδα,
δεν ήξερε να τον τοποθετήσει στην υποδοχή. Τότε έπιασε γερά το πολυβόλο από την
κάννη, το σήκωσε, το έριξε απότομα στο κεφάλι του Κουρτ, όπως όταν χτυπούσε
στις σανίδες του πλυσταριού τα βαριά διπλωμένα σεντόνια, φορτωμένα με νερό.»
Η
Ανιέζε κερδίζει την εμπιστοσύνη του «Διοικητή», ενός στιβαρού ανθρώπου που είναι
υπεύθυνος για το παρτιζάνικο αντιστασιακό κίνημα στην περιοχή, όπου δεν λείπουν
οι συμπλοκές με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αλλά και τους ντόπιους
Φασίστες που είναι ακόμα πιο σκληροί. Η Ανιέζε θα γίνει η «μητέρα του λόχου»,
μαγειρεύοντας και πλένοντας για τους αντάρτες, στους εκάστοτε καταυλισμούς τους,
ενώ θα γίνει και υπεύθυνη ενός δικτύου γυναικών που μπορούν να περνάνε μέσα από
τις γραμμές των Γερμανών, μεταφέροντας επιστολές προς άλλες μονάδες. Η εμφάνιση
της Ανιέζε δεν προκαλεί υποψίες, μια υπέρβαρη μεσήλικας που κουβαλάει συνήθως
μπόγους με ρούχα είναι…
Η
Ανιέζε δεν κάνει ερωτήσεις, δεν κουράζεται, δεν κοιμάται πολύ. Είναι πάντα διαθέσιμη
και βοηθάει τους πάντες. Από την άλλη, τα πράγματα έχουν σοβαρέψει πολύ και οι
παρτιζάνοι έχουν πολλές απώλειες, όχι μόνο από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς
φασίστες, αλλά και από τα Αγγλικά αεροπλάνα που πετάνε πάνω από τη λιμνοθάλασσα
και βομβαρδίζουν στην τύχη, πολλές φορές πολυβολούν τις βάρκες που μέσα τους βρίσκονται
παρτιζάνοι. Η Ανιέζε δεν σκέπτεται, μόνο δρα. Δεν συζητάει για πολιτικά ή άλλα
θέματα, την ενδιαφέρει μόνο η επιβίωση και να βοηθήσει τους ανθρώπους που την
σώσανε. Προσπαθεί να είναι πάντα «καλή» (ρωτάει συνεχώς τον Διοικητή γι’ αυτό),
διαθέσιμη και πρόθυμη.
Από
την αρχή του βιβλίου (και από τον τίτλο του ακόμα) γνωρίζουμε ότι, η Ανιέζε θα
πεθάνει. Παρακολουθούμε την επίπονη πορεία της προς επιβίωση και πολλές φορές
θα σταθεί τυχερή – όλοι γύρω της πεθαίνουν εκείνη όμως τα καταφέρνει, σηκώνει
το κεφάλι, πάντα ανέκφραστη, με πρόσωπο σκληρό σαν πέτρα και προχωράει. Θα κατανοήσει
με τον χρόνο, ότι μπορείς να πεθάνεις για μια ιδέα, για έναν σκοπό, κάτι που
ούτε καν να το διανοηθεί μπορούσε, και έτσι (έστω κι αργά) συνειδητοποιημένη,
θα βαδίσει προς το τέλος.
«… Στη ζωή των παρτιζάνων,
που διεπόταν από δικούς της νόμους, υπαγορευμένους από μια προσωπική ανάγκη
τιμής, πίστης, ηθικής καθαρότητας, εσωτερικής τάξης, αλίμονο αν δεν υπήρχε
εκείνη η εθελοντική μορφή δικαιοσύνης, ακόμη και σε ό,τι φάνταζε μηδαμινό.
Απέβαλλαν κατευθείαν όποιον πρόδιδε, ακόμη κι ένα μικρό λάθος τιμωρούνταν με
αυστηρότητα: ήταν λοιπόν απαραίτητο να αναγνωρίζονται και να λαμβάνονται υπόψη
η πίστη, το θάρρος, η αγάπη για την αντίσταση. Δεν υπήρχαν ανταμοιβές, βραβεία,
υποσχέσεις για το μέλλον, ούτε ρητορικές φράσεις. Αρκούσε μια λέξη, ένα νεύμα,
για να αποδείξει ότι ο σύντροφος διοικητής, ο σύντροφος στέλεχος ή οι σύντροφοι
αγωνιστές είχαν καταλάβει την αξία του ανθρώπου, το μέγεθος της θυσίας, της θέλησης
και της ικανότητάς του.»
Όπως
σχεδόν σε όλα τα μυθιστορήματα της περιόδου αυτής, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα! Άσπρο-Μαύρο.
Οι καλοί παρτιζάνοι, οι κακοί Γερμανοί και «Γερμανοτσολιάδες». Τι γίνεται όμως με
τους Βρετανούς, που ρίχνουν βόμβες και δεν τους νοιάζει τι κινείται στην
περιοχή; Η Βιγκανό το αναφέρει με
πικρία, ίσως και με μια δόση «τι να κάνουμε; Παράπλευρες απώλειες…», εκείνο που
ενδιαφέρει την συγγραφέα, πέρα από την εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής, που
προβάλλει ολοζώντανη μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, είναι η Ανιέζε!
Η
Ανιέζε στο βιβλίο, υπερβαίνει (κατά πολύ) τον όρο «μυθιστορηματική ηρωίδα»∙ είναι
ένας χαρακτήρας «larger than life», μια γυναίκα που
κυριαρχεί στην αφήγηση, που όλο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω της, την
κίνησή της, το βλέμμα της, τις πράξεις της, την αφέλεια και την πονηριά της,
τον αυθορμητισμό και τους φόβους της, τον ηρωισμό και την ανθρωπιά της. Η
Ανιέζε είναι σίγουρα ένα σύμβολο. Ένα σύμβολο του αγώνα (του κάθε αγώνα), ένα
σύμβολο του απλού ανθρώπου που ξεσηκώνεται γιατί δεν αντέχει πια, ένα σύμβολο
αφοσίωσης και υπέρβασης εαυτού. Η Ανιέζε δεν βαδίζει μόνο προς τον θάνατο – το γνωρίζει,
το περιμένει, δεν τη νοιάζει -, αλλά κατακτά την αυτογνωσία και ωριμάζει ως
άνθρωπος. Με τις αντιφάσεις του βέβαια, δεν θα διστάσει να σκοτώσει, να
τσακωθεί, να αδικήσει και να δικαιώσει αλλά είναι αυτή που κρατάει την ιστορία
στα χέρια της και είναι μέσα από αυτήν, που η Βιγκανό περιγράφει τις ανώνυμες γυναίκες που θυσιάστηκαν.
Όπως
αναφέρει ο Σεμπαστιάνο Βασάλι στον
πρόλογο του μυθιστορήματος, όλα γύρω από την Ανιέζε θαμπώνουν, χρησιμεύουν ως
φόντο στο μυθιστόρημα. Η Ανιέζε αναλαμβάνει μια «δουλειά», να υπηρετήσει τον «αγώνα»
και τριγύρω της όλοι οι άλλοι γίνονται δευτερεύουσες φιγούρες – ακόμα κι ο
Διοικητής, που παλεύει ενάντια σε συνθήκες δύσκολες και πρωτόγνωρες.
Το
αφηγηματικό ύφος της Βιγκανό, είναι
απλό και οι περιγραφές της φύσης, της λιμνοθάλασσας, της ομίχλης, του σφοδρού
χειμώνα και των βομβαρδισμών, είναι άμεσο και εντυπωσιακά ζωντανό. Το «Η ΑΝΙΕΖΕ ΒΑΔΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ»,
είναι ένα βιβλίο συγκινητικό και συναρπαστικό, που οι Έλληνες θα κατανοήσουν
ακόμα καλύτερα, λόγω πολλών κοινών χαρακτηριστικών με τα δικά μας ιστορικά
δεδομένα. Όπως γράφει η Βιγκανό στο
επίμετρο που συνοδεύει την (εξαιρετική) έκδοση, η Ανιέζε ήταν μια γυναίκα που
αρχικά την αηδίασε με την εμφάνισή της, αλλά αργότερα όταν την γνώρισε
καλύτερα, αντελήφθη το μεγαλείο της, την ξεροκεφαλιά και την δύναμή της : «Όταν ο διοικητής την μάλωνε, έκλαιγε, αλλά
έκλαιγε κι όταν μάλωνε εμένα, δίνοντας συγχρόνως δίκιο σ’ αυτήν. Ένα κλάμα
σύντομο, αραιά δάκρυα που αμέσως στέγνωναν στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της,
και μετά από πολλές ώρες έμοιαζε θυμωμένη κι ήταν θλιμμένη, και όντως με μια
απλή και θλιμμένη λέξη συμφιλιωνόμασταν»
Υ.Γ.
Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου το 1976, ευτύχησε σκηνοθετικά (και με (ωραιότατη) μουσική του Ε.Μορικόνε), αν και
προσωπικά μ’ ενόχλησε η επιλογή της Ίνγκριντ
Τούλιν στον ρόλο της Ανιέζε. Η ταινία υπάρχει ολόκληρη στο YouTube, την βλέπετε εδώ (δυστυχώς χωρίς την δυνατότητα
υποτίτλων).
Βαθμολογία 83 / 100
Δημοσίευση σχολίου