Τετάρτη, Μαΐου 05, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 05, 2021 |
Permalink
"Ταμιευτήρας 13"
Ο
Βρετανός Jon McGregor (1976, Βερμούδες)
είναι μια ιδιότυπη και άκρως χαρισματική προσωπικότητα συγγραφέα, αφού και τα
τέσσερα μυθιστορήματά του, έχουν διακριθεί είτε με μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία,
είτε μπαίνοντας στις βραχείες λίστες αυτών. Δεν μπορείς ως αναγνώστης να
μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στη μεγάλη αφηγηματική δεινότητα του McGregor, κάτι που μου συνέβη όταν διάβασα τα δύο
βιβλία του που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά την πρώτη δεκαετία του 21ου
αιώνα (το «Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα» και το «Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή»). Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του (το οποίο,
κυκλοφόρησε στην Αγγλία το 2017), που εκδόθηκε την προηγούμενη χρονιά στα
ελληνικά, το «ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΑΣ 13» («Reservoir 13») – (εκδ. Άγρα,
μετάφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, σελ. 296), είναι γεγονός, ότι άργησε λίγο, για εμάς τους
θαυμαστές του έργου του συγγραφέα, αλλά είναι τόσο καλό, που αποζημιώνει (και
με το παραπάνω) γι’ αυτή την «αργοπορία».
Στο
«Ταμιευτήρας 13», ο McGregor, ακολουθεί την
ίδια περίπου τεχνική, με το (καλύτερό του βιβλίο μέχρι τώρα), «Αν δεν μιλάμε
για τα σπουδαία πράγματα», το οποίο παρακολουθεί ένα 24ωρο από την ζωή των
κατοίκων μιας συνοικίας μετά από ένα τραγικό συμβάν. Μόνο που στον «Ταμιευτήρα
13», το χρονικό πλαίσιο εκτείνεται στα 13 χρόνια, ενώ το γεωγραφικό πλαίσιο
καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο, μια μικρή πόλη – έχουμε όμως και πάλι ένα τραγικό
γεγονός, όπως και μια λεπτομερή περιγραφή της καθημερινότητας και την επίδραση
που έχει αυτό το γεγονός στις ζωές των κατοίκων της.
«…Οι
άνθρωποι το μόνο που ήθελαν ήταν να ανοίγουν το στόμα τους και να μιλάνε, χωρίς
να τους νοιάζει ιδιαίτερα τι λένε. Μέχρι το πρώτο φως της ημέρας η ομίχλη είχε
καθαρίσει. Από την κορυφή του χερσότοπου, καθώς οι άνθρωποι γύριζαν, μπορούσαν
να δουν το χωριό: το δάσος με τις οξιές και τα μισθωμένα λιβάδια, το καμπαναριό
της εκκλησίας και το γήπεδο κρίκετ, το ποτάμι και το λατομείο και το εργοτάξιο
τσιμέντου δίπλα στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στην κωμόπολη. Η έκταση που
έπρεπε να καλύψουν ήταν μεγάλη και εκείνη θα μπορούσε να βρίσκεται σε πολλά
μέρη. Ξεκίνησαν. Πού και πού φαινόταν κάποιο φως από την κίνηση στον
αυτοκινητόδρομο, που μόλις διακρινόταν στον ορίζοντα. Οι υδροταμιευτήρες είχαν
μια ομοιόμορφη γκρίζα μεταλλική απόχρωση. Μια πλατιά λωρίδα βροχής πλησίαζε. Το
έδαφος τώρα ήταν πιο μαλακό, το λιπαρό καφετί νερό μούσκευε τις αρβύλες τους.
Ένα ελικόπτερο που κάλυπτε τις ειδήσεις πετούσε πάνω από τη γραμμή των
εθελοντών. Ήταν δύσκολο να μην κοιτάξεις ψηλά και να χαιρετήσεις. Αργότερα η
αστυνομία οργάνωσε μια συνέντευξη τύπου στο Γκλάντστοουν, αλλά δεν είχαν τίποτε
να ανακοινώσουν πέρα από όσα ήταν ήδη γνωστά. Το όνομα του αγνοούμενου
κοριτσιού ήταν Ρεμπέκκα Σώ. Ήταν δεκατριών χρονών. Την τελευταία φορά που την
είδαν φορούσε ένα λευκό φούτερ με κουκούλα, σκούρο μπλε ισοθερμικό αμάνικο
μπουφάν, μαύρο τζην και πάνινα παπούτσια. Είχε ύψος ένα εξηνταπέντε και ίσια
σκουρόξανθα μαλλιά μέχρι τους ώμους. Έγιναν εκκλήσεις στο κοινό να ειδοποιήσουν
την αστυνομία αν έβλεπαν κάποιο άτομο που ταίριαζε με την συγκεκριμένη
περιγραφή. Η έρευνα θα ξανάρχιζε όταν θα το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Το
βράδυ στην πλατεία υπήρχε μια λάμψη από φώτα της τηλεόρασης, καπνός που
σηκωνόταν από τις γεννήτριες και δυνατές φωνές που έρχονταν από την αυλή πίσω
από το παμπ. Οι αμφιβολίες είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους.»
Μια
παραμονή Πρωτοχρονιάς σε ένα συνηθισμένο χωριό της βόρειας Αγγλίας, ένα όμορφο
δεκατριάχρονο κορίτσι, η Ρεμπέκκα Σω, εξαφανίζεται. Είχε έρθει με τους γονείς της
να περάσουν τις γιορτινές ημέρες, νοικιάζοντας ένα δωμάτιο. Οι αστυνομικές και
οι τοπικές αρχές, όπως και οι κάτοικοι, κινητοποιούνται για την ανεύρεση της κοπέλας,
χωρίς καμία επιτυχία. Δεν θα βρεθεί παρά το ενδελεχές «χτένισμα» της περιοχής.
Οι μήνες περνάνε, το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο αλλά το αποτέλεσμα παραμένει
το ίδιο αλλά ούτε ίχνος της κοπέλας. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης, που είδαν
την καθημερινότητά τους να αλλάζει, επιστρέφουν στις ζωές τους. Άλλοι
παντρεύονται, άλλοι χωρίζουν, άλλοι πεθαίνουν, άλλοι χρεοκοπούν, καινούργιοι
κάτοικοι έρχονται να ζήσουν εκεί, άλλοι φεύγουν. Η Ρεμπέκκα όμως που η θύμησή της
σιγά σιγά ξεθωριάζει, δεν βρίσκεται…
Το
μυθιστόρημα του McGregor, ξεκινάει στο
πρώτο του κεφάλαιο σαν μια αστυνομική ιστορία εξαφάνισης και εκτυλίσσεται στα
επόμενα δώδεκα που ακολουθούν τελείως διαφορετικά. Η πρώτη πρόταση των
κεφαλαίων, είναι ακριβώς η ίδια «τα μεσάνυχτα όταν άλλαξε ο χρόνος…» και
ακολουθεί μια περιγραφή των πυροτεχνημάτων για τον εορτασμό της νέας χρονιάς.
Τα χρόνια περνάνε και ο συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητα των κατοίκων,
παρακολουθώντας τους πανοραμικά.
Δεν
επαναλαμβάνεται όμως μόνο ο εορτασμός κάθε πρωτοχρονιάς. Επαναλαμβάνονται οι
τοπικές γιορτές, ένας ετήσιος αγώνας κρίκετ – με το ίδιο αποτέλεσμα, η περίοδος
του θερισμού – ο κύκλος των γεγονότων θα διαρραγεί όταν η εφημέριος (και
εξομολόγος και φίλη όλων) του χωριού θα μετακομίσει στο Μάντσεστερ και
επιτέλους θα έρθει η πρώτη νίκη στο κρίκετ. Καθώς οι αστυνομικές έρευνες με τον
καιρό σταματάνε, χωρίς ο φάκελος της υπόθεσης να κλείνει, η εξαφάνιση της Ρεμπέκκα
περνάει στο συλλογικό υποσυνείδητο, στη μνήμη των εφήβων που πρόλαβαν να κάνουν
παρέα μαζί της, στους γονείς που αγωνιούν αν το παιδί τους αργήσει ένα βράδυ να
γυρίσει, στην καχυποψία που πάντα υπήρχε για ορισμένους από τους κατοίκους.
«..Στους
ταμιευτήρες το νερό σχημάτιζε αφρισμένα κύματα. Είχε περάσει μια δεκαετία πια
από τότε που είχε χαθεί το κορίτσι και παρόλο που δεν μιλούσαν πολύ γι’ αυτό,
ήταν ακόμα στις σκέψεις των ανθρώπων. Την έλεγαν Ρεμπέκκα, ή Μπέκυ, ή Μπεξ.
Φορούσε ένα λευκό φούτερ με κουκούλα και ένα μπλε σκούρο ισοθερμικό αμάνικο
μπουφάν. Την είχαν δει στο δάσος με τις οξιές, να σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο.
Την είχαν δει στο σταθμό του τραίνου. Την είχαν ψάξει παντού. Θα μπορούσε να είχε
κανονίσει να συναντήσει κάποιον και να την είχε παραλάβει ασφαλή κάποιο
αυτοκίνητο. Θα μπορούσε να είχε πέσει σε κάποια τρύπα. Θα μπορούσαν να την
έχουν έχουν χτυπήσει οι γονείς της κάποια κακιά στιγμή. Θα μπορούσε να έχει
φύγε επειδή το διάλεξε ή επειδή δεν είχε άλλη επιλογή. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να
θέλουν να ξέρουν.»
Ο
συγγραφέας με αριστοτεχνικό τρόπο, σταδιακά μετατοπίζει το κέντρο βάρους του
μυθιστορήματος, χωρίς όμως να εγκαταλείπει τον αναγνώστη η διαρκής αίσθηση ότι
κάτι θα γίνει, κάτι δραματικό τον περιμένει στην επόμενη σελίδα, στο επόμενο
κεφάλαιο. Τον McGregor όμως δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει τι
γίνεται με την αστυνομική ιστορία, μας περιγράφει τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές
των κατοίκων μετά το συμβάν. Ένα κρεοπωλείο που χρεοκοπεί και κλείνει και το
ζευγάρι των ιδιοκτητών του που χωρίζει απασχολεί περισσότερες σελίδες από το
τραγικό γεγονός της εξαφάνισης, παρακολουθούμε τη ζωή των εφήβων / συνομηλίκων της
Ρεμπέκκα για μια περίοδο 13 ετών, τις αλλαγές που συνέβησαν στη ζωή τους, την
ενηλικίωσή τους, τις σπουδές τους, το μέλλον τους, ενώ θα συνεχίσουμε να
ενημερωνόμαστε για τα επίπεδα του νερού στους ταμιευτήρες.
Η
επιλογή του συγγραφέα ξενίζει και θέλει χρόνο για να την συνηθίσεις. Η
εξαφάνιση του κοριτσιού είναι το MacGuffin του βιβλίου, το «δόλωμα»
που ρίχνει ο συγγραφέας, η μεγάλη εικόνα όμως είναι η ζωή των κατοίκων στο
χωριό, οι σχέσεις μεταξύ τους, η καθημερινότητά τους. Δεν υπάρχει κάποιος
χαρακτήρας που να ξεχωρίσει, κάποιος πρωταγωνιστής στην ιστορία – οι ήρωές της είναι
οι κάτοικοι της πόλης. Οι λεπτομερείς περιγραφές της μικρής πόλης, των σπιτιών,
των δρόμων, της φύσης, ο μικρόκοσμος της μικρής πόλης, οι κοινωνικές και
προσωπικές αλλαγές μέσα σε μια περίοδο 13 χρόνων είναι τα κεντρικά στοιχεία
αυτού του παράξενου και ιδιαίτερα σαγηνευτικού μυθιστορήματος, που στριφογυρίζει
διαρκώς, μην αφήνοντας τον αναγνώστη να εφησυχάσει.
Υπαινικτικός
και στιβαρός λόγος, στυλάτη αφήγηση και μια απεικόνιση της «πραγματικότητας»
στη ζωή μιας πόλης, που μας δείχνει με «υπνωτιστικό ρυθμό», πόσο παράλογη και
μάλλον αναξιόπιστη, μπορεί αυτή η πραγματικότητα να γίνει. Στον «Ταμιευτήρα 13»,
βλέπουμε ότι τα αληθινά δράματα, μπορούν να είναι και αυτά που γίνονται πίσω
από κλειστές πόρτες, είναι κι αυτά που εξελίσσονται αργά κατά τη διάρκεια μιας
ζωής, χωρίς σκοπό, όταν ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι έχεις γίνει ένας άλλος,
διαφορετικός άνθρωπος από αυτός που πίστευες ότι είσαι.
Ο
McGregor σε αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, μας υπενθυμίζει
το πόσο σημαντικός συγγραφέας είναι, σε μια ιστορία γραμμένη με συμπόνια και
τρυφερότητα, για την απώλεια και την καθημερινότητα, τους κύκλους της ζωής και τις
αλλαγές που επέρχονται. Ένα βιβλίο που είναι αιχμηρό χωρίς να το καταλαβαίνεις
και που εισέρχεται μέσα σου, με ήρεμο και «ύπουλο» τρόπο, καθιστώντας σε,
αιχμάλωτό του. Λογοτεχνία που ξεβολεύει, τολμηρή και δυναμική που μας περιγράφει με
ενσυναίσθηση τους χαρακτήρες και τα απλά γεγονότα της ζωής.
Βαθμολογία
85 / 100
Δημοσίευση σχολίου