Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2021
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2021 | Permalink
Περί μεταμφιέσεων και εξαπατήσεων ("Ο μεγάλος απατεώνας")
«Όλος
ο κόσμος είναι μια σκηνή
Και όλοι, άνδρες και γυναίκες, απλώς ηθοποιοί,
Που κάνουν τις εισόδους τους και εξόδους τους
Κι ο κάθε άνθρωπος στην ώρα του παίζει ρόλους πολλούς.»
W.Shakespeare «Όπως σας αρέσει» (μετάφρ. Χ.Γιαννακόπουλος)
Μετά
τις πρώτες σελίδες, ανάγνωσης του βιβλίου «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ» («The Confidence-Man: His Masquerade»), τελευταίου (όσο ήταν εν ζωή)
μυθιστορήματος του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα Herman
Melville (1819 Νέα Υόρκη – 1891 Μασαχουσέτη), που
εκδόθηκε το 1857, το δίλημμα που τίθεται είναι, τι ακριβώς είναι αυτό το
αινιγματικό βιβλίο που διαφέρει τόσο πολύ από τα υπόλοιπα που έγραψε ο συγγραφέας
του εμβληματικού «Μόμπι Ντικ» λίγα χρόνια πριν (1851). Διότι «Ο μεγάλος
απατεώνας» μάλλον δεν είναι ένα μυθιστόρημα που θα περίμενε ο αναγνώστης των
υπόλοιπων βιβλίων του Μέλβιλ, είναι περισσότερο ένα μυθιστόρημα ιδεών, ένα πικαρέσκο
και σατιρικό έργο που θυμίζει αρκετά τα βιβλία του (έτερου μεγάλου Αμερικανού) Mark Twain, μια σπουδή πάνω
στην ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της, που ισορροπεί μεταξύ φιλοσοφικού
δοκιμίου και μυθοπλασίας.
Το
αμετάφραστο μέχρι σήμερα στα ελληνικά έργο του Μέλβιλ, που ανέλαβε να μεταφέρει
στη γλώσσα μας, με οξυδέρκεια και ζωντάνια ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (εκδόσεις
Πατάκη, ωραίο και ιδιαίτερα χρήσιμο επίμετρο της Ελένης Κεχαγιόγλου, σελ.494),
ξεκινάει ανάλαφρα και με πολλή σατιρική διάθεση, με τους χαρακτήρες να
εναλλάσσονται και μετά το δεύτερο μέρος, συνεχίζεται με ένα καταιγισμό εννοιών
και ιδεών.
Δεν
μπορείς να πεις πολλά για την πλοκή του «Μεγάλου Απατεώνα». Τα γεγονότα
συμβαίνουν στο διάστημα μιας μέρας, της 1ης Απριλίου, από την αυγή
έως τα μεσάνυχτα πάνω στο ατμόπλοιο «Φιντέλ» που διαπλέει τον
ποταμό Μισισιπή, στο δρομολόγιο Σεντ Λούις – Νέα Ορλεάνη. Στο πλοίο
επιβιβάζονται άνθρωποι όλων των φυλών και ανάμεσα τους βρίσκεται ένας ή πολλοί (μεγάλοι
ή και μικρότεροι) απατεώνες, που σκοπό έχουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των
(περισσότερο ή λιγότερο) αφελών επιβατών, με σκοπό να αποκομίσουν οικονομικά
οφέλη.
Το
ατμόπλοιο ως περίκλειστο μέσον, αποτελεί το ιδανικό μέρος για τον ή τους απατεώνες
που προσπαθεί / προσπαθούν (τις περισσότερες φορές επιτυχημένα) να πουλήσει
μετοχές χρεοκοπημένων εταιρειών, φάρμακα που υπόσχονται άμεσες θεραπείες σε όλα
τα προβλήματα, να αποσπάσει χρήματα για αγαθοεργίες σε ανύπαρκτα ιδρύματα για
χήρες ή για ορφανά ή και ακόμα να ζητήσει χρήματα χωρίς ιδιαίτερο λόγο κερδίζοντας
την εμπιστοσύνη των συνομιλητών του.
«…
Η ζωή είναι μια γιορτή μεταμφιεσμένων ▪ και πρέπει ο καθένας μας να συμμετέχει,
να διαλέγει έναν ρόλο, να είναι έτοιμος να υποδυθεί ακόμα και τον τρελό με έναν
λογικό τρόπο. Με το να εμφανίζεται κανείς με συνηθισμένα ρούχα και με τα μούτρα
κατεβασμένα, σαν κανένας γέρος σοφός, το μόνο που πετυχαίνει είναι να προκαλεί
δυσφορία στον εαυτό του και μια κηλίδα στη σκηνή.»
Το
βιβλίο χωρίζεται σε 45 κεφάλαια, όπου στον τίτλο τους, ο συγγραφέας μας δίνει
το στίγμα αυτού που θα ακολουθήσει («Ένας μουγγός επιβιβάζεται σ’ ένα πλοίο
στον Μισισιπή», «Ένας κύριος με χρυσά μανικετόκουμπα», «Μια φιλάνθρωπη κυρία», «Αξίζει
να σκεφτόμαστε αυτούς για τους οποίους μπορεί να αποδειχθεί ότι αξίζει να τους σκέφτεται
κανείς», «Ένας φιλάνθρωπος αναλαμβάνει να αλλάξει τα μυαλά ενός μισάνθρωπου,
αλλά δεν κατορθώνει τίποτα περισσότερο από το να αντικρούσει τις ιδέες του»
κ.ο.κ.). Στα πρώτα είκοσι κεφάλαια του «Μεγάλου Απατεώνα», μεταφερόμαστε σχεδόν
σε όλους τους χώρους του πλοίου, όπου λαμβάνουν χώρα διάφορες συναλλαγές από
ανθρώπους που ζητάνε χρήματα με κάθε τρόπο έως ότου στο δεύτερο μισό του
βιβλίου, το τοπίο ξεκαθαρίζει με τον Απατεώνα να παίρνει την οριστική του
μορφή, ως «Κοσμοπολίτης» ή «Φρανκ» και είναι ο χαρακτήρας στον οποίο επικεντρώνεται
η ιστορία.
Ο
Μέλβιλ δεν ξεκαθαρίζει, αν στο πρώτο μισό του βιβλίου ήταν ο ίδιος άνθρωπος –
μάλλον απίθανο βέβαια να βρίσκεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε διάφορες
πλευρές του ατμόπλοιου, αλλά γίνεται σαφές ότι ο κεντρικός χαρακτήρας, μεταμφιέζεται
με πολύ ευφάνταστο τρόπο (ίσως τις περισσότερες φορές προς χάριν της ίδιας της απόλαυσης
της μεταμφίεσης, παρά για το οικονομικό όφελος που πλειστάκις είναι πενιχρό).
Διαπλέοντας τον Μισισιπή που αποτελεί μια «εμπορική λεωφόρο» και όπου οι πόλεις
από διαφορετικές Πολιτείες ενώνονται, κι όπου συναντάς κάθε καρυδιάς καρύδι, οι
διάλογοι είναι ευφυείς και σπιρτόζοι, και όλοι έχουν τα αυτιά και τις αισθήσεις
τους ανοιχτές για κάθε επιχειρηματική ευκαιρία. Η «εξαπάτηση» είναι ουσιαστικά
το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος, καθώς σε όλη τη διάρκειά του, άνθρωποι
εξαπατούν και εξαπατώνται.
«Ο
πιονέρος είναι ένας μοναχικός άνθρωπος. Είναι ένας συμπονετικός άνθρωπος. Είναι
ένας άνθρωπος δυνατός και απλός. Παρορμητικός, είναι αυτό που κάποιος μπορεί να
το έλεγε αδίστακτος. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας πεισματάρης ▪ είναι ένας που
λιγότερο ακούει τι έχουν να πουν οι άλλοι για τα πράγματα, και περισσότερο
κοιτάζει από μόνος του για να δει τι ακριβώς είναι αυτά τα πράγματα. Κι’ όταν
είναι στριμωγμένος, δεν υπάρχουν πολλοί για να τον βοηθήσουν ▪ δεν έχει για να
στηριχθεί παρά μόνο τον εαυτό του ▪ πρέπει διαρκώς να φροντίζει ο ίδιος τον
εαυτό του. Αποκεί προέρχεται και η αυτονομία του, ως τον βαθμό τού να γίνεται ο
ίδιος κριτής του εαυτού του, παρόλο που είναι μόνος.»
Το
πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, είναι αυτό που λειτουργεί ως
υπόβαθρο και καθορίζει τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του απατεώνα και
των επιβατών. Βρισκόμαστε τέσσερα περίπου χρόνια πριν την έναρξη του πιο βίαιου
εμφύλιου της ιστορίας, και η Αμερική ισορροπεί μεταξύ της κληρονομιάς των
Πουριτανών αποίκων με την εγγενή αυστηρότητα τους, και της ταχύτατης
εκβιομηχάνισης των Ανατολικών Πολιτειών που ανυπομονούν να επεκταθούν
Δυτικότερα. Ο συγγραφέας μέσα από τις συζητήσεις παραθέτει και υπαινικτικά
σχολιάζει την επεκτατική αντίληψη, που αποτελούσε την κυρίαρχη ιδεολογία που
είχε διαμορφωθεί μετά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα στη νέα
και πολύ δυναμική χώρα. Τονίζεται η βία του καπιταλιστικού συστήματος, που
έβλεπε ως εχθρό ή ως αναλώσιμο αντίπαλο όποιον στεκόταν εμπόδιο στην οικονομική
ανάπτυξη των νέων εκμεταλλεύσιμων εδαφών (όπως οι Ινδιάνοι ή νοτιότερα οι
Μεξικανοί).
Οι
σχέσεις, τονίζει ο συγγραφέας, είναι απρόσωπες και έχουν ως στόχο την εμπορική
συναλλαγή. Όλοι ψάχνονται για «business», για ευκαιρίες. Η
δύναμη του κεφαλαίου, μετατρέπει τα πάντα σε προϊόν, οι περισσότερες
συζητήσεις, είναι ουσιαστικά εμπορικές συναλλαγές. Η ζοφερή εικόνα που
παρουσιάζεται μπροστά μας, με σατιρικό τρόπο αποτελεί μια ξεκάθαρη αναπαράσταση
της εκμετάλλευσης και του κυνισμού που κυριαρχεί στο πλοίο.
Στις
45 συζητήσεις του βιβλίου στα αντίστοιχα κεφάλαια, με τους 40 περίπου
χαρακτήρες που έχουν λόγο και δεκάδες άλλους που απλά αναφέρονται, ο Μέλβιλ
στέκεται λιγότερο ή περισσότερο και σχολιάζει με τον ιδιαίτερο τρόπο του, διαφορετικά
φιλοσοφικά είδη, από τον κυνισμό και την ευδαιμονία έως την (επίκαιρη τότε) αμερικανική
φιλοσοφία του «Υπερβατισμού» («Transcendentalism»), που κύριος
εκπρόσωπός της, ήταν ο διανοητής, δοκιμιογράφος
και φιλόσοφος Ralph Waldo Emerson (1803-1882). Βασικά στοιχεία αυτού του
φιλοσοφικού κινήματος ήταν η πίστη στην καλοσύνη του ανθρώπου και στην αγνότητα
της φύσης, με την κοινωνία να διαφθείρει το άτομο, το οποίο βρίσκεται στην
καλύτερή του στιγμή, όταν είναι αυτάρκες και ανεξάρτητο.
Ο
άσος των μεταμφιέσεων (που μπορεί να μην είναι ο μόνος απατεώνας που εμπλέκεται
σε συζητήσεις, αλλά σίγουρα είναι ο πρωταγωνιστής στις περισσότερες), με το να
επιζητεί διαρκώς την φιλανθρωπία των επιλεγμένων θυμάτων που προσεγγίζει,
εκθέτει την αφέλειά τους, τις ενοχές τους και τα ηθικά τους ελαττώματα, ενώ
εκμεταλλεύεται την ρευστότητα του κοινωνικού ιστού σε μια περίοδο μεγάλων
κοινωνικών αλλαγών, ώστε να παραπλανήσει ανυποψίαστους ή μη ανθρώπους, που
θεωρούν τον εαυτό τους έξυπνο ή ειδήμονα ή ανώτερο.
«Υπάρχει
και μια άλλη κατηγορία αναγνωστών, με την οποία συντασσόμαστε, οι οποίοι
παρακολουθούν ένα ψυχαγωγικό έργο επιδεικνύοντας ανοχή, όπως παρακολουθούν κι
ένα θεατρικό έργο, με τις ίδιες προσδοκίες και τα ίδια συναισθήματα. Περιμένουν
από τη φαντασία να δημιουργήσει σκηνές οι οποίες να διαφέρουν από το γνωστό
πλήθος που συγκεντρώνεται γύρω από τον πάγκο του τελωνείου, και από τα γνωστά
πιάτα που γεύονται στο τραπέζι του ξενώνα, και με χαρακτήρες που να διαφέρουν
από τους φίλους και τους γνωστούς που συναντάνε κάθε μέρα με την ίδια διάθεση
στους ίδιους δρόμους. Και, όπως, στην πραγματική ζωή, η κοσμιότητα δεν παρέχει
το προνόμιο στους ανθρώπους να συμπεριφέρονται με την ελευθερία που επιτρέπεται
στη σκηνή, έτσι, στα έργα φαντασίας, αναζητούν όχι μόνο περισσότερη διασκέδαση,
αλλά, κατά βάθος, ακόμα περισσότερη πραγματικότητα απ’ αυτήν που η πραγματική
ζωή μπορεί να επιδείξει. Κι έτσι, μολονότι επιθυμούν πρωτοτυπία, επιθυμούν
επίσης και τη φύση ▪ τη φύση όμως αχαλίνωτη, σε κατάσταση ενθουσιασμού,
ουσιαστικά μεταμορφωμένη. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, οι άνθρωποι σε ένα έργο
φαντασίας, όπως κι οι άνθρωποι σ’ ένα θεατρικό έργο, δεν πρέπει να ντύνονται
ακριβώς όπως οι υπόλοιποι, δεν πρέπει να μιλάνε ακριβώς όπως οι υπόλοιποι, δεν
πρέπει να συμπεριφέρονται ακριβώς όπως οι υπόλοιποι. Με τη φαντασία είναι όπως
και με τη θρησκεία: οφείλει να παρουσιάζει έναν άλλο κόσμο, με τον οποίο ωστόσο
να αισθανόμαστε ότι συνδεόμαστε.»
Και όλοι, άνδρες και γυναίκες, απλώς ηθοποιοί,
Που κάνουν τις εισόδους τους και εξόδους τους
Κι ο κάθε άνθρωπος στην ώρα του παίζει ρόλους πολλούς.»
W.Shakespeare «Όπως σας αρέσει» (μετάφρ. Χ.Γιαννακόπουλος)
Δημοσίευση σχολίου