Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2021
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2021 | Permalink
"Ο Μεσάζων"
 «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί.»

Οι περισσότεροι γνωρίζουμε αυτή την εμβληματική φράση, την έχουμε δει σε σελιδοδείκτες, σε μπλουζάκια, την έχουμε συζητήσει στις παρέες μας, την έχουμε ακούσει από την βαθιά φωνή του Michael Redgrave στο σινεμά, όπως ξεκινάει «Ο ΜΕΣΑΖΩΝ» («The Go-Between»), η θαυμάσια ταινία του Joseph Losey, που έγινε παγκόσμια επιτυχία και προκάλεσε αίσθηση και στη χώρα μας όταν προβλήθηκε. Το βιβλίο όμως που βασίστηκε η ταινία, δεν είχε μεταφραστεί πλήρως στα ελληνικά, παρά μόνο μια μετάφρασή του με περικοπές σε μια paperback έκδοση για να εκμεταλλευτεί το hype της ταινίας.
Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια, βρέθηκε ένας εκδότης να σταθεί συνεπής στην αποστολή του, και να εκδώσει αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δεν χρησιμοποιώ εύκολα τον όρο «αριστούργημα», αλλά αυτό ακριβώς είναι, αυτό το φαινομενικά παλαιικό μυθιστόρημα, που ασχολείται με την Βικτωριανή εποχή, σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, παραμένει εξαιρετικά σύγχρονο και επίκαιρο – όπως κάθε κλασσικό μυθιστόρημα. Η ωραία έκδοσή του μυθιστορήματος του Βρετανού Leslie Poles Hartley (1895 Καίμπριτζ – 1972, Λονδίνο), «Ο ΜΕΣΑΖΩΝ» στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε έξοχη μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο (σελ.420) και επίμετρο του Colm Toibin, είναι ένα από τα λογοτεχνικά ορόσημα της χρονιάς που πέρασε.


 

Η ιστορία
 
Το μυθιστόρημα του Χάρτλεϊ, ξεκινάει όταν ο εξανταπεντάχρονος Λίο Κόλστον βρίσκει το παλιό του ημερολόγιο που κρατούσε όταν ήταν έφηβος. Συγκεκριμένα το ημερολόγιο που είχε όταν ήταν δεκατριών χρονών και πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα του καλοκαιριού φιλοξενούμενος της οικογένειας Μόντσλεϊ. Ο Λίο Κόλστον νιώθει ότι τώρα που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, πρέπει να αναβιώσει στη μνήμη του, τις λεπτομέρειες εκείνου του αξέχαστου καλοκαιριού, που σημάδεψε τη ζωή του, να αντιμετωπίσει τα «φαντάσματα του παρελθόντος» που είχε καταπιέσει μέσα του, αλλά κατέστρεψαν τα συναισθήματά του και την ευαισθησία του.
 
Από τις σελίδες του ημερολογίου, μαθαίνουμε ότι ο δεκατριάχρονος Λίο Κόλστον, είναι ένα ευφάνταστο αγόρι, που μετά τον θάνατο του πατέρα του, ζει με την μητέρα του σε μια μικρή πόλη της Αγγλίας. Ασχολείται υπέρ το δέον, με τον ζωδιακό κύκλο, τις κινήσεις των πλανητών, ενώ είναι συνεπαρμένος από αυτά που διαβάζει για τα μαγικά τρικ και τα υπερφυσικά φαινόμενα. Όταν «καταριέται» τους δύο μεγαλόσωμους συμμαθητές του, που του ασκούν bullying κι εκείνοι παθαίνουν ένα ατύχημα, στο σχολείο θεωρείται ένα είδος «μικρού μάγου». Ο συμμαθητής του Μάρκους της αριστοκρατικής οικογένειας των Μόντσλεϊ, θα τον προσκαλέσει για μερικές εβδομάδες διακοπών, στο Μπράνταμ Χολ την εξοχική έπαυλη που νοικιάζουν στην περιοχή του Νόρφολκ.
 
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1900, που προβλέπεται ιδιαίτερα θερμό, με την θερμοκρασία να ανεβαίνει συνεχώς και ο Λίο βρίσκεται για πρώτη φορά στη ζωή του, σε ένα περιβάλλον με κανόνες και ένα ισχυρό εθιμοτυπικό πλαίσιο αλλά με μεγάλους κήπους και φυτά και ερειπωμένες αγροικίες κοντά του – σκηνικό που προσφέρεται για εξορμήσεις και παιχνίδια. Το σπίτι ουσιαστικά «διοικείται» από την αυστηρή κυρία Μόντσλεϊ, ενώ ο τραπεζίτης σύζυγός της, είναι ουσιαστικά απών, ο δε Μάρκους, είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας, έχοντας δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Ντένις, έναν αδιάφορο και πολύ σνομπ νεαρό και την πανέμορφη Μάριαν που αποτελεί το κεντρικό σημείο της προσοχής από όλους, καθώς προετοιμάζεται η (μάλλον αναπόφευκτη) ένωσή της με τον Χιού Τρίμινχαμ, τον Λόρδο που στην οικογένειά του ανήκει ολόκληρη σχεδόν η περιοχή.
 
Ο Λίο βρίσκεται μετά από μερικές ημέρες ουσιαστικά μόνος του να τριγυρίζει στις απέραντες εκτάσεις που περιβάλλουν την έπαυλη, αφού ο Μάρκους παθαίνει ιλαρά, και καθηλώνεται στο δωμάτιό του. Ο Λίο αφού θα πάει μαζί με την Μάριαν στο κοντινό Νόριτς να του αγοράσει καλοκαιρινό κοστούμι – είχε πάει με το μοναδικό του χειμωνιάτικο και ο καιρός ήταν πολύ ζεστός -, νιώθει ιδιαίτερα γοητευμένος (και παιδικά ερωτευμένος) με τη νεαρή κοπέλα που όμως τον αφήνει μόνο του μερικές ώρες για «κάποια δουλειά» που έχει.
Ο Λίο σε μια από αυτές τις εξορμήσεις του γύρω από την έπαυλη, γνωρίζει τον Τεντ Μπέρτζες, έναν γυμνασμένο και προσηνή αγρότη, ο οποίος νοικιάζει μια κατοικία κοντά στο Μπράνταμ Χολ. Όταν φθάνει στο Μπράνταμ Χολ και ο Χιου Τρίμινχαμ, ο Λίο νιώθει θαυμασμό για τον επιβλητικό άνδρα, που πολέμησε τους Μπόερς και φέρει μια μεγάλη ουλή στο πρόσωπό του, που τού έχει παραμορφώσει τη μια πλευρά.
Ο Χιου περιβάλλει με στοργή τον μικρό και του δίνει μια επιστολή να παραδώσει στη Μάριαν, εκείνη όμως μόλις την λαμβάνει δεν απαντάει στον Χιου, αλλά ζητάει από τον Λίο να μεταφέρει μια επιστολή στον Τεντ Μπέρτζες κι εκείνος το κάνει με χαρά, διότι είναι πρόθυμος να κάνει ότι του ζητήσει η Μάριαν, μαγεμένος από αυτήν. Ο Τεντ ανταποκρίνεται και τού ζητάει να παραδώσει στη Μάριαν την απάντησή του κι έτσι ξεκινάει ένα γαϊτανάκι επιστολών που μεταφέρει ο Λίο μεταξύ των δυο τους, ρωτώντας δε την Μάριαν, του απαντάει ότι έχουν «επαγγελματικές συζητήσεις» και του ζητάει να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτή την ανταλλαγή γραμμάτων. Όμως μια μισάνοιχτη βιαστικά παραδομένη επιστολή από την Μάριαν στον Λίο, που εκείνος διαβάζει καθώς βλέπει να διακρίνονται τα πρώτα γράμματα, θα ανατρέψει μέσα του όλη την ψευδαίσθηση. Αντιλαμβάνεται ότι η αγαπημένη του Μάριαν, έχει ερωτικό δεσμό με τον Τεντ. Τι θα κάνει πλέον ο «μεσάζων»; Θα τα μαρτυρήσει όλα, προκαλώντας κακό στην Μάριαν; Θα μιλήσει στον Χιου που εξακολουθεί να θαυμάζει ή θα σταματήσει τα «πήγαινε – έλα» μεταξύ των εραστών;
 
Ο Λίο μπορεί να μη γνωρίζει πολλά από τη ζωή, καταλαβαίνει όμως ότι τα πράγματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και όταν του λέει ο Μάρκους – που έχει αναρρώσει πλέον -, ότι σε λίγες ημέρες θα ανακοινωθεί επισήμως ο αρραβώνας μεταξύ του Χιου Τρίμινχαμ και της Μάριαν, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται στη μέση ενός σκανδάλου που θα αναστατώσει τους πάντες εάν μαθευτεί. Κι όταν αυτό ξεσπάσει, η ζωή του Λίο αλλάζει πλέον για πάντα και παίρνει μια τροπή που δεν θα έχει επιστροφή.
 
Μια απόπειρα ανάλυσης του βιβλίου
 
Είναι πολλά τα σημεία, στα οποία πρέπει να σταθεί ο σημερινός αναγνώστης ενός βιβλίου που εν πρώτοις, περιγράφει μια αρκετά «μπανάλ» ιστορία που δεν είναι όμως τόσο ρομαντική όσο δείχνει και περιέχει πολλά στο υπόβαθρό της. Το μυθιστόρημα του Χάρτλεϊ, διαδραματίζεται την αυγή του 20 αιώνα, κυριολεκτικά σε «μια άλλη χώρα». Τα 50 χρόνια που θα περάσουν μέχρι την χρονιά που ο γηραιός πλέον Leo θα αφηγηθεί την ιστορία που τον σημάδεψε, θα είναι γεμάτα από ανατροπές στην κοινωνική δομή. Υπαινικτικά το παρουσιάζει στον επίλογο, όταν ο μοναδικός απόγονος του Τρίμινχαμ θα έχει νοικιάσει το μεγαλύτερο μέρος του πύργου για να μπορέσει να ζήσει. Να μη λησμονούμε ότι, από το 1900 έως το 1950 (τη χρονιά που ο γηραιός Λίο Κόλστον ανοίγει το ημερολόγιο), έχουν ανατραπεί τα πάντα στην Βρετανική κοινωνία. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ρήμαξαν τους πανίσχυρους κάποτε αριστοκράτες και οι μεγάλες εκτάσεις γης δεν ανήκαν πλέον σε ορισμένες οικογένειες. Η αστική τάξη είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού – παρά τη σύντομη διακυβέρνηση των «Εργατικών» του Άτλι μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και τις ανατροπές που επιχείρησε.
 
Το βιβλίο έχει τη δομή ενός καθαρού μυθιστορήματος μαθητείας που διαδραματίζεται σε ένα καυτό καλοκαίρι – από κάθε άποψη. Ο ήρωας είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής, αφού όλα τα γεγονότα περιγράφονται από τη προσωπική του ματιά. Όμως στο τέλος διαπιστώνουμε ότι η ιστορία αυτή έχει προκαλέσει συναισθηματική αναπηρία στον Λίο. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για την μετέπειτα ζωή του αφηγητή, άρα το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή του, ήταν να παίζει τον ρόλο του ενδιάμεσου, του ταχυδρόμου – αυτό ήτανε σε όλη του τη ζωή κι αυτό καλείται να κάνει στα γεράματά του. Ο Λίο στην υπόλοιπη ζωή του θα είναι ένας αποξενωμένος άνθρωπος (με την έννοια που δίνει ο Καμύ στον χαρακτηρισμό).
 
Στο βιβλίο, έχουμε δύο παράλληλες ιστορίες με έντονο κοινωνικό σχόλιο, που διατρέχουν το μυθιστόρημα. Περιγράφεται η εμπειρία ενός αγοριού από μικροαστικό περιβάλλον που προσκαλείται να περάσει μερικές εβδομάδες σε ένα σπίτι της ανώτερης αστικής τάξης και η ερωτική σχέση μεταξύ της πολύφερνης νύφης Μάριαν με τον αγρότη Τεντ, όπου ο Λίο ενεργεί ως μεσάζων με, αποδεχόμενος δε – υποσυνείδητα έστω -, την συνθήκη του κοινωνικού διαχωρισμού ως φυσιολογική, διότι έχει μάθει να ζει σε μια ιεραρχικά δομημένη κοινωνία.  Στο βιβλίο γίνεται σαφές ότι η ανώτερη αστική τάξη που εκπροσωπεί η οικογένεια των Μόντσλεϊ, μιμείται με ακρίβεια και κάθε λεπτομέρεια, το αριστοκρατικό εθιμοτυπικό. Τα γεύματα αναγγέλονται με γκονγκ, το ντύσιμο είναι συγκεκριμένο, η προσέλευση καθορισμένη. Οι Μόντσλεϊ αντιπροσωπεύουν την αστική τάξη που ανέρχεται – των τραπεζιτών, των επιχειρηματιών, των ανθρώπων του χρήματος, οπότε είναι σίγουρο ότι θα «ανέλθουν» με την «ευγένεια» που απαιτείται. Από την άλλη, ο Χάρτλεϊ με πολύ υπαινικτικό ύφος, αναμιγνύει τις τάξεις στο παιχνίδι του κρίκετ και στην γιορτή που ακολουθεί, όχι όμως άναρχα, αλλά με τους όρους που θέτουν οι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού» και με το δικό τους τυπικό. Η «παραχώρηση» ορισμένων πραγμάτων γίνεται άλλοτε φυσικά, όπως όταν η Μάριαν σηκώνεται να κάτσει στο πιάνο, ελλείψει του πιανίστα ή με τρόπο χλευαστικό – χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο μικρός Μάρκους (ο οποίος μαϊμουδίζει τους τρόπους της οικογένειάς του), λέει στον εμβρόντητο Λίο, αν πρόσεξε ότι «οι αγρότες βρωμάνε».
 
Είναι δεδομένο, ότι όταν κάποιος προσπαθήσει να υπερβεί τα όρια, θα συντριβεί. Το βλέπουμε στην περίπτωση του Τεντ, δεν υπάρχει έστω κι ένας αναγνώστης που πιστεύει ότι η σχέση των δύο εραστών θα ευοδωθεί – η κατάληξη είναι σίγουρη, απλά ο τρόπος εντυπωσιάζει. Όπως δε διαπιστώνεται από το φινάλε του βιβλίου, η προσπάθεια της Μάριαν και του Τρίμινχαμ, να αποφύγουν την «κηλίδα» που έμεινε ανέπαφη, θεωρήθηκε από την τοπική κοινωνία ως αποδεκτή, ο εξευτελισμός αποφεύχθηκε και κατά συνέπεια, η κοινωνική θέση δεν κινδύνεψε. Το κοινωνικό σύστημα δεν μπορούσε να διαρραγεί, έπρεπε να μείνει ως έχει.
 
Το «πατρικό πρότυπο», επίσης κυριαρχεί ως έννοια στο μυθιστόρημα. Στο βιβλίο βλέπουμε τον ήρωα, τον Λίο, να έχει στερηθεί την πατρική φιγούρα στη ζωή του, να μεγαλώνει με την μάλλον απλοϊκή μητέρα του, που της αρέσει το κουτσομπολιό, το μόνο που θυμάται και αναφέρει για τον πατέρα του όταν ερωτάται, είναι ότι ήταν «συλλέκτης βιβλίων». Με τον ρόλο του ως «μεσάζοντα» βρίσκεται στη μέση, μεταξύ δύο ανδρικών προτύπων, του Τεντ και του Τρίμινχαμ. Ο πρώτος είναι ένας γυμνασμένος, όμορφος, δυνατός άνδρας με πάθος, αψύς και στιβαρός, αλλά είναι κατώτερης τάξης, ενώ ο Χιου Τρίμινγχαμ, έχει το κοινωνικό status που θαυμάζει ο Λίο, είναι ήρωας του πολέμου με τους Μπόερς που τροφοδοτεί τη φαντασία του με σκηνές πολέμου, είναι ένας άνθρωπος που έχει στα χέρια του την εξουσία, καθώς κατέχει όλη την περιοχή.
Ο Λίο θα βρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, μετέωρος μεταξύ των προτύπων που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και τον επηρεάζουν. Θα τραυματιστεί από την εμπειρία του στο Μπράνταμ Χολ και καταλήγει να ζήσει μια ήσυχη και μάλλον αδιάφορη ζωή, ούτε ως εραστής, ούτε ως άνθρωπος με κάποια εξουσία στα χέρια του, θα γίνει κι αυτός σαν τον πατέρα του, ένας «συλλέκτης βιβλίων», άχρωμος και δίχως συναισθήματα.
 
«Μου άρεσε και ο Τεντ Μπέρτζες, με έναν τρόπο διστακτικό που ήταν θαυμασμός ανάμεικτος με αντιπάθεια. Όταν ήμουν μακριά του, μπορούσα να τον σκέφτομαι αντικειμενικά σαν ένα χειρώνακτα αγρότη που κανένας στο Μπράνταμ Χολ δεν είχε σε κάποια ιδιαίτερη υπόληψη. Όταν, όμως, βρισκόμουν μαζί του, η φυσική του παρουσία με μάγευε λες και μου ασκούσε μια επιρροή από την οποία δυσκολευόμουν να ξεφύγω. Πίστευα πως ήταν όπως πρέπει να είναι ένας άντρας, όπως θα έπρεπε να γίνω κι εγώ όταν θα μεγάλωνα. Ταυτόχρονα τον ζήλευα, ζήλευα τη δύναμη με την οποία έλκυε τη Μάριαν κι ας μην κατανοούσα τη φύση αυτής δύναμης, ζήλευα εκείνο το άγνωστο κάτι που είχε και που δεν το είχα εγώ. Έμπαινε ανάμεσα σ’ εμένα και στην εικόνα που είχα πλάσει για κείνην. Στις σκέψεις μου ήθελα να τον ταπεινώσω και κάποιες φορές το έκανα κιόλας. Παράλληλα ταυτιζόμουν μαζί του, με αποτέλεσμα να μου είναι αδύνατο να τον φανταστώ σε οποιαδήποτε δυσάρεστη θέση δίχως να νιώσω άβολα κι εγώ, να μην μπορώ να τον πληγώσω δίχως κι εγώ να πληγωθώ. Ταίριαζε μες στη ζωή της φαντασίας μου, με συντρόφευε στο δάσος, ήταν ένας αντίπαλος, ένας σύμμαχος, ένας εχθρός, ένας φίλος – δεν ήξερα τι απ’ όλα.»
 

Το βιβλίο είναι γεμάτο με υπερφυσικά στοιχεία, από το πάθος του Λίο για τα ζώδια, στις κατάρες και τα ξόρκια, έως την διάχυτη μοιρολατρεία που τον διέπει και είναι απότοκο των ενασχολήσεών του. Ο Χάρτλεϊ τα αφήνει όλα στην κρίση του αναγνώστη, χωρίς επεξηγήσεις αν και φροντίζει να καλλιεργήσει το υπερφυσικό στοιχείο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι δύο μοιραίοι εραστές κουβαλάνε μια κατάρα πάνω τους, σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα.
Είναι οι οπτασίες ενός 13χρονου, όπως αντιλαμβανόμαστε, ή, είναι κάτι περισσότερο;  Ο Λίο δεν έχει πραγματική γνώση του κόσμου, τα αναγάγει όλα στο υπερφυσικό – κυρίως όσα δεν κατανοεί και νιώθει ότι μπορεί μέσω των μαγικών του να ελέγξει, από το περιστατικό με του bullying των δύο συμμαθητών του, μέχρι το πάθος της Μάριαν και του Τεντ. Βλέποντας τους ενήλικες ως «Θεϊκά πλάσματα», θεωρεί ότι αυτός είναι ο αγγελιαφόρος τους, ο Ερμής τους όπως τον αποκαλεί σε μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου, ο Τρίμινχαμ.
 
Ο Λίο θα προσγειωθεί απότομα, ως μάρτυρας της σεξουαλικής σκηνής που σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας των δύο εραστών, «απασφαλίζοντας» την βόμβα για το σκάνδαλο που ξεσπάει. Το «κουτάλιασμα» που αντικρύζει και επιτέλους μαθαίνει για το τι ακριβώς πρόκειται, τον σημαδεύει για όλη του τη ζωή, καθώς σπάει ο καθρέφτης και αντικρύζει την ωμή πραγματικότητα, το σεξ δεν είναι πια ένα «μυστήριο» και οι απόψεις του Τεντ που τον σόκαραν όταν τις άκουσε – ότι η αγάπη μπορεί να συνδυαστεί με την σεξουαλική πράξη ή ότι μπορεί να υπάρξει «κουτάλιασμα» πριν τον γάμο, δεν είναι απαραίτητη η παρθενία ή η αγνότητα όπως πρέσβευε η νοοτροπία της εποχής. Στον διάλογό του με τον Τεντ ακούει απόψεις σοκαριστικές για την εποχή ότι μπορεί να υπάρχει «κουτάλιασμα» πριν τον γάμο, ότι η αγάπη μπορεί να συνδυαστεί με την σεξουαλική πράξη – σε αντίθεση με την Παρθενία και την Αγνότητα που πρέσβευε η εποχή. Ο Λίο θα νιώσει πραγματικό σοκ όταν βρίσκεται μπροστά στη θέα των δύο γυμνών κορμιών και αυτό το γεγονός θα τον στιγματίσει για όλη του τη ζωή – «είσαι ξεζουμισμένος, άδειος, χωρίς αγάπη» του λέει η Μάριαν στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, επισημαίνοντας με αυτά τα λόγια, την τροπή που πήρε η ζωή του.
 
«Είχα αρχίσει να βλέπω τον εαυτό μου όχι μόνο σαν διανομέα μηνυμάτων αλλά και σαν επιμελητή του περιεχομένου τους.»
 
Και έτσι ερχόμαστε στην ερωτική σχέση που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Ο Hartley παρουσιάζει τον γάμο στη Βικτωριανή εποχή – άσχετα αν βρισκόμαστε σε μια μεταβατική μετα-Βικτωριανή περίοδο, ο συγγραφέας παραμένει αγνός θαυμαστής της «δαντέλας» -, ως μια κοινωνικο-οικονομική διαδικασία. Ο γάμος της Μάριαν με τον σημαδεμένο αλλά ήρωα του πολέμου και κατέχοντα τους αναγκαίους τίτλους, Λόρδο, είναι μια αναγκαία συναλλαγή που τους βολεύει όλους. Η Μάριαν δεν ερωτάται αλλά δεν έχει αντίρρηση, θα αποδεχθεί την μοίρα της, για να βοηθήσει την οικογένειά της να «ανέλθει κοινωνικά». Ο δε Τρίμινχαμ θα αποδεχτεί τα πάντα – διότι κι αν δεν γνώριζε ή υποψιαζόταν, με το σκάνδαλο που ξεσπάει πρέπει να πάρει θέση -, για να παντρευτεί μια πανέμορφη σύζυγο, με γερό κομπόδεμα που θα τον βοηθήσει να διατηρήσει τις εκτάσεις του.
Με τον ήρωα στον ρόλο του αφελούς μεσάζοντα, ο συγγραφέας δείχνει μέσω των «αθώων» ερωτήσεών του, τον παραλογισμό του θεσμού και την νοοτροπία μιας εποχής.
 
«…η σχέση της Μάριαν και του Τεντ.
Εξαιτίας της πόσο είχε χάσει την αίγλη του, πόσο είχε αποστεγνωθεί από τη χαρά για καθετί άλλο! Γιατί η σχέση αυτή αποτελούσε ένα μέτρο σύγκρισης που μπροστά του τα πάντα ωχριούσαν. Τα χρώματά της ήταν ζωηρότερα, η φωνή της πιο βροντερή, η μαγνητική της έλξη απείρως ισχυρότερη. Ήταν ένα παράσιτο των συναισθημάτων. Όσο υπήρχε αυτή τίποτε άλλο δεν μπορούσε να συνυπάρξει μαζί της ή ανεξάρτητα από αυτήν. Δημιουργούσε μιαν έρημο, δεν μοιραζόταν τίποτα με κανέναν, γύρευε να έχει στραμμένη επάνω της όλη την προσοχή. Κι επειδή ήταν μυστική, δεν συνεισέφερε τίποτα στην καθημερινή ζωή μας δεν γινόταν να συζητηθεί, όπως δεν συζητά κανείς για κάποια ντροπιαστική αρρώστια.
Δεν ήξερα ότι την έλεγαν πάθος. Δεν κατανοούσα τη φύση του δεσμού που ένωνε τους δυο τους είχα, όμως, καταλάβει πολύ καλά τις διεργασίες του. Ήξερα τι ήταν διατεθειμένοι να δώσουν και τι να εγκαταλείψουν για χάρη του
ήξερα μέχρι ποιου σημείου μπορούσαν να φτάσουν – ήξερα ότι ήταν ικανοί να φτάσουν ως την άκρη του κόσμου. Καταλάβαινα ότι αντλούσαν κάτι από αυτό τον δεσμό που εγώ δεν μπορούσα να αντλήσω: δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τον ζήλευα, ότι ζήλευα, ό,τι ήταν εκείνο που χάριζαν ο ένας στον άλλο, και δεν έδιναν σε μένα. Αλλά αν η έλλειψη εμπειρίας δεν μπορούσε να μου πει τι ακριβώς ήταν, το ένστικτό μου είχε αρχίσει να το ψυχανεμίζεται.»
 
Το ζευγάρι Μάριαν – Τεντ, δονεί με το ερωτικό του πάθος το βιβλίο. Ο αναγνώστης ανυπομονεί πότε θα εμφανιστούν στις σελίδες, αγωνιά με την ερωτική τους ιστορία, παρότι όπως προείπα δεν έχει καμιά αμφιβολία για την κατάληξή της. Ο Χάρτλεϊ τονίζει το παγανιστικό στοιχείο της φύσης που ανθίζει σε αυτό το καυτό καλοκαίρι, που απελευθερώνει τα σώματα, που ερεθίζει τους εραστές. Είναι η Μάριαν μια στυγνή εκμεταλλεύτρια της αθωότητας του Λίο; Του παιδικού έρωτα που έχει γι’ αυτήν και διαφαίνεται καθαρά σε κάθε του ενέργεια; Σίγουρα ναι, αλλά της το συγχωρείς μπροστά στο πάθος που προσπαθεί να καλύψει, στην απελπισία που νιώθει βλέποντας ότι δεν μπορεί να εμποδίσει τις εξελίξεις.
 
Επιρροές, συγγένειες, αντιγραφές…
 
Ο έμπειρος αναγνώστης δεν μπορεί να μη σταθεί στις διάχυτες λογοτεχνικές συγγένειες που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα. Καταρχάς «Ο εραστής της ΛαίδηςΤσάτερλι» του D.H.Lawrence, είναι η πιο κραυγαλέα, καθώς η ιστορία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες, με κυριότερες τη, εκμαυλιστική δύναμη της φύσης, τους χαρακτήρες, όπου ο αγρότης στον «Μεσάζοντα» είναι μια άλλη πλευρά του δασοφύλακα στον «Εραστή…», ενώ, ο ανάπηρος σύζυγος στον «Εραστή…» έχει ομοιότητες με τον σημαδεμένο από τον πόλεμο, άρα με κατεστραμμένο πρόσωπο Λόρδο Τρίμινχαμ, το δε απαγορευμένο πλαίσιο των κοινωνικών συνθηκών καθορίζει τις συμπεριφορές των ηρώων των δύο μυθιστορημάτων.
 
Η ατμόσφαιρα του βιβλίου, ομοιάζει επίσης με την ατμόσφαιρα του εμβληματικού μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ «Ανεμοδαρμένα Ύψη», χωρίς βέβαια η ένταση του πάθους του Τεντ, να αγγίζει στο ελάχιστο το πάθος του Χίθκλιφ και την αυτοκαταστροφική του τάση.
 
Οι λογοτεχνικές επιρροές, είναι επίσης έντονες στο ύφος του L.P.Hartley, ενός συγγραφέα που δεν γνώρισε καμιά άλλη επιτυχία, και ως άνθρωπος ήταν μάλλον υποτιμημένος και χωρίς ιδιαίτερη αναγνώριση. Διακρίνουμε την επιρροή του Henry James, αυτή την έμφαση στη λεπτομέρεια και τον θαυμασμό στις Βρετανικές παραδοσιακές αξίες και συνήθειες, ενώ δεν μπορεί να μη προσέξουμε την επιρροή του Μαρσέλ Προυστ, στις σκηνές μέσα στην έπαυλη, στις σελίδες περιγραφών των φαγητών, των τραπεζιών, των αδιόρατων κινήσεων στα τέια κλπ.
 

Μεγάλο μυθιστόρημα «Ο Μεσάζων» που γνώρισε μια πολύ επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά από τον εξαιρετικό σκηνοθέτη Joseph Losey, το 1971. Στην ταινία είναι έντονη η επίδραση του σπουδαίου συγγραφέα Harold Pinter, ο οποίος έγραψε το σενάριο, τονίζοντας το weird (παράξενο) στοιχείο της ιστορίας, με τα υπερφυσικά στοιχεία, την φύση και τις σιωπές του μακρού καυτού καλοκαιριού. Είναι τέτοια η δύναμη της εικόνας, που δεν μπορείς να βγάλεις από το μυαλό σου διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου, την Τζούλι Κρίστι (στα καλύτερά της) ως Μάριαν και τον (σταρ της εποχής, εξαίρετο ηθοποιό) Άλαν Μπέιτς ως Τεντ, ενώ η υποδόρια δύναμη της μουσικής του Michel Legrand, στοιχειώνει την ταινία – με το μουσικό θέμα να εισέρχεται μέσα σου και να σε ακολουθεί για καιρό.
 
Είναι όμως πολύ σημαντική και η επιρροή του «Μεσάζοντα» σε ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, την «Εξιλέωση» («The Atonement») του πολύ καλού Άγγλου συγγραφέα Ian McEwan, ο οποίος δεν δίσταζε να παραδεχτεί την επιρροή του βιβλίου του Hartley, θεωρώντας το, ως «πηγή έμπνευσης» για την ιστορία που αφηγήθηκε. Βέβαια η ομοιότητα αυτή, υπάρχει κυρίως στην ατμόσφαιρα παρά στην θεματική της «Εξιλέωσης», υπάρχουν όμως και αισθητικές αναλογίες, όπως η έντονη καλοκαιρινή ζέστη, η αχαλίνωτη φαντασία της Μπριόνι (βασικού χαρακτήρα της «Εξιλέωσης»), το ότι γίνεται κι αυτή «αγγελιαφόρος», κι έχει την παιδική περιέργεια να ανακαλύψει τι κάνουν οι μεγαλύτεροί της – εάν όμως ο McEwan επηρεάστηκε από το βιβλίο του Χάρτλεϊ, τι να πει κανείς για την (πραγματικά έξοχη) κινηματογραφική μεταφορά της «Εξιλέωσης» του 2007, όπου ο σκηνοθέτης Joe Wright αντέγραψε αυτούσιες σκηνές από την ταινία του Losey
 
Εν κατακλείδι
 
Μεταφρασμένο υπέροχα από την (πάντα εξαιρετική) Τόνια Κοβαλένκο, το εκπληκτικό «Ο Μεσάζων», είναι ένα βιβλίο, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτών που αποκαλούνται «μυθιστορήματα μεγάλης πνοής». Η μνήμη και η σχετικότητά της, το παρελθόν που όντως είναι «μια ξένη χώρα», η χαμένη αθωότητα με την απότομη συνειδητοποίηση του κόσμου, ο διάχυτος ερωτισμός, οι κοινωνικές διαφορές είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν. Όλα αυτά συμπληρώνονται γοητευτικά με την εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής, με την ατμόσφαιρα που θυμίζει «Γατόπαρδο» του Di Lampedusa (είναι βέβαια τυχαίο που και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν την δεκαετία του ’50 και «κατηγορήθηκαν» για «λατρεία του ρετρό»), το έντονο κοινωνικό  σχόλιο, την κομψότητα του ύφους με την προσοχή στη λεπτομέρεια, την δυναμική της ερωτικής ιστορίας, την πανοραμική ματιά πάνω από τα γεγονότα στην έπαυλη, που θυμίζει κινηματογραφική κάμερα. Ένα βιβλίο που δικαίως θεωρείται πλέον κλασσικό, απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε βιβλιόφιλο.
 
Βαθμολογία 90 / 100


 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home