Τετάρτη, Απριλίου 28, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 28, 2021 |
Permalink
"Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη"
Διατρέχοντας
τις σελίδες, του εκπληκτικού βιβλίου «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΗ» («Denkwurdigkeiten eines Antisemiten»), του Αυστριακού
συγγραφέα (και σεναριογράφου, ηθοποιού και πολλών άλλων ασχολιών) Gregor Von Rezzori (1914 Τσέρνοβιτς, Μπουκοβίνα – 1998,
Τοσκάνη), μια φράση του σπουδαίου δοκιμιογράφου Daniel
Mendelsohn, που υπάρχει στο συγκλονιστικό του βιβλίο «Χαμένοι»,
μού ερχόταν συνεχώς στο μυαλό: «Υπάρχει ένα ανέκδοτο για έναν άνθρωπο που
γεννήθηκε στην Αυστρία, πήγε σχολείο στην Πολωνία, παντρεύτηκε στην Γερμανία,
απέκτησε παιδιά στη Σοβιετική Ένωση και πέθανε στην Ουκρανία. Και όλα αυτά …
χωρίς να κουνήσει ρούπι απ’ το χωριό του». Η φράση αυτή (που αν κάτσεις και την
σκεφτείς λίγο, συνοψίζει την ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης), καλύπτει κατά ένα
μεγάλο μέρος, την περιπέτεια του Von Rezzori, ενός συγγραφέα που γνωρίζουμε επιτέλους,
για πρώτη φορά στην Ελλάδα, χάρη στην έξοχη έκδοση από τις Εκδόσεις Δώμα, στην
υπέροχη μετάφραση της Μ. Ζαχαριάδου (που επίσης μετέφρασε τους «Χαμένους» που
αναφέρω παραπάνω), με εισαγωγή, ένα ωραιότατο κείμενο της Ντέμπορα Άιζενμπεργκ
από το New York Review Books (σελ.412).
Οι
«ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΗ» θεωρείται μυθιστόρημα, είναι όμως; Ή είναι πέντε
αυτόνομα διηγήματα που έχουν κοινά στοιχεία και ακολουθούν μια γραμμική
χρονολογική πορεία, από την εφηβεία έως τα χρόνια της ωριμότητας του ήρωα. Μήπως είναι ένα memoir; Η
διεθνής (και όχι μόνο) κριτική, όπως και οι περισσότερες αναλύσεις τείνουν προς
την πρώτη άποψη. Μυθιστόρημα σε πέντε ιστορίες, όπως είναι και ο υπότιτλος της έκδοσης.
Μάλλον εμπορικοί είναι οι λόγοι, όπως και ο τίτλος με την κραυγαλέα λέξη «Αντισημίτης»
στον τίτλο. Μικρή σημασία έχουν όλα αυτά και δεν αφαιρούν τίποτα από την
απόλαυση που εισπράττει ο αναγνώστης.
Η
μνήμη και διαρκώς η νοσταλγία, κυριαρχεί στις ιστορίες του βιβλίου που
αντιπροσωπεύουν πέντε στάδια της ζωής του ήρωα που ονομάζεται Γκρέγκορ (όπως και
ο συγγραφέας τονίζοντας το αυτοβιογραφικό ύφος του βιβλίου). Από την εφηβική
ηλικία της πρώτης ιστορίας στην δεκαετία του ‘20, περνάμε στο Βουκουρέστι του
μεσοπολέμου στις δύο επόμενες ιστορίες, για να βρεθούμε στην τέταρτη ιστορία,
στην Βιέννη πριν τον πόλεμο και την άνοδο και κυριαρχία του Ναζισμού και να
ολοκληρωθεί η αφήγηση στην πέμπτη ιστορία πολλά χρόνια αργότερα, με τον
χαρακτηριστικό τίτλο «Πράβντα (Αλήθεια)», στα μεταπολεμικά χρόνια και την
ωριμότητα του ήρωα / αφηγητή.
Στην
πρώτη ιστορία με τίτλο «Σκούτσνο» (μια ρώσικη λέξη που σημαίνει «μελαγχολική
πλήξη»), το δεκατριάχρονο αγόρι με το στρογγυλό πρόσωπο που αποβάλλεται από το
σχολείο του λόγω ευερέθιστου χαρακτήρα, πηγαίνει να μείνει σε αριστοκράτες συγγενείς
σε μια μικρή απομακρυσμένη πόλη κοντά στο Τσέρνοβιτς. Μακριά από το τοξικό
οικογενειακό περιβάλλον που ήταν φορτισμένο από τους διαρκείς καυγάδες των
γονιών του, ο νεαρός κάνει περιπάτους στα δάση της περιοχής, βρίσκει κάποια
γελοία ρούχα μιας αδελφότητας και τα φοράει, ενώ στο πρόσωπο του θείου Χούμπι
βλέπει έναν οπαδό της «Μεγάλης Γερμανίας» και έναν φανατικό αντισημίτη. Ο νεαρός
θα κάνει παρέα με έναν συνομήλικό του, τον Βολφ, ο οποίος παρά το γερμανικό του
όνομα είναι εβραίος, γιος του γιατρού της περιοχής, που όμως δεν τυγχάνει της αποδοχής
των αριστοκρατών της πόλης λόγω της καταγωγής του. Μέσα από την παρέα με τον
Βολφ, ο αφηγητής θα δει τις αντισημιτικές προκαταλήψεις της οικογένειάς του και
τον διάχυτο σνομπισμό απέναντι στους «κατώτερους» αντιπροσώπους της εβραϊκής
φυλής, αλλά και τα στερεότυπα που είναι πιο δυνατά από ότι νομίζουμε.
Η
δεύτερη ιστορία έχει τίτλο «Νιότη» και σε αυτήν ο αφηγητής βρίσκεται στα 19
του, στο Βουκουρέστι των αρχών της δεκαετίας του ’30, έχοντας εμμονή με το σεξ.
Εργάζεται ως πωλητής σε μια εταιρεία καλλυντικών και αυτό του δίνει την
δυνατότητα να κινείται διαρκώς στις περιοχές της πόλης που είναι γεμάτες με
καταστήματα για γυναίκες. Θα κάνει δεσμό με μια μεσήλικα εντυπωσιακή Εβραία,
την οποία θα ερωτευτεί, αλλά οι προκαταλήψεις του περιβάλλοντός του και η
σεξιστική του συμπεριφορά θα βγουν στην επιφάνεια, όταν θα την χαστουκίσει
δημόσια, χάνοντας την εκτίμηση των ανθρώπων που συναναστρέφεται καθημερινά.
«Γενικά
πάντως η εβραϊκότητα των Εβραίων δεν με απωθούσε σε καμία περίπτωση τόσο όσο η
εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια συγκάλυψης, απόκρυψης, άρνησης αυτής
ακριβώς της εβραϊκότητας. Ο τρόπος ομιλίας τους, οι νευρικές χειρονομίες τους,
η ανισορροπία τους, η αδιάκοπη εναλλαγή δουλοπρέπειας και αλαζονείας στη
συμπεριφορά, όλα αυτά ήταν αναπόδραστα, αξεχώριστα στοιχεία της εβραϊκότητας.
Ήταν πολύ ευχάριστο όταν φέρονταν με τον τρόπο που ήταν ο αναμενόμενος, ώστε να
τους αναγνωρίζεις με την πρώτη. Τους έβλεπες πως έκαναν ό,τι έβγαινε από μέσα τους,
κι αυτό ήταν αξιέπαινο. Απέναντι στους Εβραίους είχε κανείς την ίδια στάση που
έχουν και οι Εγγλέζοι στην πατρίδα τους απέναντι στους «foreigners», τους αλλοδαπούς: το εκτιμάς όταν δεν
συμπεριφέρονται όπως οι δικοί μας. Διότι, όταν το κάνουν, δεν πείθουν. Φαίνεται
φτιαχτό, αταίριαστο. Όπως και οι Εγγλέζοι απέναντι σε έναν «foreigner» με τέλεια εγγλέζικη συμπεριφορά, έτσι κι
εμείς θεωρούσαμε πως οι λεγόμενοι «αφομοιωμένοι» Εβραίοι απλώς μάς μαϊμούδιζαν.»
Στην
«Πανσιόν Λέβινγκερ», την τρίτη ιστορία, η οποία αποτελεί μια χαλαρή συνέχεια της
«Νιότης», το πλαίσιο είναι και πάλι το Βουκουρέστι και ο αφηγητής περιγράφει την
διαμονή του σε μια πανσιόν της πόλης, με τους ενοίκους της να συνθέτουν μια
τοιχογραφία χαρακτήρων, με πιο ενδιαφέρουσα μια νεαρή εβραία, η οποία έχει
κληρονομήσει την κατοικία των θείων της που
την σπούδασαν και τώρα έχουν πεθάνει. Η δεσποινίς Άλβαρο, ζητάει από τον
αφηγητή να την βοηθήσει στο άδειασμα του σπιτιού, εκείνος όμως έχει στο μυαλό
του πως θα βρει την ευκαιρία να την προσεγγίσει ερωτικά, καθώς θεωρεί ότι οι εβραίες
είναι κοινές πόρνες που απαιτούν ελάχιστο σεβασμό.
Η
τέταρτη ιστορία αποτελεί την κορύφωση του βιβλίου και έχει τίτλο «Όρκοι», είναι
δε, ίσως η πιο γνωστή του συγγραφέα, καθώς δημοσιεύτηκε αυτόνομη στο περιοδικό New Yorker το 1969. Εδώ,
βρισκόμαστε στην Βιέννη πριν τον πόλεμο και είναι οι ημέρες του «Άνσλους», της προσάρτησης
στην Χιτλερική Γερμανία. Ο αφηγητής είναι πολύ νεαρός, βλέπει την άνοδο του
Ναζισμού, σχολιάζει το αντι-εβραϊκό κλίμα στο οποίο συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα,
ενώ το θέμα της ταυτότητας τον απασχολεί όλο και περισσότερο. Η φιλική του
σχέση (που γίνεται και ερωτική) με την κοσμοπολίτισσα Μίνκα που μένει έναν
όροφο πιο πάνω από το σπίτι της γιαγιάς του, τον εισάγει στη νυχτερινή Βιέννη
και στους κύκλους των μποέμ καλλιτεχνών – σχεδόν όλων Εβραίων, που αποτελούν
την παρέα της Μίνκα. Το ταμπού όμως για την καταγωγή της, οι προκαταλήψεις που
έχουν μπει βαθιά μέσα του, δεν τον αφήνουν να απολαύσει την σχέση τους. Θα
είναι διαρκώς απόμακρος παρατηρητής στην αυξανόμενη δυστυχία που βλέπει γύρω
του, με τους πρόσφυγες Εβραίους να κατακλύζουν πόλεις όπως το Σάλτσμπουργκ –
όπου αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς. Η μόνιμη επωδός του, ότι θα τα
καταφέρουν με κάποιον τρόπο, αφού πάντα την γλυτώνουν είναι εκείνη που θα τον
συνοδεύει.
«Και
μόνο η υποψία πως κάποιος είχε αλλάξει το όνομά του τον καθιστούσε αυτομάτως
Εβραίο – εκτός, βέβαια, κι αν ήταν Εγγλέζος, όπως ο γοητευτικός κύριος Γουντ, ο
οποίος μια ωραία πρωία μεταμορφώθηκε σε λόρδο Χάλιφαξ ▪ αλλά αυτός ήταν
διαφορετική περίπτωση. Αποτελούσε χαρακτηριστικά εβραϊκή τακτική ν’ αλλάζεις το
όνομά σου, καθότι οι Εβραίοι, για ευνόητους λόγους, δεν ήθελαν να τους ξέρει ο
κόσμος ως αυτό που ήταν. Και καθώς τα ονόματά τους μαρτυρούσαν την καταγωγή τους,
έπρεπε να τα αλλάξουν, για καμουφλάζ. Κι εμείς στη θέση τους σίγουρα το ίδιο θα
κάναμε, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι επώδυνο πράγμα να είσαι Εβραίος. Το
έβλεπες ακόμα και σε ανθρώπους καλλιεργημένους – είτε από την επιφυλακτικότητα
που έδειχναν είτε από μια υπερβάλλουσα ευγένεια και μια δουλοπρεπή προσήνεια.
Αλλά ευτυχώς εμείς δεν ήμασταν Εβραίοι, οπότε, ακόμα κι αν καταλαβαίναμε τους λόγους
που το έκαναν, το γεγονός ότι άλλαζαν το όνομά τους για να μοιάζουν μ’ εμάς μας
φαινόταν ένδειξη θράσους απαράδεκτου.»
Η
πέμπτη ιστορία, έχει τίτλο «Πράβντα (Αλήθεια)» και έχει ελεγειακή τριτοπρόσωπη
αφήγηση. Εκτυλίσσεται στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και ο μεσήλικας ήρωας που
περπατάει στην Βία Βένετο της Ρώμης με ένα κουτί γλυκά στο χέρι, έχει ελάχιστα
κοινά σημεία με τον έφηβο που έτρεχε στα δάση της Κεντρικής Ευρώπης την
δεκαετία του ’20. Πενήντα και κάτι χρόνια μετά, αναπολεί τα θραύσματα της ζωής
του, και αναρωτιέται για την στροφή που πήρε η ζωή του μετά τον πόλεμο. Με
διάχυτη μελαγχολία περιγράφει για την γνωριμία και την σχέση του με την δεύτερη
σύζυγό του, μια εβραία (τι ειρωνεία!) ηθοποιό, τους καυγάδες του και την συνεχή
αποστασιοποίησή του απ’ όλους και όλα. Παρέμεινε ένας εστέτ, ένας «υπνοβάτης»
που με στοχαστικό ύφος κάνει πλέον έναν απολογισμό της ζωής του.
Τα
κοινά στοιχεία μεταξύ των πέντε ιστοριών είναι συνεχή και επανέρχονται σε κάθε
μια από αυτές, δημιουργώντας μια αλυσίδα που παρά το αυτόνομο της κάθε
ιστορίας, δίνει την αίσθηση στον αναγνώστη μιας αρμονικής συνέχειας. Ο αφηγητής
είναι γόνος ευκατάστατων και όχι ιδιαίτερα ευτυχισμένων ανθρώπων, ο πατέρας του
είναι ένας αδιάφορος τύπος που τον ενδιαφέρει μόνο το κυνήγι σε παρθένα δάση,
ενώ η μητέρα είναι υπερπροστατευτική και μόνιμα υστερική. Η διαδρομή που
ακολουθείται στις ιστορίες είναι από την Μπουκοβίνα, στο Βουκουρέστι και από
εκεί στην Βιέννη της Ναζιστικής επέλασης και μετά με ένα χρονικό χάσμα στην
Ρώμη της δεκαετίας του ’70.
Ο
αναγνώστης που παρασύρεται από τον τίτλο του βιβλίου και περιμένει πως θα
διαβάσει την ιστορία ενός τέρατος, ίσως ξαφνιαστεί από την ροή της αφήγησης. Ο
αντισημιτισμός είναι εγγενής και αποτελεί μέρος της καθημερινότητας για τους ανθρώπους
που περιγράφει ο αφηγητής (του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου). Δεν
παρακολουθούμε ένα «τέρας» ή έναν «εγκληματία», αλλά την υπόγεια και υποδόρια
διαδρομή μιας κατάστασης στην οποία έζησαν οι μεγαλοαστοί και οι αριστοκράτες
μιας πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας, που μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο συρρικνώθηκε
δραματικά.
Το
1914 η Αυστροουγγαρία ήταν μια αυτοκρατορία με πάνω από 30 εκατομμύρια
κατοίκους – λίγο πολύ, κάλυπτε περιοχές που είναι τώρα η Ουγγαρία, η Τσεχία, η
Σλοβακία, η Σλοβενία, η Κροατία, η Σερβία, η Βοσνία, η Ρουμανία, μέρος της Πολωνίας
και της Ουκρανίας, μέρος της βορειοανατολικής Ιταλίας. Μετά το τέλος του
Μεγάλου πολέμου, το 1918 ήταν πλέον μια χώρα που λεγόταν Αυστρία, με το ¼ της παλαιάς
έκτασης και περίπου 6 εκατομμύρια πληθυσμό, οι δε μεγάλοι της λογοτέχνες όπως ο
Γιόζεφ Ροτ, ο Κανέτι και ο Τσέλαν ήταν άνθρωποι που ζούσαν σε απομακρυσμένες
περιοχές της αυτοκρατορίας, αλλά είχαν λάβει κοινή γερμανική παιδεία. Το χάσμα
που προκλήθηκε από την διάλυση της αυτοκρατορίας στον ψυχισμό των κατοίκων της,
ήταν τεράστιο και δεν έκλεισε ποτέ.
Αλλιώς
βίωσαν αυτή την κατάσταση οι παλιές αριστοκρατικές οικογένειες των
Αυστρογερμανών που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές όπως η οικογένεια του Φον
Ρετσόρι που ζούσε στην Μπουκοβίνα, μια περιοχή που μετά τον πόλεμο έγινε μέρος της
Ρουμανίας και αλλιώς η οικογένεια του εβραϊκής καταγωγής Πάουλ Τσέλαν που ζούσε
στην ίδια περιοχή.
Ο
αντισημιτισμός στην κοινωνική τάξη που αντιπροσώπευε ο Φον Ρετσόρι ήταν κάτι
δεδομένο και υπήρχε ακόμα και στις απλούστερες εκφράσεις των χαρακτήρων που
ζωντανεύει στο βιβλίο του, ο συγγραφέας – όπως η φράση που λέει η γιαγιά του,
όταν βλέπει να χτυπάνε τον εβραίο γιατρό της οικογένειας, «είπαμε, να του
ρίξουν μερικές, αλλά όχι και να τον χτυπήσουν τόσο πολύ». Οι εβραίοι
αναφέρονται με υποτιμητικό τρόπο, όπως ίσως μιλάνε για τους μικροαστούς ή για τους
ανθρώπους ταπεινής καταγωγής, ως κάτι ξένο γι’ αυτούς, ενώ είναι ευδιάκριτη η διαφορετική
αντιμετώπιση των εβραίων ανδρών από τις εβραίες που αποτελούν αντικείμενα
ερωτικού πάθους και η σχέση μαζί τους γίνεται αποδεκτή – μέχρι ενός ορίου.
Το
γενικό όμως γίνεται προσωπικό και αποκτάει έντονο υπαρξιακό τόνο στις ιστορίες
του βιβλίου «Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη» που αποτελεί μέρος μιας χαλαρής
τριλογίας – θα κυκλοφορήσουν και τα υπόλοιπα βιβλία από τις εκδόσεις Δώμα. Ο
συγγραφέας σαν άλλος «υπνοβάτης» (από την περίφημη τριλογία του Ε.Μπροχ «Οι Υπνοβάτες»), έχει την ικανότητα και την διαύγεια της παρατήρησης του εαυτού του
ως άλλον. Χωρίς καταγγελτικό ύφος, αλλά με σαρκασμό και ειρωνεία, αυτοσυνείδηση
και συμπόνια, ο Φον Ρετσόρι περιγράφει την πορεία του ήρωά του (ουσιαστικά του
ιδίου ας μη γελιόμαστε), τις αλλαγές που βιώνει στην διάρκεια της ζωής του, την
σχετικότητα των εννοιών («αλήθεια – ψέμα», «μίσος – αγάπη»).
Ο
ήρωας του Φον Ρετσόρι είναι ένας άνθρωπος κοσμοπολίτης και δεν σκαλίζει
ιδιαίτερα τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Μπορούμε να πούμε ότι στις κινήσεις
του, βλέπουμε το «βάρος της ελαφρότητας». Τον ενδιαφέρει να περνάει καλά και
όσο γίνεται πιο ανώδυνα, να είναι παρατηρητής, που όμως μετά το τέλος του Β
παγκόσμιου πολέμου όπου καταφέρνει κακήν κακώς να επιβιώσει, μετατρέπεται σε
έναν πιο στοχαστικό και εμφανώς αλλαγμένο άνθρωπο που πλέον έχει κατανοήσει
πολλά.
Αυτοβιογραφικό
μυθιστόρημα μαθητείας, αλληγορικό δράμα σε θραύσματα, αυτόνομα διηγήματα, αλλά ίσως και περισσότερο memoir (αφήγημα). Είναι
στην κρίση του αναγνώστη να αποφασίσει, αλλά εκείνο που δεν μπορεί παρά να
παραδεχτεί είναι η τεράστια γοητεία που ασκεί το στιλάτο, πλημμυρισμένο με
μαύρο χιούμορ και σοφιστικέ (αλλά όχι επιτηδευμένο), λογοτεχνικό ύφος του Φον
Ρετσόρι, που σε πολλά σημεία θυμίζει αυτό του Κλ. Μάγκρις στον «Δούναβη» και τους
«Μικρόκοσμους». Οι υπέροχες «Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη» είναι ένα βιβλίο για
την μνήμη και την νοσταλγία και, μια σαγηνευτική και αφοπλιστική περιγραφή ενός
κόσμου χαμένου, ενός παρελθόντος που ανήκει πλέον μόνο στην Ιστορία και στην
μυθοπλασία, είναι ένα ταξίδι από αυτά που μόνο η αληθινή Λογοτεχνία μπορεί να
σου χαρίσει.
Βαθμολογία: 87 / 100
Δημοσίευση σχολίου