Τρίτη, Μαΐου 18, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 18, 2021 | Permalink
Το απαράμιλλο στυλ του Robert Louis Stevenson ("Το διαμάντι του Μαχαραγιά")
Ένα από τα ονόματα που αυθόρμητα μου έρχεται ως απάντηση, στην ερώτηση που μπορεί να θέσει κάποιος, «καλή λογοτεχνία που δεν θα σε καταθλίψει και θα σε κάνει να περάσεις ευχάριστα μερικές ώρες», είναι αυτό του Robert Louis Stevenson. Ο σπουδαίος Σκώτος συγγραφέας (1850, Εδιμβούργο – 1894, Samoa), στον σύντομο, πολυτάραχο και ιδιαίτερα μυθιστορηματικό του βίο, έγραψε δυο-τρία αριστουργηματικά βιβλία («Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ», «Το νησί των θησαυρών») και πολλά διηγήματα. Μερικές από τις καλύτερες ιστορίες του, περιλαμβάνονται στο τρίτομο «Νέες Χίλιες και μια Νύχτες» που μέρη του (όχι ολόκληρο) έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
 
Το πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου, του «Νέες Χίλιες και μια Νύχτες», αποτελεί το εξαιρετικό και εξόχως διασκεδαστικό «ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΟΥ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑ» («The Rajahs Diamond»), οι ιστορίες του οποίου, πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1878 (σε συνέχειες σε ένα περιοδικό του Λονδίνου), και που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας, από τις πολύ δραστήριες νέες εκδόσεις Μάγμα, σε μετάφραση Χάρη Τανταρούδα Παπασπύρου (σελ. 139). Οι τέσσερις ιστορίες που απαρτίζουν τον μικρό αυτό τόμο, ακολουθούν την πορεία ενός περιβόητου διαμαντιού που μόνο τύχη δεν φέρνει σε όποιον πέσει στα χέρια του.


 
«Ο Σερ Τόμας ήταν ένας άνδρας περίπου στα εξήντα, βροντόφωνος, φασαριόζος και αυταρχικός. Εξαιτίας κάποιας αμφιλεγόμενης εκδούλευσης ο Μαχαραγιάς του Κασγκάρ τού είχε δωρίσει το έκτο πιο ξακουστό διαμάντι του κόσμου. Το δώρο αυτό μετέτρεψε τον αξιωματούχο μας από φτωχό σε πλούσιο ▪ από έναν άσημο, αφανή στρατιώτη σ’ έναν από τους λέοντες της λονδρέζικης υψηλής κοινωνίας. Ο κάτοχος του Διαμαντιού του Μαχαραγιά ήταν καλοδεχούμενος στους πλέον κλειστούς και πολυτελείς κύκλους. Είχε μάλιστα βρει μια κυρία – νεαρή, όμορφη και από αριστοκρατική οικογένεια – η οποία έδειχνε πρόθυμη να ιδιοποιηθεί το διαμάντι, ακόμα και με τίμημα τον γάμο μαζί του. Καθώς όμοιος ομοίω αεί πελάζει, διαδιδόταν εκείνον τον καιρό ότι ένα κόσμημα είχε προσελκύσει ένα άλλο. Και η Λαίδη Βάντελερ δεν ήταν μονάχα πραγματικό στολίδι ▪ φρόντιζε αποπάνω να επιδεικνύεται στον κόσμο με το πλέον ακριβό περιτύλιγμα. Εξ ου και θεωρείτο σύμφωνα με τις πλέον καταξιωμένες αυθεντίες της μόδας, ως μία εκ των τριών ή τεσσάρων πιο καλοντυμένων γυναικών της Αγγλίας.»
 
Το ξακουστό διαμάντι που έχει στα χέρια του ο Σερ Τόμας Βάντελερ, περνάει από χέρι σε χέρι στις τέσσερις ιστορίες του βιβλίου. Στην πρώτη («Η ιστορία της καπελιέρας»), ο νεαρός και χαριτωμένος (και σχετικά αφελής) υπηρέτης της (γεμάτης χρέη) Λαίδης Βάντελερ, παίρνει εντολή να μεταφέρει την καπελιέρα της σε μια μυστική διεύθυνση, στο κατόπι του όμως είναι ο υποψιασμένος Βάντελερ και εκείνος βρίσκει καταφύγιο στον κήπο ενός σπιτιού, καθώς όμως πήδαγε τον τοίχο του, το κουτί σπάει και αποκαλύπτεται ότι είχε μέσα κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες και το περίφημο διαμάντι που με τα πολλά θα περάσει στα χέρια ενός εφημέριου, του κυρίου Ρολς, που στη δεύτερη ιστορία («Η ιστορία του νεαρού κληρικού»), θα σκεφτεί να «κόψει» το διαμάντι γνωρίζοντας ότι αποκλείεται να μπορέσει να το πουλήσει ολόκληρο και προσπαθεί να μάθει την τεχνική πώς να το κάνει αυτό. Κατά κακή του τύχη όμως πέφτει πάνω στον Τζον Βάντελερ – αδελφό του Σερ Τόμας Βάντελερ – που αντιλαμβάνεται ότι ο κληρικός έχει το διαμάντι, αλλά επειδή το έχει επάνω του, δεν μπορεί να του το πάρει. Αποφασίζουν να συνεργαστούν, προς κοινό όφελος, δεδομένης της ελάχιστης εκτίμησης που τρέφει ο Τζον Βάντελερ προς τον αδελφό του.
 
Στην τρίτη ιστορία («Η ιστορία του σπιτιού με τα πράσινα στόρια»), μεταφερόμαστε στο Παρίσι, όπου μεταβαίνει ο Φράνσις Σκρίμτζερ, ταμίας σε τράπεζα στο Εδιμβούργο, όταν ένας δικηγόρος τον ενημερώνει ότι επιτέλους ο αληθινός του πατέρας τον αναγνώρισε και πλέον είναι κληρονόμος ενός ετήσιου ποσού αν μεταβεί στο Παρίσι, παρακολουθήσει μια παράσταση σε μια συγκεκριμένη θέση, και παντρευτεί μια δεσποινίδα, της απόλυτης επιλογής του (νέου του;) πατέρα. Το διαμάντι με έναν δαιδαλώδη τρόπο θα καταλήξει στα χέρια του ανυποψίαστου νεαρού που αντιλαμβανόμενος ότι είναι κάτοχος ενός κλοπιμαίου, θα το παραδώσει στα χέρια του Πρίγκιπα Φλόριζελ για να μην ατιμαστεί. Ο Πρίγκιπας Φλόριζελ που είναι ήρωας στις περισσότερες ιστορίες από τις «Νέες Χίλιες και μια νύχτες», στην τέταρτη ιστορία «Η ιστορία του Πρίγκιπα Φλόριζελ κι ενός επιθεωρητή» απαλλάσσει επιτέλους την ανθρωπότητα από το πολύτιμο πετράδι που ταλαιπωρεί και διαφθείρει όποιον το έχει στην κατοχή του.


 
«Για μένα τούτο εδώ το πετράδι είναι τόσο σιχαμερό όσο και τα έρποντα σκουλήκια του θανάτου ▪ τόσο αποκρουστικό σα να’χε φτιαχτεί με το αίμα αθώων. Το κοιτάζω βαστώντας το στο χέρι μου και ξέρω ότι η λάμψη του πηγάζει από τις φωτιές της κόλασης. (…) Η φαντασία αδυνατεί να συλλάβει τι έγινε σε παλιότερους καιρούς, σε τι εγκλήματα και προδοσίες οδήγησε τους προγόνους μας. Για χρόνια και χρόνια υπηρέτησε πιστά τις δυνάμεις του σκότους. Όμως φτάνουν πια οι αιματοχυσίες, φτάνει η ατίμωση ▪  αρκετά με τις κατεστραμμένες φιλίες και ζωές! Όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος: και τα κακά και τα καλά ▪ και η πανούκλα και η όμορφη μουσική.»
 
Ο Στήβενσον χρησιμοποιώντας τον Πρίγκιπα Φλόριζελ ως «από μηχανής θεό», με την σοφία και την εμπειρία του περί ζωής, που συμβουλεύει και δίνει την τελική λύση στην ιστορία, συνδέει τους μύθους του με αυτές των original ιστοριών από τις «Χίλιες και μια νύχτες» που έχουν τον Χαρούν – Αλ – Ρασίντ ως κεντρικό χαρακτήρα, όπου γύρω του πλάθονται οι αφηγήσεις του βιβλίου που ενέπνευσε τον συγγραφέα. Οι ιστορίες στο «Διαμάντι του Μαχαραγιά» έχουν ακόμα την επιρροή της «Φεγγαρόπετρας» του Γουίλκι Κόλινς που γράφτηκε μερικά χρόνια πριν, μια αρχετυπική αστυνομική ιστορία, που αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις λίθους του λογοτεχνικού αυτού είδους.
 
Ο Στήβενσον δείχνει μέσα από μια αριστοτεχνικά δομημένη αφήγηση την ανθρώπινη αδυναμία, το πόσο ευάλωτος είναι ο μέσος άνθρωπος μπροστά στην πρόκληση του εύκολου πλουτισμού, μπροστά σε κάτι που μπορεί να τον παρασύρει σε μια περιπέτεια επικίνδυνη και πολλές φορές παράνομη. Οι χαρακτήρες των ιστοριών του, προσεκτικά σκιαγραφημένοι, ένας άμυαλος και χαρούμενος γραμματέας, ένας νεαρός κληρικός, ένας άχρωμος ταμίας τραπέζης, έχουν σταθερές εργασίες, και ήρεμες ζωές, όμως αίφνης μεταβάλλονται μόλις πιάνουν το πετράδι, πως αλλάζει η σκέψη τους, ο ρυθμός της ζωής τους. Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί, ούτε καταδικάζει, παραθέτει με δήθεν ανάλαφρο τρόπο τις αλλαγές στη συμπεριφορά τους, τις ενέργειές τους, τον φόβο και την πορεία τους προς το έγκλημα.
 
Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο τον επίμονο αναγνώστη, είναι το αφηγηματικό στυλ του μεγάλου Σκώτου συγγραφέα, που εναλλάσσει τις ιστορίες του εκπληκτικά χωρίς περιττά στοιχεία, χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού.
«Το διαμάντι του Μαχαραγιά» προσφέρει σελίδες ύψιστης λογοτεχνικής απόλαυσης, παρασύροντας μας σε ένα κοσμοπολίτικο ταξίδι όπου το μυστήριο ανακατεύεται δημιουργικά με την ειρωνεία και τον σαρκασμό, το χιούμορ με το δράμα, η περιπέτεια με τον έρωτα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home