Λογοτεχνικό
«tour de force», που η κατασκευή του μόνο θαυμασμό (και μέγιστη
ηδονή) μπορεί να προκαλέσει σε κάθε βιβλιόφιλο, αλλά και ταυτόχρονα, ένα
πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που στο κέντρο του βρίσκεται η Λογοτεχνία (με κεφαλαίο Λ), είναι η «ΕΜΜΟΝΗ» («Possession»), της Αγγλίδας
συγγραφέως, (Dame) Antonia Susan Byatt (Sheffield, 1936). Ένα βιβλίο,
που γράφτηκε και κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ευτύχησε να
εκδοθεί στη χώρα μας δύο φορές: το 2007 από τις εκδόσεις Α.Λιβάνη (που εξέδωσαν κι άλλα βιβλία της), με τον ατυχέστατο τίτλο
«Αιχμάλωτα Πάθη» σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη, περνώντας απαρατήρητο, και στα μέσα της προηγούμενης
χρονιάς από τις εκδόσεις Πόλις, σε
(εξαιρετική) μετάφραση της Κατερίνας
Σχινά (σελ.642).
Τι
είναι λοιπόν η «Εμμονή»; Σε πρώτο
επίπεδο αφορά την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ δύο φιλολογικών ερευνητών και
τον έρωτα που εισβάλλει αργά αλλά δυναμικά. Κάτω όμως (όχι πολύ, μη νομίζεις), από
αυτή την επιφάνεια βρίσκεται ένα ολόκληρο σύμπαν που εμπεριέχει μια σειρά από
αινίγματα, μια αστυνομική ιστορία, μυστικά πίσω από τις κλειστές θύρες των
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των βιβλιοθηκών με το ύφος του «campus novel», ένα συνεχές ταξίδι μεταξύ 19ου
και 20ου αιώνα, θρύλους που έχουν χαθεί στο πέρασμα των χρόνων, ένα
οδοιπορικό στην αγροτική Αγγλία και στην αγροτική Γαλλία, αλλά και πολλή σάτιρα
της διανόησης και των εμμονών της, των πάμπλουτων συλλεκτών αντικειμένων αλλά
και των μεθόδων που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν για να αποκτήσουν το
αντικείμενο του πόθου τους.
«Ένας άνθρωπος
είναι η ιστορία που συνθέτουν οι αναπνοές και η σκέψη του, οι πράξεις, τα μόρια
και τα τραύματά του, η αγάπη, η αδιαφορία και η απαρέσκεια ∙ κι ακόμα η φυλή
και το έθνος του, η γη που έθρεψε τον ίδιο και τους προγόνους του, οι βράχοι
και η άμμος από τα μέρη που γνώρισε, οι από καιρό αποσιωπημένες μάχες και οι
αγώνες της συνείδησης, τα χαμόγελα των κοριτσιών και οι αργόσυρτες κουβέντες
των ηλικιωμένων γυναικών, τα ατυχήματα και η βαθμιαία προέλαση του αδυσώπητου
νόμου, όλα αυτά και κάτι παραπάνω, μία και μόνη φλόγα, που υπακούει με κάθε
τρόπο στους νόμους που διέπουν τη Φωτιά, κι όμως ανάβει και σβήνει από τη μια
στιγμή στην άλλη και είναι ματαιοπονία να το προσπαθείς, αφού είναι αδύνατον να
ξανανάψει στον αιώνα τον άπαντα.»
Ο
Ρόλαντ Μίτσελ είναι βοηθός ερευνητή ενός καθηγητή, που επιμελείται την έκδοση
των Απάντων του ποιητή Χένρι Ας, ενός μείζονα ποιητή του προπερασμένου αιώνα
που αναμείγνυε σκανδιναβικούς θρύλους στην δημοφιλή στα μέσα του 19ου
αιώνα ποίησή του. Ο Ρόλαντ είναι κοντά στα 30 του, νιώθει ότι η ζωή του έχει
τελματώσει μέσα σε ανιαρές ως επί το πλείστον έρευνες και μαζί και η σχέση του
με μια κοπέλα που δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το έργο του. Είναι
φανατικός της ποίησης του Ας και βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Λονδίνου,
μελετώντας ένα βιβλίο που υπήρχε στη συλλογή του Ας, όταν πέφτει πάνω σε μια
απρόσμενη ανακάλυψη, δύο γράμματα του ποιητή προς μια γυναίκα – είχαν την
προσφώνηση «Αγαπητή Κυρία» -, πέφτουν
από το (σκονισμένο και χρόνια στα αζήτητα «ορεινά ράφια» της βιβλιοθήκης)
βιβλίο που μελετούσε. Χρονολογία δεν υπήρχε στα γράμματα, αλλά το περιεχόμενό τους,
έδειχνε ότι ο Ας απευθυνόταν σε μια συνάδελφό του, ποια άραγε; Έπρεπε να το
ψάξει, αλλά πρώτιστα αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να κρύψει τα γράμματα – να τα
πάρει μαζί του και να μη μιλήσει σε κανέναν για την ανακάλυψή του (ουσιαστικά
να τα κλέψει).
Ο
Ρόλαντ εργαζόταν σε μια χαμηλά αμειβόμενη θέση υπό τον καθηγητή Μπλακάντερ, σε
μια έρευνα για τον Ας που επιδοτείτο από
το πανεπιστήμιου του Λονδίνου και από ένα ίδρυμα της Αλμπουκέρκης των ΗΠΑ, που
διαχειριστής ήταν ο Μόρτιμερ Κρόπερ, ένας βαθύπλουτος Αμερικανός, που προσπαθεί
να αποκτήσει ότι είχε γράψει ο Ας στη ζωή και να εκθέσει στο ίδρυμά του στις ΗΠΑ.
Μεταξύ των δύο συνεργατών του Μπλακάντερ και του Κρόπερ, υπήρχε ένας υπόγειος
πόλεμος, παρά το κοινό συμφέρον και την αγάπη για τον Ας.
Ο
Ρόλαντ ήξερε που να ψάξει για παραπομπές και στοιχεία. Από την άλλη γνώριζε ότι
ο Ας ήταν έγγαμος σε ένα (θεωρούμενο ως) ευτυχισμένο γάμο. Μετά από λίγο
χρονικό διάστημα, είχε την αίσθηση, σχεδόν βεβαιότητα, ότι η αποδέκτης των
επιστολών του, ήταν μια ελάσσων ποιήτρια, η Κρίσταμπελ Λαμότ, που δεν ήταν πολύ
γνωστή στο ευρύ κοινό αν και τελευταία είχε γίνει ντόρος γύρω από το όνομά της,
μετά τις έρευνες και τις μελέτες μιας Αμερικανίδας καθηγήτριας που ασχολείτο με
τον φεμινισμό στη Βικτωριανή λογοτεχνία. Η Λαμότ ζούσε αποτραβηγμένη στην εξοχή
με μια φίλη της, θεωρείτο λεσβία και είχε γίνει γνωστή από μια τεράστια
ποιητική σύνθεση με πολλά υπερφυσικά στοιχεία. Ο Ρόλαντ βρίσκει ότι υπάρχει μια
καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Λίνκολν, η Μωντ Μπέιλι που ασχολείται με την
Λαμότ, οπότε πηγαίνει εκεί για πληροφορίες. Η Μωντ, μια αναγεννησιακή φιγούρα
και γνωστή για το απόμακρο και ψυχρό ύφος της, είναι μακρινή απόγονος της ποιήτριας,
αφού η προ-προ-γιαγιά της ήταν η αδελφή της Λαμότ και ασχολείται όλη της τη ζωή
με αυτήν. Υποδέχεται με καχυποψία και υπεροψία τον Ρόλαντ, εκπλήσσεται με το
εύρημά του και μαζί αρχίζουν να ψάχνουν για πηγές. Ό,τι ανακαλύπτουν σιγά-σιγά τους
εκπλήσσει όλο και περισσότερο!
Μαζί
όμως με την αναζήτηση των δύο ερευνητών που τους φέρνει όλο και πιο κοντά σε
μια αναπόφευκτη ερωτική σχέση που όμως αργεί να εξωτερικευτεί, παρακολουθούμε
μέσα από επιστολές, ποιήματα και παραπομπές την σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ
των δύο ποιητών, του Ας και τη Λαμότ, μια σχέση απαγορευμένη, κρυφή και
θυελλώδη, γεμάτη μυστικά και υπαινιγμούς όπως κάθε Βικτωριανή παράνομη σχέση (και
όχι μόνο). Τα ευρήματα των Ρόλαντ και Μωντ, δεν θα αργήσουν να μαθευτούν με τον
ένα ή τον άλλον τρόπο και ένα κυνηγητό ξεκινά, καθώς ο Ρόλαντ έχει απομονωθεί
χωρίς να βρίσκεται πουθενά, ενώ και η Μωντ κρύβει επιμελώς τις κινήσεις της. Η
δράση θα κορυφωθεί στην Βρετάνη της Γαλλίας, όπου είχε καταφύγει η Λαμότ στην
οικογένεια του θείου της και η ίντριγκα όσο πλησιάζουμε προς το τέλος θα
μεγαλώνει.
«… Δεν σου φαίνεται
καμιά φορά ότι οι μεταφορές μας καταβροχθίζουν τον κόσμο μας; Ασφαλώς τα πάντα
συνδέονται μεταξύ τους – διαρκώς – και υποθέτω ότι κάποιος σπουδάζει λογοτεχνία
– τουλάχιστον εγώ γι’ αυτό τη σπούδασα – επειδή όλες αυτές οι συνδέσεις
δείχνουν και απέραντα συναρπαστικές και κατά μια έννοια επικίνδυνα ισχυρές. Δεν
το νομίζεις κι εσύ; Πως έχουμε την εντύπωση ότι κρατάμε το κλειδί για την
αληθινή φύση των πραγμάτων; Θέλω να πω, όλα αυτά τα γάντια, για τα οποία
μιλούσαμε πριν από ένα λεπτό, σαν να παίζαμε ένα παιχνίδι με άγκιστρα και θηλές
– μεσαιωνικά γάντια, γάντια γιγάντων, η Μπλανς Γκλόβερ, τα γάντια του Μπαλζάκ,
τα ωάρια της θαλάσσιας ανεμώνης – όλα αυτά για να καταλήξουμε στο ζουμί της
υπόθεσης, στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα.»
Το
πιο γοητευτικό στοιχείο του βιβλίου, είναι χωρίς αμφιβολία, η ανάμιξη των δύο
ιστοριών που αφηγείται η Μπάιατ στο
βιβλίο της. Η σχέση του Ρόλαντ και της Μωντ, σε συνδυασμό με την σχέση του Ας και
της Λαμότ. Οι συγγένειες μεταξύ των δύο παράνομων ερωτικών δεσμών και οι
διαφορές τους - η σύγκριση δεν γίνεται μόνο στις επαφές αλλά και στο κοινωνικό
πλαίσιο των δύο εποχών που τις χωρίζουν πάνω από 100 χρόνια (130 για την
ακρίβεια). Η συγγραφέας αναπλάθει μια ολόκληρη εποχή μέσα από την αλληλογραφία
των δύο ποιητών και τα ποιήματά τους που μπορεί να αποτελέσουν στοιχεία της σχέσης
τους. Με μοναδικό ύφος, κατασκευάζει ένα πλήρες Βικτωριανό σύμπαν, όπου ο
ανυποψίαστος αναγνώστης νομίζει ότι διαβάζει ποιήματα του Τένισον, του Γουόρντσγουορθ, της Ροσέτι. Κάτι ανάλογο έκανε και ο John Fowles στην «Ερωμένη
του Γάλλου Υποπλοιάρχου» (που ευτύχησε στην κινηματογραφική του μεταφορά ,
σε αντίθεση με την «Εμμονή» που η
ταινία ("Έρωτικό Μυστικό") που φτιάχτηκε με βάση το μυθιστόρημα ήταν πολύ μακριά από το βιβλίο). Μόνο
που εδώ η Μπάιατ αποπειράται κάτι
πολύ πιο δύσκολο και φιλόδοξο, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του βιβλίου της,
είναι ακριβώς αυτή η πιστή αναπαράσταση της εποχής, όπως και, η έμφαση που
δίδεται στο πως μια ανακάλυψη μπορεί να ξαναγράψει ή να αναθεωρήσει το έργο των
ερευνητών που ασχολούνται με την Βικτωριανή εποχή στην σπουδαία Λογοτεχνία που
αναπτύχθηκε τότε, τι σεισμό μπορεί να προκαλέσει αλλά και πόσο φτηνό
ανταγωνισμό και ύπουλες μεθόδους μπορούν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και οι «άνθρωποι
του πνεύματος».
Το
αφηγηματικό ύφος στο βιβλίο δεν είναι ενιαίο, και αυτό είναι φυσιολογικό να
συμβαίνει λόγω της κατασκευής του. Η Μπάιατ
δεν έγραψε ένα μυθιστόρημα με αρχή-μέση-τέλος, παρότι οι ιστορίες που αφηγείται
έχουν τέτοια υφή. Κατασκεύασε δύο κόσμους και τους ανάμιξε με δυναμισμό και
πρωτοτυπία. Έγραψε ποιήματα και επιστολές στο Βικτωριανό ύφος, συνέθεσε μια
ερωτική ιστορία που μοιάζει να γράφτηκε από μια συγγραφέα της εποχής και την
συνδύασε με μια ερωτική ιστορία του τέλους του 20ου αιώνα μεταξύ δύο
ανθρώπων που δεν ξέρουν πώς να ερωτευτούν. Δημιούργησε ένα σύμπαν ανταγωνισμού
και αλληλοσφαγής μεταξύ διανοουμένων και πανεπιστημιακών, ενώ καλλιέργησε την
αγωνία για τα ευρήματα (που είναι συγκλονιστικά) μέχρι το τέλος σαν να γράφει
ένα θρίλερ. Όλα αυτά μαζί, διανθισμένα με ειρωνεία (τι άλλο παρά τέτοια είναι η χρήση της Αλμπουκέρκης ως κέντρο μελετών ενός Βικτωριανού ποιητή) και σάτιρα, ευφυέστατους
διαλόγους και στιγμές υπέρτατου λυρισμού και απόλαυσης.
«… Η συνοχή και η
περαίωση, η συνεκτικότητα και η ολοκλήρωση είναι βαθιές ανθρώπινες επιθυμίες οι
οποίες προς το παρόν, δεν είναι της μόδας. Ωστόσο ήταν και παραμένουν και
τρομακτικές και σαγηνευτικά επιθυμητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η
κατάσταση του έρωτα, το «ερωτεύεσθαι», το οποίο, μέσα από ένα επιμελές
κοσκίνισμα, μετατρέπει τα φαινόμενα του κόσμου και την ιστορία του
συγκεκριμένου εραστή, από τυχαίο κουβάρι σε συνεκτική πλοκή. Τον Ρόλαντ τον
προβλημάτιζε η ιδέα ότι πιθανόν να ίσχυε το αντίθετο. Άπαξ και δύο άνθρωποι διαπίστωναν
ότι ήταν μπλεγμένοι σε μια συγκεκριμένη πλοκή, ίσως άρχιζαν να συμπεριφέρονται
ακολουθώντας τις περιελίξεις αυτής ακριβώς της πλοκής. Κι αυτό σήμαινε ότι θα
έθεταν σε κίνδυνο κάποιο είδος ακεραιότητας με την οποία είχαν ξεκινήσει.»
Ό
όγκος της «Εμμονής» είναι τεράστιος
και μάλλον αποτρεπτικός, αλλά η προσπάθεια ανταμείβεται, καθώς είναι πάνω απ' όλα ένα σαγηνευτικό μυθιστόρημα, εξαίσιο δείγμα λογοτεχνικής μαγείας. Η συγγραφέας
υπερβαίνει με άνεση τις σκοπέλους που συνήθως έχουν τέτοια εγχειρήματα με ένα
βιβλίο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι
αναγνώστες θα βαρεθούν κάποια στιγμή με τα πολυσέλιδα ποιήματα (το έπαθα κι
εγώ), θα νιώσουν ότι δίνεται μεγάλη έμφαση στην κατασκευή κι όχι στις ιστορίες
(το ένιωσα κι εγώ), από την άλλη όμως είναι τέτοιο το επίτευγμα που μένεις
ενεός μπροστά του και μόνο όταν ολοκληρώνεις την ανάγνωση συνειδητοποιείς τι
διάβασες…
Βαθμολογία 85 / 100
Δημοσίευση σχολίου