Πέμπτη, Οκτωβρίου 21, 2021
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 21, 2021 | Permalink
Αναζήτηση ουτοπίας ("Παραγουάη")
Κάθε μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού (1950, Αθήνα), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στιβαρός συγγραφέας, με μεγάλο αφηγηματικό χάρισμα, εξαίρετος κριτικός λογοτεχνίας και φανατικός αναγνώστης της, ο Μοδινός στις πιο επιτυχημένες του συγγραφικές στιγμές, προτιμάει να απλώνει την πλοκή των βιβλίων του σε μακρινούς προορισμούς, δείγμα του κοσμοπολιτισμού που τον διακρίνει και τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συναδέλφους του.
 
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού, η «ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ», (εκδ. Καστανιώτη, σελ. 378), μοιάζει σε πολλά, αλλά διαφέρει και σε αρκετά από τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα. Έχουμε και πάλι τον τόπο να κυριαρχεί στο κέντρο της αφήγησης, όπως άλλωστε και στον «Μεγάλο Αμπάι», στην «Χρυσή Ακτή» και στην (επινοημένη αλλά γεωγραφικά προσδιορισμένη) «Εκουατόρια». Έχουμε και πάλι τις διακειμενικές αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς, πράγμα που ο πολυδιαβασμένος Μοδινός επιχειρεί με άνεση και συνήθως δημιουργικά (όπως στο καλύτερο ίσως βιβλίο του, την «Σχεδία»). Έχουμε και πάλι τους έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς, όπως αναπτύσσονται σχεδόν σε όλο το έργο του.


 
Η «Παραγουάη», είναι χωρισμένη σε τρία αφηγηματικά επίπεδα, που ο συγγραφέας προτείνει στον αναγνώστη, μετά την πρώτη ανάγνωση να ξαναδιαβάσει το βιβλίο ακολουθώντας την ομαδοποίηση των κεφαλαίων (Α+Β+Γ), εάν θέλει – χωρίς να βγάζει ιδιαίτερο νόημα αυτό! Στα κεφάλαια Α, όπου ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι η σύγχρονη εποχή, κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Γαβριήλ, ένας μεσήλικας από την Καρδίτσα που τα παρατάει όλα για να μεταναστεύσει στην Παραγουάη. Στα κεφάλαια Β, μεταφερόμαστε στον 18ο αιώνα και ήρωας είναι ένας μακρινός πρόγονος του Γαβριήλ, ο ανήσυχος και πολυπράγμων Γεώργιος Σούρλας, που μετά από πολλές περιπέτειες κατέληξε στα 25 του, στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής που είναι πλέον η Παραγουάη, υιοθετώντας το όνομα Χόρχε Σούρλα Μπάστος, ενώ στα (λίγα) κεφάλαια Γ, πρωταγωνιστής είναι ο τόπος (η Παραγουάη δηλαδή) και η ιστορία του – τα κεφάλαια αυτά, ίσως τα πιο ενδιαφέροντα του βιβλίου, έχουν δοκιμιακό χαρακτήρα και περιγράφουν τις προσπάθειες οικοδόμησης από τους Ιησουίτες μιας ουτοπικής κοινωνίας, που όπως άλλωστε οι περισσότερες προσπάθειες αυτού του είδους, συντρίβεται.
 
«…Το κεφάλαιο Ελλάδα έπρεπε να κλείσει οριστικά, μαζί του και το κεφάλαιο νόστος. Όχι άλλες ακρογιαλιές δειλινά, όχι φθινοπωρινές μελαγχολίες με την ανάμνηση του ονόματος σας που εσύ κι εκείνη χαράξατε στην αμμουδιά, όχι άλλο αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο ή βαθυκύανο του ταραγμένου πελάγους, όχι άλλες ναυτικές, πειρατικές ή λιμανίσιες περιπέτειες. Όχι γυναικείες φιγούρες που ατενίζουν τους ύστατους κυματισμούς με τα ξέπλεκα μαλλιά τους να υποδηλώνουν ότι κάποιον περιμένουν να επιστρέψει (εννοείται ότι εκείνος αποκλείεται να επανεμφανιστεί, και, μεταξύ μας, πολύ καλά θα κάνει). (…) Με άλλα λόγια, ξεμπέρδεψα μια και καλή με τον κυρίαρχο κατά τη γνώμη μου εθνικό μας μύθο και τις ποικίλες μορφές προσαρμογής του στα σύγχρονα δεδομένα. Όχι οπτικά μελοδράματα. Όχι άλλος Καβαδίας ή Ελύτης – με κίνδυνο να τους αδικώ. Καλύτερα ο Αναγνωστάκης με εκείνο το «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου / με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά / για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας». Διαφορετικά θα έπρεπε να υποκύπτω κάθε τρεις και λίγο στη νοσταλγία – κι εδώ που τα λέμε, υπάρχουν αρκετά πράγματα να νοσταλγήσει κανείς, που δεν προτίθεμαι να αρχίσω να απαριθμώ, μιας και θα έπεφτα ακριβώς στην παγίδα που τόσο επιμελημένα προσπάθησα να αποφύγω. Ξεμπέρδεψα επιπλέον με τα διεθνοποιημένα στερεότυπα: όχι Μαλδίβες και Μπαλί, κυρίως όχι Ιπανέμα και Κοπακαμπάνα με ποδόσφαιρο στην άμμο, παντοειδείς κώλους με φιλ ντεντάου και μόνιμες προετοιμασίες για το Καρναβάλι. Όχι στο ιδεατό κάποιας – ανύπαρκτης πλέον – Βραζιλίας, ναι στο γειωμένο όραμα μιας άγνωστης, απομονωμένης, αυτάρκους, υποβαθμισμένης στην κοινή συνείδηση χώρας.»
 
Αφορμή αποτέλεσε η φωτογραφία ενός ιαγουάρου, στην αφίσα ενός ταξιδιωτικού γραφείου, που διαφήμιζε οργανωμένα ταξίδια στη Λατινική Αμερική. Ο Γαβριήλ είχε πρωτοακούσει το όνομα «Παραγουάη» στα πολύ νιάτα του, από ένα συγκρότημα σε ένα επαρχιακό φεστιβάλ, αργότερα  ένας Παραγουανός συνθέτης (ο Μπάριος Μανγκορέ) του άρεσε ιδιαίτερα όταν μάθαινε κιθάρα. Δουλεύοντας μετά το πανεπιστήμιο, στο εργοστάσιο του θείου του στην Καρδίτσα, ως γεωπόνος, ο Γαβριήλ ήταν ένας επιτυχημένος αστός της επαρχίας, που όμως το 2004 αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή κρίση. Η χώρα (υποτίθεται ότι) βρίσκεται στην πλήρη ακμή της, αλλά εκείνος νιώθει άδειος, με τον γάμο του σε αδιέξοδο. Προγραμματίζει ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική, με επίκεντρο την Παραγουάη, όπου μαγεύεται όχι μόνο από τη φύση, αλλά και από την «αγνότητα» μιας χώρας για την οποία ουσιαστικά δεν γνώριζε τίποτα. Μαγεύεται όμως και από τα θέλγητρα μιας Παραγουανής, που γνωρίζει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εκείνης της χρονιάς. Επιστρέφει στην πόλη του, αλλά νιώθει σαν αγρίμι στο κλουβί. Η οικονομική κρίση θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα, αλλά και την λύση, κι έτσι κάποια χρόνια αργότερα, ο Γαβριήλ χωρίς πλέον δουλειά και σύζυγο, θα επιστρέψει για τα καλά στην Παραγουάη για να βρει την ουτοπία.
 
Κάνοντας έρευνες για τον τόπο, ο Γαβριήλ ανακαλύπτει ότι ένας μακρινός του συγγενής, στα μέσα του 18ου αιώνα, είχε αφήσει το στίγμα του στην ευρύτερη περιοχή. Ο Γιωργής Σούρλας, Βλάχος ή Σαρακατσάνος, από γιδοβοσκός, μετά από σπουδές και περιπέτειες ερωτικής φύσεως, φεύγει από την Ευρώπη, ως ναυτικός και στρατιώτης της Ισπανίας παίρνοντας το όνομα Χόρχε Σούρλα Μπάστος. Στις όχθες του Ρίο ντε λα Πλάτα και στην περιοχή που αργότερα θα ονομαζόταν Παραγουάη, μέσα από παιχνίδια εξουσίας και αλληλοσκοτωμούς, περιπέτειες ερωτικής φύσης και γλυτώνοντας πολλές φορές από του Χάρου τα δόντια, ο Χόρχε θα ανακαλύψει τις Ρεντουσσιόνες, τις Ιησουίτικες ιεραποστολές που προσπάθησαν να διασώσουν τους αυτόχθονες Γκουαρανί, τα έθιμα και τη γλώσσα τους ιδρύοντας αγροτικές κοινότητες σε μια ουτοπία που δεν μακροημέρευσε.
 
«Η οικονομία των Ρεντουσσιόνες είναι ανταγωνιστική προς εκείνη της αποικίας, ή έτσι τουλάχιστον το βλέπουν οι Αρχές. Νομίζουν ότι φτιάχνουμε ένα κράτος εν κράτει – κι εδώ που τα λέμε, αυτό ακριβώς θα θέλαμε, μιας και περηφανευόμαστε για ό,τι καταφέραμε ως τώρα. Δεν μυρίζει μόνο κερί και λιβάνι στις Ρεντουσσιόνες. Συγκροτούμε μια νέα κοινωνία, με όλες τις λειτουργίες της.»
 
Οι δύο ιστορίες που χρησιμοποιεί ο Μοδινός, στην αφήγησή του – πρωτοπρόσωπη η πρώτη, τριτοπρόσωπη η δεύτερη, αλληλοσυμπληρώνονται με γέφυρα το τρίτο, ουσιαστικά αυτόνομο μέρος του βιβλίου, όπου περιγράφεται η ιστορία, η γεωγραφία και η κοινωνική δομή του τόπου όπου θα καταφύγει ο ήρωας του βιβλίου. Εάν θέλουμε να το αναπαραστήσουμε, το Γ μέρος αποτελεί την μεγάλη εικόνα όπου συγκλίνουν οι ιστορίες των δύο ανθρώπων που «ξεφεύγουν» αναζητώντας κάτι που τους διαφεύγει αλλά μέσα τους γνωρίζουν ότι θα το βρουν. Δεν υπάρχει λόγος να διαβαστούν αυτόνομα, απλά κάποιος θα μπορούσε να επικεντρωθεί στο Α+Β, χωρίς να στερηθεί την πλοκή του βιβλίου.
 
Το εύρημα αυτό, ακολουθεί κατά ένα τρόπο, την μεθοδολογία του «Κουτσού» του Χ.Κορτάσαρ αν και εδώ τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Δεν είναι η μόνη διακειμενική αναφορά του Μοδινού, εξάλλου σε όλα του τα μυθιστορήματα έχει αρκετές, εδώ όμως το Β μέρος, δηλαδή η ιστορία του Χόρχε Σούρλα Μπάστος (εδώ χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα το όνομα του μεγάλου Παραγουανού συγγραφέα Αουγκούστο Ρόα Μπάστος), είναι μια κατευθείαν συνομιλία με το αριστουργηματικό «Σάμα» του Ντι Μπενεντέτο (όνομα που χρησιμοποιείται και σε έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα του βιβλίου). Ο συγγραφέας κάνοντας ένα χρονικό άλμα προς τα πίσω (το Σάμα εκτυλίσσεται στο τέλος του 18ου αιώνα), τοποθετεί τον ήρωά του σε ένα μέρος της ιστορίας του Ντον Ντιέγκο ντε Σάμα με δημιουργικό τρόπο, που δεν το αντιλαμβάνεται κανείς παρά μόνο οι λάτρεις του αναφερόμενου μυθιστορήματος. Επίσης άλλο στοιχείο προσοχής είναι τα ονόματα που χρησιμοποιεί ο Μοδινός στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, που παραπέμπουν σε (περισσότερο ή λιγότερο) γνωστούς ποδοσφαιριστές της Λατινικής Αμερικής.


 
Το έντονο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο του μυθιστορήματος, που είναι μια ψύχραιμη και με πικρό χιούμορ (αλλά και αυτοσαρκασμό), καταγραφή του ελληνικού τραγέλαφου των πρώτων 20 χρόνων του 21ου αιώνα, συμπληρώνεται με τα γνώριμα θέματα του Μοδινού, που είναι η αναζήτηση της ουτοπίας, με την εκτενή περιγραφή των Ρεντουσσιόνες, όπως και η σχέση του ανθρώπου με την φύση. Διαφέρει όμως σε μεγάλο βαθμό από τα μοτίβα αυτά που χρησιμοποιούνται και σε άλλα του βιβλία, στην ισχυρή επιρροή του ερωτικού στοιχείου που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο.
 
Έντονα υπαρξιακό μυθιστόρημα η «Παραγουάη», με κύριο πρωταγωνιστή τον τόπο, την Παραγουάη, αυτή τη χώρα με τα πολλά ποτάμια, την λιγότερο ίσως τουριστική από τις χώρες της ηπείρου, τόπος που προσφέρεται για μια ζωή καινούργια, για να ξαναβρεί κανείς το νόημα της ύπαρξης που είχε χάσει ή δεν είχε βρει ποτέ. Στο βιβλίο όμως κυριαρχούν επίσης, θέματα όπως η αναζήτηση εαυτού, η φυγή, η αναζήτηση ενός παραδείσου (μιας ουτοπίας), τα προσωπικά αδιέξοδα, η εσωτερική απόγνωση και η ανάγκη για το «ανήκειν».
Η «Παραγουάη» είναι, ένα ωραίο μυθιστόρημα, από αυτά που χαίρεσαι να διαβάζεις καθώς η φαντασία του Μοδινού είναι ανεξάντλητη. Βιβλίο σαγηνευτικό, που δεν αποφεύγει τα περιττά (κυρίως στην ιστορία του Γαβριήλ) αλλά είναι γραμμένο με ωραία γλώσσα και έχει καλοκουρδισμένο ρυθμό, από έναν ανήσυχο συγγραφέα που αποφεύγει τους διδακτισμούς και τις ευκολίες, διαλέγοντας πάντα θέματα που κεντρίζουν και που ωθούν σε προβληματισμό και σκέψη.
 
Βαθμολογία 80 / 100


 
 
 
 
 
 
 
  
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home