Τρίτη, Ιουλίου 19, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 19, 2022 | Permalink
"Με τον Νίκο Καρούζο"
«...η τέχνη μας η φριχτότερη του εγώ μεταμφίεση» Ν.Δ.Καρούζος

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του «ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ» (εκδ. Loggia, σελ. 369), ένιωθα μετέωρος! Επί μέρες προσπαθούσα να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου και να ξεκαθαρίσω μέσα μου, τα συναισθήματα που μου άφησε η μαρτυρία της ζωγράφου και εικονογράφου βιβλίων, Εύας Μπέη (1943, Λειβαδιά). Δεν θα έγραφα αυτό το κείμενο, αν δεν αποφάσιζα να ασχοληθώ μαζί του ως γνήσιο λογοτεχνικό έργο, δεν ήθελα να αφεθώ στην ευκολία να γράψω ουσιαστικά (με αφορμή το βιβλίο), ένα κείμενο για τον Ν.Δ.Καρούζο – έναν ποιητή που περιλαμβάνεται στους αγαπημένους μου.
Είχα ακούσει πολλά και διαβάσει ακόμα περισσότερα για αυτό, το (αισθητικά υπέροχο) κόκκινο βιβλίο που εκδόθηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, και η πλειοψηφία των ανθρώπων που το αγόρασε μέχρι τώρα, είναι οι θαυμαστές της ποίησης του Ν. Καρούζου – ελάχιστοι στάθηκαν στην συγγραφέα του βιβλίου, που όμως δεσπόζει σε αυτό, όπως ακόμα λιγότεροι ανέφεραν ότι έχουμε μπροστά μας, μια έξοχη απόπειρα αυτομυθοπλασίας («autofiction»).


Ο τίτλος «ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ» είναι σαφής, τα λέει όλα, και δεν επιτρέπει παρεξηγήσεις. Είναι μια ημερολογιακή καταγραφή της σχέσης της Εύας Μπέη με τον σπουδαίο ποιητή, αλλά όχι μόνο αυτή – εξάλλου καλύπτει λίγες περισσότερες από τις μισές σελίδες του βιβλίου. Είναι κι ότι ακολούθησε μετά, στη ζωή της τελευταίας συντρόφου του Ν.Δ.Καρούζου, μετά τον θάνατό του και την προσπάθεια της για επιβίωση και επαγγελματική καθιέρωση.
 
«Πώς μπορούν να συνυπάρχουν άραγε οι πιο αντιφατικές ιδιότητες στον ίδιο άνθρωπο την ίδια στιγμή; Ένα μόνιμο υπόστρωμα αθεράπευτης, βαθιάς μοναξιάς και καχυποψίας και ταυτόχρονα μια εγγύτητα που ποτέ δεν έχω συναντήσει σε άλλον άνθρωπο. Ένιωθα να εγκαταλείπει τον εαυτό του και να μου παραδίδεται όπως ποτέ κανείς μέχρι τότε.»
 
Ήταν το έτος 1981, εκείνος είναι 55 ετών (γεννημένος το 1926) κι εκείνη είναι 37 ετών, όταν γνωρίζονται ουσιαστικά – είχαν προηγηθεί κάποιες τυπικές συναντήσεις σε γκαλερί. Η Μπέη ζωγράφος, εκτός και εντός των λογοτεχνικών κύκλων. Ο Ν.Δ.Καρούζος ένας από τους περισσότερο εμβληματικούς και επιδραστικούς ποιητές που έβγαλε αυτή η χώρα (αλλά ίσως και ο πιο «ακατάταχτος» καθώς δεν ανήκει πουθενά, όντας αυθύπαρκτος), γεννήθηκε στην Αργολίδα και προερχόταν από πατέρα αριστερό δάσκαλο που διώχτηκε στον Εμφύλιο, και μητέρα που ήταν κόρη ενός μορφωμένου ιερέα και δάσκαλου. Ιδιαίτερα διαβασμένος (στα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια διάβασε όλη την βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του), γνώρισε την εξορία και το στρατόπεδο Μακρονήσου, ως μέλος της ΕΠΟΝ. Παντρεύτηκε δύο φορές – ο γάμος του με την Μ.Μεϊμαράκη (1927-1990) διήρκεσε από το 1963 έως το 1980 ενώ ο γιος της, ο ιστορικός και καθηγητής Πανεπιστημίου,  Α.Σαββίδης κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του.
Από το 1981 όταν η ερωτική σχέση της Εύας Μπέη με τον Καρούζο, θα ξεκινήσει – αυθόρμητα και άστραπιαία, μετά από μια επίσκεψή του στο σπίτι της για να δει το έργο της -, έως το 1990 που πέθανε ο ποιητής, θα είναι μαζί, σε μια σχέση γεμάτη εντάσεις και πάθος, όπου η Μπέη βρέθηκε εγκλωβισμένη στα δίχτυα μιας «bigger than life» προσωπικότητας, ενός ανθρώπου που δεν έμπαινε σε καλούπια.

«Μα είναι κι ο άλλος έρωτας, ο γενετήσιος.

Τι να σου κάνει αυτός… Αν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στη μελαγχολία μου»

Ν.Δ.Καρούζος («Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη»)

Ο Ν.Δ.Καρούζος, σε όλη του τη ζωή, υπήρξε Ποιητής – και μόνο αυτό. Είναι δύσκολο για κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί με το έργο του, ούτε έχει παρακολουθήσει συνεντεύξεις του, να καταλάβει. Τον ενδιέφερε μόνο η ποίηση, οι λέξεις, η γλώσσα και αδιαφορούσε για όλα, τα καθημερινά ή τα υλικά θέματα. Ζούσε πολύ φτωχικά σε ένα υπόγειο της οδού Σούτσου, με ελάχιστα πράγματα μέσα, δεν ενδιαφερόταν για ανέσεις, ή πράγματα που αφορούν την ατομική ιδιοκτησία, χρήματα, σπίτια, κλπ. Η Μπέη περιγράφει την ζωή της με έναν «μύθο» (γιατί αυτό ήταν ο Καρούζος στην Αθήνα της δεκαετίας του ’80), χωρίς να τηρεί χρονική σειρά. Διαβάζουμε για την δυσκολία της σχέσης, την εξάρτηση του από το ποτό (το σοκ που την προκάλεσε όταν αντελήφθη πόσο έπινε), τις ατελείωτες νύχτες στα μπαρ, τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την λάμψη του, θυμώνει μ’ εκείνους που «τον πότιζαν» για να μιλάει, και εκείνοι να σημειώνουν, ήταν ένας άνθρωπος που δεν κράταγε τίποτα μέσα του, τα μοιραζόταν όλα με έναν παιδισμό που ξαφνιάζει.
 
«Η αναπνοή του είναι δύσκολη, συνέχεια είναι κουρασμένος, όταν όμως βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο, αποκτά μια ασυνήθιστη ζωηρότητα, μια ενεργητικότητα εκρηκτική, γίνεται το κέντρο ∙ οι γύρω ακολουθούν γοητευμένοι, μέχρι που πέφτουν νοκ άουτ, κανείς δεν μπορεί να ακολουθήσει τον ρυθμό του, και κάνουν μέρες να ξαναεμφανιστούν. Φαίνεται πως είναι αφάνταστα κουραστικό όταν συνεχώς κάποιος άλλος δίνει τον τόνο, κι ο Νίκος, στην καθημερινότητά του, ακόμα κι ασάλευτος και κοιμισμένος, πάντα εκείνος δίνει τον τόνο. Ίσως γι’ αυτό νιώθω συνέχεια εξαντλημένη.»

Η Μπέη περιγράφει με αφοπλιστικό και ιδιαίτερα γλαφυρό ύφος, τις νύχτες μεθυσιού, τις εκρήξεις, τις απογοητεύσεις του Καρούζου όταν συνειδητοποιούσε (ή μάλλον θυμόταν διότι το ήξερε από παλιά) πόσο έξω από τα πράγματα βρίσκεται, πόσο εκτός από βραβεία και την κρατική αναγνώριση. Περιγράφει τη ζωή μιας αστής και ήσυχης κοπέλας δίπλα σε έναν χείμαρρο, σε έναν αυθεντικό μπήτνικ ποιητή, που ήταν ικανός να σκίσει τα χειρόγραφά του όταν ένιωθε ανικανοποίητος – στο τσακ και χάρη στην Μπέη σώθηκε το χειρόγραφο του βραβευμένου έργου του «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη». Περιγράφει τις στιγμές γεμάτες γλύκα αλλά και με εμφανή πικρία, τις πολλές στιγμές έντασης και θυμού, απογοήτευσης και αδιεξόδων για να οδηγηθεί στην εξαιρετική περιγραφή της ασθένειας του ποιητή από καρκίνο του πνεύμονα και τον ένα χρόνο που άντεξε με απίστευτη αξιοπρέπεια τις θεραπείες, το ταξίδι στο Λονδίνο, την νοσηλεία στην Αθήνα και τέλος τον θάνατό του.
 
Στο δεύτερο μισό του βιβλίου, η Μπέη περιγράφει πως κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, μετά την τόσο έντονη δεκαετία που έζησε. Περιγράφει πως καταπολέμησε τις ανασφάλειές της, πως θα αλλάξει τη ζωή της διδάσκοντας σε ένα σχολείο στη Νίκαια, πως ασχολήθηκε περισσότερο με την τέχνη της, πως αγάπησε τις γάτες, ενώ εξιστορεί την περιπέτεια της υγείας της, από την οποία βγήκε πιο δυνατή.
 
«Ποτέ δεν ένιωσα την ύπαρξή μου ν’ αμφισβητείται τόσο έντονα, από παντού, όσο εκείνη την εποχή αμέσως μετά τον θάνατο του Νίκου. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα τόσο πολύ να κινδυνεύω, άοπλη κι εκτεθειμένη. «Μα είναι τόσο βλάκας;» έφτανε στ’ αυτιά μου να λέγεται από ανθρώπους που ούτε με είχαν δει καν, ενώ, όσοι με γνώριζαν, με θεωρούσαν θύμα. Υπήρξαν πολλοί που περίμεναν – σχεδόν μου την είχαν στημένη, θα έλεγα – να δουν πώς «θα εκμεταλλευτώ» την κατάσταση, τι θα εξαργυρώσω, όμως οι πιο κοντινοί, ή τουλάχιστον αυτοί που έβλεπα συχνότερα, όλοι με τον τρόπο τους με ωθούσαν να καθίσω στην άκρη, να βρω μια δουλειά, ό, τι να’ ναι, τέλος πάντων, αρκεί να μπορώ να συντηρηθώ, «κι ύστερα να κοιτάξω κι εγώ τον εαυτό μου», όπως σε κοινή επωδό κατέληγαν, λες κι ήταν συνεννοημένοι. Για τέχνη κουβέντα.»
 
Τα θραύσματα μνήμης που παραθέτει μέσα από τις χειρόγραφες σημειώσεις που κρατούσε η Μπέη όλα αυτά τα χρόνια, ένα ημερολόγιο που όπως αναφέρει ο εκδότης της Loggia, Νίκος Κουφάκης «απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από πρόχειρα σημειώματα και χαρτάκια…όλα φυλαγμένα σε ένα συρτάρι», που κάποια στιγμή αναποδογύρισε κατά λάθος, και η συγγραφέας του βιβλίου μάζεψε σε μια πλαστική σακούλα! Είναι όμως αυτά τα «θραύσματα», οι ημερολογιακές καταγραφές που καταδεικνύουν μεγάλες συγγραφικές ικανότητες. Διότι μπορεί το μεγάλο ενδιαφέρον του βιβλίου να έγκειται στην περιγραφή αυτών των 9 χρόνων που διήρκεσε η σχέση με τον Καρούζο, αλλά είναι η εξιστόρηση των υπόλοιπων 30 χρόνων που έχει τεράστιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον.
 
Η Μπέη με στοχαστικό ύφος και ιδιαίτερα παρατηρητικό βλέμμα (ως ζωγράφος), πάνω σε πρόσωπα και καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί, ούτε καλλιγραφεί τα γεγονότα. Τα παραθέτει όπως τα σκέπτεται και ενδεχομένως κάποιες λεπτομέρειες να τραβάνε σε μάκρος (προσωπικά με εξόντωσαν), αλλά δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ακόμα κι ο πιο καχύποπτος αναγνώστης, την ικανότητα της συγγραφέως στην καταγραφή της πορείας προς την αυτογνωσία, την έξοχη εικόνα των διαφορετικών περιόδων στη ζωή της, την διαύγεια και την ζωντάνια της αφήγησης.
 

«Το δύσκολο είναι ν’ αδειάσεις το κεφάλι σου από κάθε σκέψη. Θυμάμαι πόσο είχα παραξενευτεί στην αρχή, όταν συνειδητοποίησα ότη την τέχνη τη σκέφτεσαι βασανιστικά όλες τις άλλες ώρες εκτός από τις στιγμές που την ασκείς. Εκείνη την ώρα δεν θυμάσαι ούτε το όνομά σου καλά καλά ∙ αν με ρωτούσαν ξαφνικά πόσο χρονών είμαι, θα μπορούσα να πω τριάντα χρόνια λιγότερα ή πενήντα περισσότερα. Είμαι εγώ με τον φόβο πως δεν είμαι κανένας, ενώ λαχταρώ να είμαι ο καθένας.»

 
Το «ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ», είναι ένα βαθιά ανθρώπινο και κάποιες φορές σπαρακτικό βιβλίο, που δεν μας κάνει σοφότερους γύρω από τον ποιητή – εξάλλου γι’ αυτό υπάρχουν τόσα αφιερώματα, τόσες συνεντεύξεις, τόσο οπτικό υλικό, αλλά δεν είναι αυτό το μείζον. Το σίγουρο είναι ότι, μας δίνεται η ευκαιρία να διαβάσουμε ένα καθηλωτικό αφήγημα, και να γνωρίσουμε μια εξαιρετική αφηγηματική φωνή.

«… Μη με διαβάζετε

όταν έχετε δίκιο.

Μη με διαβάζετε όταν

δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…

Ώρα να πηγαίνω

δεν έχω άλλο στήθος»

Ν.Δ.Καρούζος («Ρομαντικός επίλογος»)


Βαθμολογία 85 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home