Δευτέρα, Ιουλίου 12, 2021
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 12, 2021 | Permalink
Ένας συγκλονιστικός "Εθελοντής"
Πως
μπορεί να περιγράψει ο αναγνώστης, την εμπειρία του, διαβάζοντας ένα
συγκλονιστικό βιβλίο, όπως είναι «Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ» («The
Volunteer»), αυτή την καθηλωτική ιστορική έρευνα,
βιογραφία, ενός μοναδικού αφανούς ήρωα της Πολωνικής αντίστασης στον Β
παγκόσμιο πόλεμο, που έγραψε o Άγγλος συγγραφέας
και δημοσιογράφος Jack Fairweather (1978, Shrewsbury);
Το βιβλίο, που μάλλον ανήκει στην κατηγορία «Ιστορία», κυκλοφόρησε πριν από μερικούς
μήνες από τις εκδόσεις Gutenberg (εξαιρετική
έκδοση), σε μετάφραση Θ. Δαρβίρη (σελ.522).
Αυτό το blog, ασχολείται σχεδόν ολοκληρωτικά, με λογοτεχνικά κείμενα, προϊόντα μυθοπλασίας - παρότι διαβάζει αρκετά βιβλία ιστορίας τον χρόνο ή άλλα θεωρητικά κείμενα / δοκίμια, δεν αναφέρεται σε αυτά, θεωρώ ότι, υπάρχουν άνθρωποι πολύ πιο ειδικοί που μπορούν να τα αναλύσουν. Όταν όμως το βιβλίο που διαβάζεις, υπερβαίνει τα (έτσι κι αλλιώς αυθαίρετα) όρια των ειδών, τότε θεωρώ ότι πρέπει να του αφιερώσω ένα κείμενο.
Ο Fairweather στον «Εθελοντή», περιγράφει την αληθινή ιστορία ενός όχι και τόσο καθημερινού ανθρώπου, ενός τύπου που στην λογοτεχνία αποκαλείται «bigger than life», του Βίτολντ Πιλέτσκι, αξιωματικού του πολωνικού στρατού, που οργανώθηκε στην αντίσταση, αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας του από τους Ναζί και που επιλέχθηκε να μπει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς εθελοντικά για να οργανώσει αντιστασιακό πυρήνα εντός του. Αν το γεγονός αυτό, από μόνο του, συνιστά τεράστιο ηρωισμό, τα γεγονότα που προκύπτουν, τόσο απίστευτα και τόσο αληθινά ταυτόχρονα, συνιστούν ένα θρίλερ που μόνο στη φαντασία μπορεί να προκύψει.
Ο Βίτολντ Πιλέτσκι όταν οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Πολωνία το 1939, είναι 38 ετών. Ζει με την οικογένειά του (σύζυγο και δύο παιδιά), σε μια μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με την Λιθουανία και παρότι καλλιτεχνική φύση, δεν μπόρεσε να καλλιεργήσει τη τάση του αυτή, καθώς πολέμησε τους Σοβιετικούς το 1918 για να μπορέσει η χώρα του να κηρύξει την ανεξαρτησία της. Κατόπιν ανέλαβε το μεγάλο κτήμα της οικογένειάς του, ευρισκόμενος επικεφαλής ουσιαστικά της κοινότητας. Όταν κηρύσσεται ο πόλεμος, δεν το σκέφτεται ούτε λεπτό, συγκροτεί ομάδα και φεύγει. Δεν προλαβαίνει να πολεμήσει πολύ, καθώς ήταν ζήτημα ημερών να κατακτηθεί η χώρα του. Πηγαίνει στην Βαρσοβία, όπου συγκροτεί μια αντιστασιακή ομάδα. Είναι φανατικός πατριώτης αλλά και φανατικός αντικομμουνιστής – κάτι που θα του στοιχίσει τη ζωή.
«Ο Βίτολντ απεχθανόταν την πολιτική και τον τρόπο που οι πολιτικοί εκμεταλλεύονταν τις διαφορές. Η οικογένειά του υπερασπιζόταν την παλαιά τάξη, όταν η Πολωνία ήταν ανεξάρτητη και αποτελούσε φάρο πολιτισμού. Παρ’ όλα αυτά, ήταν άνθρωπος που είχε επίγνωση της εποχής και της κοινωνικής του τάξης. Το πιθανότερο είναι να αντιμετώπιζε τους ντόπιους Πολωνούς και Λευκορώσους χωρικούς με μια πατερναλιστική αντίληψη και να συμμεριζόταν κάποιες από τις κυρίαρχες αντισημιτικές απόψεις. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, οι πατριωτισμός του περιλάμβανε όλες τις ομάδες ή τις εθνότητες που ήταν προσηλωμένες στον πολωνικό αγώνα. Έπρεπε να γίνουν μια γροθιά για να αποκρούσουν τη ναζιστική απειλή.»
Το καλοκαίρι του 1940, οι πληροφορίες λένε, ότι οι Ναζί έχουν στήσει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης σε ένα παλιό πολωνικό στρατώνα έξω από την μικρή πόλη Οσβιέτσιμ κοντά στην Κρακοβία. Οι Γερμανοί ονόμασαν το μέρος Άουσβιτς και εκεί φυλακίζονταν αρχικά Πολωνοί μόνο. Οι αναφορές μιλούσαν για πολλούς νεκρούς, οπότε το σχέδιο της Αντίστασης ήταν να μπει κάποιος να οργανώσει κάποια εστία αντίδρασης, αλλά και να ενημερώσει τι ακριβώς συμβαίνει εκεί μέσα. Ο Βίτολντ είναι ίσως ο πιο έμπειρος αλλά διστάζει γνωρίζοντας ότι, η είσοδός του στο στρατόπεδο, ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Έτσι κι αλλιώς όμως έχει επιλέξει να υπηρετήσει την πατρίδα του με κάθε κόστος, αφήνοντας την οικογένειά του σε δεύτερη μοίρα. Δέχεται να μπει, και χρησιμοποιεί μια ταυτότητα ενός αγνοούμενου που είναι στην ηλικία του.
Πλέον μάς είναι λίγο-πολύ γνωστά, του τι συνέβαινε στο Άουσβιτς μέχρι το 1945, ο Βίτολντ Πιλέτσκι όμως που μπαίνει εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1940, δεν έχει παρά μια ελάχιστη γνώση του κολαστηρίου που βρήκε. Τις αναίτιες εκτελέσεις, διαδέχονται οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ο Βίτολντ είναι γεροδεμένος, μπορεί να κάνει πολλές δουλειές αλλά είναι και «τυχερός». Θα περάσει δίπλα από την εκτέλεση αρκετές φορές, θα ελιχθεί, θα οργανώσει ένα δίκτυο – αντίστασης, αλλά και (κυρίως) πληροφοριών προς τα έξω. Καθώς το Άουσβιτς μεγαλώνει και αρχίζει να φιλοξενεί Εβραίους από όλη την Ευρώπη και τα κρεματόρια μετατρέπονται σε θαλάμους αερίων, η ομάδα του Βίτολντ, καταφέρνει να περάσει αρκετές πληροφορίες στην αντίσταση στη Βαρσοβία, κυρίως μέσω κάποιων ανθρώπων που απελευθερώνονται (λόγω «γνωριμιών» και οικονομικών συναλλαγών). Οι πληροφορίες δεν θα αργήσουν να φτάσουν στην εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο, όμως οι Άγγλοι είτε είναι πολύ απασχολημένοι με τον αγώνα που δίνουν, είτε δεν τις παίρνουν πολύ τοις μετρητοίς, ενώ τα νέα για τους μαζικούς θανάτους των Εβραίων, δεν τους συγκινούν ιδιαίτερα – βρίσκουν δε υπερβολικά αυτά που διαβάζουν.
«…το απόγευμα της 19ης Μαρτίου, μια φωνή απλώθηκε σε όλο το στρατόπεδο
«Έρχονται!»
Δεν ήταν οι Εβραίοι που είχε διατάξει ο Χίμλερ να στείλουν στο στρατόπεδο, αλλά Πολωνές πολιτικές κρατούμενες. Όλοι έσπευσαν στα παράθυρα να δουν πέντε καμιόνια των SS που μετέφεραν τις γυναίκες.
Ένας
ξυλουργός, ονόματι Κλούσκα, κατέφθασε τρέχοντας λίγο μετά για να επιβεβαιώσει
την άφιξή τους στην κεντρική πύλη και να τους πει ότι, κατά απίστευτο τρόπο,
ανάμεσα στις κρατούμενες ήταν και η αρραβωνιαστικιά του, η Ζόσια, που φορούσε
την αγαπημένη καφέ γούνα της. Είχαν διασταυρωθεί τα βλέμματά τους.
«Στο εξής, από αυτή τη στιγμή, έχω ένα σκοπό στη ζωή» τους είπε ο Κλούσκα. «Θα φροντίζω εκείνη. Θα της δίνω το φαγητό μου, θα την ταΐζω».
Ο Βίτολντ είπε χαμηλόφωνα στον Βινσέντι ότι και σε αυτές θα φερόντουσαν όπως στους άντρες.
Εκείνο το βράδυ επέστρεφαν στο στρατόπεδο, όταν ένας άντρας των SS τους έκοψε τον δρόμο πριν φτάσουν στο κρεματόριο και μίλησε στον κάπο, που ξαφνικά χλόμιασε και ακούστηκε σχεδόν πανικόβλητος όταν διέταξε τους κρατούμενους να τρέξουν και να κοιτάξουν αριστερά, αποστρέφοντας το βλέμμα από το κτίριο. «Όποιος δεν υπακούσει, θα εκτελεστεί!», ούρλιαξε.
Υπάκουσαν
τρέχοντας με μικρά γρήγορα βήματα, αλλά ο Βινσέντι πρόλαβε να ρίξει μια κλεφτή
ματιά στο κρεματόριο. Η καγκελόπορτα, που έκοβε στη μέση τον ψηλό ξύλινο
φράκτη, πρόσφατα χτισμένο γύρω από την πύλη, ήταν ανοιχτή, αποκαλύπτοντας τα
στοιβαγμένα πτώματα γυναικών και κοριτσιών. Οι εργάτες του κρεματορίου έγδυναν τις
σορούς. Ένα από τα θύματα φορούσε ακόμη τη γούνα της.»
Ο Βίτοντ Πιλέτσκι θα μείνει στο Άουσβιτς σχεδόν τρία χρόνια. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, θα οργανώσει ομάδες αντίστασης και πληροφοριών, θα σώσει δεκάδες ανθρώπους, θα απελπιστεί, θα φτάσει στα όριά του – τελικά θα δραπετεύσει και θα βιώσει τις μάχες στην ισοπέδωση της Βαρσοβίας από τους Γερμανούς και στην «απελευθέρωσή της» από τους Σοβιετικούς. Ο δρόμος που επιλέγει δεν είναι ποτέ ο εύκολος, θα είναι μόνιμα στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος για την ανεξαρτησία της πατρίδας του, εμμονικά και με την τρέλα που χαρακτηρίζει τους ήρωες.
Ξεκάθαρα το βιβλίο είναι από αυτά που χαρακτηρίζονται «page-turners». Μετά τις αρχικές πληροφορίες, αισθάνεσαι ότι διαβάζεις ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στον β παγκόσμιο πόλεμο. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζω ποιο λογοτεχνικό έργο που αναφέρεται σ’ εκείνη την περίοδο, δεν θα είχε να ζηλέψει από αυτό το βιβλίο ιστορικής βιογραφίας. Δεν είναι μόνο οι σκηνές στο στρατόπεδο, που καθηλώνουν, είναι και οι σκηνές της απόδρασης που είναι τελείως μυθιστορηματική, η συνάντηση του Βίτολντ με τον άνθρωπο του οποίου την ταυτότητα χρησιμοποίησε – που αν το έγραφε κάποιος σε μια ιστορία θα ήταν αδύνατο να το πιστέψεις -, η επιστροφή του Βίτολντ στην Βαρσοβία, η αμηχανία των ανωτέρων του, η αποτυχία ευαισθητοποίησης των Συμμάχων απέναντι στο δράμα που εκτυλισσόταν στο Άουσβιτς, οι μάχες εκ του συστάδην στην πρωτεύουσα της Πολωνίας, η εισβολή των Σοβιετικών, η δίκη και τα βασανιστήρια που υπέστη αυτός ο ουσιαστικά ανώνυμος ήρωας. Είναι μια ιστορία μεγίστης γενναιότητας, αυταπάρνησης και κουράγιου, υπομονής και πείσματος, πατριωτισμού και θυσίας, αποτυχίας και επιμονής στο δίκαιο.
Το βιβλίο όμως είναι και μια ιστορία του Άουσβιτς. Αυτού του στρατοπέδου, που η φρίκη του, ξεπερνούσε κάθε λογική. Πως δημιουργήθηκε, πως αποφασίστηκε η μετατροπή του σε τόπο μαζικών δολοφονιών, πως ξεκίνησε και πως προχώρησε το πρόγραμμα γενοκτονίας των Ναζί, τον τρόπο που θριαμβεύει το Κακό και τον καθημερινό αγώνα των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί για επιβίωση, τον καθημερινό εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας.
«Ως τις 16 Ιουλίου, ο Στάσιεκ είχε συγκεντρώσει στοιχεία που ανέβαζαν τον αριθμό των Εβραίων νεκρών σε τριάντα πέντε χιλιάδες, μόλις σε δύο μήνες και κάτι. Ο Βίτολντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς περνούσε από το μυαλό των SS», έγραψε αργότερα. «Υπήρχαν αμέτρητα γυναικόπαιδα στα βαγόνια. Ανάμεσά τους και πολλά μωρά. Και θα έχαναν τη ζωή τους εδώ, όλοι μαζί. Τους έφερναν σαν κοπάδια για σφαγή!»
Μιλούσε
για έναν «καινούργιο εφιάλτη και προσέγγισε το έγκλημα με υπαρξιακούς όρους, ως
ανθρωπιστική κρίση. «Έχουμε παρεκκλίνει, φίλοι μου, έχουμε παρεκκλίνει φρικτά…
Θα έλεγα ότι έχουμε γίνει ζώα… αλλά όχι, υπάρχει ένα διαβολικό επίπεδο που
είναι πολύ χειρότερο από των ζώων».»
Ο Βίτολντ Πιλέτσκι θα συνειδητοποιήσει βγαίνοντας από το Άουσβιτς, ότι έχει αλλάξει ως άνθρωπος. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανένα, του φαίνονται όλες οι συζητήσεις ανούσιες, τα πράγματα που τους απασχολούσαν χωρίς σημασία. Έχει βιώσει το απόλυτο κακό, το χειρότερο που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος και αυτό τον έχει σημαδέψει ανεπανόρθωτα. Δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί, το μόνο που βλέπει μπροστά του, είναι ο αγώνας. Ούτε με την οικογένειά του, την σύζυγό του, τα παιδιά του, θα μπορέσει να βρει σημείο επαφής, θα είναι πάντα ένας «ξένος», ένας άνθρωπος που έχει επιλέξει έναν άλλον δρόμο, που θα είναι δίχως επιστροφή (και το γνώριζε καλά).
Ο Fairweather μόνο θαυμασμό προκαλεί με την εκπληκτική δομή του βιβλίου, την οργάνωση του υλικού που βρήκε από τις σημειώσεις του Βίτολντ και από τις αφηγήσεις των συνεργατών και των συγγενών του, αλλά και τον εξαιρετικό ρυθμό που δίνει στην αφήγησή του. Ο βραβευμένος πολεμικός ανταποκριτής σε βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες, με γλαφυρότητα, κλιμακώνει την εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται, σε σημείο το βιβλίο να περάσει από ένα στάδιο και μετά στα επίπεδα ενός θρίλερ, περιγράφει και ψυχογραφεί τον ήρωά του με τρόπο μοναδικό και τελικά παραδίδει ένα βιβλίο πρότυπο στο είδος του, που μπορεί να διαβαστεί απ’ όλους.
Η ιστορία του «Εθελοντή», είναι μια ιστορία που θα πρέπει να διδάσκεται σε σχολεία, να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση. Ο Βίτολντ Πιλέτσκι, πραγματοποίησε έναν άθλο (μάλλον πολλούς μεγάλους άθλους), με ηρωισμό, με τεράστιες επιτυχίες, με λάθη, που αναγνωρίστηκε μόνο μετά από δεκαετίες η μεγάλη συμβολή του. Ο αναγνώστης που θα πιάσει το βιβλίο στα χέρια του, πρέπει να είναι προετοιμασμένος για στιγμές μεγάλης συγκίνησης, αλλά και φρίκης, βάρους αλλά και θαυμασμού, που θα τον συνοδέψουν μέχρι το τραγικό τέλος. Προσωπικά δεν μπορώ ακόμα να ξεπεράσω την τελευταία πρόταση του Βίτολντ στην οικογένειά του, όταν τον πλησίασαν στη δίκη: «Το Άουσβιτς ήταν παιχνίδι μπροστά σ’ αυτό (…) Κουράστηκα πια. Θέλω να τελειώνουμε.»
Αυτό το blog, ασχολείται σχεδόν ολοκληρωτικά, με λογοτεχνικά κείμενα, προϊόντα μυθοπλασίας - παρότι διαβάζει αρκετά βιβλία ιστορίας τον χρόνο ή άλλα θεωρητικά κείμενα / δοκίμια, δεν αναφέρεται σε αυτά, θεωρώ ότι, υπάρχουν άνθρωποι πολύ πιο ειδικοί που μπορούν να τα αναλύσουν. Όταν όμως το βιβλίο που διαβάζεις, υπερβαίνει τα (έτσι κι αλλιώς αυθαίρετα) όρια των ειδών, τότε θεωρώ ότι πρέπει να του αφιερώσω ένα κείμενο.
Ο Fairweather στον «Εθελοντή», περιγράφει την αληθινή ιστορία ενός όχι και τόσο καθημερινού ανθρώπου, ενός τύπου που στην λογοτεχνία αποκαλείται «bigger than life», του Βίτολντ Πιλέτσκι, αξιωματικού του πολωνικού στρατού, που οργανώθηκε στην αντίσταση, αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας του από τους Ναζί και που επιλέχθηκε να μπει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς εθελοντικά για να οργανώσει αντιστασιακό πυρήνα εντός του. Αν το γεγονός αυτό, από μόνο του, συνιστά τεράστιο ηρωισμό, τα γεγονότα που προκύπτουν, τόσο απίστευτα και τόσο αληθινά ταυτόχρονα, συνιστούν ένα θρίλερ που μόνο στη φαντασία μπορεί να προκύψει.
Ο Βίτολντ Πιλέτσκι όταν οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Πολωνία το 1939, είναι 38 ετών. Ζει με την οικογένειά του (σύζυγο και δύο παιδιά), σε μια μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με την Λιθουανία και παρότι καλλιτεχνική φύση, δεν μπόρεσε να καλλιεργήσει τη τάση του αυτή, καθώς πολέμησε τους Σοβιετικούς το 1918 για να μπορέσει η χώρα του να κηρύξει την ανεξαρτησία της. Κατόπιν ανέλαβε το μεγάλο κτήμα της οικογένειάς του, ευρισκόμενος επικεφαλής ουσιαστικά της κοινότητας. Όταν κηρύσσεται ο πόλεμος, δεν το σκέφτεται ούτε λεπτό, συγκροτεί ομάδα και φεύγει. Δεν προλαβαίνει να πολεμήσει πολύ, καθώς ήταν ζήτημα ημερών να κατακτηθεί η χώρα του. Πηγαίνει στην Βαρσοβία, όπου συγκροτεί μια αντιστασιακή ομάδα. Είναι φανατικός πατριώτης αλλά και φανατικός αντικομμουνιστής – κάτι που θα του στοιχίσει τη ζωή.
«Ο Βίτολντ απεχθανόταν την πολιτική και τον τρόπο που οι πολιτικοί εκμεταλλεύονταν τις διαφορές. Η οικογένειά του υπερασπιζόταν την παλαιά τάξη, όταν η Πολωνία ήταν ανεξάρτητη και αποτελούσε φάρο πολιτισμού. Παρ’ όλα αυτά, ήταν άνθρωπος που είχε επίγνωση της εποχής και της κοινωνικής του τάξης. Το πιθανότερο είναι να αντιμετώπιζε τους ντόπιους Πολωνούς και Λευκορώσους χωρικούς με μια πατερναλιστική αντίληψη και να συμμεριζόταν κάποιες από τις κυρίαρχες αντισημιτικές απόψεις. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, οι πατριωτισμός του περιλάμβανε όλες τις ομάδες ή τις εθνότητες που ήταν προσηλωμένες στον πολωνικό αγώνα. Έπρεπε να γίνουν μια γροθιά για να αποκρούσουν τη ναζιστική απειλή.»
Το καλοκαίρι του 1940, οι πληροφορίες λένε, ότι οι Ναζί έχουν στήσει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης σε ένα παλιό πολωνικό στρατώνα έξω από την μικρή πόλη Οσβιέτσιμ κοντά στην Κρακοβία. Οι Γερμανοί ονόμασαν το μέρος Άουσβιτς και εκεί φυλακίζονταν αρχικά Πολωνοί μόνο. Οι αναφορές μιλούσαν για πολλούς νεκρούς, οπότε το σχέδιο της Αντίστασης ήταν να μπει κάποιος να οργανώσει κάποια εστία αντίδρασης, αλλά και να ενημερώσει τι ακριβώς συμβαίνει εκεί μέσα. Ο Βίτολντ είναι ίσως ο πιο έμπειρος αλλά διστάζει γνωρίζοντας ότι, η είσοδός του στο στρατόπεδο, ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Έτσι κι αλλιώς όμως έχει επιλέξει να υπηρετήσει την πατρίδα του με κάθε κόστος, αφήνοντας την οικογένειά του σε δεύτερη μοίρα. Δέχεται να μπει, και χρησιμοποιεί μια ταυτότητα ενός αγνοούμενου που είναι στην ηλικία του.
Πλέον μάς είναι λίγο-πολύ γνωστά, του τι συνέβαινε στο Άουσβιτς μέχρι το 1945, ο Βίτολντ Πιλέτσκι όμως που μπαίνει εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1940, δεν έχει παρά μια ελάχιστη γνώση του κολαστηρίου που βρήκε. Τις αναίτιες εκτελέσεις, διαδέχονται οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ο Βίτολντ είναι γεροδεμένος, μπορεί να κάνει πολλές δουλειές αλλά είναι και «τυχερός». Θα περάσει δίπλα από την εκτέλεση αρκετές φορές, θα ελιχθεί, θα οργανώσει ένα δίκτυο – αντίστασης, αλλά και (κυρίως) πληροφοριών προς τα έξω. Καθώς το Άουσβιτς μεγαλώνει και αρχίζει να φιλοξενεί Εβραίους από όλη την Ευρώπη και τα κρεματόρια μετατρέπονται σε θαλάμους αερίων, η ομάδα του Βίτολντ, καταφέρνει να περάσει αρκετές πληροφορίες στην αντίσταση στη Βαρσοβία, κυρίως μέσω κάποιων ανθρώπων που απελευθερώνονται (λόγω «γνωριμιών» και οικονομικών συναλλαγών). Οι πληροφορίες δεν θα αργήσουν να φτάσουν στην εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο, όμως οι Άγγλοι είτε είναι πολύ απασχολημένοι με τον αγώνα που δίνουν, είτε δεν τις παίρνουν πολύ τοις μετρητοίς, ενώ τα νέα για τους μαζικούς θανάτους των Εβραίων, δεν τους συγκινούν ιδιαίτερα – βρίσκουν δε υπερβολικά αυτά που διαβάζουν.
«…το απόγευμα της 19ης Μαρτίου, μια φωνή απλώθηκε σε όλο το στρατόπεδο
«Έρχονται!»
Δεν ήταν οι Εβραίοι που είχε διατάξει ο Χίμλερ να στείλουν στο στρατόπεδο, αλλά Πολωνές πολιτικές κρατούμενες. Όλοι έσπευσαν στα παράθυρα να δουν πέντε καμιόνια των SS που μετέφεραν τις γυναίκες.
«Στο εξής, από αυτή τη στιγμή, έχω ένα σκοπό στη ζωή» τους είπε ο Κλούσκα. «Θα φροντίζω εκείνη. Θα της δίνω το φαγητό μου, θα την ταΐζω».
Ο Βίτολντ είπε χαμηλόφωνα στον Βινσέντι ότι και σε αυτές θα φερόντουσαν όπως στους άντρες.
Εκείνο το βράδυ επέστρεφαν στο στρατόπεδο, όταν ένας άντρας των SS τους έκοψε τον δρόμο πριν φτάσουν στο κρεματόριο και μίλησε στον κάπο, που ξαφνικά χλόμιασε και ακούστηκε σχεδόν πανικόβλητος όταν διέταξε τους κρατούμενους να τρέξουν και να κοιτάξουν αριστερά, αποστρέφοντας το βλέμμα από το κτίριο. «Όποιος δεν υπακούσει, θα εκτελεστεί!», ούρλιαξε.
Ο Βίτοντ Πιλέτσκι θα μείνει στο Άουσβιτς σχεδόν τρία χρόνια. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, θα οργανώσει ομάδες αντίστασης και πληροφοριών, θα σώσει δεκάδες ανθρώπους, θα απελπιστεί, θα φτάσει στα όριά του – τελικά θα δραπετεύσει και θα βιώσει τις μάχες στην ισοπέδωση της Βαρσοβίας από τους Γερμανούς και στην «απελευθέρωσή της» από τους Σοβιετικούς. Ο δρόμος που επιλέγει δεν είναι ποτέ ο εύκολος, θα είναι μόνιμα στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος για την ανεξαρτησία της πατρίδας του, εμμονικά και με την τρέλα που χαρακτηρίζει τους ήρωες.
Ξεκάθαρα το βιβλίο είναι από αυτά που χαρακτηρίζονται «page-turners». Μετά τις αρχικές πληροφορίες, αισθάνεσαι ότι διαβάζεις ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στον β παγκόσμιο πόλεμο. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζω ποιο λογοτεχνικό έργο που αναφέρεται σ’ εκείνη την περίοδο, δεν θα είχε να ζηλέψει από αυτό το βιβλίο ιστορικής βιογραφίας. Δεν είναι μόνο οι σκηνές στο στρατόπεδο, που καθηλώνουν, είναι και οι σκηνές της απόδρασης που είναι τελείως μυθιστορηματική, η συνάντηση του Βίτολντ με τον άνθρωπο του οποίου την ταυτότητα χρησιμοποίησε – που αν το έγραφε κάποιος σε μια ιστορία θα ήταν αδύνατο να το πιστέψεις -, η επιστροφή του Βίτολντ στην Βαρσοβία, η αμηχανία των ανωτέρων του, η αποτυχία ευαισθητοποίησης των Συμμάχων απέναντι στο δράμα που εκτυλισσόταν στο Άουσβιτς, οι μάχες εκ του συστάδην στην πρωτεύουσα της Πολωνίας, η εισβολή των Σοβιετικών, η δίκη και τα βασανιστήρια που υπέστη αυτός ο ουσιαστικά ανώνυμος ήρωας. Είναι μια ιστορία μεγίστης γενναιότητας, αυταπάρνησης και κουράγιου, υπομονής και πείσματος, πατριωτισμού και θυσίας, αποτυχίας και επιμονής στο δίκαιο.
Το βιβλίο όμως είναι και μια ιστορία του Άουσβιτς. Αυτού του στρατοπέδου, που η φρίκη του, ξεπερνούσε κάθε λογική. Πως δημιουργήθηκε, πως αποφασίστηκε η μετατροπή του σε τόπο μαζικών δολοφονιών, πως ξεκίνησε και πως προχώρησε το πρόγραμμα γενοκτονίας των Ναζί, τον τρόπο που θριαμβεύει το Κακό και τον καθημερινό αγώνα των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί για επιβίωση, τον καθημερινό εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας.
«Ως τις 16 Ιουλίου, ο Στάσιεκ είχε συγκεντρώσει στοιχεία που ανέβαζαν τον αριθμό των Εβραίων νεκρών σε τριάντα πέντε χιλιάδες, μόλις σε δύο μήνες και κάτι. Ο Βίτολντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς περνούσε από το μυαλό των SS», έγραψε αργότερα. «Υπήρχαν αμέτρητα γυναικόπαιδα στα βαγόνια. Ανάμεσά τους και πολλά μωρά. Και θα έχαναν τη ζωή τους εδώ, όλοι μαζί. Τους έφερναν σαν κοπάδια για σφαγή!»
Ο Βίτολντ Πιλέτσκι θα συνειδητοποιήσει βγαίνοντας από το Άουσβιτς, ότι έχει αλλάξει ως άνθρωπος. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανένα, του φαίνονται όλες οι συζητήσεις ανούσιες, τα πράγματα που τους απασχολούσαν χωρίς σημασία. Έχει βιώσει το απόλυτο κακό, το χειρότερο που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος και αυτό τον έχει σημαδέψει ανεπανόρθωτα. Δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί, το μόνο που βλέπει μπροστά του, είναι ο αγώνας. Ούτε με την οικογένειά του, την σύζυγό του, τα παιδιά του, θα μπορέσει να βρει σημείο επαφής, θα είναι πάντα ένας «ξένος», ένας άνθρωπος που έχει επιλέξει έναν άλλον δρόμο, που θα είναι δίχως επιστροφή (και το γνώριζε καλά).
Ο Fairweather μόνο θαυμασμό προκαλεί με την εκπληκτική δομή του βιβλίου, την οργάνωση του υλικού που βρήκε από τις σημειώσεις του Βίτολντ και από τις αφηγήσεις των συνεργατών και των συγγενών του, αλλά και τον εξαιρετικό ρυθμό που δίνει στην αφήγησή του. Ο βραβευμένος πολεμικός ανταποκριτής σε βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες, με γλαφυρότητα, κλιμακώνει την εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται, σε σημείο το βιβλίο να περάσει από ένα στάδιο και μετά στα επίπεδα ενός θρίλερ, περιγράφει και ψυχογραφεί τον ήρωά του με τρόπο μοναδικό και τελικά παραδίδει ένα βιβλίο πρότυπο στο είδος του, που μπορεί να διαβαστεί απ’ όλους.
Η ιστορία του «Εθελοντή», είναι μια ιστορία που θα πρέπει να διδάσκεται σε σχολεία, να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση. Ο Βίτολντ Πιλέτσκι, πραγματοποίησε έναν άθλο (μάλλον πολλούς μεγάλους άθλους), με ηρωισμό, με τεράστιες επιτυχίες, με λάθη, που αναγνωρίστηκε μόνο μετά από δεκαετίες η μεγάλη συμβολή του. Ο αναγνώστης που θα πιάσει το βιβλίο στα χέρια του, πρέπει να είναι προετοιμασμένος για στιγμές μεγάλης συγκίνησης, αλλά και φρίκης, βάρους αλλά και θαυμασμού, που θα τον συνοδέψουν μέχρι το τραγικό τέλος. Προσωπικά δεν μπορώ ακόμα να ξεπεράσω την τελευταία πρόταση του Βίτολντ στην οικογένειά του, όταν τον πλησίασαν στη δίκη: «Το Άουσβιτς ήταν παιχνίδι μπροστά σ’ αυτό (…) Κουράστηκα πια. Θέλω να τελειώνουμε.»
Δημοσίευση σχολίου