Δευτέρα, Ιουλίου 11, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 11, 2022 | Permalink
"Κυριακή της Μητέρας"
Η «Κυριακή της Μητέρας» ήταν μια μέρα που οι Χριστιανοί τιμούσαν την εκκλησία όπου βαπτίστηκαν («Mother Church»), και την επισκέπτονταν. Ως γιορτή, υπήρχε από τον Μεσαίωνα στη Μεγάλη Βρετανία και τις χώρες της Κοινοπολιτείας, και γιορταζόταν την τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής. Το έθιμο ξεχάστηκε, έως το 1913 που χάρις στην πρωτοβουλία της Βρετανίδας Κόνστανς Σμιθ, αναβίωσε όχι μόνο ως ημέρα αφιερωμένη στην εκκλησία αλλά και στις επίγειες μητέρες και την φύση, μιμούμενο την Αμερικανική γιορτή του «Mothers day». Η «Κυριακή της Μητέρας» γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στον μεσοπόλεμο ως οικογενειακή γιορτή και ήταν αργία για το υπηρετικό προσωπικό. Σήμερα οι περισσότεροι την αποκαλούν «Ημέρα της Μητέρας» («Mothers Day»), με τον Αμερικάνικο όρο να έχει επικρατήσει.

«Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της. Πέρασε το χέρι του πάνω από την κοιλιά της, σαν να σκούπιζε και να απομάκρυνε αόρατη σκόνη. Έπειτα ακούμπησε εκεί τον αναπτήρα και το τασάκι, κρατώντας την ταμπακιέρα. Πήρε δυο τσιγάρα από τη θήκη, έβαλε το ένα στα προτεταμένα, κατσουφιασμένα της χείλη. Τα χέρια της ήταν ακόμη μπλεγμένα πίσω από το κεφάλι της. Άναψε το δικό της, έπειτα το δικό του. Κι έπειτα, αφήνοντας ταμπακιέρα και αναπτήρα στο κομοδίνο, ξάπλωσε πλάι της, ενώ το τασάκι ισορροπούσε ανάμεσα στον αφαλό της και σε ό,τι εκείνη την εποχή αυτός αποκαλούσε χαρούμενα, χωρίς περιστροφές, μουνί της.
Πούτσος, αρχίδια, μουνί. Απλές βασικές λέξεις.
Ήταν 30 Μαρτίου. Ήταν Κυριακή. Ήταν η μέρα που κατά παράδοση ήταν γνωστή ως Κυριακή της Μητέρας.»


Σε αυτή την γιορτινή μέρα στηρίζεται η βάση της αφήγησης, της εξαιρετικής νουβέλας του σημαντικότατου Άγγλου συγγραφέα Graham Swift (1949, Λονδίνο), με τίτλο «ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ» («Mothering Sunday») – (εκδόσεις Μίνωας, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ. 159). Το κύριο μέρος της μυθιστορηματικής «δράσης» εκτυλίσσεται τη συγκεκριμένη ημέρα του 1924, που αλλάζει τη ζωή της ηρωίδας του βιβλίου, αλλά σε μια αφηγηματική ροή με πολλά μπρος – πίσω στον χρόνο, το βιβλίο αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετο από αυτό που αρχικά πιστεύει ο αναγνώστης.
 
30 Μαρτίου, 1924, μια ασυνήθιστα ζεστή ημέρα, σαν καλοκαιρινή. Είναι η Κυριακή της Μητέρας, η γιορτή όπου το υπηρετικό προσωπικό παίρνει άδεια να επισκεφτεί τις μητέρες τους, τους δικούς τους ανθρώπους – ουσιαστικά είναι η μοναδική ημέρα του χρόνου, που παίρνουν άδεια όλοι μαζί. Η Τζέιν, μια νέα ευφυέστατη κοπέλα 22 ετών, δεν προτίθεται να επισκεφτεί κανένα συγγενή της, έχει κανονίσει κάτι πολύ καλύτερο. Να περάσει μερικές ώρες με τον Πολ Σέρινγκαμ, τον μοναδικό (εναπομείναντα) κληρονόμο μιας αριστοκρατικής Αγγλικής οικογένειας, που έχει χάσει τα δύο μεγαλύτερα αγόρια της στον πόλεμο που τελείωσε πριν έξι χρόνια, και ο οποίος είναι αρραβωνιασμένος με την Έμμα, την κόρη της πάμπλουτης οικογένειας των Χόμπντεϊ. Η Τζέιν και ο Πολ, έχουν ερωτική σχέση αρκετά χρόνια, λίγο καιρό μετά την πρόσληψή της από την οικογένεια Νίβεν, που διαμένουν σε ένα γειτονικό κτήμα με τους Σέρινγκαμ. Η τραγική σύμπτωση των δύο αριστοκρατικών οικογενειών του Berkshire, είναι ότι έχουν χάσει από δύο αγόρια η κάθε μια κι ότι βρίσκονται σε ψυχολογική διάλυση και οικονομική παρακμή. Τώρα οι δύο οικογένειες, είναι καλεσμένες να περάσουν την Κυριακή τους στους Χόμπντεϊ αφήνοντας άδειες τις επαύλεις τους, καθώς λείπει και το υπηρετικό τους προσωπικό.
 
Η Βρετανική κοινωνία έχει αρχίσει να αλλάζει μετά τον πόλεμο αλλά όχι τόσο, ώστε να δεχτεί μια ερωτική σχέση μεταξύ ενός «αφέντη» και ενός «δουλικού», έτσι οι δύο περιστασιακοί εραστές ήταν η πρώτη φορά που θα συνευρίσκονταν στο σπίτι των Σέρινγκαμ. Και πράγματι, ο πύργος ήταν άδειος, υπήρχε κρύο σνακ στο τραπέζι της κουζίνας και οι δύο νέοι απολάμβαναν γυμνοί ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά με τόση άνεση χρόνου. Ο Πολ όμως έπρεπε να φύγει, να φάει το μεσημέρι στο Λονδίνο με την Έμμα. Η Τζέιν, τον παρατηρεί να ντύνεται αργά, θαυμάζει την ομορφιά του και το στυλ του, της προτείνει να μείνει όσο θέλει μέχρι το απόγευμα, να φάει το κολατσιό που έχουν αφήσει για εκείνον και μετά να γυρίσει στους Νίβεν. Καθώς ο Πολ φεύγει με το γρήγορο αυτοκίνητο του, έχοντας ήδη αργοπορήσει στο ραντεβού, η Τζέιν δεν γνωρίζει τι θα επακολουθήσει, δεν περιμένει ότι ο θάνατος παραμονεύει, και η ζωή της, από εκεί και πέρα θα είναι εντελώς διαφορετική.
 
«Αλλά ήταν αυτά τα μικρά μπιχλιμπίδια, αυτά τα αγορίστικα κοσμήματα που φαινόταν να τον διεκδικούν τώρα, να τον επιβεβαιώνουν. Δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. Ρολόι τσέπης. Μανικετόκουμπα. Αφού ντυνόταν και πριν να φύγει, θα έπαιρνε την ταμπακιέρα του με το μονόγραμμα και τον αναπτήρα του. Θα περνούσε τη βούρτσα από τα μαλλιά του, θα χρησιμοποιούσε τη χτένα από ταρταρούγα. Οι δυο αδελφοί του πρέπει να είχαν πάρει μαζί τους ένα σύνολο από τέτοια πράγματα – τα περισσότερα πρόσφατα αγορασμένα για να τονωθεί το ηθικό τους – όταν διέσχισαν τη Μάγχη για τη Γαλλία απ’ όπου δεν επέστρεψαν ποτέ. Πινέλα ξυρίσματος με λαβή από ελεφαντόδοντο, τέτοια πράγματα. Αυτοί, οι αδελφοί, βρίσκονταν τώρα πάνω στο τραπέζι της τουαλέτας μέσα σε ασημένιες κορνίζες. Τις είχε προσέξει μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Πρέπει να ήταν ο Ντικ και ο Φρέντι. Και οι δυο με καπέλα αξιωματικών. Δεν τους είχε ξαναδεί. Μα πως θα μπορούσε;
Τους είχε κοιτάξει ενώ εκείνος ξεκούμπωνε τα ρούχα της.»


Ο τριτοπρόσωπος αργός αφηγηματικός ρυθμός του Swift, ακολουθεί τις αναμνήσεις της Τζέιν, όταν εκείνη, είναι πλέον μια γηραιά κυρία. Ανακαλεί με λεπτομέρειες τα γεγονότα εκείνης της μέρας, γεγονότα για τα οποία δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν. Η Τζέιν είχε γίνει πλέον μια επιτυχημένη συγγραφέας. Το μικρό κορίτσι που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο – και του είχε αποδοθεί το (τεχνητό) επίθετο «Φέαρτσάιλντ» -, χωρίς γονείς και ξεκίνησε να δουλεύει ως καμαριέρα στα 14 της, είχε εξασκήσει την παρατηρητικότητα και την περιέργειά της για τους άλλους. Της άρεσε να διαβάζει, και ο κ. Νίβεν ευτυχώς παρατήρησε αυτή την τάση της, και της έδωσε απεριόριστη πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του. Τώρα στα ογδόντα της χρόνια, μετά από σπουδές στην Οξφόρδη – καθώς οι περιστάσεις την είχαν βοηθήσει και σ’ αυτό -, θα θυμηθεί τις αδιόρατες λεπτομέρειες, εκείνης της μοιραίας ημέρας.
 
Στις λεπτομέρειες και στη σημασία των «λέξεων», εντοπίζεται κυρίως, η γοητεία που ασκεί αυτό η ολιγοσέλιδη νουβέλα. Η Τζέιν βρίσκεται γυμνή στο κρεβάτι – πρώτη φορά απολαμβάνει το σώμα της να ξαπλώνει σε σεντόνια που δεν είχε ονειρευτεί να απολαύσει, απολαμβάνει το γυμνό σώμα και τα ωραία ρούχα του Πολ, τα αντικείμενα που βρίσκονται διάσπαρτα στο χώρο, να περιπλανιέται γυμνή στην τεράστια έπαυλη, να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Ο Swift ξετυλίγει αργά το κουβάρι των αναμνήσεων, την σημασία που είχαν λόγια ή πράγματα που εκείνη την ώρα πέρασαν φευγαλέα από μπροστά της.
 
Η Τζέιν στην ωριμότητά της, προσπαθεί να βρει απαντήσεις στις ερωτήσεις ενός δημοσιογράφου για την επιρροή του Τζόζεφ Κόνραντ στο συγγραφικό της ύφος, κι απ’ την άλλη, στέκεται στις λέξεις, πως ειπώθηκαν, τι νόημα είχαν, ενώ θυμάται εκείνη την Κυριακή και την επίδραση που είχε στη συγγραφική της καριέρα, παρότι μεσολάβησαν ενδιάμεσα οι σπουδές, ένας γάμος, ένας ακόμα πόλεμος και πρώτες συγγραφικές της απόπειρες.
 
«Θα γινόταν συγγραφέας και επειδή ήταν συγγραφέας, ή επειδή αυτό ήταν που την έκανε να γίνει συγγραφέας, τη βασάνιζε αδιάκοπα η αστάθεια των λέξεων. Μια λέξη δεν ήταν ένα πράγμα, όχι. Ένα πράγμα δεν ήταν μια λέξη. Αλλά με κάποιο τρόπο λέξεις και πράγματα ήταν αδιαχώριστα. Άραγε τα πάντα ήταν μια μεγαλειώδης επινόηση; Οι λέξεις ήταν σαν ένα αόρατο δέρμα που τύλιγε τον κόσμο και του προσέδιδε πραγματικότητα. Ωστόσο δεν θα μπορούσες να πεις ότι ο κόσμος δεν θα ήταν εκεί, ότι δεν θα ήταν αληθινός αν αφαιρούσες τις λέξεις. Στην καλύτερη περίπτωση φαινόταν ότι τα πράγματα ευλογούσαν τις λέξεις που τα όριζαν και τα διέκρινα, και ότι οι λέξεις ευλογούσαν τα πάντα.»
 
Ο
Swift ως μέγας στυλίστας, επικεντρώνεται στην ελεγειακή ατμόσφαιρα του βιβλίου, στις μνήμες, στη σημασία των στιγμών, στην πορεία προς την αυτογνωσία της ηρωίδας του. Αναπαριστά με ζωντάνια και γλαφυρότητα, την Αγγλική εξοχή του μεσοπολέμου, ενώ με υπαινικτικό ύφος σκιαγραφεί τις αλλαγές στην κοινωνία της εποχής που προσπαθεί να συνέλθει από τη σφαγή του μεγάλου πολέμου με τις συνθήκες ζωής να μεταβάλλονται ταχύτατα.
 
Η «Κυριακή της Μητέρας», μας συστήνει ξανά τον Graham Swift, υπενθυμίζοντας μας πόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι, και στους πιο προσεκτικούς αναγνώστες θα θυμίσει έντονα την «Εξιλέωση» το μεγάλο μυθιστόρημα του Μακγιούαν, όπως και τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα του 19ου αιώνα. Η χαμηλότονη νουβέλα του Swift, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (με φοβερό καστ), είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό έργο, που τονίζει την σημασία κάποιων μοιραίων γεγονότων, στέκεται στα καλά κρυμμένα μυστικά που μπορεί να τα έχεις κρύψει βαθιά αλλά κάποια στιγμή θα τα θυμηθείς ξανά, επισημαίνει την σημασία των βιβλίων στην διαμόρφωση ενός χαρακτήρα. Είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, που αθόρυβα εισέρχεται εντός του αναγνώστη όπως μόνο τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, μπορούν να κάνουν.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home